Fractal

Διήγημα fractal: “Τα ρεβίθια”

Της Ελένης Βαρουξή // *

 

 

 

 

 

Απορώ πώς τρώω ρεβίθια. Πώς μ’ αρέσει αυτή η γεύση, αυτή η υφή… Πώς τα μπλέκω σε σαλάτες και λοιπά… Κανονικά, δε θα ’πρεπε… Αλλά δε θα ‘πρεπε χίλια μύρια… Παραμιλάω, νομίζετε… Νομίζετε! Στην πραγματικότητα, είμαι εδώ για να σας προειδοποιήσω: μην πράξετε όπως εγώ, είμαι κακό παράδειγμα: μην τα φάτε τα γαμημένα τα ρεβίθια! Ας εξηγηθώ:

Έμενα όλη μέρα στο σπίτι, η μαμά έλεγε ότι δεν είναι καλό να συναναστρέφομαι, άσε που η γειτονιά ήταν – κατ’ αυτήν – μια παγκόσμια μπασκλασαρία. Εκείνα, τα πρώτα χρόνια, πριν πάω σχολείο, το σπίτι – για την ακρίβεια το δωμάτιο, που έμελλε να γίνει δωμάτιό «μου» – ήταν το εργαστήριο ραπτικής της μαμάς. Η μαμά ήταν περίφημη μοδίστρα, είχε και μοδιστράκια, νέα κορίτσια που έρχονταν να μάθουν, και έκαναν όλο το χαμαλίκι, για να προλάβουν να παραδώσουν τις παραγγελίες: καρίκωμα, στρίφωμα, κουμπιά, γάζωμα. Μανικοκόλληση ποτέ, αυτή ήταν δουλειά της μαμάς μου, δύσκολο σημείο. Η μαμά ήταν μαστόρισσα, άριστη στη γεωμετρία, έκοβε και το μάτι της, είχε κι ένα βρωμόχερο! Ό, τι έπιανε το έκανε τέλειο! Σκεφτείτε ότι, μετά το θάνατό της, εκεί που σκάλιζα και ξέθαβα τα ρούχα της, βρήκα ένα μακρύ μαύρο φόρεμα που, όταν το γύρισα από την ανάποδη, εντυπωσιάστηκα γι’ άλλη μια φορά: ήταν όλο τσόντες, πολλά μικρά κομματάκια, συμμετρικά ως προς τον κάθετο άξονα του σώματος, ανά δυο ίσα μεταξύ τους! Καταπληκτικό! Τοποθετημένα όχι όπου κι όπου: στις μασχάλες, στις πένσες του στήθους…. αριστοτεχνική δουλειά! Και λάβετε υπόψη ότι αυτή η καλλονή – γιατί ήταν και όμορφη, θεριά θεά γυναίκα, υπέροχο χαμόγελο, μάτια αμυγδαλωτά – αυτή λοιπόν, δεν είχε πάει σχολείο, ίσως μέχρι τη Δευτέρα-Τρίτη Δημοτικού, άλλα χρόνια…. Ζούσε στο συνοικισμό, είχε περάσει από τη φωτιά της προσφυγιάς του ’22 όταν ήταν ενός – δυο χρονών, στην αγκαλιά της μάνας της μαζί με τα δυο μεγάλα αδέρφια της, 5 και 7 χρονών τα αγόρια. Πατέρας αιχμάλωτος στα βάθη της Τουρκιάς, τον είχαν για πεθαμένο, εμφανίστηκε μετά από λίγα χρόνια, τον είχε σώσει το ούτι που έπαιζε και διασκέδαζε τους Τούρκους.

Ξεμακραίνω… Για τα ρεβίθια λέγαμε…

Λοιπόν, ναι, έμενα μέσα στο σπίτι, έπαιζα με τη γιαγιά, με κούκλες, κουβαράκια, τραπουλόχαρτα, κουρελάκια. Τραπουλόχαρτα…. Τι εξαιρετικά και πολυώροφα κτίσματα έφτιαχνα με τα τραπουλόχαρτα! Εκεί, πάνω στην κουρελού της κουζίνας, μπροστά στο μπαουλοντίβανο, συχνά κάτω από το τραπέζι…. Τι φωλιά κάτω από το τραπέζι! Τη χρησιμοποιούσα κι αργότερα, όταν έπρεπε να διαβάσω τη ξενέρωτη τη Γεωγραφία, για να νιώθω όμορφα, ασφαλής από τα φτυσίματα της κυρίας Κερασίας, που μας «παρέδιδε» το μάθημα. Άλλο κι αυτό… Ο μπαμπάς είχε δηλώσει άλλη διεύθυνση σπιτιού, του θείου μου, για να πάω στο 12ο Δημοτικό κι όχι στο 10ο όπου έπρεπε να πάω κανονικά μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς, της παγκόσμιας μπασκλασαρίας, που λέγαμε. Την ήξερε την κυρία Κερασία και, κατά πως φαίνεται, την ενέκρινε για δασκάλα μου, ξετρελαινόταν στην ιδέα να με «διδάξει» αυτή η σκατόγρια, δεν εξηγείται αλλιώς το τέχνασμά του. Αυτή όλο έσκουζε, βαρούσε – με την παλάμη, με το χάρακα, ό, τι είχε πρόχειρο – κι όταν μιλούσε, γκαρίζοντας, έφτυνε, τις έφευγαν τα σάλια από το στόμα μαζί με τα σουσάμια του κουλουριού που είχε φάει στο διάλλειμα, τα οποία συχνά ήταν μουλιασμένα στον καφέ, που μάλλον είχε πιεί μαζί με το σουσαμένιο κουλούρι. Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη Δημοτικού, μ’ αυτή την άθλια βραχνιασμένη καμπούρω, Τετάρτη με τον άχρωμο και άοσμο κύριο Κώστα, ο οποίος επίσης χρησιμοποιούσε το χάρακα, για να δείχνει στο χάρτη και να μας βαράει στις παλάμες όποτε το έκρινε απαραίτητο. Πέμπτη και Έκτη με τον θαυμαστό υποδιευθυντή, που ζαχάρωνε τα φρεσκοσχηματισμένα στήθη των κοριτσιών, τους λαμπερούς μηρούς τους που ξεπρόβαλαν μέσα από σπασμένα κουμπιά της μπλε ποδιάς, τα χείλη τους που γυάλιζαν.

Λαμπρό παράδειγμα εκπαιδευτικού, οι γονείς τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη! Αυτός λοιπόν, που σε μετέπειτα χρόνια πήρε προαγωγή και έγινε διευθυντής και κατόπιν επιθεωρητής, όταν φτάσαμε στην Έκτη, μας ξεμονάχιαζε, μας παραμύθιαζε ότι τάχα τώρα πια μεγαλώσαμε και δεν πρέπει να κάνουμε σαχλαμάρες, μας κάθιζε πατρικά στα πόδια του και ξεκούμπωνε κι από κανένα κουμπί, έχοντας το χέρι του γερά γαντζωμένο γύρω από τη μέση μας, ένα χέρι καυτό από τη γλίτσα των σιχαμένων εκβιαστικών ορέξεών του. Εκείνη τη φορά που ήταν η σειρά μου, μη ξέροντας ότι το έχει σύστημα – αυτό το έμαθα πολύ αργότερα, όταν αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε, τα κορίτσια, μεταξύ μας – τρόμαξα τόσο στο ξεκούμπωμα, που το ‘βαλα στα πόδια. Πώς τινάχτηκα! Πόσο ντράπηκα! Πόσο το πλήρωσα, με κακούς βαθμούς κατόπιν! Α, ναι, στο τέλος ξέραμε ότι ο κακός βαθμός στην ορθογραφία σήμαινε ότι δεν είχε καταφέρει να ξεκουμπώσει κουμπί.

Αλλά σε ποιόν μεγάλο να τα πεις αυτά; Εμείς ήμασταν πάντα τα παιδιά που είχαν άδικο, έφταιγαν και έπρεπε να τιμωρούνται ανάλογα. Κι έπειτα, ποιος θα μας πίστευε; Το κύρος ήταν ο δάσκαλος, μη χέσω. Τι εκπαιδευτικό σύστημα κι αυτό!

Ξεχάστηκα… Για τα ρεβίθια λέγαμε…

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, ήμουνα μόνη με τη γιαγιά στο σπίτι, η μαμά θα πρέπει να ήταν στην Αθήνα, πήγαινε στην Αθήνα κάποιες φορές, να συναντήσει φίλους και συγγενείς. Όταν έμενα μόνη με τη γιαγιά, μπορούσα να κάνω «αταξίες», να φύγω για λίγο, να πάω να παίξω έξω, με συνομήλικα παιδιά, ή να έρθει κάποιο από τα γειτονόπουλα κλεφτά στην αυλή, παράδεισος!

Ήταν φθινόπωρο, μάλλον, συννεφιασμένη μέρα – ή έτσι νομίζω. Λίγο πιο κάτω από μας, έμεναν η Λίνα και ο Τάκης. Το σπίτι τους είχε και υπόγειο, ιδανικό μέρος για τον Θησέα και το Μινώταυρο! Αλλά, για να μην έχουμε σχολείο, μπορεί να ήταν και διακοπές Χριστουγέννων. Μπορεί και καλοκαίρι τελικά. Εν πάση περιπτώσει, η γιαγιά είχε μαγειρέψει ρεβίθια στο πετρογκάζ. Εγώ έπαιζα με τους φίλους μου πανευτυχής, με είχε συνεπάρει ο μύθος εκεί στο υπόγειο και η ώρα πέρασε, μπορεί να με είχε φωνάξει η γιαγιά αλλά να μην την είχα ακούσει. Το θέμα είναι ότι άκουσα τον μπαμπά μου που με έψαχνε έξαλλος όταν πια είχε γυρίσει από τη δουλειά κι εγώ δεν ήμουν στο σπίτι! Πανικός.

Κρύφτηκα, ζήτησα από τα παιδιά να μην πουν ότι είμαι εκεί, μαζί τους, ο πατέρας μου όργωσε τη γειτονιά, δεν καταλάβαινα αν ήταν θυμωμένος μαζί μου ή ανήσυχος μήπως και κάτι έπαθα. Ξέρω μόνο ότι φοβόμουν. Προφανώς, ήταν σαφής η απαγόρευση: δεν έπρεπε να φεύγω από το σπίτι και να παίζω έξω. Νόμιζα ότι, αν κρυβόμουν, θα γλίτωνα από το μένος του; Τι νόμιζα, η ηλίθια; Τέλος πάντων, όταν εκείνος απομακρύνθηκε και τον είδα να πηγαίνει στο σπίτι, έτρεξα και τρύπωσα στο γειτονικό, όπου έμενε ο Γιώργος, άλλος συνομήλικος. Σκέφτηκα πως, αφού ήμουνα τόσο κοντά στο δικό μου σπίτι – μόλις ένας τοίχος μας χώριζε – ίσως τη γλύτωνα με λιγότερα. Ήδη, ο μπαμπάς τα είχε βάλει με τη γιαγιά, που με άφησε να φύγω.

Προσποιήθηκα πως μόλις τον είχα ακούσει και φανερώθηκα. Μπα, δεν πρέπει να είχε ανησυχήσει, μάλλον θυμωμένος ήταν, καλά είχα νιώσει. Έτρεμα ολόκληρη, βλέποντάς τον τόσο θυμωμένο, «δεν έκανα τίποτα, έπαιζα με το Γιώργο», του είπα, φοβήθηκα να του πω ότι ήμουν στη Λίνα. Δε θυμάμαι περαιτέρω διάλογο, θυμάμαι όμως ότι με άρπαξε και με πέταξε στο κρεβάτι της κρεβατοκάμαράς τους, σ’ εκείνο, το ίδιο κρεβάτι, που ξάπλωνα μαζί τους και μου διάβαζε παραμύθια το βράδυ, εκεί που χωνόμουν για να ησυχάσω τους φόβους μου, εκεί που με είχε τραντάξει μια φορά που ήμουν μωρό και έκλαιγα και δεν έλεγα να σωπάσω. Έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι του και με χτυπούσε, δεν ξέρω πόσο. Κουλουριαζόμουν για να μη με πετύχει κι εκείνος ορμούσε ακόμα πιο βίαια. Κάθε χτύπημα διαπερνούσε την ύφανση του ρούχου, ένιωθα γυμνή, η ζώνη κολλούσε στο δέρμα μου και άφηνε λωρίδες κόκκινες που έτσουζαν.

Όταν ξεθύμανε, με φώναξε στην κουζίνα, να φάμε. Πολλές φορές, στα δάκρυα της ενήλικης ζωής, έχω εκείνη την ίδια αλμυρή γεύση, εκείνη την κομμένη αναπνοή. Ποτέ δεν έμαθα αν μετάνιωσε. Εγώ όμως είχα μετανιώσει γιατί τον έκανα δυστυχισμένο και θυμωμένο και δε μου άρεσε. Τον είχα δυσαρεστήσει γιατί πήγα να παίξω με τα παιδιά της γειτονιάς, που να με πάρει!

Στο τραπέζι, ήμουν υποχρεωμένη να φάω το φαϊ μου, δε μπορούσαν να σταματήσουν τα αναφιλητά όσο έτρωγα τα ρεβίθια. Ναι, τα ‘φαγα τα ρεβίθια! Και στα επόμενα μοναχικά μου παιχνίδια, ξεγύμνωνα την πιο όμορφη κούκλα που είχα, εκείνη την ψηλή, με τα μακριά ξανθά μαλλιά, της κολλούσα κόκκινα λεπτά χαρτάκια στο σώμα, σημάδια από τη ζώνη του μπαμπά.

 

 

 

 

* Η Ελένη Βαρουξή γεννήθηκε και ζει στο Βόλο. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή “Το γιασεμί φορούσε τσουβάλια” το 1986 (Εκδόσεις Μη Άμεσης Επανάστασης), έχει δημοσιεύσει ποιήματά της σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει συνεργαστεί με τοπικές εφημερίδες. Έκανε σπουδές Μουσειοπαιδαγωγικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και βιοπορίζεται εργαζόμενη σε Ασφαλιστικό Ταμείο.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top