Fractal

“Ακριβής δοσολογία”

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου //

 

Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή του Τάσου Μάντζιου “Τα οξέα του ποιήματος” εκδ. Έλευσις και Υδράνη

 

Η φράση “ακριβής δοσολογία” είναι ίσως η μόνη που χαρακτηρίζει την ποιητική του Τάσου Μάντζιου. Είναι μια ποίηση προσεγμένη, χαμηλόφωνη, σεμνή, χωρίς εξάρσεις, χωρίς υπερβολές, χωρίς φθηνούς εντυπωσιασμούς, σαν ψίθυρος εμπιστευτικός κατευθείαν στο αφτί του αναγνώστη. Μια ποίηση που πηγάζει από πολύ βαθιά, για να φέρει στην επιφάνεια σβησμένα χνάρια στη σκόνη του χρόνου. Ο ποιητής σκύβει στη γη και τα εντοπίζει με  αγάπη, με νοσταλγία και υπομονή ανεξάντλητη. Καμιά λεπτομέρεια δεν είναι ασήμαντη. Όσα ζήσαμε άφησαν πάνω μας το σημάδι τους και μας ανήκουν ή καλύτερα εμείς ανήκουμε σ` αυτά, γιατί αυτά μας έπλασαν και μας έφεραν ως εδώ. Κι όμως, ο ποιητής δε θρηνεί για τα παλιά. Η πίκρα δίνεται στη σωστή δοσολογία. Δε φτάνει στην απόγνωση. Η νοσταλγία δε φέρνει δάκρυα. Ο ποιητής αποφασίζει να σταθεί με αξιοπρέπεια απέναντι στον χρόνο που κυλά ασταμάτητα. Βηματίζει τηρώντας παντού λεπτές ισορροπίες και τα καταφέρνει σαν τον ακροβάτη που κινείται με χάρη και άνεση πάνω στο σχοινί. Αρχοντική ηρεμία και αξιοπρέπεια παντού κι από κάτω το κενό, ο γκρεμός, η μνήμη. Είναι μια ποίηση που γοητεύει με την πρώτη ανάγνωση.

Τα ποιήματα του Τάσου Μάντζιου δεν είναι λυρικά. Ο ποιητής αποφεύγει τα πολλά στολίδια. Δεν είναι όμως “ξερά” ή “αποστεωμένα”. Είναι “καβαφικά”, χωρίς όμως καθαρό κι άμεσο διδακτισμό ή αρχαιοπρέπεια. Αποπνέουν την πίκρα του Καρυωτάκη, χωρίς όμως απόρριψη της ζωής. Κάθε άλλο! Ο ποιητής αγαπά τη ζωή και τη σέβεται. Είναι ποιήματα λιτά, πολύ προσεγμένα κι ο αναγνώστης νιώθει πως ακόμα κι η πιο απλή -φαινομενικά- σκέψη, είναι ακριβό απόσταγμα βαθιάς φιλοσοφίας. Είναι μια ώριμη ποίηση. Ο ποιητής πριν γράψει την πρώτη του λέξη έχει μελετήσει τον άνθρωπο, έχει σπουδάσει τη ζωή, έχει αναλύσει σε βάθος κάθε του σκέψη και κάθε του συναίσθημα. Συμφωνώ μαζί του όταν λέει πως εργάζεται “σαν αλχημιστής”. Με βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας, με σεβασμό στον αναγνώστη, αγγίζει πολύ λεπτές χορδές της ψυχής.

 

Τα βασικότερα θέματα της ποιητικής συλλογής:

 

  1. Ο ΧΡΟΝΟΣ:

Ο χρόνος,

μέγας πελταστής

εξακοντίζει,

με ακρίβεια δεινή,

την αιχμηρή του

χλεύη

απάνω

στους ομόκλινους

ριψάσπιδων ζωών,

στους ομοτράπεζους,

ονείρων

μειδισάντων.

 

Λίγο αργότερα, επανέρχεται στην καταλυτική επίδραση του χρόνου που περνά κι όλα τ` αλλάζει. Ο χρόνος βαστάει καλέμι και σφυρί. Η φθορά είναι αργή, αλλά σταθερή. Τουλάχιστον, μια που βαστάει καλέμι, ίσως πλάσει σαν τον γλύπτη κάτι πιο όμορφο… Δυστυχώς, επώδυνη είναι η κάθε αλλαγή κι ο άνθρωπος μένει να την παρακολουθεί , μη μπορώντας να την εμποδίσει.

Μεγάλοι δρόμοι

με συρρίκνωσαν.

Και σφιχτοχέρα

η πόλη.

 

Εχθρός οι νύχτες

κι ο καιρός,

αργά με θρυμματίζει,

σκυφτός εκεί,

με το σφυρί

και το καλέμι του.

 

Και πιο κάτω:

………………………..

Επιθανάτιοι ρόγχοι του χρόνου.

Σπασμένα αγάλματα

και λάσπη.

…………………………

Σπηλιά του Κύκλωπα

ο καιρός

και πλάι μου,

τον Οδυσσέα,

δεν έχω.

 

Ο άνθρωπος είναι λοιπόν καταδικασμένος να παρατηρεί άπραγος τη ζωή; Είτε έρχεται το καλό, είτε το κακό, ο άνθρωπος είναι αμέτοχος; Όχι,  λέει ο ποιητής. Ο άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει. Ακόμα κι αν είναι μάταιη η προσπάθεια:

……………………….

Είμαστε των στιγμών μας

λιθοξόοι.

Αγγειοπλάστες είμαστε

των εύθραυστων ονείρων.

 

Κάποτε, η γνώση που αποκτήσαμε δεν μας ωφελεί. Κι αν αποκτήσαμε πείρα με τα χρόνια, είναι δώρο άδωρο:

………………………………….

Όσα μας δίδαξαν τα χρόνια,

τα ροκανίζουν οι καιροί.

………………………………….

 

Ο χρόνος δεν κάνει πιο απαλές τις πληγές. Δεν είναι “ιατρός”. Αντίθετα, έχει τη δύναμη να ξύνει τα παλιά τραύματα και να τα επιδεινώνει.

Ακονίζει ο καιρός

τις αιχμηρότερες απουσίες.

Τα προσφιλή ανεκπλήρωτα,

επίμονος ο χρόνος,

τα οξύνει.

 

  1. Ο Έρωτας:

Ο Έρωτας, δεν έρχεται να γαληνεύσει την ψυχή του ποιητή. Ίσως γιατί είναι χρόνου παρελθόντος. Συνοδεύεται λοιπόν από οδυνηρές μνήμες, από διαψεύσεις και απογοητεύσεις:

 

Των εραστών τα “ σ` αγαπώ”,

δε λεν

στ` αλήθεια

“σε αγαπάω”.

………………………………………                                                  

Αναίσχυντα διάτρητη είν` η μέρα.

Δεν έχει

ούτ` ένα απάγκιο

για να κουρνιάζουν οι αγκαλιές.

…………………………………………..

Κρατάνε μόνο

μες στις κάθιδρες παλάμες τους,

τις αγκαλιές

που ορκίζονταν

πως είχαν έρθει

για να μείνουν.

………………………………………………

Ύστερα

γυρίζουν την πλάτη.

Ύστερα

φεύγουν.

………………………………………………….

Είναι κάποιες αγάπες

άχραντες,

άλικες αγκαλιές

που πήγαν πέρα.

Είναι, που εντός μου

ράγισα.

 

Κάποιες φορές η ανάμνηση παλιών απογοητεύσεων μας γεμίζει δισταγμούς και αναβλητικότητα:

αιφνίδιος κι αναίτιος

με κατέβαλλε

ο γόρδιος δισταγμός.

………………………………

Τρεμάμενο του φιλιού το μετέωρο.

Άβουλο,

συνθηκολογημένο χάδι.

Στοχαστικά οπισθέλκουσα

εντός μας

η αναδίπλωση.

Παρελθόντα μνησίκακα

θρυμμάτισαν το εγγύς μας.

………………………………………………..

απομείναμε

κατά το πλήθος των δισταγμών,

τυλιγμένα ειλητάρια.

Κυρτοί,

ανέστιοι νόστοι.

………………………………………………………….

 

Ο έρωτας εξιδανικεύεται σε κάποια σημεία. Υμνείται η ομορφιά:

 

εύθραυστο αγγείο, ερυθρόμορφο.

Αέτωμα αρχαίου ναού

το ενεπιτήδευτό της.

Στα χείλη της

η Αφροδίτη επαίρονταν

στα μάτια της

οι θάλασσες ωχριούσαν.

………………………………………………

 

Συχνότερα όμως ο έρωτας είναι πλάνη:

 

Μικρό δρομάκι

του λυγμού.

Των σπασμένων φτερών μου.

Της γλυκύτατης πλάνης.

………………………………………………….

Ριψάσπιδα

τα μεγαλόστομα “μαζί”

………………………………………….

Έβρεχε

καρατομημένες ελπίδες.

……………………………………………..

Φεύγοντας,

μαζί μου, έτρεμε

το “ σ` αγαπώ”

ανίσχυρο.

……………………………………….

 

Ο ποιητής πορεύεται αναζητώντας “την σπάνια κι αειθαλή αγκαλιά, την πακτωλή κι απύθμενη με τους γαλάζιους όρθρους”. Αναζητά την βαθιά επικοινωνία, την ταύτιση. Δεν αρκείται στους εφήμερους έρωτες. Δεν αρκείται στο “ημιτελές τους”. Οι έρωτες όμως δεν ευδοκιμούν εύκολα. “Τη μέρα λαθροβιούν” ενώ  στο σκοτάδι της νύχτας “ανοίγουν κρυφά το ψυγείο/ τσιμπολογάνε/Παρατατικούς και Αορίστους”, γιατί τρέφονται μόνο με αναμνήσεις.

 

  1. Μοναξιά-Διάψευση ελπίδων

 

Η ποίηση του Τάσου Μάντζιου δεν είναι αισιόδοξη, παρά τα μικρά παράθυρα που βρήκα ανοιχτά στο φως της ζωής. Τα περισσότερα δείχνουν κλειστά. Η νύχτα ασκεί πάνω του μια ιδιαίτερη γοητεία, παρόλο που περιγράφεται σκληρή κι ανελέητη:

 

Η νύχτα μεγεθύνει.

Ραδιουργεί.

Εστιάζει

στο μαλακό υπογάστριο.

 

Πλαστογραφεί στοιχεία,

εκφωνεί κατηγορητήρια,

φιμώνει

την όποια απολογία.

 

Στόχος,

η ομολογία.

Η συντριβή.

……………………………………………….

Πουλάκι η νύχτα μου,

μικρό,

στα ξόβεργα της μνήμης

σπαρταράει.

………………………………………………

Η νύχτα εχθρεύεται φρικτά τους ασυντρόφευτους.

Σέρνει μαζί της

γραφές σφηνοειδείς.

Λίστες μακροσκελείς

απολεσθέντων.

……………………………………………………..

Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά τη φύση του ανθρώπου. Μιλάει για τη μοναξιά και την επίδρασή της στην ψυχή. Η μοναξιά γίνεται κάποιες φορές φόβητρο, εχθρός που δεν πολεμιέται. Στις σελίδες 32 και 51 βρίσκονται δύο ποιήματα που κατά τη γνώμη μου αλληλοσυμπληρώνονται. Και τα δύο, (“Η ραδιουργία της σκόνης” και οι “Δήμιες μοναξιές”), μου έφεραν στο νου το ποίημα του Κώστα Μόντη, “Νύχτες”. Το σπίτι είναι σιωπηλό, σκοτεινό κι η μοναξιά που καραδοκεί μετατρέπεται στον φοβερότερο εχθρό. Με τι καρδιά να  επιστρέψει κανείς στο σπίτι, αν ξέρει πως η μοναξιά τον περιμένει και σε λίγο θα πέσει στα χέρια της;  Οι έγνοιες είναι αδυσώπητες, όταν είναι κανείς μόνος. Παραθέτω δεξιά το ποίημα του Κώστα Μόντη και αριστερά αποσπάσματα των δύο παραπάνω ποιημάτων του Τάσου Μάντζιου.

(Από το ποίημα “Η ραδιουργία της σκόνης”)

……………………………..

Μονάχα

η ραδιουργία της σκόνης.

Κουρτίνες που σταλάζουν

αποδοκιμασία

και νικοτίνη

κι ανένδοτοι λογαριασμοί.

 

Γυρνάς στο σπίτι.

Στην έρημο.

………………………………………….

(Από το ποίημα “Δήμιες Μοναξιές)

………………

Κουβέντιαζαν

κι ύψωναν την φωνή

κι ύστερα

καταλάγιαζαν

και γέλαγαν

κι έκαναν

πως κίναγαν να φύγουν

κι όλο γύριζαν,

ολότελα απρόθυμοι

στα σπίτια τους να πάνε

………………….

ποιος ξέρει

εκεί,

τι δήμιες μοναξιές.

Άραγε, τι βοριάδες,

στα σπίτια τους

αλύχταγαν.

 

Κώστας Μόντης

Νύχτες

Απο τη Συλλογη “Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής” (Λευκωσία 1954).

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Ο ποιητής σε κάποια σημεία μιλάει με ένταση, ενοχλημένος από την “αλλοτινή εγκαρδιότητα”, την “χειροπιαστή φαυλότητα”, την “έκδηλη πεζότητα”, την “καθημερινή ασημαντότητα” και την “εξόφθαλμη ρηχότητα”. Αλλού όμως, με χαρά κι όρεξη για ζωή, με αισιοδοξία και δύναμη συμβουλεύει:

…………..

Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.

Μήτε Θεούς να καρτεράς,

μήτ` εύνοια

ν` απαντέχεις.

Κάνε τα όνειρα

πανί

για το ταξίδι σου

και γίνε εσύ

η εύνοια.

Και γίνε,

εσύ

ο ούριος άνεμός σου.

 

Κράτησα το καλύτερο για το τέλος! Το ποίημα “ Τ` αλκοολούχο απρόσμενο”.

 

Τ` αλκοολούχο απρόσμενο

 

Κοιτάς έξω απ` τα τείχη.

Και είναι η πεδιάδα,

απ` τους εχθρούς

ανέλπιστα αδειανή.

Ανέλπιστα αδειανή,

απ` άκρη σ` άκρη.

Κι ύστερα από το ξάφνιασμα

χαρά

και ευφορία

σε κατακλύζουν.

Χαρά και ευφορία μεγάλη.

Και δεν ρωτάς

το τι και πώς.

Δεν εξετάζεις,

προς τι αυτή η εύνοια,

που τόσο γενναιόδωρα

απ` τους ταλανιστές σου σε απαλλάσσει.

 

Μόνο

σε στροβιλίζει

τ` αλκοολούχο απρόσμενο.

Σε συνεπαίρνει

των ημερών

το εδώδιμο.

Κι αρχίζεις πάλι

να ελπίζεις.

Κι αρχίζεις

να σχεδιάζεις

και να προγραμματίζεις

και να ιεραρχείς προτεραιότητες.

Κι αρχίζεις πάλι

να ονειρεύεσαι.

Κι αφήνεσαι.

Και δεν ακούς

– μα κι αν ακούς

καμιά δε δίνεις, σημασία-

τους χτύπους

απ` τα τελευταία καρφιά,

που βάζουνε

οι Δαναοί

στον Δούρειο Ίππο.

 

Αυτό το ποίημα, είχα τη χαρά να το ακούσω από το στόμα του ίδιου του ποιητή στους 32ους Δελφικούς αγώνες ποίησης, τον Ιούνιο του 2017, όταν ο ποιητής Τάσος Μάντζιος κι εγώ ισοβαθμήσαμε και μοιραστήκαμε το Α΄ Πανελλήνιο Βραβείο. Αν τέτοιας ποιότητας ποιήματα περιέχονται στο πρώτο του βιβλίο, θα περιμένω με πολύ ενδιαφέρον την ακόμα πιο εντυπωσιακή του συνέχεια. Τελικά, οξέα δε βρήκα στα ποιήματά του, παρά τον τίτλο που διάλεξε να δώσει. Καλή συνέχεια, φίλε ποιητή!

 

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………..

* Ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι Λαρισαίος στην καταγωγή, αλλά ζει μόνιμα στην Κοζάνη. Έχουν εκδοθεί ως τώρα έξι (6) βιβλία του. Η τελευταία του ποιητική συλλογή έχει τίτλο “Ο Μέσα Ήλιος” και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top