Fractal

Τα τρία χτυπήματα

του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη // *

 

fractal_summerΟι καθημερινές ασχολίες και η κούραση τον οδήγησαν στη σκέψη να κοιμηθεί νωρίτερα από τις προηγούμενες μέρες. Φόρεσε τις πιτζάμες και με το ξάπλωμα στο κρεβάτι αποκοιμήθηκε. Ο ύπνος ήταν βαθύς, γλυκός με όμορφα όνειρα. Κάποια στιγμή κάτι τον τρόμαξε. Άνοιξε τα μάτια και αντιλήφθηκε πως κάποιος χτυπούσε την εξώπορτα. Σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες και φώναξε:

– Ποιος είναι;

Ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

– Πάτερ είμαι η Φεβρωνία, είναι επείγον να σου μιλήσω.

Ο πάτερ Ανδρέας άνοιξε την πόρτα και περίμενε τη Φεβρωνία να περάσει. Αυτή κάθισε και τον κοίταξε φοβισμένη. Διερεύνησε το βλέμμα του και θέλησε να μιλήσει για την αιτία που τον επισκέφτηκε. Στην αρχή κόμπιασε, ύστερα όμως η γλώσσα της λύθηκε και ένιωσε άνεση για να εκμυστηρευτεί τις σκέψεις της.

– Πάτερ είναι καιρός που με αποφεύγεις και μου δείχνεις πως θέλεις να απομακρυνθείς. Δεν είναι εύκολο, αφού γνωριζόμαστε χρόνια. Πολλές φορές αναρωτιέμαι μήπως έκανα κανένα λάθος. Ό,τι επιθυμούσες το είχες και το έκανα με μεγάλο κίνδυνο. Και αντί να με αφήσεις να μείνω μαζί σου με εγκαταλείπεις. Εμένα που δεν υπολόγισα τους γονείς και τον αδελφό μου. Τι θέλεις, πες μου, γιατί με βασανίζεις; Καθώς μιλούσε, δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα και η συναισθηματική φόρτιση είχε φτάσει στο απόγειο. Έβγαλε το χαρτομάντιλο και φύσηξε τη μύτη της. Κούνησε το κεφάλι και κοίταξε στα μάτια τον πάτερ Ανδρέα. Μέσα από το βαθύ γαλάζιο των ματιών τον συνάντησε σε ένα κατάστημα, όπου ψώνιζε τρόφιμα. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως τoν ήθελε πολύ. Γρήγορα ξεκίνησε να τον συναντά σε διαφορετικά μέρη ακόμα και πόλεις. Το πάθος της την έκανε να κάνει πράγματα που φαίνονταν απίστευτα. Όταν η κατάσταση δυσκόλεψε, τότε προσπάθησε να στηρίξει τον πάτερ Αντρέα. Δεν ήξερε όμως πως αυτή η απόφαση, όπως και οι προηγούμενες έμοιαζαν με βουτιά στα βαθιά νερά.

………………

Ο Τηλέμαχος έμαθε στο καφενείο πως η αδελφή του τα έχει με τον παπά. Στην αρχή νόμισε πως του έλεγαν ψέματα. Μετά την παρακολούθησε και διαπίστωσε πως του έλεγαν την αλήθεια. Απόφυγε να συζητήσει με τη Φεβρωνία και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να τη συμβουλέψει. Όταν της έκανε κάποια νύξη, μόνο που δεν τσακώθηκαν. Τότε είναι που έβαλε σκοπό να λύσει αυτή την περίεργη σχέση. Την παρακολούθησε πολλές φορές. Και σήμερα που ανακάλυψε πως η Φεβρωνία λείπει, πήγε έξω απ το σπίτι του παπά. Ξέρει ότι είναι μέσα αλλά την περιμένει να βγει. Η σκέψη αυτή τον ανησυχεί και γι αυτό σκέφτεται πώς να δράσει. Έχει κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους και προσπαθεί να διακρίνει τους ίσκιους που φαίνονται από την πόρτα του σπιτιού. Τον έχει πιάσει κρύος ιδρώτας και τα χέρια του τρέμουν από την αγανάκτηση .

Κι ενώ λάβαιναν χώρα όλα αυτά, η Φεβρωνία προσπαθούσε να πείσει τον παπά ν’ αλλάξει γνώμη. Ο πάτερ Ανδρέας χρησιμοποίησε τα γνωστά επιχειρήματά του αλλά μάταια. Η Φεβρωνία κατάλαβε πως έπαιζε το τελευταίο της χαρτί. Γονάτισε και τον παρακάλεσε να συνεχίσουν. Αυτός την κοίταξε και της είπε:

«Χρόνια παλεύω με δυο αντίθετες δυνάμεις, του καλού και του κακού. Θέλω να αποκοπώ από σένα αλλά νιώθω πως είμαι εξαρτημένος. Το λάθος είναι ότι ξεκίνησα να είμαι μαζί σου. Δε μετάνιωσα ποτέ για τίποτα, γιατί σ αγαπώ αληθινά. Στο πρόσωπό σου βρήκα την αγάπη της γυναίκας και της συντρόφου που βρίσκεται πάντα κοντά μου και με προστατεύει στις δυσκολίες. Αν σε γνώριζα προτού γίνω ιερέας, θα παντρευόμασταν και θα κάναμε οικογένεια και παιδιά. Τώρα είμαστε μπροστά σε κυκεώνα προβλημάτων. Κινδυνεύουμε να εκτεθούμε στην κρίση της κοινωνίας. Ένας ιερέας που παραβιάζει τον ηθικό νόμο και μια γυναίκα που προσβάλει τα πάντα και είναι μπλεγμένη σε μια προβληματική κατάσταση. Πρέπει να κάνουμε κάτι…».

Με την τελευταία πρόταση πλησίασε τη Φεβρωνία που ήταν γονατισμένη μπροστά του, της χάιδεψε τα μαλλιά, της είπε να σηκωθεί και να καθίσει στην καρέκλα. Ήθελε να της εκμυστηρευτεί το σχέδιό του. Ξεκίνησε την ομιλία του ήρεμα, γιατί είχε ξαναβρεί τη χαμένη αυτοπεποίθησή του.

«Η κοινωνία που ζούμε Φεβρωνία είναι πάρα πολύ σκληρή. Γι αυτό πρέπει να φύγουμε από τα μέρη μας. Να πάμε στη Γερμανία. Είναι εύκολο, αφού η ορθόδοξη εκκλησία έχει έλλειψη από ιερείς. Εκεί θα είμαστε άγνωστοι και θα ζήσουμε με αξιοπρέπεια. Φτάνει να με ακολουθήσεις. Ξέρεις πως δεν θα παντρευτούμε αλλά θα είσαι δίπλα μου όσο ζω σ’ αυτή τη μάταιη ζωή. Αν θέλεις θα βγάλουμε διαβατήρια και σύντομα θα φύγουμε». Η Φεβρωνία ένιωσε άβολα με την πρόταση αλλά γρήγορα σκέφτηκε πως δεν είχε άλλη λύση. Κατέβασε τα μάτια και έπειτα συμφώνησε. Δεν υπολόγισε τους γονείς και τον αδελφό της. Η υποκρισία, η πίεση της κοινωνίας της είχαν γίνει βραχνάς . Η ευτυχία της φάνταζε σαν ο πρωταρχικός σκοπός . Είπε στον ιερέα πως είναι έτοιμη και περιμένει τις οδηγίες για να ετοιμαστούν . Τότε ένιωσε να της φεύγει ένα βάρος από πάνω της. Είχε καθαρό μυαλό και τώρα μπορούσε να αποχωρήσει. Χαιρέτησε τον πάτερ Αντρέα και έφυγε μέσα στη νύχτα με μεγάλη προσοχή.

………………

Όταν έφυγε η Φεβρωνία ο Τηλέμαχος χτύπησε την πόρτα του πάτερ Αντρέα. Η πόρτα άνοιξε, γιατί ο πάτερ νόμισε πως κάτι ξέχασε η Φεβρωνία. Όταν αντίκρισε τον Τηλέμαχο, ένιωσε έκπληξη. Η όψη του ταίριαζε με άνθρωπο που ήταν ταραγμένος. Έκανε νευρικές κινήσεις και επιτέθηκε φραστικά στον ιερέα. Αυτός έκλεισε την πόρτα και προσπάθησε να συνεφέρει τον Τηλέμαχο. Κάτι πήγε να του πει και ο Τηλέμαχος έβαλε τις φωνές. Τον κατηγόρησε για την παράνομη σχέση με την αδελφή του και τον έπιασε από το ράσο. Ο πάτερ Αντρέας αρνήθηκε ότι έχει τίποτα με την Φεβρωνία και προσπάθησε να σπρώξει τον Τηλέμαχο για να τον αφήσει. Τότε ο Τηλέμαχος του έριξε μια γροθιά και ο ιερέας παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία και έπεσε πάνω στην άκρη του τραπεζιού . Έπειτα έπεσε κάτω στο δάπεδο και του κόπηκε η ανάσα. Ο Τηλέμαχος κοκκίνισε από φόβο. Πήγε δίπλα, τον κούνησε και αντιλήφθηκε πως ο πάτερ Αντρέας είχε τραυματιστεί θανάσιμα. Άφησε τον παπά και έφυγε από το σπίτι. Από τη βιασύνη ξέχασε την πόρτα και τα φώτα ανοιχτά . Πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε. Στο δρόμο έτρεχε σαν τρελός. Σε μια κλειστή στροφή ντεραπάρισε και έπεσε στο γκρεμό. Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια τη ζημιά που έπαθε το αυτοκίνητο. Το σίγουρο είναι πως ο Τηλέμαχος δραπέτευσε από τη ζωή.

………………

«Τώρα γιατί κάθομαι και στα διηγούμαι όλα αυτά αφού μπορούσα να τα αναφέρω και να τα γράψω περιληπτικά στο φάκελο της υπόθεσης. Ίσως γιατί από αυτές τις υποθέσεις κύριε ενωμοτάρχη μαθαίνεις πολλά και αυξάνεις το αστυνομικό δαιμόνιο για παρόμοιες υποθέσεις. Και όπως ξέρεις στην ιστορία που σου είπα αληθεύει η φράση του λαού «πως το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον».

 

Elpidoforos* Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης κατάγεται από την Λέσβο και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μπέρμιχαμ και μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο, όπου και εργάστηκε για μια πενταετία ως δάσκαλος στο Ευρωπαϊκό Σχολείο. Από το 2002 ζει στο Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας και εργάζεται ως Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε. στην Άρτα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top