Fractal

Ένα διεισδυτικό ψυχογράφημα των δύο φύλων

Γράφει ο Σωτήρης Σουλιώτης //

 

 «Τα κορίτσια που γελούν», Εύα Στάμου, εκδ. Αρμός

 

Το βιβλίο της Εύας Στάμου, με τίτλο «Τα κορίτσια που γελούν», αποτελείται από έξι διηγήματα, ένα εκ των οποίων έχει τον ίδιο τίτλο με τη συλλογή. Πρόκειται για ιστορίες κυρίως γυναικών μέσης ηλικίας, οι οποίες για τον άλφα ή βήτα λόγο νοιώθουν ότι η ζωή τους δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι ή όπως θα ήθελαν να είναι. Είτε μοναχικές μητέρες ενήλικων παιδιών, που ζουν μακριά, όπως στο «Τέλειο σχέδιο» και στη «Θερμοκοιτίδα», είτε χωρίς παιδιά, αλλά με μοναχικούς γονείς, με τους οποίους είχαν και συνεχίζουν να έχουν προβληματικές σχέσεις, όπως στο «Δείπνο». Ωστόσο υπάρχουν και άντρες ως κεντρικά πρόσωπα, όπως στην «Κυρία με το καπέλο» και τη «Βοστόνη», παρ’ όλου που, λόγω ίσως της σειράς των διηγημάτων, δίνεται η εντύπωση ότι η γυναικεία παρουσία είναι πολύ πιο έντονη και καταλυτική σε όλη την έκταση του βιβλίου.

Αυτό ίσως συμβαίνει και επειδή οι προβληματισμοί και οι εμπειρίες των ηρώων διαφέρουν: οι πρωταγωνίστριες χαρακτηρίζονται από σύγχυση και αμφιβολίες, δυσκολεύονται να αποφασίσουν για κάτι, και ταλανίζονται από πλήθος εσωτερικές αναζητήσεις και ερωτήματα σχετικά με τον εαυτό τους και τις επιλογές τους, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο παρελθόν τους. Αντίθετα οι (άντρες) πρωταγωνιστές έχουν μεν παρόμοιες, ή έστω, όχι μικρότερες προκλήσεις να αντιμετωπίσουν, και σίγουρα και το δικό τους ψυχογράφημα χαρακτηρίζεται από ανασφάλειες και θέματα παιδικής ηλικίας, εν τούτοις παρουσιάζονται πιο αποφασιστικοί, και τα προβλήματά τους είναι περισσότερο εξωγενούς χαρακτήρα: ένα εξωτερικό περιστατικό, που ανατρέπει μια κατάσταση, εντός των ορίων της οποίας κινούνται σαν το ψάρι στο νερό. Ίσως έχει να κάνει με το σκεπτικό ότι οι γυναίκες είναι αυτές που πάντα αμφιβάλλουν, ενώ οι άντρες είναι πολύ πιο σίγουροι για τον εαυτό τους (χωρίς να συντρέχει αντικειμενικός λόγος), και εμποδίζονται μόνο από παράγοντες εκτός των ορίων του εαυτού τους. Όμως και τα δύο φύλα παρουσιάζονται στο βιβλίο με μια ψυχογραφική ανάλυση σε βάθος, η οποία περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν μύχιες σκέψεις και προβληματισμούς, αφ’ ετέρου καθημερινά περιστατικά, που συνθέτουν την ολοκληρωμένη εικόνα της ηρωίδας ή του ήρωα.

Πρόκειται για προσεγμένες ψυχογραφικές αναλύσεις των προσώπων της, με νηφάλιο έως ερευνητικό ύφος, και παράλληλα εμπλουτισμένο από αρκετή δόση καθημερινότητας, έτσι ώστε να μην παίρνει η αφήγησή της ακαδημαϊκές διαστάσεις.

 

Εύα Στάμου

 

Η καθημερινότητα αυτή είναι πολύ πιο έντονη από όσο ήταν στο προηγούμενο βιβλίο της, την «Εκδρομή», καθώς επίσης και η τοπικότητα, με όλα τα πολιτιστικά πρωτεύοντα και δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της. Το τοπικό πλαίσιο, όπου κινούνται οι ηρωίδες και οι ήρωές της αφήνει περισσότερο τη σφραγίδα του στο βιβλίο. Πρόκειται για μια Ελλάδα σε σύγχυση αξιών, όπου ο καθένας θεωρεί δικαίωμά του να αυτοδικήσει, αποδίδοντας δικαιοσύνη του πεζοδρομίου, ή να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, βασιζόμενος πάλι σε επιφανειακά κριτήρια, όπως στο «Τέλειο σχέδιο»: Η ηρωίδα ήταν έτοιμη να λυντσαριστεί από τον όχλο μεταμφιεσμένη σε άντρα, όμως όταν της έφυγε η περούκα, ο όχλος άρχισε να τη βλέπει σαν θύμα και να τη συμπονά, παραβλέποντας και οι μεν και οι δε τα πραγματικά της κίνητρα.

Μια Δανία αστραφτερή, καταπράσινη και παραμυθένια, που ωστόσο κρύβει έντονη βία εκ μέρους ανδρών προς γυναίκες (σύμφωνα με τις στατιστικές της ΕΕ, και όχι τη συγγραφέα ή εμένα), καθώς επίσης και ιεραρχική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, με όποιον έρχεται απ’ έξω να βρίσκεται στη θέση του τελευταίου τροχού της αμάξης, ή ακόμα της σκιάς, που όλοι την αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Η περιφρόνηση του βοηθητικού προσωπικού των ΜΚΟ προς τους πρόσφυγες, τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν, με αποκορύφωμα το κεφαλοκλείδωμα του γεροδεμένου Άγγλου διασώστη προς τον πεινασμένο Σύριο έφηβο, προκειμένου να του υποδείξει ότι «εδώ είναι Ευρώπη» στο χοτ σποτ της Λέρου. Η εφιαλτική ατμόσφαιρα στο πανεπιστήμιο της Βοστόνης για τον Έλληνα καθηγητή, που προσπαθεί να περισώσει τη θέση του μετά από κάποιο σεξουαλικό «ατόπημα», και να ελιχθεί μέσα από τις πολύπλοκες απαιτήσεις του πανεπιστημίου και της κοινωνίας για το τι είναι πρέπον και τι δεν είναι.

Τους μοναχικούς ανθρώπους των βρετανικών μεγαλουπόλεων με την γοητευτική καρτερία του πράσινου τσαγιού, με το οποίο υπομένουν όλα τα στραπάτσα της ζωής, μικρά, και κυρίως μεγάλα.

Όλα αυτά αποτελούν ένα πλαίσιο, το οποίο «πρωταγωνιστεί», θα έλεγε κανείς με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι χαρακτήρες του βιβλίου, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται να βρίσκεται στο φόντο.

Είναι η ίδια η εποχή μας, η ζωή της μεσοαστικής Δύσης, που αποτελεί ένα πολύχρωμο, και συχνά δυσδιάκριτο μωσαϊκό, όπου συχνά ο ήρωας είναι κομπάρσος. Είναι η ζωή που τελικά περνά και χάνεται, ό,τι και αν κάνεις, και αυτό που έχει τελικά σημασία είναι να «γελάς», όπως τα νέα κορίτσια που γελούν στο ομώνυμο διήγημα, ή να έχει φαγητό το ψυγείο, όταν γυρίσει το παιδί σου από το εξωτερικό. Ίσως αυτές οι καθημερινές μικρές στιγμιαίες αλήθειες αποτελούν και τη λύση των δυσδιάκριτων προβλημάτων της ζωής των εν λόγω ανθρώπων. Γιατί υπάρχουν και άλλοι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top