Fractal

Διήγημα: “Τα παράπονά μου προς τον ήλιο”

Του Σπύρου Σερετίδη // *

 

 

 

 

Μικρότερος, με τη γλυκιά φλυαρία της παιδικής μου αθωότητας, έμπαινα στη διαδικασία να ζητάω από τους μεγαλύτερους, τον λόγο που δεν έχουμε ηλιοφάνεια τις ημέρες τους χειμώνα. Ρωτούσα γονείς, γιαγιάδες, παππούδες, θείους.

«Ο ήλιος θα ξεμυτίσει όταν πρέπει» μου απάντησε μια ημέρα η γιαγιά μου με τη γλυκερή φωνή της. Αργότερα την παρατήρησα να ρίχνει στο μάτι της σόμπας ένα κομμάτι πλαστικού, ώστε να το λιώσει. Ο τρόπος που το επεξεργαζόταν στις δουλεμένες παλάμες της, με μάγεψε. Το στρογγύλεψε, πήρε ένα γλυκό χαμόγελο και μου το χάρισε όλο αγάπη.

Μετά από μερικές μέρες, θέλησα να πάω μια βόλτα με τους φίλους μου. Σαν σηκώθηκα από το κρεβάτι, θερμοπαρακαλούσα με το που θα φτάσω στο παράθυρο να δω ήλιο. Κατέβηκα από το κρεβάτι ξυπόλητος, πάτησα με τα πόδια μου στο μικρό χαλάκι κι άρχισα να περπατώ. Τη στιγμή που οι πατούσες μου ήρθαν σε επαφή με το κρύο πλακάκι, αντιλήφθηκα τον παγωμένο καιρό. Φτάνοντας στην κουζίνα, στύλωσα το βλέμμα μου στο παράθυρο της κουζίνας. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος.

«Θέλω να πάω μια βόλτα με τους φίλους μου!» είπα στους γονείς μου.

«Κανένα παιδάκι δεν είναι έξω τέτοια ημέρα αγάπη μου. Κάνει κρύο, έχει σύννεφα και βροχές. Και να βάλεις τις κάλτσες σου, θα κρυώσεις!» με συμβούλευσε η μαμά καθώς έπλενε τα πιάτα.

Αργότερα, στρώθηκα στο τραπέζι για το μεσημεριανό μου γεύμα. Αφού γευμάτισα περπάτησα μέχρι το σαλόνι. Ανοίγοντας την τηλεόραση, η ματιά μου έπεσε σε μια αρκούδα που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια, να αρπάξει ένα ψάρι μέσα από ένα ορμητικό ποτάμι. Σκεφτόμουν πως δε θα καταφέρει να πιάσει το σολομό. Έπειτα άκουσα τον μπαμπά μου, που αν και διάβαζε την εφημερίδα του, ύψωσε το βλέμμα του στην τηλεόραση.

«Πρέπει να φάει αρκετά πριν πέσει σε χειμερία νάρκη» είπε και κατέβασε το βλέμμα του στην εφημερίδα του.

«Χειμερία νάρκη;» ρώτησα εγώ, «τι σημαίνει αυτό;»

«Όταν δεν έχει ήλιο, οι αρκούδες κοιμούνται και ξυπνούν πάλι την άνοιξη» μου απάντησε ο μπαμπάς.

«Γιατί οι αρκούδες πρέπει να κοιμούνται όταν δεν έχει ήλιο;» αναρωτιόμουν. Μου φαινόταν άδικο, περίεργο. Πήρα το βλέμμα μου από την τηλεόραση, σηκώθηκα από τον καναπέ και κατέβηκα στο σπίτι των θείων μου.

«Θέλω να βρω τον ήλιο!» άρχισα να τους λέω.

«Ο ήλιος θα βγει όταν πρέπει, όπως οι αρκούδες κι όλα τα ζωάκια που αδρανούν τον χειμώνα» μου απάντησε η θεία μου γελώντας.

«Δηλαδή κι άλλα ζωάκια κοιμούνται τώρα;» την ρώτησα εγώ.

«Βέβαια!» πετάχτηκε ο ξάδερφός μου, απολαμβάνοντας το κριθαράκι του.

Στη συνέχεια, ζήτησα πληροφορίες για τα ζωάκια που κοιμούνται τον χειμώνα, αλλά μόνο την αρκούδα και τον σκίουρο γνώριζαν να μου απαντήσουν. Κι όταν τους εξήγησα ότι θα ψάξω κάποια από αυτά τα ζώα, για να παραπονεθούμε στον ήλιο, γέλασαν ασθματικά. Αισθάνθηκα ότι είχαν βαρεθεί να ακούν τις απορίες ενός μικρού αγοριού. Κάποιοι ενήλικες ιδίως, δε δίνουν βαρύτητα σε τέτοια ερωτήματα, αλλά προτιμούν να χαμογελάνε. Για μένα όμως, ήταν λαβυρινθώδη ερωτήματα που έψαχναν απαντήσεις.

Την επόμενη ημέρα, άρχισα να διαβάζω ένα βαρύ βιβλίο ζωολογίας που είχαμε στο σπίτι. Εκτός από την αρκούδα και τον σκίουρο, ένα άλλο ζώο, που κατακλίνεται κι αυτό στο δικό του λήθαργο, είναι η χελώνα. Τα ζώα αυτά, κατοικούν σε φωλιές και κοιμούνται τόσο βαριά, που δεν αντιλαμβάνονται τίποτε.

Την επόμενη ημέρα, ξύπνησα χαζεύοντας έξω από το παράθυρο του δωματίου μου. Η μανιασμένη καταιγίδα, μου έφερνε μια μελαγχολία.

«Τώρα είναι, που η μαμά δε θα με αφήσει ούτε στο μπαλκόνι να βγω» σκέφτηκα. Όταν η βροχή σταμάτησε, πρόσεξα από την μπαλκονόπορτα του σπιτιού μου, τους φίλους μου. Κουκουλωμένοι με τα μπουφάν τους, έπαιζαν και γελούσαν χαρούμενα. Επέμενα να βγω, μέχρι που στο τέλος η μαμά μου με εμπιστεύθηκε. Αλλά με μια συμφωνία, να επιστρέψω στο σπίτι νωρίς.

Έτσι κι έγινε. Ντύθηκα προστατευτικά, φόρεσα κασκόλ, γάντια και σχεδίασα να καταστώ ο εκπρόσωπος των συμμαθητών και των φίλων μου. Γι’ αυτόν και μόνο το λόγο, τους απέφυγα κι άρχισα να ανιχνεύω την άλλη μου παρέα, τα ζωάκια που πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Τους φίλους μου εκείνους που θα παραπονεθούμε στον ήλιο ειρηνόφιλα.

Σύντομα εντόπισα έναν ανηφορικό γιδόδρομο. Χωρίς να το καταλάβω, ο καλύτερός μου φίλος, με ακολουθούσε.

«Πάω να παραπονεθώ στον ήλιο» άρχισα να του λέω. «Γι’ αυτό και ψάχνω το πιο ψηλό σημείο του χωριού μας. Όμως, πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε την αρκούδα, τον σκίουρο και τη χελώνα. Θα γίνουν οι εκπρόσωποι των ζώων που πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Θέλεις να έρθεις μαζί μου; Θα είναι μια περιπέτεια σημαντική» του εξήγησα. Ο φίλος μου, μειδίασε ερευνητικά, μ’ ένα μισόγελο και μία ερευνητικότητα. Ίσως να πίστευε πως καλαμπούριζα. Με συμπαθούσε όμως και με ακολούθησε. Περπατώντας, του εξηγούσα πως ο ήλιος πρέπει να εμφανίζεται ώστε να παίζουμε στη φύση πιο συχνά. Συμφώνησε με τις απόψεις μου κι άρχισε να μου αναπτύσσει τα οφέλη της καλοκαιρίας. Καθώς περπατούσαμε, αισθανθήκαμε πως κάποιος μας ακολουθάει. Γυρίζοντας πίσω μας, παρατηρήσαμε μια καφετιά και γιγαντόσωμη αρκούδα. Δε σκιαχθήκαμε, φαινόταν άλλωστε φιλική.

Προχωρούσαμε χωρίς δισταγμό. Μπροστά εμείς και πίσω μας η αρκούδα, που για μια στιγμή είχε διακόψει το περπάτημά της. Υποψιαστήκαμε πως θέλησε να γυρίσει πίσω, στην κρυψώνα της. Σηκώθηκε στα πόδια της με σκοπό να δει καλύτερα, το μεγάλο της σώμα έδειχνε σαν άγαλμα. Στη σκιά ενός δέντρου, παρατήρησε ένα μικρόσωμο, χαριτωμένο σκιουράκι με φουντωτή και πεταχτή ουρά. Στα χέρια του, κρατούσε ένα καρύδι. Μας κοίταξε ερευνητικά με τα αμυγδαλωτά του μάτια κι άρχισε να μας ακολουθά.

«Το σκιουράκι μας αντιλήφθηκε και μας συνοδεύει κι αυτό! Η πορεία μας προς τον ήλιο συνεχίζεται!» θριαμβολόγησα. Από τα «κομμάτια του παζλ» απουσίαζε μία χελώνα, ώστε όλοι μαζί, να πλησιάσουμε στο ψηλότερο τμήμα του λόφου. Ο άνεμος σφύριζε, τα δέντρα λίκνιζαν τα κλαδιά τους, μας καθοδηγούσαν, σαν αμετάθετοι τροχονόμοι πεζών.

Ο ήλιος συνέχιζε να φωλιάζει πίσω από τα σύννεφα. Συναισθανόμουν ωστόσο πως γνώριζε τους προβληματισμούς μας. Ο δρόμος ήταν μακρύς, ανηφορικός. Το καρύδι που είχε φορτωθεί ο σκίουρος, ξεγλίστρησε από τα χέρια του κι έπειτα κύλησε σαν κανονική μπάλα κοντά σε ένα χαμόδεντρο. Το σκιουράκι ξαμολήθηκε να το πάρει κι αντάμωσε στο διάβα του μια χελώνα. Η χελώνα, μας άφησε να περάσουμε μπροστά και άρχισε να μας ακολουθά. Θα ανέλυε κάποιος, πως αυτό το γεγονός της αμοιβαιότητας μεταξύ ανθρώπου και ζώου, θα μπορούσε να ωφελήσει και τις δυο μεριές. Γι’ αυτό και τα ζώα αυτά, ήταν συνεπή στο κάλεσμα των νεαρών. Μια συνεργασία αξιοσημείωτη, μια σύμπραξη αξιοθαύμαστη.

Ανηφορίζαμε στον λόφο. Η διαφορά ύψους μεταξύ μας ήταν εμφανής σε μια οδοιπορία άφταστη. Είχαμε φτάσει. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον λόφο, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τη φύση τριγύρω μας. Μόνο κάποια δέντρα φαίνονταν που έδειχναν σαν ανθρώπινες, τρομαχτικές φιγούρες. Με τον φίλο μου σκιαχθήκαμε από το μισοσκότεινο τοπίο. Τα ζώα κοιτούσαν ολόγυρα με μια στωικότητα που μας ξάφνιαζε.

Ξαφνικά, τα σύννεφα, που είχαν καλύψει τον λόφο, άρχισαν να αποχωρούν, σα να είχαν συνεννοηθεί να αφήσουν τον ήλιο να κυριαρχήσει στην ατμόσφαιρα. Μέχρι που εκείνος άρχισε να φαίνεται, λαμπερός κι ολοστρόγγυλος.

«Ήλιε!» μιλήσαμε με δέος, πασχίζοντας να τον παρατηρήσουμε. Ήταν όμως τόσο λαμπερός που καλύψαμε τα μάτια μας με τα χέρια μας.

«Τι συμβαίνει;» μας ρώτησε.

«Φθάσαμε μέχρι το ψηλότερο σημείο του χωριού μας για να σας δούμε! Να σας πούμε πως δε θέλουμε να βλέπουμε σύννεφα! Θέλουμε να λαμποκοπάτε για να παίζουμε, να είμαστε καλοδιάθετοι!» του είπαμε.

«Μιλάτε μονάχα για εσάς παιδιά μου!» μας απάντησε ο ήλιος.

«Τι εννοείτε;» τον ρωτήσαμε.

«Τη σπουδαιότητα της χαράς, δε θα την αισθανθείτε αν ικανοποιητικά τη ζείτε! Γιατί τότε, σε μια απέραντη έρημο θα ζείτε, τη δροσιά θα επιζητείτε!» μας εξήγησε.

«Συγχωρείστε μας αλλά δεν σας ακούσαμε!» φωνάζαμε.

Τα πυκνά σύννεφα επανεμφανίστηκαν, μια ψύχρα κυριάρχησε στην ατμόσφαιρα.

«Ήλιε, πού βρίσκεσαι; Κρυώνουμε!» φωνάξαμε μετά από λίγο και τα σύννεφα άρχισαν να αποχωρούν. Ο επιβλητικός ήλιος, εμφανίστηκε και πάλι.

«Τι γυρεύετε;» μας ξαναρώτησε.

«Το φως σας, ώστε να είμαστε χαρούμενοι!» του απαντήσαμε.

Η απρόοπτη αλλαγή θερμοκρασίας μας ξάφνιασε, o λόφος φωτίστηκε. Λόγια και στοχασμοί κλειδώθηκαν. Με μάτια διάπλατα θαυμάζαμε την καθαρότητα του τοπίου. Τα καρποφόρα δέντρα, πήραν ζωή κι άρχισαν να ανθίζουν, όπως επίσης και τα φυτά της άνοιξης με τους υπέροχους χρωματισμούς. Το καταπράσινο γρασίδι που απλωνόταν σαν ένα χαλί φωτίστηκε και το μουντό τοπίο άλλαξε σε έναν επίγειο παράδεισο. Μια ποικιλομορφία υπέροχη.

Η αρκούδα έβγαλε ένα μουγκρητό κι άρχισε να πλησιάζει στη λίμνη. Παρατηρούσε στην επιφάνειά της, το καθρέφτισμα του εαυτού της. Ύστερα, άπλωσε το χέρι της προσπαθώντας να αγκιστρώσει στα δυνατά της νύχια ένα ψάρι. Ο σκίουρος πάλι, πλησίασε σε μια καρυδιά. Αναρριχήθηκε στο δέντρο, περπάτησε σ’ ένα αλύγιστο κλαδί κι άρχισε να ρίχνει στο έδαφος όσα πιο πολλά καρύδια μπορούσε. Η χελώνα, με το χαρακτηριστικό άνευρο περπάτημα άρχισε να πλησιάζει σε μια βατομουριά.

Το φως του ήλιου έγινε ακόμα πιο δυνατό, οι καρποί των δέντρων άρχισαν να αναπτύσσονται, να ωριμάζουν κι έπειτα να ξεραίνονται. Τα φυτά άρχισαν να ωχριούν, να γίνονται σαν άχυρα. Η λίμνη άρχισε να στερεύει, τα ψάρια σπαρταρούσαν κι όλα μετατράπηκαν, σε μια ερημωμένη τοποθεσία. Μια ακαλλιέργητη έκταση που δε θύμιζε καθόλου τον όμορφο λόφο.

Δυσφορήσαμε, λαχταρήσαμε τη δροσιά. Το ίδιο και τα ζώα που μας κοιτούσαν αγχωμένα, λες και ζητούσαν εξηγήσεις, με ένα βλέμμα χρυσοκίτρινο απ’ την αντανάκλαση του ήλιου.

«’Ήλιε, είσαι εδώ; Κάνει πολλή ζέστη, τα πάντα ξεράθηκαν κι εμείς διψάμε!» του εξηγήσαμε.

«Έκανα ό,τι μου ζητήσατε! Σας έφερα τη ζέστη που δεν είχατε!» μας απάντησε.

«Θαρρώ πως κάναμε λάθος!» του απαντήσαμε.

«Αν εμφανίζομαι κάθε ημέρα θα έχετε ξηρασία, πιστεύω πως τώρα, νιώσατε την αξία!» μας απάντησε λακωνικά.

Ήμασταν έτοιμοι να του εξηγήσουμε πως είχε δίκιο, όμως, εκείνος αποχώρησε. Σύννεφα αφράτα σκέπασαν το ουράνιο στερέωμα και το χειμωνιάτικο τοπίο κυριάρχησε και πάλι τριγύρω μας. Τα πρόσωπά μας σκοτείνιασαν, η ψυχή μας όμως όχι.

Άρχισε να βρέχει. Σηκωθήκαμε να φύγουμε, τα ζώα δεν μας ακολούθησαν, έτρεξαν, χάθηκαν στις κρυψώνες τους. Θα φωλιάσουν εκεί και θα επιστρέψουν την άνοιξη, όταν θα πρέπει, όταν ο ήλιος θα ξεπροβάλει.

«Να κουβεντιάσουμε με τον ήλιο;» διερωτώμαι σήμερα χαμογελαστά, με μια διαφορετική ωριμότητα. Διότι γνωρίζω πως τότε, το αντικείμενο της συζήτησής μου, οι πιο μεγάλοι, το μετέφραζαν σαν παιδιάστικες κουταμάρες που πηγάζουν από αθώες ψυχές.

Τι κι αν βρέξει αύριο; Δε θέλω μόνο τον ήλιο, θέλω τη βροχή και τη μελαγχολία, ώστε να μην υπάρχει στην ψυχή μου, ξεραΐλα. Τη χαρά θα την αισθανθούμε έπειτα από μία δυσκολία, το ουράνιο τόξο θα το αντικρύσουμε, ύστερα από μία καταιγίδα.

Τότε που τα σύννεφα θα απομακρυνθούν κι ο ήλιος θα ανατείλει.

 

 

 

* Ο Σπύρος Σερετίδης γεννήθηκε το 1982 στην Κομοτηνή. Ασχολείται με τη συγγραφή μετεφηβικών και παιδικών μυθιστορημάτων. Το 2015 κατέλαβε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 183 συμμετοχές σε Πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής από τις Εκδόσεις «Μωραϊτης» και «Εντύποις», στην κατηγορία του μυθιστορήματος με το έργο του «Η Μάγισσα Μαγείρισσα».

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top