Fractal

Ο πικρός καρπός της ζωής

Γράφει ο Σταμάτης Πολενάκης //

 

Βίκυ Κατσαρού, «Τα κεράσια της Εύας», εκδόσεις Ιωλκός, 2018

 

«Και εφύτευσε Κύριος ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.

Και Κύριος ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ώραίον… και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου…»

Θέλησα να ξεκινήσω μ’ ένα μικρό απόσπασμα από τη Γένεση όσον αφορά το πρώτο έργο μιας νέας ποιήτριας, της Βίκυς Κατσαρού, η ποίηση της οποίας βλέπει μακριά, σε μια μυθική εποχή πριν το σκοτάδι και το φως, πριν τους φοβερούς κατακλυσμούς της Ιστορίας, που στρέφει το βλέμμα στις απαρχές του κόσμου, του κόσμου μας, που καταστρέφεται και ξαναγεννιέται αέναα. Μια ποιητική ενότητα στην οποία διαγράφεται ένας κύκλος ολόκληρος που ξεκινά με τη γέννηση και καταλήγει στον θάνατο. Σ` έναν θάνατο, όμως, που μοιάζει περισσότερο μ’ έναν ύπνο που τον ταράζουν τα όνειρα της ζωής, που ούτε καν αυτός δεν σηματοδοτεί κάποια οριστική παύση, αφού η αρχή διαδέχεται το τέλος και το μεγάλο ποτάμι του κόσμου κυλά αδιάκοπα. Μου έγινε η τιμή να μιλήσω για ένα βιβλίο που είναι ένας ψαλμός και μια έκπληξη κι ένα δώρο. Γι’ αυτά τα κεράσια της Εύας που δεν είναι τίποτε άλλο από τον ίδιο τον πικρό, τον πικρότατο καρπό της ζωής και ταυτόχρονα η χαρά και το θαύμα της ύπαρξης. Αυτά τα κεράσια που κληροδότησε ο Θεός στον άνθρωπο και, όπως λέει η ποιήτρια, σφίγγουν σαν κόκκινη λεπτή θηλιά τον λαιμό μας. Τι είναι λοιπόν αυτό το βιβλίο που μιλά, με παραμύθια και παραβολές, για τη δόξα και την πτώση του ανθρώπου αλλά και για την ελπίδα της μεταμόρφωσης; Νομίζω ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ποίηση ξεχωριστή από το ξεκίνημά της, μια ποίηση που της αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα, που επείγεται να μιλήσει για την τραγική ελευθερία του ανθρώπου και για τη σχέση του με τον Θεό, που διαισθάνεται την αγωνία και τη μοναξιά του ανθρώπου που, παγιδευμένος σ` αυτό τον θλιβερό κύκλο της γέννησης και του θανάτου, στρέφει το βλέμμα προς την αιωνιότητα και το φως των άστρων. Γνωρίζοντας ότι –τα πάντα γεννούν τα πάντα και το τίποτα– όπως πολύ ωραία μας λέει σ’ έναν άλλο στίχο η ποιήτρια, και ότι η ζωή, ολόκληρη η σύντομη ζωή μας, είναι ποτισμένη από το πένθος και την πίκρα της αιώνιας απώλειας του παραδείσου.

 

                                   Κι ο Θεός

                                  –αναίτιος και πλήρης του εαυτού Του–

                                  ζύμωσε με ύλη αστρική και έρωτα

                                  τον άνθρωπο·

                                  γιατί όσοι αληθινά αγαπιούνται,

                                  κοινωνούν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.

                                  Και είπεν ο Θεός

                                  Γενηθήτω άνθρωπος·

                                  κι εγένετο Εύα.

 

Αλλά έπειτα; Τι συνέβη έπειτα; Ο άνθρωπος εξέπεσε, εξορίστηκε για πάντα στην αφιλόξενη γη και άναψε στον κόσμο η μεγάλη φωτιά της δυστυχίας και από τότε ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στη γη η απληστία, το δουλεμπόριο και η αγχόνη, και άρχισε ο άνθρωπος να επιβάλλει στον άνθρωπο και στ’ άλλα πλάσματα μαρτύρια και δεινά αναρίθμητα και από τότε η γη ολόκληρη είναι μια φλεγόμενη βάτος. Γιατί όμως απώλεσε ο άνθρωπος τον παράδεισο; Εδώ είναι ένα κρίσιμο ερώτημα που παραμένει μετέωρο. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν γνωρίζουμε. Ούτε γιατί απωλέσθη ο παράδεισος για τον άνθρωπο, ούτε γιατί ο Θεός υποβάλλει τον Ιώβ σε τόσο φρικτά μαρτύρια, ούτε αν είναι ο Θεός της σωτηρίας, της καταστροφής ή και τα δυο ταυτόχρονα. Βαδίζουμε σε σκοτεινό, αχαρτογράφητο έδαφος και προφήτες δεν υπάρχουν για να μας δώσουν μια εικόνα του μέλλοντος. Υπάρχουν ωστόσο οι ποιητές. Υπάρχει επίσης μόνο μια βεβαιότητα και αυτή είναι ότι άνθρωπος σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, κινδυνεύει θανάσιμα. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε πάντοτε ότι –όπου υπάρχει κίνδυνος, εκεί και η σωτηρία– όπως έγραψε κάποτε ο μέγιστος Γερμανός ποιητής της τρέλας.

 

Βίκυ Κατσαρού

 

Ας μου επιτραπεί ν’ ανοίξω εδώ μια μικρή παρένθεση: Αν υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος είναι σκλάβος, λέει κάπου ο Μπακούνιν. Ωστόσο αυτή η υπέρτατη θεολογία της εξουσίας, που διαλύει και καταβασανίζει τον άνθρωπο, είναι δημιούργημα του ανθρώπου και μόνο, είναι η δραματική συνέπεια της πτώσης του, του εξακοντισμού του στο χάος και αντίθετη στη θέληση του Θεού. Ο Θεός δεν κατέχει από στόχους ή τέτοια, λέει και ο δικός μας ποιητής κάπου. Ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, δεν μπορεί να κάνει τους παραλυτικούς να βαδίσουν ούτε να δώσει το φως στα πλήθη των τυφλών, ο πηλός του δεν φτάνει για τόσα εκατομμύρια τυφλά μάτια. Ο άνθρωπος απώλεσε τον παράδεισο και από εκείνη ακριβώς τη στιγμή μεταβλήθηκε σε εμπόρευμα. Η ζωή η ίδια δεν αξίζει πια τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο που αδιανόητα εγκλήματα διαπράττονται σε πλανητική κλίμακα και ο άνθρωπος είναι ένα απλό γρανάζι στην απάνθρωπη, παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή που συνθλίβει τα πάντα στο διάβα της. Αυτή είναι η φοβερή, η ολέθρια σκλαβιά που πρέπει ν’ αποτινάξουμε.  Δένδρο μας εξόρισε από τον παράδεισο και δέντρον ευσκιόφυλλον θα μας επαναφέρει, γράφει κάπου ο Νίκος Εγγονόπουλος. Κλείνει η παρένθεση.

 

           Στέκομαι στην άκρη της Εδέμ.

                                          Τα μαλλιά μου

                                          –βαριές καμπάνες–

                                          καταβυθίζονται στο χάος

                                          να σημάνουν την Ανάσταση.

 

Ερχόμαστε από πολύ μακριά, εξόριστοι για πάντα από τον τόπο της Θείας καταγωγής μας. Τα ρούχα μας έγιναν κουρέλια και τα πόδια μας είναι γυμνά και πληγωμένα έπειτα από αιώνες και αιώνες περιπλάνησης. Ο ουρανός είναι κλειστός. Το κακό κυβερνά τον κόσμο και ο Θεός είναι βουβός και απρόσιτος. Μόνη παρηγοριά είναι η ελπίδα η άσβεστη της επιστροφής. Όχι πια σ’ έναν  παράδεισο που απωλέσθηκε αλλά σε μια γη καθαγιασμένη και εξευγενισμένη από τα ίδια μας τα δάκρυα. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Βίκυς Κατσαρού, ένα από τα ωραιότερα ποιήματα αυτού του βιβλίου, ονομάζεται «Κυλήστε, δάκρυά μου». Ας έχουμε στον νου μας και τα δάκρυα των παλιών εξόριστων που, διωγμένοι από τη γενέθλια γη, έκλαιγαν με λυγμούς και έπαιρναν μαζί τους, φεύγοντας, το κλειδί του σπιτιού τους. Η ποίηση είναι ίσως αυτό το ολόχρυσο κλειδί που δεν ανοίγει πια καμία πόρτα αλλά υπάρχει για να μας υπενθυμίζει τη Θεία καταγωγή μας μέχρι να σπάσει η αλυσίδα της καταπίεσης, της καταστροφής και της εκμετάλλευσης. Ακόμα και αν όλες μέχρι τώρα οι μεγάλες προσπάθειες για την ανθρώπινη χειραφέτηση κατέληξαν σε ιστορική τραγωδία, η αλυσίδα θα σπάσει κάποτε και τότε θα βαπτιστούμε ξανά, σαν βρέφη αθώα, στους μυθικούς κρυστάλλινους ποταμούς, στον Φισών, στον Γιο, στον Τίγρη και στον Ευφράτη, κάπου εκεί, στην ιερή γη της Μεσοποταμίας, πανάρχαιο λίκνο πολιτισμών, που σήμερα πνίγεται στο αίμα, σπαραγμένη από τον πόλεμο, τη βαρβαρότητα και τον όλεθρο.

 

 Τη δικαιοσύνη του ήλιου αντίκρισα και η άφθαρτη ζωή ανέτειλε

λέει η Βίκυ Κατσαρού με τη φωνή της Εύας, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που είναι ένα ποίημα αποχαιρετισμού και επιστροφής ταυτόχρονα.

 

Μια νέα ποιήτρια, που ψάχνει τον βηματισμό της, με το βλέμμα καθαρό και τα μάτια της να λάμπουν, προσέρχεται με ταπεινότητα σπάνια στην ποίηση, σ’ αυτή την τέχνη την τόσο δύσκολη και μάταιη αλλά και πολύτιμη και ανεκτίμητη όσο και η ίδια η ζωή.

Ας την καλωσορίσουμε.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top