Fractal

Χαρτογραφώντας χαρακτήρες

Γράφει ο Γιώργος Πολ Παπαδάκης //

 

Εύα Στάμου «Τα κορίτσια που γελούν», εκδ. Αρμός, 2018

 

Έξι καλογραμμένα διηγήματα συνθέτουν το καινούργιο βιβλίο της Εύας Στάμου «Τα κορίτσια που γελούν». Η συγγραφέας καταθέτει μια σειρά από εξαιρετικά κείμενα, συνθέσεις εμπειρίας και φαντασίας ενώ αποτυπώνεται σε αυτά και η γνώση από την παραμονή της σε πόλεις του εξωτερικού.

Η εμπνευσμένη χαρτογράφηση των χαρακτήρων δίνει πνοή ζωής στους ήρωες και  προσθέτει θετικά στην εκτύλιξη της αφήγησης.  Τα  περισσότερα  αφηγήματα, ντυμένα με το μανδύα της «ιστορίας μυστηρίου», αποκαλύπτουν ένα σύμπλεγμα διαπροσωπικών σχέσεων μέσα από κοινωνικά και ερωτικά μοτίβα και μεταπλάθονται αποκαλύπτοντας τις μύχιες ψυχολογικές εκφάνσεις των ηρώων.

Ο Στήβεν Κινγκ είχε πει: «Το διήγημα ως σύντομη λογοτεχνική φόρμα, σε σχέση με το μυθιστόρημα είναι σαν φιλί στο σκοτάδι από έναν άγνωστο». Η Εύα Στάμου η οποία έχει περάσει με επιτυχία και από την μυθιστορηματική φόρμα, καταφέρνει στα διηγήματα της να «παρατείνει αυτό το φιλί» προσδίδοντας φως στις μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων.

 

Στο «Τέλειο σχέδιο» η ηρωίδα οραματίζεται το τέλειο έγκλημα. Εξαιρετική η σκιαγράφηση του χαρακτήρα μιας κοινωνιοπαθούς από τη συγγραφέα. Ο κοινωνιοπαθής δεν έχει συνείδηση και ο ψυχισμός του έχει ανάγκη από αλλαγές και έντονες συγκινήσεις. Ετσι φτάνει στο σημείο να θελήσει να διαπράξει ένα έγκλημα σκοτώνοντας ένα οποιοδήποτε άτομο, αρκεί αυτή η επιτυχία να προσθέσει στο αφύσικα ανεπτυγμένο εγώ του. Το ενδιαφέρον για την εξέλιξη κρατάει μέχρι το τέλος.

 

Στη «Θερμοικοιτίδα» η ηρωίδα αναγκάζεται να εργαστεί σε ένα προσφυγικό σταθμό στη Λέρο λόγω της παρατεταμένης ανεργίας. Η συγγραφέας στις λίγες σελίδες του αφηγήματος εικονογραφεί  με γλαφυρότητα τις συνθήκες αθλιότητας και μιζέριας  και κυρίως τον τρόπο που το ζοφερό περιβάλλον αντανακλά στη ζωή της ηρωίδας.

 

«Τα κορίτσια που γελούν» . Στο διήγημα αυτό καταπιάνεται με το κλασικό θέμα του χρόνου που περνά και τις επιπτώσεις αυτού στην ανθρώπινη ψυχολογία. Η σαραντάρα γυναίκα συγκρίνει τον εαυτό της με μια εικοσάχρονη, σε μια εποχή που έχουν αμβλυνθεί οι ηλικιακές διαφορές, και μελαγχολεί. Αναρωτιέται για τον χρόνο που άφησε πίσω της αμετάκλητα χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το μειονέκτημα της εικοσάχρονης είναι η άγνοια του αν θα φτάσει στα χρόνια της και η έλλειψη των αντίστοιχων βιωμάτων.

 

Στο «Δείπνο» έρχονται στην επιφάνεια συγκρουσιακές καταστάσεις που αναπτύσσονται μεταξύ χαρακτήρων με διαφορετικά «θέλω». Η κορύφωση έρχεται με δραματικό τρόπο στο τέλος του αφηγήματος, όταν η σχέση μιας Ελληνίδας με έναν Δανό παίρνει περίεργη τροπή, κι οδηγεί σε μια σειρά αποκαλυπτικών διαλόγων.

 

«Που μένεις; Θα ειδοποιήσω ταξί».

«Γιατί τόση βιασύνη;»

Γιατί είναι τρεις το πρωί και θέλω να κοιμηθώ».

«Αφού ήθελες να κοιμηθείς, δεν έπρεπε να είχες φύγει μαζί μου από το πάρτυ».

«Εσυ επέμενες να με ακολουθήσεις. Έλα πιες τον καφέ σου και θα νοιώσεις καλύτερα».

«Έχεις όμορφα πόδια το ξέρεις;»

 

Στην «Κυρία με το Καπέλο», η ιστορία διαδραματίζεται στην Αγγλία. Η μανιοκατάθλιψη εδώ αποτελεί το όχημα για τις  ψυχικές μεταβολές του ήρωα στη διάρκεια των  είκοσι χρόνων που νοσηλευόταν η  διαταραγμένη ψυχικά μητέρα του σε κλινική.

 

Στη «Βοστόνη» η Στάμου πραγματεύεται το κλασικό θέμα σχέσης καθηγητή – φοιτήτριας που λαμβάνει χώρα στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Εδώ αναδύονται με αριστοτεχνικό τρόπο και προβάλλονται διαχρονικά θέματα όπως η υποκρισία, ο φθόνος και η συκοφαντία. Μια ερωτική εμπλοκή με μια διαταραγμένη προσωπικότητα όπως η Σοφία Μο, συνήθως δεν έχει καλή εξέλιξη και αυτή ήταν και η αιτία που ο Σπύρος διεσύρθη κοινωνικά αλλά κυρίως στο χώρο του Πανεπιστημίου. Η δεξιοτεχνία της συγγραφέως να προβάλλει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των πρωταγωνιστών στην νουβέλα αυτή, καθώς κα ο τρόπος με τον οποίο αυτές δίνονται, όχι μέσα από διαλόγους αλλά προβάλλοντας τις σκέψεις των πρωταγωνιστών, έχει ενδιαφέρον.

 

«Ο θυμός του για τη Μο είχε ξαφνικά υποχωρήσει. Δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι την είχε συγχωρήσει, απλώς δεν ένοιωθε την επιθυμία να της κάνει κακό, να την τιμωρήσει για την πράξη της. Έβαζε στοίχημα ότι σε λίγους μήνες θα είχε ξεχάσει εντελώς την ύπαρξη της, η δουλειά θα είχε απορροφήσει κα πάλι το μεγαλύτερο μέρος της σκέψης και της ενέργειάς του».  

 

Εύα Στάμου

 

Οι ήρωες της Στάμου δεν είναι παρά φιγούρες μιας δραματικής θεατρικής παράστασης. Ακόμα κι όταν η πρωτογενής τους εικόνα δεν προδιαθέτει για κάτι τέτοιο εκείνοι ακροβατούν ανάμεσα στα «θέλω» τους και τις αναγκαιότητες που τους επιτάσσει η πραγματικότητα την οποία βιώνουν. Οι ήρωες δεν έχουν μια σταθερή συμπεριφορά ή ένα χαρακτήρα που τους κατατάσσει σε «καλούς» και «κακούς» αλλά υπάρχουν μεταβολές ως προς αυτό, όπως πραγματικά συμβαίνει σε κάθε κοινωνία, με τους ρόλους να εναλλάσσονται ανάλογα με την περίσταση.

Η συγγραφέας κρατάει ίσες αποστάσεις από το φύλο των ηρώων. Με την αντικειμενική ματιά που της προσφέρει η επαγγελματική της ιδιότητα, η Στάμου γνωρίζει άριστα να κρατάει τις λεπτές ισορροπίες του δίκιου και του άδικου που βαραίνουν ανάλογα με την περίπτωση.

Ο τόπος διαδραμάτισης των γεγονότων αποτελεί καταλυτικό σημείο για την εξέλιξη των ιστοριών. Η Αθήνα, η Λέρος, η Βοστόνη, το Λονδίνο, μεταγγίζουν μέρος του ιστορικού και πολιτισμικού τους φορτίου στους χαρακτήρες των αφηγημάτων οι οποίοι εντάσσονται κατάλληλα στον τόπο της δραματοποίησης.

Δεδομένης της πολιτισμικής διαφορετικότητας των χαρακτήρων η συγγραφέας άπτεται της ευκαιρίας να κάνει αναφορές σε φυλετικά γνωρίσματα και χαρακτηριστικά.

 

«Μετά τη σκληρότητα των Γερμανών στον χώρο εργασίας και τους ψηλομύτες Ελβετούς για τους οποίους είχε μείνει αόρατη όσους μήνες έζησε εκεί, βρήκε ανακούφιση στη διακριτική ευγένεια των Δανών  –  που για αρκετούς ξένους μεταφράζεται απλώς σε αδιαφορία και ψυχρότητα  –  στην ηρεμία με την οποία χρησιμοποιούσαν τον δημόσιο χώρο, στην απουσία προστριβών κι αντιπαραθέσεων. Έχοντας μεγαλώσει σε μια πολυμελή, φασαριόζικη οικογένεια, χωρίς μυστικά και όρια, απολάμβανε την έλλειψη περιέργειας των Δανών, την πολύτιμη ιδιωτικότητα που για πρώτη φορά ανακάλυπτε στην ηλικία των τριάντα δυο ετών, το δικαίωμα να παραμείνει σιωπηλή και αμέτοχη όταν το είχε ανάγκη».

 

Η ωριμότητα της γραφής, το ευχάριστο ύφος, η ποικιλία των θεμάτων και ένας ρυθμός που δεν κάνει ποτέ «κοιλιά», καθιστούν το βιβλίο της Εύας Στάμου «Τα Κορίτσια που γελούν»  ένα πνευματικό πόνημα που διαβάζεται απνευστί από την αρχή έως το τέλος.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top