Fractal

«Καιρός σηματωρός στον ύπερο της γης»

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

ta-potamiaΣτοχασμοίμε αφορμή την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Γεωργούση «Τα Ποτάμια» των εκδόσεων Γαβριηλίδη, Αθήνα 2016,

 

Κι όμως! Σπουδαίοι ποιητές, εξακολουθούν ευτυχώς να κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Σπουδαία έργα εξακολουθούν να γεννιούνται, να τυπώνονται, έστω κι αν είναι σε απόσταση από τις βιτρίνες, έστω κι αν είναι έξω από τα ποτάμια της καταναλωτικής ροής.

«Τα ποτάμια» του Γιώργου Γεωργούση (Γ. Γ. στη συνέχεια), το τριακοστό πρώτο βιβλίο του με ποιητικά, πορεύονται μέσα από τέσσερις υποενότητες του όλου, σε κοίτες που σκάφτηκαν με λέξεις, σκέψεις, τέχνη και μεράκι.

Από την αιθερική τους υπόσταση, την άυλη ροή τους, περνώντας στην αντίπερα όχθη του θανάτου, ξεκινούν από ΤΟΝ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΑΙΘΕΡΑ, επιστρέφουν υλοποιημένα στη γη ποτίζοντας τις ΚΑΛΑΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ ώσπου μετά από τριβή στις όχθες του χρόνου και της ζωής, να φτάσουν στις ΠΡΟΣΧΩΣΕΙΣ της εκβολής τους. Από ’κεί, καταλήγοντας κάποτε στην θάλασσα (θάλασσα του Λόγου, της Ποίησης, της Ζωής;), ανεβάζουν τον Οδυσσέα Ποιητή σε ένα ΜΟΝΟΞΥΛΟ, παρέχοντάς του την εμπειρία της ως τώρα δικής τους πλεύσης ως εφόδιο ή ως αναφορά για το ταξίδι στο πέλαγος που έπεται.

 

Ποτάμια. Ποια ποτάμια; Τα ποτάμια του Παρνασσού, τα ποτάμια των λέξεων, τα ποτάμια των συμβολισμών ή τα ποτάμια των μύθων; Τα ποτάμια των συνομιλιών με τους νεκρούς; Τα ποτάμια των ονείρων; Του παρελθόντος; Της μνήμης; Τα ποτάμια της ζωής και παραδίπλα τα ποτάμια του Κάτω Κόσμου; Οπωσδήποτε τα ποτάμια της Ποίησης.

 

Ποτάμι. Άρα Νερό, Όγκος, Διαδρομή, Ροή. Το νερό, είναι κυρίαρχο στην ποίηση του Γιώργου Γεωργούση, σε όλες του τις ποιητικές συλλογές-εκδόσεις:

«Ποτάμια ζωγραφίζοντας ποτίζεις τα κομμένα δέντρα».2

 

Όπως η σχέση του με το φως. Βασική παράμετρος, απασχολεί χρόνια τώρα τον ποιητή. Αυτό το φως, που όσο «αλλόκοτο» και όσο «μοναχικό» κι αν είναι, δεν παύει να δημιουργεί ανταύγειες που «γυρεύουν την μορφή τους» αλλά και «ίσκιους» τόσο σημαντικούς διότι

«γνωσθήσονται οι του θανάτου αντιλήπτορες

 από της σκιάς αυτών».

 

Φως στην ποίηση του Γ.Γ. πάντα συσχετισμένο και σε εξαρτημένη αλληλεπίδραση με τα πράγματα, ποτέ μόνο, ποτέ ανεξάρτητο και αυτόνομο, σε πλήρη αντίθεση με τον Οδυσσέα Ελύτη.

Φως που οδηγεί σε θέαση. Το αθέατο όμως;

«Το αθέατο μπορεί ίσως σε ξένα χέρια να μεγαλώνει,

αν και μόνο μέσ’ από τα δικά μας ξεγλιστρά».

(Σύζευξη τρίτου ματιού – ενόρασης –  επίγνωσης).

 

Γιώργος Γεωργούσης

Γιώργος Γεωργούσης

 

Οι ποιητικές ιδέες και μορφές πλέκονται γύρω τους πόλους του νερού, της μοίρας, του φωτός, του ίσκιου, του θανάτου, της ενόρασης, της αυτογνωσίας. Είναι κύρια θέματα τα οποία διαπραγματεύεται ο Γ. Γ. από την αρχή της ποιητικής του δημιουργίας και αναζήτησης.

Η ποιητική πομπή ξεκινά μεγαλόπρεπα, ως στα Ελευσίνια αρμόζει, «με τα λάβαρα» που της πρέπουν, με χοές: «στο χώμα χύνουν το κρασί» και φυσικά με το απαραίτητο αίμα: «σφαγμένος πετεινός μαυρόλειρος» με το μαύρο χρώμα πάντοτε παρόν.

Ο πετεινός, είναι αγαπημένο σύμβολο του ποιητή. Π.χ.:

«λάλησε ο μαύρος πετεινός και φέγγει δίκαια μέρα».3

 

Το σώμα, στο χρόνο που έζησε, παρόλο που «βαθύ χαντάκι έσκαβε», δεν το βάζει κάτω:

«βιάζεται / για μια ασύνορη απόδραση»

σαν να θέλει να περάσει στην αθανασία, «στην άλλη μεριά του βουνού», εκεί όπου «το γυάλινο πηγάδι». «Θέλει συνεχώς να μεταθέτει το σύνορο» της ζωής.

Ο ποιητής όμως προειδοποιεί (για τον Χάρο):

«να μην ξεγελαστείς: Τα περάσματά του είναι

ο άνθρωπος – γι’ αυτό χάνεται ο δρόμος».

Παρών στη ζωή και ο Πόνος:

«με τον πόνο που αντέχει μετριέται

κι ο δρόμος κι ο ταξιδευτής».

 

Όπου σώμα, ζωή. Όπου ζωή, λόγος:

«Αλήθεια, για πού ξεκίνησαν οι λέξεις

και φτάσανε νωρίτερα πιο πίσω απ’ τον καθρέφτη;».

 

Πως επιτυγχάνεται η Συμφιλίωση της Εσωτερικής Πάλης στη διάρκεια της ζωής;

«Για να σε χωρέσει ο ίσκιος σου

θα πρέπει να’ χεις πολύ ξαγρυπνήσει

στου θανάτου σου το φως».

Ο θάνατος, βάζει ένα τέλος, μα δεν μπορεί να βάλει τέλος σε όλα. Γιατί; Διότι οι νεκροί ζουν μέσα μας. Όταν δε υπάρχει επιπλέον αγάπη, η ζωή αυτή που άλλαξε όχθη, εκπέμπει το δικό της φως προς αυτόν, εντός του οποίου ως μνήμη φέρεται. Ακόμη, διαλογιζόμενος ο άνθρωπος σχετικά με το πόσο φως θα δώσει -αν δώσει- η δικιά του ζωή φτάνοντας στο τέλος σε όσους μείνουν πίσω (μνήμες, έργο, πράξεις, στάση ζωής, επιλογές, συμπεριφορές, κλπ), έχει πιθανότητες και να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, αλλά και να πράξει αναλόγως προς την κατεύθυνση που εκείνος θα επιλέξει ώστε το παραμένον επί γης ενεργειακό του στίγμα να είναι περισσότερο ή λιγότερο φωτεινό. Ίσως τώρα αρχίζει να γίνεται πιο κατανοητό «του θανάτου» «το φως».

Στους στίχους, πανταχού παρούσα η Βία: «σφαγμένα άλογα», «γεμίζει αίματα το στόμα σου» και αίμα πολύ, τόσο που «βάφεται κόκκινο ετούτο το ποτάμι».

 

Έρχεται κάποτε η ώρα του Άδη:

«κι έπιασε ο βαρκάρης τη δουλειά του με γερό κουπί».

Συστατικό στοιχείο στην ποίηση του Γ. Γ. είναι ο θάνατος, συχνότατα ως «Ξένος»:

«το πιο τρανό κομμάτι απ’ τα γενναία μας όνειρα

το παίρνει πάντα ο Ξένος»4

Αλλά και η Μοίρα:

«αλλιώς πορεύεται η ζωή κι αλλιώς το εκμαγείο της».

Ο Θάνατος αλώνει το σύμπαν. Ξεκινάει από τον χρόνο:

«σιωπηλοί να λάμνετε.

Αν κάνετε θόρυβο, τα νερά θα ξυπνήσουν τον χρόνο».

Δίπολο {θάνατος-χρόνος}. Συνεχίζει ακάθεκτος στον χώρο:

«ανοίγεται στον χώρο×

στις αλυκές του αθέατου κυλώντας».

Τρίπολο πλέον: {Χρόνος-Χώρος-Θάνατος}.

 

Επιχειρείται θεοποίηση του θανάτου και αναγόρευσή του σε έσχατο κριτή:

«Ότι συμπυκνωμένο θαύμα το φως

και το χώμα έσχατος κριτής και πρώτος».

 

Στήνοντας γιοφύρια, γίνεται υποφερτό το διάβα του ανθρώπου. Γιοφύρια πάνω από ποτάμια λέξεων, ποτάμια αντιθέσεων, ποτάμια επικοινωνίας. Γέφυρες στεριώνονται και στον Κάτω Κόσμο (βλ. π.χ. «στης Τρίχας το γεφύρι»), σε μια προσπάθεια κατανόησης, μέσω ενορατικής (άρα και ποιητικής) μετάβασης.

 

Ο Γ.Γ., ως μάστορας δεινός του δεκαπεντασύλλαβου (βλ. και Ευριπίδης, Βάκχες, σε μετάφραση του5), κεντάει τον ποιητικό του καμβά με αυστηρά επιλεγμένες κλωστές λέξεων. Τις συνταιριάζει με σταυροβελονιά τόσο αριστοτεχνικά, ώστε πέρα από απερίγραπτη Ομορφιά, το αποτέλεσμα να προκαλεί και διεργασίες Κίνησης-Ροής και να ξεσηκώνει τραγουδιστά σε χορό, κατά προτίμηση τσάμικο:

«Στο γεφυράκι κάθομαι, τους ίσκιους ξαναχτίζω

να δω την κόρη να’ ρχεται, να δω και τα ποτάμια

το’ να σέρνει γλυκομηλιές, τ’ άλλο  λειωμένα χιόνια,

το τρίτο το καλύτερο, παίρνει την ώρια κόρη».

 

Με χρήση λέξεων από την ομιλουμένη, την αρχαία, αυτή των δημοτικών τραγουδιών αλλά και των τσοπάνηδων ακόμη, καταφέρνει να δώσει μια Ποίηση Ιδιαίτερη, Μοναδική.

 

Όπως ο Διονύσιος Σολωμός, του οποίου υπήρξε νομίζω άριστος “μαθητής”, κινείται «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» βλέποντας τα «…λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη».

Συνομιλεί με τον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου 6 σε μόνιμη βάση, π.χ.:

«τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις», «Kι ο Θάνατος ο ζωντανός µεγάλον πόνο δίδει», «Kείτεται απάνω στο νεκρόν ο ζωντανός», κλπ.

 

Αλλά στενή διαλογική σχέση, έχει και με τον Έλιοτ:

«…Κι η στεγνή πέτρα ήχο νερού

Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,

Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;

Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του; …»7

 

Πανταχού παρόντες οι κήποι και στην ποίηση του Γ.Γ., χρόνια τώρα, αρχής τίτλου γενομένης από το ποιητικό  του πόνημα «Τα χρονικά των κήπων»8 το 2001. Εδώ:

«κι οι κήποι μου ο Αχέροντας του Αιθέρα».

Τι είναι κήπος για τον Γιώργο Γεωργούση;

Η επικράτεια της μνήμης; Το επίπεδο του εκάστοτε βιώματος; Το πλαίσιο της επίγειας ζωής; Ο χωροχρόνος διαλογισμού; Το περιβόλι της Ποίησης; Άλλο;

«Απρόσιτα παραμένουν τα δέντρα

κι ο κήπος πλανόδιος»λέει, αλλά και χρόνια πριν, έχει δηλώσει:

«Έτσι ο κήπος παραμένει και πάλι ατέρμων κι αθέατος».10

Οι λέξεις, άφθονες στους κήπους του Γ.Γ. ως άνθη, ως καρποί ή ως δέντρα, κάποτε γίνονται και φράχτες:

«το τελευταίο εμπόδιο για να ξαναδώ

τα πράγματα είναι οι λέξεις».

Αλλά και μαχαίρια, ικανά «να διαμελίζουν τα πράγματα».

Πανταχού παρούσες. Ακόμα και στη σιωπή. Είναι άραγε απουσία λέξεων η σιωπή;

«Εσύ δεν μιλάς.

Με τη σιωπή εσύ φτιάχνεις την ηχώ σου».

 

Οι λέξεις πάντως, έχουν φτερά. Το γαλάζιο πουλί, αγαπημένο εφεύρημα – σύμβολο του ποιητή, είναι παρόν σε πολλά σημεία:

«αλλά αυτό που κάνει όμορφο

το μαύρο δάσος

είναι ότι κάπου υπάρχει κρυμμένο

ένα γαλάζιο πουλί» (σελ. 55),

«εγώ το ’διωξα το γαλάζιο πουλί απ’ το δάσος» (σ. 58),

«γαλάζιο πουλί θα ’ναι το θαύμα σου» (σ. 81).

Τι είναι άραγε το γαλάζιο πουλί; Η προσδοκία; Η δυνατότητα για τη θέωση; Η σοφία; Η εμπειρία; Η έμπνευση; Η ευτυχία; Η λέξη;

«Διφορούμενα όπως πάντα τα λόγια του μάντη».

Όπως και τα ορατά, για όποιον μπορεί να «βλέπει» παραπέρα, αν και παραπετάσματα, αποτελούν αφετηρίες:

«Όψις αδήλων τα φαινόμενα».

Τα αόρατα;

«Ύποπτος πάντα σ’ όλους ο επιζών,

και ασώματο το αεί διαφεύγον».

 

Στις προσχώσεις της ποίησης του Γ.Γ. επικρατεί κίνηση, δράση, ακόμα και ο χρόνος παλιννοστεί:

«Εγκαρτερεί και έπεται, ασπαργάνωτος ακόμα,

ο αρτιγέννητος χρόνος

– του μηδενός ο ευδαίμων οφθαλμός».

 

Η Ποίηση, ανεξαρτητοποιείται από τις λέξεις, οδεύει προς την αθανασία:

«Οι λέξεις κοιμούνται

το ποίημα ανασαίνει ακόμα».

Οι συμβολικές προσχώσεις, αποτελούνται από όλα αυτά που τα ποτάμια της ζωής απόθεσαν προϊόντος του χρόνου, σε περιόδους όπου «καιρός σηματωρός στον ύπερο της γης» και γίνονται μνήμες, οι οποίες μαζί με όλα τα άλλα, πλέουν πάνω στο μονόξυλο της ζωής του καθενός. Η ροή, αέναη, Ηρακλείτεια:

«Εσύ θα ’ρχεσαι και θα φεύγεις

όπως ο ήλιος, όπως η παλίρροια».

Ο ταξιδευτής αναλογίζεται και εν τέλει διαπιστώνει:

«Κι όλο με ομοιώματα γεμίζει απ’ έξω η ζωή,

κι όλο αδειάζει, τρύπιο λαγήνι, από μέσα».

 

Η αναζήτηση, παρ’ όλα αυτά είναι διαρκής, ο ποιητής ακούραστος:

«Αγάπησε αυτό που δεν ονομάζεται×

γιατί αυτό δεν έχει παρελθόν».

 

Πολλές απαντήσεις είναι κρυμμένες στο ποτάμι:

«Ό,τι και να ρωστήσεις

το ποτάμι σου απαντάει με το ρόχθο του×

ακούγεται το άλλο του κόσμου».

 

Στο ταξίδι της γραφής, ομολογεί πως «Γράφοντας, συγγενεύει με την νύχτα».

Το μονόξυλο φυσικά, δεν σταματάει ούτε τη νύχτα.

Το όνειρο επιτέλους έρχεται, ακροβατώντας μεταξύ των δύο φύσεων του ανθρώπου: από τη μια φωτεινό: «κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι» και

από την άλλη πένθιμο και σκοτεινό: «μαυρόνερο, μαυρόχιονο και μαυροστολισμένο».

 

Ύστατη απόπειρα συμφιλίωσης με τον θάνατο αλλά και τη θανατερή σιωπή: το λευκό, έστω και πάνω στο μαύρο:

«Στη θεϊκή ανάσα ούτε μια ηχώ,

αν και χιονίζει ακόμα πάνω στους τάφους».

 

Η κατακλείδα, με αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία: Ορφέας και μάλιστα όχι λουόμενος, αλλά «λυόμενος» στα εξ ων συνετέθη.

Ορφέας, προελθών και ο ίδιος -όπως άλλωστε όλα κατά την Θεογονία του-  από: Χρόνο, Χάος-Έρεβος-Αιθέρα, Ωόν, Φάνη-Έρωτα, Ουρανό-Γαία. Εκεί και οι πηγές που τροφοδοτούν «ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ» του Γ. Γ., τα οποία είναι σε διαρκή ροή, έχοντας εντός τους ως διαλυμένες (λυόμενες) Ουσίες την Ποίηση, την Μουσική, την Γραφή, την Οιωνοσκοπία και την Αστρολογία.

 

Ορφικά τα μυστήρια, τραγικό το τέλος:

«Ο κόσμος ομοίωμα× απατηλή η νίκη.

Ο δρόμος που γύρισες χωρίς δάφνες ή ψέμα.

Χαμένη δυο φορές η Ευρυδίκη».

Η Ευρυδίκη! Στον θάνατο μια φορά από το φίδι, δεύτερη φορά στον Άδη εξαιτίας του συζύγου της Ορφέα. Ίσως κατά-λυση Χώρου και Χρόνου, λύσις Σώματος και Ψυχής.

 

Η Ποίηση του Γ.Γ., εκπορευόμενη από τους [Κήπους]8  της ψυχής του, από την [Πήλινη Φύση] 11  του, από τις [Ξερολιθιές] 12  των εμπειριών του, φέρουσα χροιές από  [Φωνήεντα Δέντρα] 13, [Χαϊκού] 14-17  και [Ωδές] 18 , είναι ποτισμένη βαθιά με τα δημοτικά μας τραγούδια, θησαυρισμένη με διαλεχτό γλωσσικό πλούτο και διάσπαρτη από επιγράμματα τέτοιας ποιότητας, που ακόμη και αν αποσπασθούν, στέκονται με άνεση αυτόνομα, διατηρώντας στο ακέραιο την αξία τους.

 

Ο ποιητής, με τον δωρικό, σεμνό, αλληγορικό, αυτογνωσιακό και καλοχτισμένο λόγο του, έχει τολμήσει (στο παρελθόν) να αυτοσκιαγραφηθεί:

«Εγώ φεύγω μακριά με τ’ αραιά τα νέφη τα λευκάζοντα,

και μη γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια

πέφτω νυχτιάτικα στο φρέαρ του νοός,

οιωνοσκόπος αλαζών κι έμμετρος χρησμολόγος».19

 

Συνεχίζει την Ποιητική δημιουργία, όπως ο ίδιος εξομολογείται

«γερνώντας μέσα σε λέξεις που έξω από μένα καρπίζουν».20

 

Τυχεροί όσοι γευόμαστε τους καρπούς των λέξεών του, οι οποίες αγέραστες μένουν!

 

 

Δίδω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα (σελ.12):

 

Σε τούτο το καθρέφτισμα που όλο και ραγίζει

μονάχα οι ανταύγειες γυρεύουν τη μορφή τους.

Γύρω-τριγύρω κιτρινίζει νυσταγμένη γης,

ενώ ο ίσκιος της ξάγρυπνος.

Και γνωσθήσονται οι του θανάτου αντιλήπτορες

από της σκιάς αυτών.

 

Όλα ορφανεύουνε αγνώριστα

όταν συνεχίζονται μονάχα μέσα σου.

Ακολουθώντας ίχνη ταπεινά

που οδήγησαν σε κρησφύγετα γενναίων.

Έτσι που η ομορφιά να μοιάζει τέλος

περιττή κι αυτή, αφού απελπίζει κάποτε.

Λες και ρίχνει τον προβολέα

σ’ ό,τι ξετοπώνει ο θάνατος.

Πότε-πότε απ’ τη ματιά σου βγαίνει μια εικόνα

όπου ξαναγυρίζουν οι ξεχασμένες σκέψεις

            όχι όμως η ίδια η μνήμη.

Το μαύρο φανερώνεται πια

μέσ’ απ’ αυτό που ήθελε να καλύψει.

 

Το αθέατο μπορεί ίσως σε ξένα χέρια να μεγαλώνει,

αν και μόνο μέσ’ απ’ τα δικά μας ξεγλιστρά.

 

 

 

Αναφορές:

1.   Ανάλυση βασισμένη στο υπό έκδοση δοκίμιό μου με τίτλο “ΝΥΚΤΟΥΡΓΙΑ ΕΜΒΑΠΤΙΣΕΩΣ ΕΙΣ «ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ”, όπου γίνεται μέσω σκέψεων και στοχασμών μια απόπειρα προσέγγισης της ποιητικής του σύνθεσης «ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ» των εκδόσεων Γαβριηλίδη, 2016. Αρκετά αποσπάσματα, παρατίθενται εδώ αυτούσια.

2.   Γ.Γ., «Το αίμα πίσω», Ο ξεναγός της λήθης, εκδ. «Διάττων», Αθήνα 2007, σ. 19

3.   Γ.Γ., «Ο κήπος», Στίγματα, εκδ. «Διάττων», Αθήνα 1999, σ. 35

4.   Γ.Γ., «Η διάρκεια», Στίγματα, ό. π., σ. 20

5.   Ευριπίδης, Βάκχες, μετάφραση Γ.Γ., εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009

6.   Βιτζέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, κριτική έκδοση Στυλιανός Αλεξίου, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 2000, στ. 1-364, 4-353, 4-1083

7.   Τ.Σ. Έλιοτ, «Η ταφή του νεκρού», Η έρημη χώρα, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, επιμ. Γ. Σαββίδης, εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1973, σσ. 82 και 84-85

8.   Γ.Γ., Τα χρονικά των κήπων, Ποίηση, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2001

9.   Γ.Γ., «14», Η σαρκοφάγος του ήλιου, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2015, σ. 25

10. Γ.Γ., «Ο κήπος ατέρμων», Ο ξεναγός της λήθης, ό. π., σ. 30

11. Γ.Γ., Πήλινη Φύση, Ποίηση, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2002

12. Γ.Γ., Ξερολιθιές, μέρος της ποίησης: Οι Μέρες και οι Πέτρες (Ποιήματα 1966-2002 – επιλογή), εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2007

13. Γ.Γ., Φωνήεντα Δέντρα, Ποίηση, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2006

14. Γ.Γ., Ο Λύκος των Άστρων, Χαϊκού, εκδόσεις Εριφύλη, 2003

15. Γ.Γ., Η Λήκυθος των Μύθων, Χαϊκού, εκδόσεις Εριφύλη, 2004

16. Γ.Γ., Σήματα Καπνού, Χαϊκού, εκδόσεις Διάττων, 2006

17. Γ.Γ., Νερό κι Αλάτι, Χαϊκού, εκδόσεις Εριφύλη, 2007

18. Γ.Γ., Η Ωδή για τον Συμπαίκτη, Ποίηση, εκδόσεις Διάττων, 2011

19. Γ.Γ., «Από την αλληλογραφία με τον Ερμογένη», ιδ΄, Πήλινη Φύση, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σ. 64

20. Γ.Γ., «Τα αστρικά Τζιτζίκια», Οθόνη Υγρών Κρυστάλλων, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005, σ. 24

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top