Fractal

Διήγημα: “Τα κουρέλια”

Της Αναστασίας Γκόντη // *

 

 

f2

 

Ψάχνω εκείνες τις σιωπηλές γωνιές. Από τις δροσερές ακτές της μακρινής χώρας στα γκρίζα τοπία. Σε εκείνο το δωμάτιο που μοσχομυρίζει λεβάντα. Ο αέρας να διαπερνάει τα μεγάλα παράθυρα. Αλλιώτικα από εκείνα που είχα συνηθίσει. Από εκείνα τα πράσινα και τον ήλιο και τα πρόσωπα. Όλα αλλιώς. Όλα όπως τα είχα ονειρευτεί. Δεν έλειπε τίποτα. Όλα στην θέση τους. Η ζεστή γιαγιά, τα αφράτα κέικ, το τσάι του εργάτη με τρεις σταγόνες γάλα. Τα κρύα πιάτα που πρέπει πάντα να ζεσταίνεις κάθε φορά πριν το τραπέζι είναι έτοιμο. Με εκείνη την ίδια τελετουργία. Με εκείνα τα κιτς σουπλά με εικόνες από το παλιό Λονδίνο. Εκείνη η ανέκφραστη αγάπη που όμως ήταν εκεί. Φώλιαζε και σε περιποιούταν χωρίς να το συνειδητοποιήσεις, χωρίς να κρίνεις είχες ήδη γίνει μέρος εκείνης της οικογένειας. Σε αγκάλιαζαν κάθε μέρα με τις κινήσεις τους. Και ας ήταν άλλοι, και ας είχαν άλλα ήθη, έθιμα, κουλτούρα. Όλα έμοιαζαν τυπικά και με συνέπεια που σε άλλη φάση θα σου έσπαγε τα νεύρα αλλά κρατούσαν γερά αυτό που είχες στερηθεί. Οικογενειακή γαλήνη, ηρεμία και απλότητα. Όχι δράματα, όχι εξάρσεις. Όχι πολλά λόγια χωρίς ουσία.

Και όλα πάλι από το μηδέν σε μια νέα χώρα μα όχι τόσο ξένη τελικά. Άφησα την Μεσόγειο στα 30 για εκείνον τον απομυθοποιημένο πια Βορρά.

Τα μάτια αντίκριζαν κάθε μέρα το κρύο τοπίο από εκείνο το μεγάλο παράθυρο που σε έκανε να θέλεις να χαζεύεις με τις ώρες. Ακόμη και το φεγγάρι ήταν αλλιώτικο… πάλι. Με εκείνο το μπλε δαχτυλίδι γύρω του. Για πολλοστή φορά. Αναρωτιέμαι πόσες εικόνες χωράει το μυαλό. Πόσα συναισθήματα το σώμα. Πόσες συναντήσεις. Αντιλαμβάνομαι την ζωή μου πια σαν ένα ρεύμα που συναντιέται με τα ρεύματα των άλλων κουρελιών. Όπου κουρέλια βλέπε φίλοι αγαπημένοι. Άλλοι κάνανε παιδιά – λίγοι αυτοί- μάλλον μόνο ένας. Άλλοι γυρνάνε ακόμη με ένα καλάθι στον ώμο που γεμίζει εμπειρίες στοιβαγμένες προσεκτικά. Όλα αυτά μου έρχονται σαν μια ταινία στο forward και ξανά play.Και όλοι εκείνοι που θέλουμε να ‘μαστε μαζί, θα ‘μαστε. Και κάθομαι πάλι σε εκείνη την γωνιά στο άσπρο κρεβάτι με εκείνες τις παράξενες μελωδίες που η μαμά πάντα τις έλεγε ψυχεδελικές και φοβόταν να ξέρει ότι ακούω «τέτοια». Τις θύμιζαν παλιούς δικούς της φίλους και γνωστούς που μπλέξανε με ουσίες. Εγω γελάω όταν το σκέφτομαι. Πόσο όλοι έχουμε τα τετραγωνάκιά μας. Και που να ξέραμε ότι η ζωή είναι λίγα χιλιοστά έξω από αυτά τα μικρά τετραγωνάκια, τριγωνάκια. Όλα έρχονται και τρέχουν. Εικόνες από παλιούς γνωστούς, φίλους, φίλους για ένα διάστημα, γκόμενους, μαγαζάτορες, μπαρόβιους, ντιτζέηδες, γραφικούς, γκέι που γίνανε μοντέλα, όμορφες που γίνανε μοντέλα και πλούσιοι που γίνανε πιο πλούσιοι με τα λεφτά των αγαπημένων μητεράδων-πατεράδων και άλλοι που είχανε την μαγκιά να κυνηγήσουνε τα όνειρά τους. Κουρέλια που γίνανε ακόμη πιο κουρέλια. Ζευγάρια με αγάπη βαπτισμένα, άλλα περασμένα στον αιώνα, στου έρωτα τον θρόνο. Εμείς πάντα χορεύαμε αν θυμάμαι καλά. Δεν μπορούνε συνέχεια όλοι, αλλά εμείς πάντα κάπως έτσι την βγάζαμε. Όλα για λίγο φλωρεύουνε, λίγη ζεστασιά, λίγο ζεν, λίγο διάβασμα, καμιά γιόγκα έτσι και κανα smoothie και έπειτα πάλι σκοτεινά δωμάτια και μαύρα διάφανα ρούχα, αργόσυρτες νωχελικές κινήσεις και έπειτα τέταρτο στάδιο ο εξορκισμός, των τοξικών συναισθημάτων, ανθρώπων, βλεμμάτων, εικόνων. Τα χέρια ενωμένα και τα μάτια υποταγμένα τα δικά σου στα δικά μου εννοώ και τούμπαλιν.

Όλα τα σκέφτομαι και τις ενέσεις ευτυχίας. Τα χαμόγελα παιδιών που ήρθαν και έφυγαν σαν να μην με άγγιξαν ποτέ αλλά έγραψαν τα ονόματά τους στο στήθος και στα χέρια μου. Τα δακρυσμένα μάτια. Ο πόνος και ο λυγμός που δεν εκφράστηκε ποτέ και δεν ξέρω αν κάποια στιγμή, Τι να συμβαίνει άραγε. Σταματάμε ποτέ;

Κύματα μοναξιάς μέσα στην πολύβουη φασαρία. Μέσα στο δωμάτιο το άσπρο ήρθε η αγάπη μου. Την αγκάλιασα σφιχτά και θυμήθηκα εκείνα τα μανταρίνια που μου έβαζε στην τσάντα μου πριν πάρω το αεροπλάνο. Θυμήθηκα εκείνο το βράδυ που ήρθε να με βρει και στο πρόσωπο λαμπύριζε η χρυσόσκονη. Μου είχες πει ότι εμείς είμαστε η αστεροσκόνη. Αυτός ήταν σημαδεμένος. Έτσι τον αναγνώρισα. Δεν γνωρίζουμε τους δικούς μας ανθρώπους τους αναγνωρίζουμε, απλά. Μην γελιέσαι δεν είναι δύσκολο, είναι πανεύκολο. Και να μην κλαις, μόνο όταν είσαι μόνη. Εκείνα τα δάκρυα είναι και τα πιο αληθινά, καθαρτικά. Ας πάρουμε ότι βλέπουμε χωρίς να αναλύσουμε το γιατί, το πως. Η αγάπη δεν αναλύεται. Δεν δοκιμάζεται. Δεν κρίνεται. Δεν εξαγοράζεται. Δεν καταδικάζεται. Δεν χάνεται. Η αγάπη απλά…είναι. Είναι εκεί και τραγουδά για σένα και για μένα. Για τους δικούς μας.

Σε εκείνο το λευκό πάπλωμα πάνω τώρα βλέπω τα πρόσωπά τους, τα έντονα χαμόγελα που ερωτεύτηκα. Έναν καφέ κον λέτσε και ποτήρια κόκκινο κρασί σε μπαρ με vintage φορεσιές και εκκεντρικούς τύπους με μουστάκια και τολμηρές συζητήσεις.

Φώτα πολύχρωμα και μια ιδιοκτήτρια μπαρ που μιλούσε ακατάπαυστα πίσω από τα αξιοζήλευτα κοκτέιλ της μοναδικά στην πόλη.

Περήφανες γούνες λεοπάρ και μεθυσμένα βήματα με γελάκια από τους γκέι περαστικούς να σε πειράζουν σε ένα αθώα πρόστυχο παραλήρημα. Συζητήσεις στον δρόμο με λερωμένα καλσόν και γοβάκια ρετρό.

Όλοι ένα ακατέργαστο μείγμα νεότητας, βρωμιάς, υπόκοσμου και ξεφτισμένου στυλ.

Ένας χορός όλοι μαζί και μετά εσύ πάνω σε ένα ποδήλατο γύρω-γύρω από την πόλη έφτασα στο νησί. Αερικό ανάμεσα σε φοινικόδεντρα και πάλι πίσω. Χορεύαμε πάλι, flechas λεγόταν αυτήν την φορά και καμιά φορά garito. Και μετά πάλι πήγαινε έλα σε εκείνη την μεγάλη γιορτή της ηλεκτρονικής μουσικής.

Μεθυσμένα νιάτα.

 

Ελλάδα. Νόμιζες δεν θα θελες να ξαναφύγεις. Εκείνη σε μαγεύει, σε καθηλώνει, σε θέλει μαζί της. Σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα, σαν μια άλλη Καλυψώ. Δεν νίκησε ποτέ όμως και ούτε θα νικήσει. Δεν έχει λόγο. Να αποδείξει τι. Εξάλλου είναι πάντα εκεί στο βαθύτερο σημείο της καρδιάς μου.

Ποτέ δεν ήθελα να γράψω για εκείνο το έτος. Εκείνο που οι πρόσφυγες ήρθαν. Εκείνους τους έβλεπα κάθε μέρα. Ψέμα. Δεν τους έβλεπα ποτέ. Εκείνοι δεν ήταν πια πρόσφυγες. Βαρέθηκα. Ήταν άνθρωποι. Όλα μπερδεμένα στο μυαλό. Η καρδιά όμως όχι, κατάφερε να εντοπίσει ξανά αυτούς που θα ρθούνε μαζί μας. Θα γίνουνε μια παρέα. Κουρέλια αληθινά. Μέσα από πόνο, μας δίδαξαν μας έφεραν κοντά. Μας δείχνουν τον δρόμο. Μας κάνουνε λίγο δυνατούς. Είναι εκεί, σε εκείνες τις φωτογραφίες που θα κρεμάσω στο καινούριο μου το σπίτι. Να μην ξεχάσω ποτέ να αγαπώ, να δίνω, να προστατεύω. Τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, τον κόσμο. Το δίκαιο ρε γαμώτο. Και μετά πάλι να χορέψουμε. Διάλεξε που. Διάλεξε ώρα και μέρα. Τα άλλα όλα άστα πάνω μου. Μόνο να μην ξεχάσεις να φορέσεις τα νέον σου τα ρούχα, τα γυαλιστερά και τα κρόσια και τα ωραία σου ασημένια σκουλαρίκια.

 

* Η Αναστασία Γκόντη γράφει από μικρή. Συλλέκτης εμπειριών, μέσα από τα άρθρα της εξάρει τους φίλους, την αγάπη και τις μαγικές συναντήσεις. Ιστορίες γραμμένες στο χαρτί από τα πέρατα του κόσμου… Από την Ισπανία, στην Ασία, στην Ελλάδα και τελικά στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top