Fractal

Κριτικά φύλλα (4), Οκτώβριος 2017: Περιδιαβάσεις, αναφορές σε έργα της τρέχουσας λογοτεχνικής και παλαιάς λογοτεχνικής παραγωγής

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός // [1]

 

Γιώργος Χρονάς, “ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ”, Εκδόσεις Εγνατία, Σειρά: Τραμ/Λογοτεχνία, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 1979.

 

 

Α]. Την ποίηση του Γιώργου Χρονά (1948) τη γνώρισα στο ξεκίνημα της φοιτητικής μου ζωής, που περιλαμβάνει τις συλλογές Βιβλίο Ι (1973) και Οι Λάμπες (1974). Ήταν ποιήματα πρωτοφανούς αμεσότητας με σκηνές καθημερινές, που γοήτευαν με την ανατροπή της πραγματικότητας και τις υπερρεαλιστές μεταβάσεις ή μετεωρισμούς, σοφά δομημένους, αν και ο υπερρεαλισμός ήταν προσγειωμένος και απόλυτα αφομοιωμένος. Τα πρόσωπα ήταν άνθρωποι συνοικίας που η λογιοσύνη της ντόπιας ποίησης είχε προ πολλού εκτοπίσει. Πιστός καταγραφέας του κόσμου κυρίως των Δυτικών Συνοικιών της Αττικής, φώτισε αθέατα τοπία ίσαμε τότε, δίνοντας αξία και προτεραιότητα στην ερωτική απόγνωση. Ερωτικά αποκαλυπτικά ποιήματα είχε τολμήσει να συνθέσει ο Κ. Καβάφης,  ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και οι επίγονοί του. Το 1980, όταν παρουσιάστηκα να υπηρετήσω ως νεοσύλλεκτος στη μονάδα ΠΒΕ της Αεροπορίας στην Τρίπολης, μαζί με τα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, πήρα μαζί μου τον Δύσκολο θάνατο του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (1946-1974) (Επιμέλεια Γιώργου Χρονά, Θεσσαλονίκη) και τη σχετικά νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Χρονά, Τα Μαύρα Τακούνια,[2] που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν από τις καλαίσθητες εκδόσεις «Εγνατία» της Θεσσαλονίκης του Γιώργου Κάτου, ένα βιβλίο με μοντέρνα για την εποχή θεατρική δομή. Ο Γ. Χρονάς από πολύ νωρίς αποποιήθηκε τις σπουδές του στο οικονομικό πανεπιστήμιο και αγάπησε τις συνοικίες του Πειραιά, εκεί που και γεννήθηκε και μεγάλωσε, στη συνοικία Λεύκα, κοντά στο παλιό Μπαρουτάδικο και το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας «Ρετσίνα». Ο ποιητής είχε την τύχη να μαθητεύσει πλάι σε σπουδαίους ανθρώπους της Τέχνης, όπως τον Μ. Χατζιδάκι, τον Γ. Τσαρούχη, τον Ν. Γκάτσο (ο τελευταίος τον θεωρούσε ποιητή σημαντικότατο που αντιπροσωπεύει άριστα την Λογοτεχνική μας Ιστορία και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο σημαντικός ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος- Αλέξης Ασλάνογλου, κατέβηκε στην Αθήνα για να τον γνωρίσει. Στον Γ. Χρονά οφείλουμε πως με την ποίηση και τα γραπτά του μας έκανε γνωστό τον Παζολίνι και όλο το κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού και ζωντάνεψε μέσα στο έργο του τους πίνακες του Γ. Τσαρούχη. Θυμάμαι πολύ πριν, εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ότι κάθε φορά που έβλεπα σε μαγαζί της Αθήνας ή του Πειραιά φαντάρο να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, ο νους μου πήγαινε αυθόρμητα στα ποιήματά του.

 

 

Β]. Πριν ασχοληθούμε εκτενώς με τη σπουδαία συλλογή του Τα Μαύρα Τακούνια, ας καταγράψουμε την τεχνική που ακολουθεί στην άσκηση της ποιητικής του. Η ποίηση του Γώργου Χρονά είναι καθαρά εικονική και ακολουθεί δικές της αποκλειστικά καταφυγές αυθόρμητης έκφρασης: 1]. Γλώσσα απλή κι απαλλαγμένη από φτιασίδια, (βερμπαλισμό και λογιοτατισμό) 2]. Υιοθέτηση τεχνικής αρχαίου ταφικού επιγράμματος, 3]. Ανακάτεμα εποχών (ονόματα αρχαίων Ελληνικής ή Λατινικής περιόδου ή σύγχρονα ιταλικά ονόματα, που θυμίζουν την ταινία Satyricon (1969) του Φελίνι, τις ταινίες του  Παζολίνι, τη ζωή και τις τοιχογραφίες της Πομπηίας μετασχηματίζονται σε εικόνες της σύγχρονης εποχής. Η δύναμη των ποιημάτων θυμίζουν, εκτός από επιγράμματα, χορικά τραγωδιών, σύντομα στιχουργήματα της Λυρικής Ποίησης, ή της Στράτωνος Μούσας Παιδικής,  κάτι πρωτοφανές για τη λογοτεχνία μας. 4]. Τα πρόσωπα μιλάνε λες και ανήκουν ή αντιπροσωπεύουν ήρωες αρχαίας τραγωδίας, με την αίσθηση πως μιλάνε πίσω από τις προσωπίδες τους και 5]. Μια υπέρμετρα αποτυπωμένη τρυφερότητα για όλους τους ταπεινούς ανθρώπους που επέλεξαν να ζουν μια σκυφτή ζωή. Στα Μαύρα Τακούνια αποκαλύπτονταν για πρώτη φορά στα Γράμματά μας ο υπόγειος κόσμος της νύχτας με μια ιεροπρέπεια μοναδική. Και τα τακούνια, ως απαραίτητο συμπλήρωμα της αμφίεσης, κυριαρχούν στα πρώτα ποιήματα της συλλογής. Είναι ο ίδιος ο δρόμος της «δουλειάς» σε πορνεία και σε πεζοδρόμια. Το μαύρο χρώμα πρωτοστατεί σε όλη τη συλλογή. Στο βιβλίο μιλούν οι άνθρωποι του πόνου, οι αποτραβηγμένοι, οι αποδιωγμένοι, που βγάζουν το ψωμί τους σβήνοντας το πάθος των άλλων, εργάτες, νέοι, που ο ποιητής Γ. Χρονάς τους ανασταίνει  μετάρσιους στα μάτια μας, δίνοντάς τους μια αξία πρωτόγνωρη.

 

 

Στο Α΄ Μέρος (Το έρεβος Μιας Ερωτικής Κόλασης) δεν υπάρχουν τίτλοι σε πολλά ποιήματα – χορικά που ψάλλουν  παρενδυτικοί άντρες που εργάζονται ως πόρνες. Η συλλογή αρχίζει με την παραστατική κηδεία της δολοφονημένης Τερέζας, που την ξεπροβοδίζουν οι  φίλες της,  Νότα, Λόλα, Φωτεινή και Βιολέτα (η τελευταία, τις μαζεύει το ίδιο βράδυ όλες στο σπίτι της) και η Χαρίκλεια, που κάτι πήγε να ξεστομίσει ενώ θάβανε τη νεκρή. Η φράση στο ποίημα: «…κάτι πήγε να φωνάξει – καθάρματα, γαμημένοι;» αποτελεί τη συγκινητική εικόνα μιας ομάδας ανθρώπων που τόλμησαν με το οποιοδήποτε αντίτιμο να έρθουν αντιμέτωποι με την υποκριτική, μικροαστική ζωή. Το ποίημα που ακολουθεί, αποτελεί ένα σπάραγμα ψυχής (από τις σπουδαιότερες κορυφώσεις της συλλογής) που γράφει μια πόρνη ζώντας μέσα στη σκοτεινιά της ζωής της: Μάνα εδώ που βρίσκομαι / δεν έχω τηλέγραφο / Για να σου γράψω γράμμα / δεν έχω ένα κραγιόν / Κι όταν νυχτώνει με στάχτη / και με σκόνη τα σημάδια μου σκεπάζω. Στο επόμενο ποίημα, μιλά η νεκρή μέσα από τον τάφο: Είναι ένα σώμα που «λιώνει πιο κάτω /  από υπόγεια σινεμά και ταβέρνες», έχοντας μονάχα τον υπόγειο σιδηρόδρομο να ταράζει τον ύπνο της. Μια τρυφερή εικόνα στοργής με το αγκάλιασμα του εραστή που χάθηκε από τη ζωή της και ρωτάει τη φίλη της αν τον πήρε το μάτι της στον σταθμό, είναι το ποίημα που ακολουθεί, για να εκτιναχθεί στο αμέσως επόμενο, με το ν’ ακούει η γυναίκα τον ίδιο δίσκο στο πικάπ, εντελώς απεγνωσμένη. Ο οδηγός που παρατάει το «κορίτσι» για να πάει «με φορτηγό στο Ζάγκρεμπ» δημιουργεί την ανάγκη να μιλήσει στη μητέρα της για τη φύση της δουλειάς της. Στο επόμενο ποίημα σταλάζει η μοναξιά στο πορνείο: οι κοπέλες ολομόναχες, ο Νίκος αποφυλακίστηκε, «ο Σίμος γύριζε καρότσια με παιδιά / σε λούνα παρκ της επαρχίας». Τα «κορίτσια» επιθυμούν λούσα για τη δουλειά τους και οι άντρες θεωρούνται «ψόφια άλογα». Στο επόμενο ποίημα, το ενδιαφέρον του εραστή για την πόρνη μετατρέπεται σε εικόνα της κηδείας του με την ίδια και τη θεία του να τον συνοδεύουν στον άλλο κόσμο. Τα άγνωστα πρόσωπα είναι καλύτερα για οποιαδήποτε σχέση «σε μέρη με χαμένα χόρτα, πλάι σε διώροφα ρημαγμένα», «Παλαιστές με χαμένες τις πρωινές τους νίκες». Στα επόμενα στιχουργήματα, τα μαύρα παλτά και τα ψηλά τακούνια είναι ασύμφορα σε περιοχές με μηχανουργεία, όπου «η νύχτα πλέκεται με χτύπους στη μέρα», καταγράφονται οι σχέσεις των «κοριτσιών» μεταξύ τους (η Μάγια που δεν δέχτηκε τα στολίδια για τη «δουλειά» και δεν τις ήθελε δίπλα της), η ελεημοσύνη από τα χρήματα που δίνουν οι πελάτες στους ζητιάνους, λίγα προορίζονται για τον εραστή και μερικά για τη φίλη που είναι άσχημη και κοντή και κανένας δεν την προτιμά για συνεύρεση. Η αγκαλιά ενός πρόσκαιρου αγαπημένου είναι σωτήρια, κι αν απορρίφθηκε κάποια από τις κοπέλες από την οικογένεια «μες στα καλάμια πόσο βαθιά ανάπνεες, ξέρουμε». Ο διαχωρισμός των «κοριτσιών» από μια άλλη ομάδα ανθρώπων που ζουν στο ψεύδος σε κήπους και ταράτσες με τα ποτά στα χέρια, αφορά μια εικόνα με τη Δέσποινα που επιστρέφει στο «σπίτι» μετά τη «δουλειά». Στη συνέχεια, συναντάμε το πρώτο ποίημα με τίτλο «Σκύβω να πάρω τα πράγματά μου», στο οποίο αναγγέλλεται ένας μάταιος αποχωρισμός «πώς να κυλήσω στο στρώμα μου/ εκείνον που δεν έπεισα» και στους δύο τελευταίους στίχους, εν είδει προστακτικού νόμου, ο Γ. Χρονάς καταθέτει: «Σινιορίνα Νόρα, η απομάκρυνσίς μου απ’ το μπορντέλο σας / και πάλι αναβάλλεται». Το ποίημα «Γιατί όταν έπεσε» περιγράφει εξαιρετικά μια σπαρακτική εικόνα απόγνωσης που μετατρέπει την κοπέλα σε «Ένα πράγμα, ένα αντικείμενο καταστραμμένο». Τα «κορίτσια» παρομοιάζονται αριστοτεχνικά με ψάρια, που, ξεφεύγοντας από τις αποχετεύσεις, μεταβαίνουν στις εκβολές των ποταμών όταν «έρχονται τα σώματα». Ο Γ. Χρονάς συνεχίζει στο ποίημα που ακολουθεί με σκηνές καμπαρέ, παρέα με ναυτικούς νύχτες και νύχτες. Ο χώρος μετατρέπεται σε τάφο της ζωής τους μεταφορικά και ουσιαστικά. «Τραγουδίστρια ρίχτηκε στο κενό και σκοτώθηκε», ποίημα που μετατρέπεται  στο τέλος σε πεζό χάρη τραγικότητας. Από μία είδηση εφημερίδας, αναφερόμενη στην αυτοκτονία εικοσάχρονης τραγουδίστριας στη Μυτιλήνη, ο ποιητής ανασυνθέτει ένα σπουδαίο ποίημα κινηματογραφικής καταγραφής: Τα «κορίτσια» ξαγρυπνούν πλάι στο λείψανο της Έφης, ξαπλωμένης σ’ ένα στενό ντιβάνι και ντυμένης στ’ άσπρα. Πριν ταφεί, περνάνε το φέρετρο ανάμεσα σε παράγκες, σκουπίδια και γκρεμισμένα αυθαίρετα της παραλίας με τη γάτα της νεκρής ν’ ακολουθεί το ξόδι. Μόλις ρίχνουνε την αφέντρα της στο λάκκο, το ζώο  ήδη είχε κρύψει το κεφάλι του πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα, για να ταφεί κι αυτό μαζί της. Το επόμενο ποίημα, «Με δυο Αρκαδικούς τρόπους, για την Αφροδίτη» αποτελείται από δύο εκτενή μέρη: Στο πρώτο μιλάει μία λαϊκή κομμώτρια, η οποία στον εξαιρετικό της μονόλογο μιλά για τις πελάτισσές της, ξεδιπλώνοντας τόσο τη δική της ιστορία όσων και αυτών που καλλωπίζει. Στίχοι θαυμάσιοι καλύπτουν τον ποιητικό ιστό, κάτι σαν σπάραγμα και απολογισμό. Εδώ, οι εικόνες, έχουν έντονα κινηματογραφικά χρώματα και όλο το ποίημα, αναφέρεται στη θεά του έρωτα και του χαμού συνάμα, την οποία ο ποιητής επικαλείται ως αρχαίος στιχουργός: «Τώρα που οι πελάτες μου φτάνουνε / κάτω από μάσκες κι είναι άγνωστοι – ούτε και μεταξύ τους γνωρίζονται / Σε ποια πλατεία, σε ποιο σινεμά πρωτεύουσας / να μπω και να φωνάξω / Ακέφαλα πτώματα τι επιμένετε να χτενιστείτε;». «Πεθαμένη μου Αφροδίτη /μέσα απ’ τον καθρέφτη μου πρόβαλε / και φέρε μου όπως άλλοτε την πνιγμένη μου / μάνα…». Η μάνα είναι το μοναδικό πρόσωπο που μας αγαπάει για πάντα. Το ποίημα κλείνει με μια ευχή, που αποτελεί την πλέον επίκαιρη για όλους τους απεγνωσμένους που αναμένουν μια πιο υποφερτή ζωή: «Μονάχη να μη μείνω». Στο δεύτερο μέρος το ίδιο πρόσωπο απευθύνεται την ίδια τη θεά, αποκαλύπτοντας τη διπρόσωπη στάση της – κάθε θεότητα την αρχαία εποχή είχε τον αμφίρροπο χαρακτήρα των ανθρώπων – με δύο επιγράμματα: «Φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επ’ αγαθώ. Μααρκος. ORBIUS.[3] Πυθ[ι]ονίκης[4]» [«Ο ορφανός Μάρκος, νικητής στα Πύθια, θυμήθηκε την αγαπημένη Αφροδίτη εξαιτίας του καλού (που του έκανε)»]. Η αφηγήτρια καταμετρά τα καλά που υποτίθεται όφειλε να της κάνει η Αφροδίτη, αναφερόμενη σε σύγχρονα πρόσωπα (ψαράς, γανωματά/ής, μάστορας τεχνίτης) και σε δώρα. Στο τέλος του ποιήματος η θεά συμπράττει με φίλες της αφηγήτριας «Φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επί κακώ. Στέλλα. Φωτεινή. Βαρβάρα», για να προκαλέσει αυτή τη φορά κακό. Το ποίημα κλείνει με το ρήμα «Έγραψα» που θυμίζει το αρχαίο ρήμα «Εποίησεν», δηλ. «Κατασκεύασε», «Φιλοτέχνησε». Ακολουθούν δυο άτιτλα ποιήματα. Η αρχή του πρώτου (μιλάει η πόρνη) θυμίζει επίγραμμα «Κάνε γρήγορα ξένε· μην αργείς. Βιάσου». Ο πελάτης εξαφανίζεται, λες και έχει πεθάνει. Οι στίχοι είναι συγκλονιστικοί: «Ώστε όταν θάχεις φύγει πια μακριά, κλείνοντας πίσω σου την πόρτα / Τίποτα και κανένας να μη με δείχνει / πώς και συ πέρασες από δω κι έπειτα χάθηκες / Πέθανες». Στο επόμενο ποίημα έχουμε την πορεία προς την αυτοκτονία μιας γυναίκας. Η θέα των πλοίων, η μαυρισμένη θάλασσα, τα πουλιά, τα εργοστάσια, οι ναύτες, την αποτρέπουν και το ποίημα κλείνει με τους στίχους: «Κι έμεινα έτσι ώρα πολλή / Γύρισα πίσω / Μαράθηκα». Το Α’ Μέρος του βιβλίου τελειώνει με το εξαιρετικό ποίημα «Υπάρχουν γυναίκες». Εδώ το θέμα είναι ο θάνατος και η νοτισμένη του φθορά. Η μία σκηνή αφορά τις γυναίκες που ακολουθούνε κηδείες με ανάλογη αμφίεση. Η επομένη σκηνή αφορά τα γκαρσόνια στον ίδιο χώρο του νεκροταφείου. Καπνίζοντας, καλλωπίζουν τους τάφους των νεκρών «Άλλοτε μαζί τους σέρνουνε θείες ή ξαδέλφες, κάποια Νότα / απ’ τη Χαιρώνεια». Και οι δυο ομάδες όμως έχουν πάντα τον ίδιο προορισμό: «Καθώς η πόλη αποτραβιέται σε εσωτερικούς χώρους / σε κλειστές τζαμαρίες δίχως ήχους παραγγέλνει / Σε δικούς τους τόπους συναντιώνται / καλά κλεισμένοι από τις επιτυχίες των καιρών. /Σε διαδρομές παρόμοιες, σπαράζουν./» Και τόπος καταφυγής θυμίζει τάφο, είναι ο ίδιος ο θάνατος.

 

 

Το Β΄ Μέρος του βιβλίου φέρει τον τίτλο: «Το μπαρ J.S. BACH» (Η Ολοκλήρωση του Ερέβους της Ερωτικής Κόλασης) είναι γεμάτος από εικόνες: μια παρατημένη εφημερίδα που «Τώρα περνάει από χέρι σε χέρι» (το πρώτο ποίημα άτιτλο, όπως τα περισσότερα). Στο επόμενο, τα κορίτσια στο μπορντέλο αλλάζουν όψη, «Οι μαγικές λέξεις δεν ακούγονται», οι σάλες είναι γεμάτες αγνώστους, για να καταλήξει: «Τέτοια βράδυα πυκνώνουνε οι τάξεις των αγνοουμένων». Η ειρωνεία δεσπόζει στο επόμενο με τον συχνό ερχομό του Ζέφου στο «σπίτι», (ο ποιητής απορεί για το κλάμα και το ξενύχτι), οι πεθαμένοι που καπνίζουν στον ύπνο, οι φευγάτοι με τα μαύρα γυαλιά, πουλιά βουβά πάνω από τα κεφάλια φτερουγίζουν. Το επόμενο ποίημα έχει κάτι από τα αρχαία συμπόσια, όπου ένα λαϊκό παιδί, οικοδόμος στο επάγγελμα, μ’ ένα κατοστάρικο στην τσέπη με μαύρο βραχιόλι στο μανίκι να ακολουθεί τα «κορίτσια» παντού, χωρίς να εκφράζει επιθυμία να συνευρεθεί μαζί τους. Ακολουθεί η μνεία της λατρείας των νεκρών στην Αίγυπτο των Φαραώ που τόσο περίτεχνα ο Γ. Χρονάς συνοψίζει στον στίχο «Καθώς τα σώματα από ώρα μαύρη, εσπερινή / επέστρεφαν στη θλίψη τους / Στις σβυσμένες μουσικές των κέντρων», για να επιστρέψει στη σύγχρονη εποχή, αναφερόμενος σε ένα αγόρι που το λένε Όττο, που τριγυρίζει όλη τη νύχτα λέγοντας «τραγούδια άγνωστα». Η πλημμελής καθαριότητα του σώματος αναγκάζει την πόρνη να κάνει πιάτσα σε αφετηρία ή στάση. «Έπειτα η ανεργία με δέρνει από καιρό/ και οι συναντήσεις δε φέρνουν τίποτα», σημειώνει καταμετρώντας στη συνέχεια τις ομάδες ανθρώπων που θα την συμμεριστούν: δημόσιοι υπάλληλοι, χορευτές, «Οι κάτοικοι στο Γκάζι», «Οι εργάτες Λιπασμάτων», για να καταλήξει: «Εκείνοι που έχουν σάρκα ασθενική / Οι εσώκλειστοι ψυχιατρείων». Απέραντα τρυφερό είναι το επόμενο ποίημα με το ομοφυλοφιλικό ζευγάρι τον Βασίλη και τον Οδυσσέα, που όντας άστεγοι, ξενυχτώντας σε βροχερά πάρκα, τους φιλοξενεί η Μίνα που δουλεύει σε καμπαρέ. Η γνήσια λαϊκή ψυχή που χαρίζει ερωτικές στιγμές επ’ αμοιβή μιλάει στο επόμενο: «Καλά να υπηρετώ αυτούς που με πληρώνουν», για να τελειώσει στο τέλος αυτός ο συγκλονιστικός και σύντομος μονόλογος: «Πολλά πράγματα, τίποτε δεν θα κάνω / αφού ταραχή έρωτα με συναρπάζει». «Κουμπιά από φίλτισι»: Σ’ αυτό το ποίημα, έχουμε μια υπέροχη εικόνα σε σκάλες του πορνείου με κάποιον, που ετοιμάζεται να βγει και κρατώντας το σακάκι του, «πιστεύοντας πως κάποιος θα χαιρετηθεί / μέσα στη λάμψη των ματιών του» με άλλον Λίγο πιο κάτω / Άγιος  /   Άγιος / Τον κόβει». Ακολουθεί ο σύντομος διάλογος του γιου ενός κρεοπώλη που πτώχευσε και ο παραγιός του ήταν ερωτικός φίλος του γιου του. «Κλείναμε τα ρολά / Τα φώτα κλείναμε/ Ξέρεις, δεν έκανε καλά που μ’ έσφαξε». Εδώ ο θάνατος, εν καιρώ ανεργίας και λόγω πτώχευσης, αφορά ως θύμα τον ίδιο τον γιο. Στο επόμενο ποίημα, άτιτλο και αυτό, ο Γ. Χρονάς, καταγράφει την σύγχρονή του Νέκυια[5] με νεκρά παιδιά που συναντιούνται, αναφέροντας κάποιον Φώτη που τους περιποιείται, ενώ, όταν έρχεται η νύχτα «κάτι κουμπιά, κάτι κόμπιτσες στον ποταμό πετάμε» και ο πόταμος είναι ασφαλώς ο Αχέροντας. Ακολουθεί ένα άτιτλο ποίημα: Μια ερωτική καταδίωξη μεταξύ δυο ανδρών, που ο ένας τρέχει ξοπίσω στον άλλον, όταν συναντήθηκαν οι ματιές τους σε δημόσιο ουρητήριο. «Σήμερα Σάββατο περασμένες τρεις / σαν άλλοτε νομίζει θα τον προφτάσει». Για συνέχεια, έχουμε τα μάγια με το ραντισμένο αίμα του κόκορα σε οικοδομές, το αποκλειστικό λίκνο των ερωτικών συνευρέσεων, με την ευχή «προτού υψωθούν / Να πέσουν», ενώ στο τέλος, το ποίημα κλείνει με την ειρωνεία: «Εσείς που καλά κλειστήκατε κει μέσα / τι παριστάνετε / μικροϊδιοκτήτες, μαγαζάτορες;». Στο επόμενο ποίημα, «Εγώ υπάλληλος σε μαγαζί με κλεισμένα τα βιβλία», ο αφηγητής, δηλώνοντας τη μονότονη και ξοδεμένη υπαλληλική ζωή, απευθύνεται στους ναύτες και δύτες, για να τους δηλώσει πως, αν δούνε κάποια μέρα τον αγαπημένο, να του πούνε πως το σιωπηλό ξενοδοχείο που ήξερε «γίνηκε μπορντέλο». Ακολουθεί το συμπέρασμα της πόρνης για τον εραστή που δασκαλεύτηκε καλά στη φυλακή για να μπορεί να ζητάει αδέξιες ερωτικές περιπτύξεις και άλλα βίτσια που ξεπερνούν και τις πιο ικανές πόρνες στην ερωτική συνεύρεση. Τα επόμενα άτιτλα ποιήματα, αφορούν κι αυτά καθημερινούς ανθρώπους που η ποίηση του Γ. Χρονά  χαρίζει με την παραστατική της  εικονοποιῒα ένα εύστοχο στίγμα στη Λογοτεχνία μας: Κάποιος Στέφανος που άνοιξε μαγαζί «και άνθρωπος δεν πάτησε την πόρτα», γι’ αυτό και κάθεται σε καρέκλα έξω από το μαγαζί του με «Τα μαλλιά του περνάει στα δάχτυλα», ένας τίμιος στρατιώτης που βγάζει τα εισιτήρια σε πολίτη για να καταφύγουν οι δυο τους σε πορνοσινεμά, η θαυμάσια εικόνα στο επόμενο ποίημα ντυμένη με «Φωλιές πεθαμένων πουλιών», καθώς αντηχεί η μουσική «Ανάμεσα η θάλασσα», κι ένας τρυφερότατος χαιρετισμός «Ο Ντίνος να χαιρετάει το Νίκο». Το Σάββατο, στο τέλος της εβδομάδας, κυριαρχεί ο θάνατος που νοτίζει τα παλιά πράγματα, όπως ξύλινα ταβάνια, πρόστυχα κρεβάτια, μέχρι και ξύλινα πατώματα. Η σκιά του απλώνεται από το Μεξικό, στη Χαιρώνεια και στο Μπάγκλα Ντες. Στη συνέχεια, οι αγάπες καταντούν ανόητες και παρατεταμένες, μέσα σε παράγκες, «πλάι στα λουτρά», «Δωμάτια μικρά, δωμάτια μεγάλα», βοηθητικοί χώροι / και καρέγλες». Η συνάντηση με τον Λουκά στην Ομόνοια, φαντάρο από τη Θήβα, «Να περιμένει μεσημέρι την απόλυση» καταλήγει σε σπαρακτικό παράπονο του αναγκαστικά έγκλειστου όταν λέει: «- Με πέτυχε η επιστράτευση / μια μέρα πριν να απολυθώ / Μια μέρα πριν να φορέσω / τα λευκά παπούτσια μου». Ακολουθεί η συνάντηση με παλιό εραστή. Η πιθανότητα να γνώρισε μιαν άλλη γυναίκα «και μαζί της άρχισε μιαν άλλη ζωή», η σκηνή όμως να περιφέρεται αυτός στα τρένα «και με βία αργότερα να περνάει τα λουτρά» τον προδίδει πως δεν άλλαξε νοοτροπία «ρίχνοντας αλλιώς την καπαρντίνα / Αφήνοντας με προσοχή τα παπούτσια του λυμένα».  Σε άτιτλο ποίημα που ακολουθεί, η περιπλάνηση στην Αθήνα «Μόνο αυτός που πάει μπροστά ξέρει καλά πού με πηγαίνει», με τα κτήρια που ονομάζονται, φωλιές δημοσιοϋπαλληλικής ζωής, που καταρρέουν και παραγκωνίζονται από τη ζωή της νύχτας.

 

 

Το ποίημα «Κατά Μάρκον» με τον υπέροχο τίτλο,  καταγράφει τη μονότονη, σύντομη ζωή δυο εραστών για να καταλήξει σε στίχους μιας τραγικής διαπίστωσης: «τα νέα στο ραδιόφωνο – λίγο πριν χαθούμε/ είπε: ας στο διάολο, πάλι τα ίδια;» Η λέξη αμαρτία στη συνοικία των αγίων του σώματος δεν υπάρχει στο επόμενο ποίημα, όπου  ακόμη και τα βρέφη εξαγιάζονται: «Σαλπιγκτές γυρνάνε στα στενά το φωνάζουν / Μοναχικοί στρατιώτες το καπνίζουν / Εργένηδες κλείνουν τα παράθυρα / ξενυχτάνε / Μωρά παιδιά σκύβουν και φιλούν τα γόνατα / μανάδων». «Τα αντικείμενα και οι μάγοι»: Το ποίημα αυτό προτείνει μια θαυμάσια ιδέα: «Έρχεται κάποια νύχτα που τ’ αντικείμενα νεκρά / δεν υπακούουν στους μάγους». Βρίσκονται τυχαία παντού. Οι μάγοι δεν έχουν πια κοινό με τέτοια ξηρασία που επικρατεί παντού. Εδώ, η αγιοσύνη που δέχεται τα ακριβά δώρα για άλλους μάλλον αγίους και σωτήρες προορίζεται. Οι ναύτες στο επόμενο ποίημα «αποχτούν / μιαν απόσταση από τα πράγματα», παρ’ όλο που «Μην ξέροντας τι να κάμουν την διανυκτέρευση / σκορπίζουν», δηλώνοντας πως η σιωπή και η αναμονή υποτάσσεται σε πράξεις της νύχτας, μια αποκλειστική ιερότητα. Υπέροχο και το επόμενο άτιτλο ποίημα, που αναφέρεται σε ένα «Δεκαοκτάχρονο αγόρι / κι έχει στο σώμα του / μέσα στα τατουάζ» που πλένει το σώμα του στους καμπινέδες, με τον ποιητή να αναρωτιέται για το πραγματικό του όνομα, αναφερόμενος σε όλα τα ανώνυμα αγόρια που κάνουν το ίδιο. Ο αφηγητής, στο άτιτλο ποίημα που ακολουθεί, προτρέπει να «Μην κλαίτε για τον Γιάννη», αφού ως νεκρός αποδείχθηκε ένας άλλος άνθρωπος, «άγνωστος στα μέρη μας / αμίλητος ανέβαινε την ανηφόρα» κι αν «Πέρασε απέξω από το σπίτι μας κύταξε τα λιβάνια / τα κλάματα  άκουσε / Εγύρισε την πλάτη κι έφυγε / Καθόλου συγκινημένος δε φαινόταν». Στη συνέχεια, ο ποιητής-αφηγητής προτρέπει ένα παιδί να τον οδηγήσει στην πατρογονική γη της Αρκαδίας «Μακριά απ’ τα χωριά / Τα χαρτιά αυτά να ρίξετε στη θάλασσα». Τα επίσημα κρατικά χαρτιά της καταγωγής του ποιητή δεν έχουν καμία αξία. Στο επόμενο, ο μπάρμαν διώχνει τους πελάτες, λέγοντάς τους: «αν νομίζετε πως θα ξεφύγετε / με ποτά και με καφέδες / είσαστε γελασμένοι / Βγήτε έξω ανόητοι». Ο τόπος του μπαρ κρύβει άλλες χαρές ως τόπος απόλαυσης.

 

 

 

«Όχι λιγώτερο από εκατό»: από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής, όπου  καταγράφεται κάθε εκδοχή της αγάπης των δρόμων.  Ερωτική σκηνή μέσα στο δωμάτιο: «Να τούλεγα την μακρινή συγγένεια / αυτό που λένε εξ αίματος, Όχι /  εξ αγχιστείας, Ναι  /  Και κύταξε πες της θείας σου και μάνας μου /εδώ πώς τα περνώ / τ’ αδέρφια μου τάχω ξεγραμμένα / Τα κτήματα τώρα παρατημένα, τα σπίτια ρημαγμένα». Ακολουθεί μια γνωριμία που καταλήγει σε ερωτικό δεσμό. «Τότε μου είπε πάρε στις 10 πρωί στη λέσχη και ζήτησέ με. Μεταξύ μας άρχιζε δεσμός και δεν είχα δραχμή. Μπαίναμε στα σινεμά και δεν έβλεπα έργο. Του έλεγα, τα χέρια σου πόσο είναι σκληρά: /  Έφυγε. Ήταν με άδεια. Τώρα μου γράφει γράμματα και λέει / νάμαι θαρραλέος. / Θα πρέπει να μάθω ξανά τη σημασία των λέξεων». Στην επόμενη στροφή, η σκηνή με το κλείσιμο των φροντιστηρίων, ο αφηγητής, αναμένοντας τον ερχομό του αγαπημένου, μονολογεί: «καθώς δεν έχω τίποτε να παραδώσω / παρά ένα πνεύμα που επικάθεται σε κρεοπωλεία / είναι σα να προαισθάνομαι το τέλος μου / την αποτυχία των εισαγωγικών, τους καθηγητές που άγγιξα / τους συμμαθητές μου που αυνανίστηκα / Τότε στους δρόμους μονάχος βγαίνω». Η επόμενη σκηνή στο ζαχαροπλαστείο, τον αναγκάζει να καταφύγει σε εκδοχές της μνήμης: «Να κάθομαι, έλεγε, φρόνιμα να προσέχω τις κινήσεις / τα χέρια μου όταν ομιλώ / Τα γυναικεία ονόματα όταν τα προφέρω / Το ξέρω πως θα με ξαναδεί όπως τότε πούβρεχε / και έψαχνε για ομπρέλα και θα με προσπεράσει / Τον βλέπω κάτω από τα γυαλιά του, όπως μήτε κι η γυναίκα / του, δεν τον είδε ποτέ». Η ζωή όμως επιβάλλει επιστροφή στα ίδια χωρίς αναμονή. Ακολουθούν εικόνες σε ξενοδοχεία όπου «πλαγιάζουν κάτι φίλοι μου άγνωστοι / κάτι χαμένες ταξιαρχίες εξαδελφών μου», για να ακουστούν στο τέλος οι στίχοι, που οδηγούν στην επιστροφή στα ίδια, στην έμμισθη πορνεία: «Αυτά δεν είναι σοβαρά / Όχι λιγώτερο από εκατό / Τι κάνεις;». Το ποίημα «Τι κάνεις Αλέξαντρε» είναι ένα χαριτωμένο έμμετρο γράμμα. Ο τίτλος- ερώτηση επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο ποίημα. Ο Αλέξαντρος είναι πια χαμένος «Κι όλο λέμε πως φτάνει η μέρα που θάρθουμε / κάτω να σε βρούμε / Πώς τα περνάς / Τι γίνεσαι». Η απώλεια της παρουσίας του Αλέξαντρου, μαλακώνει κάπως με την ομολογία «Κι ο ίσκιος που περπάτησες / γέμισαν χαρτιά και πριονίδια / Μόνο εγώ κι ο Ντίνος μείναμε απ’ όλη / την παρέα». Η συλλογή Τα Μαύρα Τακούνια κλείνει με ένα εξαιρετικό ποίημα, «Το Μικρό Ψάρι», που συμβολίζει την παγιδευμένη ψυχή στο υγρό στοιχείο, την πόρνη που ζει στα λιμάνια, την παγιδευμένη αθωότητα. Η τεχνική της εικόνας του Γ. Χρονά αγγίζει το απόγειο της έκφρασης. Το ψάρι θέλει να μείνει σε μια ορισμένη θέση: «Με τόνα μάτι μου να χαϊδεύει τις καρίνες των πλοίων / και τ’ άλλο να μετράει την απόσταση / Το βυθό». Επιθυμεί να ζει μέσα στις γυάλες των κεντρικών ζαχαροπλαστείων μέχρι να το πάρει το κύμα, έτσι κοιμισμένο «για να ξυπνήσω κάποτε / Πυράγχη / σ’ ένα μαύρο στερεό υγρό κατράμι ή λάδι / Επαρχιακό λιμάνι. Το σώμα του θα κηδευθεί από μπλε ναυτικούς, μπρούτζινους καπετάνιους και μαύρα σκεύη της κουζίνας. «Γκαρσόνια την ύπαρξή μου θ’ αναφέρουν», «Παιδιά θα παίζουν κάτω από τραπέζια». Μέχρι ανίδεοι και σύζυγοι «Πληρώνοντας το τοπίο με σαλάτες και τυρί / θ’ αγαπούν τις γυναίκες / Τύμπανα που ταιριάζουν στην ταφή μου δε θ’ ακούσω». Ο θάνατος για έναν άνθρωπο, που είχε το θάρρος να εκτίθεται, δεν έχει ανάγκη από τυμπανοκρουσίες. Η ποίηση του Γ. Χρονά, άκρως πρωτότυπη στην εποχή της (1979) ακόμη και στη σύγχρονη ζωή, πάντα καταγράφει την αλήθεια της σοφά και απελπισμένα, με μια δική της οπτική και γλώσσα, αλλά κυρίως με ψηφιδωτές εικόνες μοναδικής ψυχογραφίας που καταγράφουν την κρυφή Ελλάδα της περιόδου 1970-2017, αυτή που κανένας δεν είχε τολμήσει να την αποδώσει μέχρι σήμερα. Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς είναι ο Ποιητής των Σκιών και των Θρήνων, του οποίου η γλώσσα δεν έχει σμιλευτεί σε γραφεία και ησυχαστήρια πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με τη βοήθεια λεξικών, αλλά σε καφενεία, σε πλατείες και σε δρόμους, όπου σύρεται και φυτοζωεί η ερημιά και η απόγνωση. Και το επιτυγχάνει σε κάθε βιβλίο του, όπως και στα Μαύρα Τακούνια με συγκίνηση μοναδική. Τέλος, η έκδοση της «Εγνατίας» του 1979, συλλεκτική πια, φιλοτεχνείται από κολάζ με σελίδες ελληνικών και ιταλικών εφημερίδων της εποχής, στις οποίες δεσπόζουν φωτογραφίες αντρών, όπως αυτές του αείμνηστου Θεσσαλονικιού φίλου του ποιητή και τότε ναύτη, του μαθηματικού Βασίλη Ιωσηφίδη, που την εποχή εκείνη υπηρετούσε ναύτης στην Αθήνα, φωτογραφημένου τόσο καλλιτεχνικά από τον ίδιο τον Γιώργο Χρονά με απλή μηχανή Λούμπιτελ.

 

Πειραιάς, Οκτώβριος 2017

 

 

_____________________________________________

 

[1] Ο Γεράσιμος  Δενδρινός  (1955), σπούδασε ελληνική φιλολογία και είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έργα του: 1] Ένα πακέτο Άρωμα, διηγήματα, Κέδρος 1995³, 2] Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, Κέδρος 2001, 3] Χαιρετίσματα από το νότο, μυθιστόρημα, Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, 4] Άλκης, νουβέλα, Μεταίχμιο 2003, 5] Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, ταξιδιωτικό κείμενο, Κέδρος 2006, 6] Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο 2006, και 7] Άβατοι Τόποι, ποιήματα, (.poema..) 2015.

[2] Στην πρώτη έκδοση της «Εγνατίας» του 1979 χρησιμοποιείται η παλιά ορθογραφία, που ίσως παραξενέψει τον σύγχρονο αναγνώστη. Θεώρησα σωστό να τη σεβαστώ και να επέμβω μόνο, όπου χρειάζεται, ειδικά στα επιγράμματα ή γκράφιτι; που χρησιμοποιεί ο ποιητής.

[3] ORBUS: ορφανός, ο έρημος γονέων και τέκνων και όχι ORBIUS (δεν υπάρχει αυτή η λέξη ούτε στα Λατινικά και ούτε στη σύγχρονη ιταλική γλώσσα). Και το Φίλη Αφροδίτη έπρεπε κανονικά να μπει σε γενική πτώση. Πάντως, αν ο Γιώργος Χρονάς αντιγράφει πιστά επίγραμμα της Ελληνιστικής ή Ρωμαϊκής εποχής οφείλουμε να πούμε ότι πολλές φορές οι χαράκτες των επιγραμμάτων της εποχής (ακόμα και τα γκράφιτι) ήταν ως επί το πλείστον αγράμματοι.

[4] Πυθιονίκης και όχι Πυθονίκης : Τα Πύθια ήταν εορταστικά αγωνίσματα της αρχαίας Ελλάδας, που γίνονταν στους Δελφούς και εν μέρει στο Κρισαίο πεδίο, προς τιμή του θεού Απόλλωνα. Είχαν πανελλήνια εμβέλεια και αποτελούσαν την πιο σημαντική εκδήλωση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Περιελάμβαναν μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Σύμφωνα με την Μυθολογία, ο θεσμός των Πυθίων ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Απόλλωνα, όταν αυτός νίκησε τον δράκο Πύθωνα. Στην αρχή, διοργανώνονταν κάθε οκτώ χρόνια και περιλάμβαναν αποκλειστικά μουσικούς αγώνες. Με την πάροδο των ετών καθιερώθηκαν στο πρόγραμμα και αθλητικοί αγώνες, ενώ μετά τον Α΄ Ιερό Πόλεμο (συγκεκριμένα από το 582 π.Χ. και έπειτα) διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διοργανώνονταν με την πρώτη πανσέληνο του θερινού ηλιοστασίου, ενώ τα Πύθια γίνονταν το καλοκαίρι μετά από την πάροδο τριών ετών.

[5] Νέκυια και Νεκύα: 1]. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση τού πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῑν περὶ τοῡ τέλους τοῡ βίου αὐτοῡ», Ηρωδιαν.) 2]. ως κύριο όν. Νέκυια ή Νεκύα ή Νεκυομαντεία τίτλος της Ενδεκάτης (Λ) Ραψωδίας της Οδύσσειας, όπου περιγράφεται η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και η συνομιλία του με τους νεκρούς («ὅσας ἐν νεκυίᾳ κατωνόμακεν», Πλούτ.) αρχ. 3]. επικήδεια, επιτάφια τελετή, 4). πλήθος ασήμαντων ανθρώπων, συρφετός, όχλος, 5). άλλη ονομασία τού φυτού φλόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. -ια (πρβλ. αλήθε-ια). Ο τ. νεκύα, ονομ. του φυτού φλόμος (πρβλ. καρ-ύα, σικ-ύα) αποδόθηκε στο φυτό επειδή το χρησιμοποιούσαν για να εξορκίσουν τον θάνατο. Φλόμος είναι ένα φυτό πολύ κοινό στην ελληνική γη, που ονομάζεται επιστημονικά Ευφόρβιον ο χαρακίας (Euphorbia characias). Ο γαλακτώδης χυμός του φυτού δρα με ναρκωτικό, τοξικό τρόπο, εξ αιτίας των ουσιών ευφορβόνη και ευφορβίνη που περιέχει. Από τα αρχαία χρόνια οι κάτοικοι των μικρασιατικών παραλίων γνώριζαν αυτές τις τοξικές ιδιότητες και το χρησιμοποιούν ως έναν τρόπο χημικού ψαρέματος, για να φλομώσουν δηλαδή να ζαλίσουν τα ψάρια και να τα πιάνουν εύκολα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top