Fractal

Διήγημα Fractal: “Τα εισιτήριά σας, κυρίες, κύριοι!”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

“Your fare, ladies and gentlemen!”

 

Από την ώρα που τον είδα στην αποβάθρα συλλογιόμουν πολλά και διάφορα, ακουμπισμένη μόνη στο περβάζι του παραθύρου. Το τρένο έφευγε ολοταχώς σφυρίζοντας, άφηνε πίσω του κοιμισμένες ή θορυβώδεις πολιτείες, κουβαλώντας αινιγματικούς, μυστηριώδεις κυρίους, απλούς επιβάτες, ξωμάχους, βιοπαλαιστές, πρόσφυγες, μαραγκιασμένους αναγκαστικούς μετανάστες, που τρέχουν πίσω από το κάλεσμα μιας καλύτερης μοίρας για τα παιδιά τους. Με όλους μοιραζόμουν τη μέρα και τη νύχτα μου, αναπολώντας όλα τα περασμένα και κάνοντας όνειρα κρυφά για τα μελλούμενα. Αν επρόκειτο να υπάρξει μέλλον για μένα.

Μοιραζόμουν τη μοναξιά μου με το πλήθος των ανώνυμων μοναχικών ανθρώπων, ψάχνοντας στα ερείπια του χαλασμένου χρόνου να βρω ένα κάτι παρηγορητικό, ένα πρόσωπο φιλικό, το ενδεχόμενο ο μυστηριώδης συνταξιδιώτης που ακουμπάει πιο κει στο περβάζι του ίδιου παραθύρου, πλάι μου να ψάχνει τα ίδια χνάρια μέσα στο δυσθεώρητο κενό της μοναξιάς του…

Γιατί να ταξιδεύει μόνος; Και τι είναι κείνο που έχει πάνω του και με υποχρεώνει να τον αναζητώ από τη στιγμή που τον έχασα από τα μάτια μου;

Τώρα που έχουν όλα εκποιηθεί, κινητά και ακίνητα, ελπίδες, όνειρα και προσδοκίες, αισθήματα και προοπτικές, παρελθόν, παρόν και μέλλον, ποια σχέση μπορεί να έχει ο μοναχικός συνταξιδιώτης με τα προσωπικά μου;

Αισθάνθηκα την ανάγκη κάποια στιγμή να γυρίσω με κλειστά μάτια και να φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου:

      Καλοί μου άνθρωποι,

      βρέχει μέσα μου και χιονίζει πικρή ερημιά.

      Δεν μ’ ακούτε που κλαίω;

      Κλαίω μέσα μου.

      Δεν είναι κανείς εδώ;

Τέτοιες σκέψεις ροκάνιζαν τον ατελέσφορο χρόνο της σιωπής και της πλήξης. Βρισκόμουν ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, μετέωρη και πάσχιζα να διακρίνω το μη χείρον.

Χωρίς να το καταλαβαίνω, όσα χρόνια ζούσα τη συμβατική ζωή, η μοναξιά με     κάλυπτε, κυριαρχούσε πάνω μου ως αργός, αλλά βέβαιος θάνατος των αισθημάτων. Τώρα η μοναξιά έχει πρόσωπο, έχει και περιεχόμενο, είμαι εγώ η ίδια κινούμενη μοναξιά, μια ρευστή, τραγική μεγαλοπρέπεια. Κουβαλάω τη μοναξιά των βράχων του Αρχιπελάγους.

Ένας μονόδρομος είναι η ζωή. Το νερό κυλάει, ρέει διαρκώς, ο χρόνος κυλάει. Καμιά στιγμή δε μοιάζει με την άλλη, αλλά και τίποτα δεν είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. «Κι όμως! Αυτός εκεί ο άντρας με τα χοντρά γυαλιά, μπορεί να έχει κάποια σχέση μαζί μου, με το παρελθόν μου», σκέφτηκα. Και τότε ένιωσα μια γλυκιά αγωνία να περιτρέχει το κορμί μου και μια ακατανίκητη έλξη, περιέργεια μάλλον, να με σπρώχνει προς το μέρος του.

Μου ήρθε να χαμογελάσω κι ας μην ήμουν σίγουρη για τίποτα. Χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήθελα. Χαμογελούσα στο ίδιο μου το πρόσωπο που διαγραφόταν αχνά κάπου βαθιά στο χάος του υγρού τζαμιού. Έβλεπα το πολυδιάστατο ευρωπαϊκό τοπίο που ξετυλιγόταν βιαστικά, κυνηγημένο λες, ασθμαίνον από σταθμό σε σταθμό. Και τον άγνωστο συνταξιδιώτη που μάλλον ετοιμαζόταν να καθίσει και μου έδινε την εντύπωση πως θα με περίμενε για το πρωινό μας…

Το παρελθόν μου ήταν εκεί. Δεν είναι δυνατό ν’ απαλλαγεί κανείς από αυτό. Έβρεχε μέσα μου μια τρυφερή χαρά και μια τύψη σαν μεταμέλεια, σαν ένα τρυφερό νησιώτικο καλοκαίρι. Όπως γλυκιά, εξακολουθητική απαντοχή ή όπως επίμονη αναμονή στο ακουστικό.

Άκουγα τη φωνή του μέσα μου, τα βήματά του να πλησιάζουν. Ένιωθα την ανάσα του να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ά, πόσο το ήθελα! Ανάσαινα με τη σκέψη του, τον είχα ταυτίσει, αδιάφορο αν δεν ήταν ο άνθρωπος που υποψιαζόμουν. Αναγάλλιαζα κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε πάνω μου ερευνητικά. Αναπολούσα τα περασμένα, τα ιστορημένα και όλα τ’ ανιστόρητα κι ένιωθα την ακατάσχετη επιθυμία να τον δω, έξω από τον κύκλο της μοναξιάς και της φθοράς των αισθημάτων, σε κάθε στρίψιμο του τρένου. Σε κάθε καμπή του δρόμου που συναντιόνταν τα βλέμματά μας κι ένα τοπίο με νέο πρόσωπο έδινε άλλη διάσταση στο χρόνο των ανείπωτων πραγμάτων.

Your fare, ladies and gentlemen!”

Η φωνή του ελεγκτή σε κάποια σύνορα μ’ έβγαλε από τη δυσκολία της στιγμής.

Κι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεων. Πότε με τη σειρά που έλαβαν χώρα τα γεγονότα, πότε ανάκατα. Η μνήμη κάνει τις δικές της ταξινομήσεις και επιλογές. Η φωνή του ραγισμένη, δακρυρροούσα, τρέμουσα ζητούσε έλεος, εκλιπαρούσε συμπόνια, καθώς κι οι δυο συμπορευόμασταν προς ένα αύριο αινιγματικό. Ένιωσα λύπη. Αυθόρμητα, καθώς με πλησίαζε δειλά. άπλωσα το αριστερό μου χέρι, το ακούμπησα στο δικό του και χάιδεψα τρυφερά, ανθρώπινα την ανάστροφη της παλάμης του.

Εκεί, στο σημείο αυτό της κουβέντας μας αναβόσβησαν τα φώτα, ένδειξη πως πλησιάζαμε να βγούμε από τη σήραγγα. Σωπάσαμε απότομα. Σ’ όλο το βαγόνι επικράτησε απόλυτη σιγή, όπως όταν γίνεται εικονική αναπαράσταση της «εις Άδου καθόδου» του Ιησού, μετά το πέρας των εγκωμίων κάθε Μεγάλη Παρασκευή στους χριστιανικούς ναούς. Τίποτα δε σάλευε ούτε ήχος ούτε φωνή, θαρρείς κι η σήραγγα είχε καταπιεί κάθε ζώσα ψυχή, καθώς η αμαξοστοιχία σφύριζε απεγνωσμένα να διώξει το σκοτάδι, να βγει από τη σήραγγα στο φως, στη μέρα των επιβατών, στο αιώνιο μέλλον του κόσμου. Όλα τα πρόσωπα, με την απαλή κίνηση των σωμάτων, έδιναν την εντύπωση αποξηραμένων φύλλων που αιωρούνται στην αβεβαιότητα της μνήμης, στη ρευστότητα των γεγονότων. Σε μια κατάσταση που αύξαινε τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς, τους εφιάλτες και τα όνειρα, τον προορισμό του ταξιδιού καθενός από τους επιβάτες.

Βυθισμένος στο δικό του χρόνο ο καθένας ένιωθε την αγωνία των γύρω του που ατονούσε ρυθμικά, καθώς το αμυδρό φως χάραζε στα πρόσωπα χαρακτηριστικά παλιών αγαπημένων, γνώριμων, φίλων ή ακαθόριστα που αστραπιαία σε κάθε στροφή βούλιαζαν στη μουντή, απόκοσμη, ανελέητη σιγή. Χώνευαν μέσα σε καθισμένα, ακίνητα σώματα ώσπου το απόλυτο σκοτάδι που επικράτησε μετά το σβήσιμο των φώτων κατάπιε όλους, λίγο προτού η σήραγγα μας ξεβράσει στην άλλη άκρη,  στο ανυπόμονο φως. Και τότε κάθε ψυχή βρήκε τον εαυτό της. Σφίχτηκε στην καρδιά της. Αποξεχάστηκε στην ερημιά του σύμπαντος πόνου να μοιραστεί με τον πλησίον τη μοναξιά, μένοντας στη σήραγγα της μυθιστορηματικής πλάνης ή της γνώσης, αδιάφορο. Για να μην τελειώσει ποτέ το ταξίδι του ονείρου προς το γαλάζιο συναπάντημα στην άλλη άκρη του σύμπαντος όρθρου(…)

 

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα: Γυναίκες σε υαλοπωλείο, Α έκδοση Φυτράκης, Αθήνα 2002, Β’ έκδοση: GEMA Αθήνα 2011)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top