Fractal

Το ταξίδι ξεκινάει πάντα από την πρόθεση

Γράφει η Ρούλα Βουράκη // *

 

Κώστας Αρκουδέας «Τα Κατά Αιγαίον πάθη», Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 304

 

Τι γίνονται τα όνειρα, τα πάθη, οι επιθυμίες, όταν χάνουν το δρόμο τους για τη ζωή; Δανείζονται, φαντάζομαι ζωή από τις λέξεις, γίνονται λόγος θέματος και παλμός από την καρδιά του. Λόγου τέχνη, τότε, αναδύονται στο τάλαντο του συγγραφέα, και στήνουν στέγαστρο ψυχής. αυτό που βρήκε καταφύγιο η έμπνευση του Κώστα Αρκουδέα στο μυθιστόρημά του «Τα κατά Αιγαίον πάθη».

Έντεχνη υποδοχή επιφυλάσσουν στον αναγνώστη, αφενός ο τίτλος λογοτεχνικού οίστρου που μοιάζει να έρχεται από άλλη εποχή και αφετέρου το προλογικό μοντέλο ευριπίδειου τύπου, που εξάπτει προοικονομώντας και μαγνητίζει γοητεύοντας αισθητικά.

Μια εμπειρία ανάγνωσης ως θησαύρισμα πολύτιμων αναγνωστικών στιγμών έχει ήδη αρχίσει να δρομολογείται.

Τον μίτο της ιστορίας ξετυλίγει σε φυσικό ρυθμό αναπνοής μια βαθμιαία αποκαλυπτική πορεία κεφαλαίων, που μεταφέρει συμμετοχικά τον αναγνώστη στο αφηγηματικό πλαίσιο ενός θερινού περίπλου στοχασμών και συγκινήσεων στο Αιγαίο.

Συντονιζόμαστε με το ρυθμό του κεντρικού ήρωα, Γιώργου Ρώμα, στις ταλαντώσεις του θαλασσινού νερού των Κυκλάδων. Μαζί του και στην ιδιότυπη εκδοχή του ελληνικού διαλογισμού που ο ίδιος παραδόθηκε, όταν αποφάσισε, αποτινάσσοντας πρώτα τη «σαβούρα των πόλεων», να γίνει έπειτα ένας «νομάς του Αιγαίου». Σαλπάροντας ο Γ. Ρώμας την αστική του λύτρωση από το Λιβυκό πέλαγος στο νοτιότερο σημείο της Μεσογείου, τη Γαύδο, θα φτάσει μέχρι την Πάτμο έχοντας προηγουμένως βιώσει τρικυμιώδεις εναλλαγές απλώνοντας τον χρόνο του στην Οία, το κρεμαστό χωριό στο νησί της Σαντορίνης. Εκεί, στο αιγαιοπελαγίτικο καζάνι της έμπνευσης που βράζει, γεννιούνται σαν υδρατμοί τα πάθη που μορφοποιούν τη γραφή του Κώστα Αρκουδέα.

Κι ενώ στο συντακτικό λόγο, το ψυχικό πάθος είναι αναγκαστικώς αιτιολογημένο, στη λογοτεχνία τα πάθη παραμένουν αινιγματικά και αδιέξοδα, ίσως γι’ αυτό ελκυστικά… Αυτά δε που ταξιδεύει η πένα του Κ. Αρκουδέα στο Αιγαίο βυθομετρούν το άδηλο και σκοτεινό μιας ολόκληρης εποχής που προοιωνίζει τον εαυτό της ανάμεσα σε αυτό που φεύγει εκπληρωμένο (;) και σε εκείνο που σκάει σαν κύμα στην ακτή της νέας χιλιετίας.

Μια σύνθεση ευφάνταστη προκύπτει σ΄ ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που σαν θέατρο σκιών κινεί τις φιγούρες ψυχών ευρυμαθών στο ζωντανό τους διάλογο με τη συγγραφική πένα.

Από το περιθωριακό στο αντιφατικό έως και ψυχεδελικά αλλόκοτο οι ανδρικοί χαρακτήρες, ο Μπαλής, ο Ασπρογέννης, ο Φραγκίσκος, με άρωμα Αφρικής και μακρινής Ινδίας συναντούν τους τέσσερις  γυναικείους τύπους της ιστορίας. Η Ρέα, η Κάτια, η Μαρίλια, η Αντριάνα συνθέτουν το παζλ της φύσης του θηλυκού και σημειολογικά τη θηλυκή φύση του συγγραφικού οίστρου που γεννά τόσες αποχρώσεις γυναικείου ψυχισμού: από την ποιητική ευαισθησία της Μαρίλιας, στο πάθος της Κάτιας, την αισθαντικότητα και το στοχασμό της Αντριάνας έως τις τραγικές κορυφώσεις της Ρέας.
Σημείο αναφοράς όλων αυτών ο κεντρικός ήρωας, Γιώργος Ρώμας, ένας ήρωας σε αντικομφορμιστικό πορτρέτο ανάμεσα στον ανιμισμό και τον σκεπτικισμό, που ανοίγεται σ’ ένα λυτρωτικό ταξίδι αυτοαναζήτησης με άξονα την αλήθεια και ηχώ το «βουητό του μακρινού καταρράκτη». αυτό που ευφάνταστα στη σκηνοθεσία του μυθιστορήματος θυμίζει ο βασικός δευτεραγωνιστής «Μπαλής», ένας αυθεντικού τύπου ισορροπιστής στο μετέωρο βήμα του οργισμένου εφήβου και του θυμόσοφου γέροντα. Εκρηκτικά αντιφατικό το μοντέλο της κατασκευής του σε απόλυτη αρμονία με το ηφαιστειογενές υπέδαφος της Σαντορίνης και με την αμπελουργία που άμεσα συνδέεται. Ο τόπος κατοικίας του δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από μια κάναβα, όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται το αποστακτήριο κρασιού.  Μια καλοδουλεμένη φύση ανέστιου επαναστάτη που προοικονομεί σε όλη τη μυθοπλαστική πορεία τη ρομαντική του απόληξη.

Στο λόγο του Μπαλή, το μυθιστόρημα γίνεται ένα ηθοσοφικό δοκίμιο που ακτινογραφεί σχολαστικά, με προφητική στα σημεία διάσταση, βαθαίνει ψυχογραφικά και ανατείνει αισθαντικά.

Έτσι το μυθιστόρημα, ενώ ξεκινά ως ρομαντικό ταξίδι των αισθήσεων, σύντομα προκύπτει μια συναρπαστική περιπέτεια του νου και της ψυχής που πυροδοτεί τη σκέψη, εξάπτει τη φαντασία και διεγείρει μέχρι και το αστυνομικό δαιμόνιο.

 

Κώστας Αρκουδέας

 

Στην εξελικτική πορεία της αφηγηματικής πλοκής αποκαλύπτεται μια ηθογραφική μυθοπλασία με στοιχεία ανθρωπολογικής μελέτης σε ρεαλιστικές προσεγγίσεις και κοινωνιολογικού έως και φιλοσοφικού τύπου αναζητήσεις γύρω από τη ζωή, την τέχνη, την εξέλιξη, την ηθική, τις σχέσεις και ασφαλώς τον έρωτα, που εναλλασσόμενος στα πρόσωπα ρέει υποδόρια σαν εκ φύσεως ψυχοτρόπος ουσία, ελκύοντας τις αισθήσεις και το ενδιαφέρον.

Σε αρμονική ισορροπία με τα παραπάνω μια πνοή ρομαντισμού διαχέει αισθαντικά τα σημεία της ιστορίας με κορυφώσεις του απόλυτου στο δίπολο: έρωτας – θάνατος, ηδονή – οδύνη.

Στις παρυφές της μυθοπλασίας ευφάνταστες επιλογές καθοδηγούν κεντρομόλα την ανάγνωση σε συναντήσεις με τους «Ανθρώπους–Πάνθηρες» της Αφρικής και τους «Ινδούς του Αιγαίου», ενσαρκώνοντας συνδυαστικά την πιο ζωηρή διαλεκτική ανάμεσα στις αλήθειες της ζωής: Ένστικτο – λογική – ευαισθησία.

Ιδιαίτερα δυνατές  οι στιγμές της αφήγησης όπου το ατομικό, με έμμεσες συνυποδηλώσεις, ανάγεται στο συλλογικό αφυπνίζοντας τον προβληματισμό.

Προσωπικά αισθήματα όπως η αγωνία και η εγκατάλειψη του κεντρικού ήρωα, η θλίψη και η μοναξιά της Κάτιας–κλόουν βρίσκουν το συλλογικό τους είδωλο στο υπαρξιακό άγχος μιας ολόκληρης γενιάς, που αυτοπροσδιορίζεται μέσα από το προαιώνιο φιλοσοφικό ερώτημα της Αλήθειας που αναζητά.

Με το ερώτημα αυτό δεν σηματοδοτείται μόνο το πέρασμα στη νέα χιλιετία που πλαισιώνει την αφήγηση. Το ίδιο ερώτημα κυοφορείται στο μεταίχμιο κάθε μεγάλης αλλαγής και νοηματοδοτεί συνάμα την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αυτό γιατί η πραγμάτωσή της έχει κάτι από το δαιμόνιο που εξιχνιάζει το έγκλημα, αυτό που εύστοχα αισθητοποιεί η ομώνυμη επιλογή της αφήγησης, όταν κορυφώνει τη δράση της πλοκής με στόχο την αλήθεια. Η αλήθεια, φανερή ή λανθάνουσα, υπαρκτή ή μη σε αυτό που έχουμε ή νομίζουμε πως έχουμε ανάγκη, πανταχού παρούσα στα μικρά και στα σπουδαία της μυθοπλασίας, στον πυρήνα της εσωτερικής, διαπροσωπικής και οικουμενικής αναζήτησης των ηρώων, στο δραματικό χρόνο και στο διηνεκές, όταν η γραφή περνά από το πλέγμα του συμβατικού στη σφαίρα της αιωνιότητας.

Ένα από τα έξυπνα αφηγηματικά τεχνάσματα σε σχέση με την εν λόγω αλήθεια είναι η συγκάλυψή της σε όρους – σύμβολα – κλειδιά. Με την επιλογή αυτή η ουσία της έννοιας συνέχει και διαπερνά υπαινικτικά την πλοκή παρασύροντας σημειολογικά τη σκέψη γύρω από τις νεκρές κουκουβάγιες, το ενεργό ηφαίστειο του Κολούμπο, την ελαφρόπετρα με τον ιστό της αράχνης και το γυμνό κολύμπι.

Στην αισθητική αποτίμηση ξεχωρίζουν η αρχιτεκτονική της ηθογράφισης όχι μόνο προσώπων αλλά ολόκληρου λαού, πολιτισμού και κοινωνίας και παράλληλα το ιδιαίτερο πλάσιμο παρομοιώσεων στη σύσταση των οποίων διακρίνει κανείς κάτι μαγικό. Από το καπέλο μιας εικόνας φυτρώνει μαγικά μια άλλη που παραβάλλεται λογοτεχνικά με την πρώτη μαγνητίζοντας το ενδιαφέρον. Ανάμεσά τους εντυπωσιάζουν οι ζωόμορφες απεικονίσεις του φυσικού τοπίου, όπως ο βράχος που διατρέχει σαν πέτρινη σαύρα την ακτή στο ηφαίστειο του Κολούμπο. Εξίσου ευρηματικές οι ανθρωπόμορφες αποτυπώσεις του φυσικού τοπίου που ελκύουν με τους ψυχικούς συνειρμούς που ανασύρουν:

«Δες το κορμί της. Να, εκεί, στο βράχο. Το βλέπεις; Λες και το ’χουν οργώσει. Να σου πω τι μου θυμίζει; Το δικό μας κορμί, το εσωτερικό μας. Κάπως έτσι πρέπει να ’ναι. Σκαμμένο, γεμάτο ρωγμές».

Στη μαστοριά που χτίζει με ταλέντο τα ήθη από την άλλη συναντά κανείς όλες τις μορφές ηθογράφησης: Τη συγχρονική της Κάτιας κατά τη διάρκεια της οκταήμερης ερωτικής σχέσης που σύναψε με τον κεντρικό ήρωα συμβάλλοντας στο αριστοτεχνικό ξεδίπλωμα του χαρακτήρα της, ακόμη και στο πλαίσιο της ερωτικής πράξης, την κυμαινόμενη αφενός και βαθμιαία αποκαλυπτική ηθογράφιση πολλαπλής εστίασης του Μπαλή μέσα από τους γυναικείους χαρακτήρες της μυθοπλασίας και αφετέρου την τελεολογική του ίδιου που εδράζεται στο αριστοτελικό μοντέλο της γένεσης–φθοράς, τέλος δε τη στιγμιαία εικονογραφική του Φραγκίσκου.

Ξεχωρίζει μεταξύ άλλων μια παλίνδρομη πορεία κατασκευής του ήθους που ταξιδεύει γοητευτικά το ενδιαφέρον από τις εξωτερικές εκφάνσεις πίσω στην εσωτερική εκβολή κάθε εκδήλωσης. Παράλληλα και εξίσου ελκυστικά διακρίνεται μια βουδικού τύπου καταστροφικότητα στην τεχνική της προσωπογραφίας που κερδίζει με την αλήθεια της. Τσαλακώνει τον ήρωα όχι μόνο για τη ρεαλιστική του ανάδειξη, αλλά φροντίζοντας για τον αναγεννητικό επαναπροσδιορισμό των σημείων που τον συγκροτούν.
Τις ψυχικές σκιαγραφήσεις των πορτρέτων που ηθογραφούνται υπηρετούν μεταξύ άλλων και σκηνοθετικά ευρήματα συγγενή εκλεκτικά προς τον μπεργκμανικό κινηματογράφο, όπως το κεφάλαιο με τις σκηνές του ζευγαριού στην Πάτμο. Είναι εδώ όπου το φυσικό τοπίο σε ευγενή άμιλλα με τα τοπία της ψυχής βρίσκει θα ’λεγε κανείς το καλλιτεχνικό του αντίστοιχο στον Σουηδό δημιουργό της Camera – Stylo που επέλεγε να κλείνει τους ήρωες του σε περιορισμένο χώρο, κατά προτίμηση ερημικό νησί –  τεχνική του Kammerspiele, για να τους παρατηρεί καλύτερα ψυχικά. Σε γενικές γραμμές πάντως οι διακυμάνσεις του ψυχισμού των ηρώων αποτυπώνονται ευέλικτα με φυσική κλιμάκωση μέσα από τον  διερευνητικό διαπροσωπικό διάλογο, την παραστατική εικονοποίηση που φτάνει μέχρι και την παραισθησιακή τηλεπάθεια στην περίπτωση για παράδειγμα της ανησυχίας για την εξαφάνιση του Μπαλή.

Στο αφηγηματικό επίπεδο, η φωνή που αναλαμβάνει την ευθύνη της αφηγηματικής πράξης και συμμετέχει σε αυτήν δραματοποιημένα κινείται ευέλικτα από τον ομοδιηγητικό αφηγητή, που εναλλάσσει όχι μόνο την εστίαση αλλά και τον ευθύ σε ελεύθερο πλάγιο λόγο και το πρώτο πρόσωπο της αυτοπαρατήρησης, της κριτικής, της νοσταλγίας στο τρίτο της εξωτερικής θέασης.

Υφολογικά, τα περιγραφικά μέρη της δυνατής εικονοπλασίας συναγωνίζονται τα διαλογικά στα σημεία που η ζωηρή στιχομυθία με τα διλημματικά  ευφυολογήματα εκτινάσσεται στη διευρυμένη μορφή των διαλογικών μερών, που έλκει την καταγωγή της από το πλατωνικό μοντέλο κι εδώ πριμοδοτείται από τον αφηγητή δίνοντας λόγο στους ήρωές του.

Από των ιδεών τη διαμάχη έως τη διαπάλη των αισθήσεων και τη δίνη των συναισθημάτων Τα Κατά Αιγαίον Πάθη είναι πάντα εδώ να ανοίγουν το δρόμο για την περιδιάβαση του πνεύματος, να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την αισθητική συγκίνηση που γεννά στο δέκτη η ορμή της έμπνευσης του δημιουργού και μαζί η τέχνη των μορφών, των σχημάτων, των τεχνικών και της σύνθεσής τους.

Κι αν το εναλλακτικό μοντέλο της κανονιστικής ζωής που προτείνει εδώ ο Γιώργος Ρώμας μπορεί να συγκινήσει καθέναν από εμάς στη διάρκεια της ανάγνωσης ή πολύ περισσότερο να τον συναρπάσει, τότε η πρόταση του κεντρικού ήρωα μένει πάντα ανοιχτή σε κάθε παλιό και νέο αναγνώστη, σε κάθε εποχή, μεταιχμιακή ή μη. Παίρνει ζωή στη σκέψη του για να του θυμίζει στις στιγμές των μεγάλων ανατροπών εκείνο τον περίφημο τρελό στην ποίησή του Τ. Λειβαδίτη που ζωγράφισε μια πόρτα στον τοίχο κι έφυγε…

Το ταξίδι ξεκινάει πάντα από την πρόθεση.

 

 

* Η Ρούλα Βουράκη είναι Φιλόλογος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top