Fractal

“Tα δώρα των μάγων” – Ένα διήγημα του Ο. Χένρι

Μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

μεταφρ

 

 

Ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς. Αυτά ήταν όλα. Και τα εξήντα σεντς, σε πένες κι αυτά. Πένες μαζεμένες με το ζόρι, από βερεσέδια στον μπακάλη, στο μανάβη και στον χασάπη και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που οι έμποροι έδειχναν σχεδόν απροκάλυπτα τη δυσαρέσκειά τους. Η Ντέλλα τα μέτρησε τρεις φορές. Ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς. Και αύριο ξημέρωνε Χριστούγεννα.

Προφανώς δεν είχε άλλη λύση απ’το να κουρνιάσει στον μικρό, φθαρμένο καναπέ και να ξεσπάσει σε λυγμούς, όπως κι έκανε. Κι έτσι, διαπιστώνουμε με πικρία ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από λυγμούς, αναστεναγμούς και χαμόγελα, με τους αναστεναγμούς να κυριαρχούν.

Κι ενόσω η οικοδέσποινα περνάει σιγά – σιγά απ’ το πρώτο στάδιο στο δεύτερο, ας ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι. Ένα επιπλωμένο διαμέρισμα οχτώ δολαρίων την εβδομάδα. Όχι πως ήταν κι εντελώς για πέταμα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν και κανένα παλάτι.

Κάτω στην είσοδο υπήρχε ένα γραμματοκιβώτιο όπου κανένα γράμμα δεν ερχόταν κι ένα ηλεκτρικό κουδούνι που χέρι ανθρώπου δεν έμπαινε στον κόπο να χτυπήσει. Κι ακόμα, όπως ήταν φυσικό, υπήρχε μια πινακίδα με τ’ όνομα «Κος Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ».

Το όνομα «Ντίλλινγκαμ», που δέσποζε υπερήφανο τις καλές μέρες, τότε που ο ιδιοκτήτης του έβγαζε τριάντα δολλάρια την εβδομάδα, τώρα που το εισόδημα μειώθηκε στα είκοσι δολλάρια, έδειχνε θαμπό, λες και σκεφτόταν σοβαρά να συρρικνωθεί σ’ ένα ασήμαντο και ντροπαλό «Ντ». Αλλά όποτε ο Κος Τζαίημς Ντίλλνγκαμ Γιανγκ γύριζε κι έμπαινε στο διαμέρισμα, η κυρία Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ, που έχουμε ήδη γνωρίσει ως Ντέλλα, τον φώναζε «Τζιμ» και τον αγκάλιαζε με μεγάλη τρυφερότητα. Πράγμα το οποίο είναι ιδιαίτερα θετικό.

Η Ντέλλα έκλαψε όσο τραβούσε η ψυχή της κι ύστερα σκούπισε τα μάγουλά της με το μαντηλάκι της πούδρας. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταζε κατσουφιασμένη μια γκρίζα γάτα που περπατούσε πάνω στον γκρίζο φράχτη μιας γκρίζας αυλής. Αύριο ξημέρωνε Χριστούγεννα κι είχε μόνο ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς για ν’αγοράσει ένα δώρο στον Τζιμ.

Μάζευε την κάθε δεκάρα εδώ και μήνες, και να το αποτέλεσμα. Είκοσι δολλάρια την εβδομάδα δεν είναι αρκετά. Τα έξοδα ήταν μεγαλύτερα απ’ όσο υπολόγιζε. Έτσι δε γίνεται πάντα; Μόνο ένα δολλάριο και ογδονταεφτά σεντς για ν’αγοράσει ένα δώρο στον Τζιμ. Τον Τζιμ της. Ώρες ολόκληρες σκεφτόταν τί θα μπορούσε να του αγοράσει. Κάτι φίνο και σπάνιο – και από στερλίνα, κάτι που ν’ αξίζει έστω κι ελάχιστα την τιμή ν’ανήκει στον Τζιμ.

Υπήρχε ένας ολόσωμος καθρέφτης ανάμεσα στα παράθυρα του δωματίου. Δε θά ‘ταν απίθανο να δείτε ολόσωμο καθρέφτη σε διαμερίσματα των οχτώ δολαρίων. Ένας πολύ λεπτός κι ευκίνητος άνθρωπος, κοιτάζοντας διαδοχικά και χωρίς αργοπορία τις δυο πλευρές του εαυτού του, θα μπορούσε να πάρει πάνω κάτω μια ιδέα για την εμφάνισή του. Η Ντέλλα, έτσι ντελικάτη που ήταν,είχε από καιρό βρει το κόλπο.

Ξαφνικά, λοιπόν, τραβήχτηκε απ’ το παράθυρο και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. Τα μάτια της άστραψαν αλλά, μέσα σε δευτερόλεπτα, το πρόσωπό της έχασε το χρώμα του. Έλυσε βιαστικά τα μαλλιά της και τ’ άφησε να πέσουν ελεύθερα στην πλάτη της.

Που λέτε, η Ντέλλα και ο Τζαίημς Ντίλλινγκαμ Γιανγκ για δύο πράγματα θα μπορούσαν να είναι υπερήφανοι. Το ένα ήταν το χρυσό ρολόι του Τζιμ, κληρονομιά απ’ τον πατέρα και τον παππού του. Το άλλο ήταν τα μαλλιά της Ντέλλα. Αν η βασίλισσα του Σαββά έμενε σ’ ένα διαμέρισμα απ’την άλλη μεριά του ακάλυπτου, θά ήταν αρκετό να βγάλει η Ντέλλα τα μαλλιά της έξω να στεγνώσουν για να κάνει όλα τα τζοβαίρια και τα χρυσαφικά της Μεγαλειοτάτης να φαντάζουν τιποτένια. Αν ο βασιλιάς Σολομών ήταν ο θυρωρός του κτηρίου, μ’ όλους του τους θησαυρούς μαζεμένους στο υπόγειο κι ο Τζιμ ήθελε να τον κάνει να σκάει απ’το κακό του κάθε φορά που εκείνος περνούσε από μπροστά του, το μόνο που θά ‘χε να κάνει ήταν να βγάλει το ρολόι από την τσέπη του.

Κι έτσι τώρα τα όμορφα μαλλιά της Ντέλλα έπεφταν στους ώμους της κυματιστά και λαμπερά, σαν καστανόχρωμος χείμαρρος. Της έφταναν μέχρι κατω από τα γόνατα και τη σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρη. Αμέσως τα ξανάδεσε, νευρικά και με φούρια. Κλονίστηκε για μια στιγμή και στάθηκε να το καλοσκεφτεί, κι ένα της δάκρυ κύλησε κι έπεσε στο τριμμένο κόκκινο χαλί.

Και να που ρίχνει επάνω της την παλιά καφετιά ζακέτα της και βάζει και το παλιό καφετί καπέλο της. Με μια ξαφνική μεταβολή που έκανε τη φούστα της ν’ ανεμίσει και με τα μάτια της να πετούν και πάλι σπίθες, βγήκε απ’το διαμέρισμα στο δρόμο.

Εκεί που στάθηκε, μια πινακίδα έγραφε:

«Κα Σοφρονί. Άπαντα τα Είδη του Κομμωτηρίου».

Η Ντέλλα ανέβηκε τη σκάλα με τη μία και μετά στάθηκε για λίγο να συνέρθει απ’ το λαχάνιασμα. Η κομμώτρια, χοντρή, ασπρουλιάρα και παγερή, δεν είχε την παραμικρή φινέτσα που υπονοούσε τ’όνομά της.

«Σας ενδιαφέρει ν’αγοράσετε τα μαλλιά μου;» ρώτησε η Ντέλλα.

«Πώς, βέβαια», απάντησε η κυρία. «Βγάλε το καπέλο σου για να τους ρίξω μια ματιά».

Ο καστανόχρωμος χείμαρρος ξεχύθηκε κυματιστός.

«Είκοσι δολλάρια», είπε η κυρία ζυγίζοντας το πλήθος των μαλλιών με το έμπειρο χέρι της.

«Φέρτα γρήγορα!» είπε η Ντέλλα.

Και για τις επόμενες δύο ώρες έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Μην πάρετε, όμως, αυτή τη μεταφορά τοις μετρητοίς: η Ντέλλα ήταν πανευτυχής μόνο και μόνο επειδή γύριζε τα μαγαζιά για να βρει ένα δώρο για τον Τζιμ.

Τελικά το βρήκε. Σίγουρα ήταν φτιαγμένο μόνο για τον Τζιμ και για κανέναν άλλον. Δεν υπήρχε δεύτερο στα μαγαζιά – και τά ‘χε γυρίσει όλα. Ήταν μια αλυσίδα από απομίμηση πλατίνας, απλή και λιτή στο σχέδιο, που η αξία της φαινόταν καθαρά μόνο και μόνο απ’το υλικό της κι όχι από τίποτα φανταχτερά μπιχλιμπίδια – όπως, άλλωστε, όλα τα καλά πράγματα. Και πολύ περισσότερο, ήταν ό, τι έπρεπε για ΤΟ ΡΟΛΟΪ. Μόλις την είδε, η Ντέλλα ήξερε πως ο Τζιμ έπρεπε οπωσδήποτε να την αποκτήσει. Του ταίριαζε τόσο πολύ γιατί κι εκείνος ήταν άνθρωπος σοβαρός και μετρημένος. Την πλήρωσε, λοιπόν, εικοσιένα δολλάρια και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι με ογδονταεφτά σεντς. Με μια τέτοια αλυσίδα στο ρολόι του, ο Τζιμ θα μπορούσε να κοιτάζει την ώρα όπου κι αν βρισκόταν. Γιατί, αν και το ρολόι του ήταν μεγαλοπρεπέστατο, καμιά φορά αναγκαζόταν να το κοιτάζει στα κρυφά για να μη φανεί το παλιό δερμάτινο λουράκι που του είχε βάλει αντί για αλυσίδα.

Όταν η Ντέλλα έφτασε στο σπίτι,η μέθη της χαράς της έδωσε για λίγο τη θέση της στη σύνεση και τη λογική. Πήρε το σίδερο για τις μπούκλες, άναψε το γκάζι και βάλθηκε να διορθώσει τις ζημιές που είχαν προξενηθεί από τη γενναιοδωρία και την αγάπη της. Μεγάλη υπόθεση αυτό,αγαπητοί μου φίλοι, πολύ μεγάλη υπόθεση!

Μέσα σε σαράντα λεπτά το κεφάλι της είχε καλυφθεί από λεπτές, κοντές μπούκλες που την έκαναν να μοιάζει καταπληκτικά με άτακτο σχολιαρόπαιδο. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη γι’ αρκετή ώρα με προσοχή και αποδοκιμασία.

«Αν ο Τζιμ δε με σκοτώσει μόλις συνειδητοποιήσει τί έκανα», μονολόγησε, «θα μου πει σίγουρα πως μοιάζω με νεοσύλλεκτο! Αλλά τί νά ‘κανα – ω, τί άλλο νά ‘κανα, με το ένα δολλάριο και τα ογδονταεφτά σεντς που μου είχαν απομείνει;»

Στις εφτά έφτιαξε καφέ κι έβαλε το τηγάνι πίσω απ’το φούρνο, ζεστό κι έτοιμο για να μαγειρέψει μπριζολάκια.

Ο Τζιμ δεν αργούσε ποτέ. Η Ντέλλα δίπλωσε την ψευτοπλατινένια αλυσίδα στην παλάμη της κι έκατσε στη γωνιά του τραπεζιού, δίπλα στην πόρτα της εισόδου. Σε λίγο ακούστηκαν τα βήματά του στο πρώτο γύρισμα της σκάλας και για μια στιγμή η Ντέλλα έχασε το χρώμα της. Έλεγε συχνά από μέσα της προσευχούλες για τα απλά καθημερινά πράγματα, κι έτσι τώρα ψιθύρισε:

«Σε παρακαλώ,Θεέ μου,κάνε τον να νομίσει πως είμαι ακόμα όμορφη!»

Η πόρτα άνοιξε και ο Τζιμ μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του. Έδειχνε αδυνατούλης και μελαγχολικός. Ο καημενούλης, μόλις εικοσιδύο χρονών και νά ‘χει την ευθύνη μιας οικογένειας! Χρειαζόταν καινούριο πανωφόρι και δεν είχε ούτε γάντια.

Μόλις μπήκε στο σπίτι, ο Τζιμ έμεινε κόκκαλο. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Ντέλλα με μιαν έκφραση αδιευκρίνιστη που τη γέμιζε τρόμο. Δεν ήταν ούτε θυμός ούτε έκπληξη ούτε αποδοκιμασία ούτε τρόμος ούτε κάποιο απ’τα συναισθήματα τα οποία ήταν προετοιμασμένη ν’αντιμετωπίσει.Απλώς την κοίταζε επίμονα μ’αυτή την παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του.

Η Ντέλλα πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε προς το μέρος του.

«Τζιμ, αγάπη μου», φώναξε, «μη με κοιτάζεις έτσι! Έκοψα τα μαλλιά μου και τα πούλησα γιατί δε θ’ άντεχα να περάσω Χριστούγεννα χωρίς να σου κάνω ένα δώρο. Θα μεγαλώσουν πάλι – δε σε πειράζει, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να το κάνω! Τα μαλλιά μεγαλώνουν απίστευτα γρήγορα. Πες ‘Καλά Χριστούγεννα’, Τζιμ, κι ας μη χαλάσουμε τις καρδιές μας! Δε φαντάζεσαι τί ωραίο,τί υπέροχο δώρο σου έχω!»

«Έκοψες τα μαλλιά σου;» ρώτησε ο Τζιμ με κόπο, σα να μη μπορούσε να χωνέψει ακόμη το γεγονός.

«Τα έκοψα και τα πούλησα», είπε η Ντέλλα. «Σου αρέσω, όμως, όπως και νά ‘χει το πράγμα έτσι δεν είναι; Ίδια είμαι και χωρίς τα μαλλιά μου, ή μήπως όχι;»

Ο Τζιμ κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο με περιέργεια.

«Δηλαδή πάνε τα μαλλιά σου;» είπε μ’ένα σχεδόν ηλίθιο ύφος.

«Μην τα ψάχνεις», έκανε η Ντέλλα, «Σου λέω,τα πούλησα – τα πούλησα και πάνε! Είναι Χριστούγεννα, μωρό μου. Μη με μαλώσεις που τα θυσίασα για χάρη σου! Μπορεί οι τρίχες του κεφαλιού μου να είναι μετρημένες», συνέχισε γλυκαίνοντας μ’ επισημότητα τον τόνο της, «αλλά η αγάπη μου για σένα είναι απροσμέτρητη. Να βάλω τα μπριζολάκια να γίνονται, Τζιμ;»

Ο Τζιμ ξύπνησε απότομα από τη νάρκη του. Αγκάλιασε τη Ντέλλα του. Και τώρα εμείς ας ασχοληθούμε με κάτι άλλο για δέκα δευτερόλεπτα. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: ποιά η διαφορά ανάμεσα σε οχτώ δολλάρια την εβδομάδα κι ένα εκατομμύριο το χρόνο;

Αν ρωτήσουμε έναν μαθηματικό ή μια μεγαλοφυία, σίγουρα θα πάρουμε λάθος απάντηση. Αυτή η διαπίστωση φαίνεται δυσνόητη προς το παρόν, αλλά θα ξεκαθαριστεί αργότερα.

Ο Τζιμ έβγαλε ένα πακέτο απ’την τσέπη του και το πέταξε πάνω στο τραπέζι.

«Ντελ», της είπε, «μην αμφιβάλλεις στιγμή για μένα. Αλίμονο αν η αγάπη μου για σένα μετριότανε με τρίχες! Αλλά αν ανοίξεις αυτό το πακέτο, θα δεις γιατί έπαθα την πλάκα μου μόλις σε είδα!»

Με χέρια που έτρεμαν, ξετύλιξε το πακέτο. Και μετά έβγαλε μια τρελή κραυγή χαράς. Κι αμέσως αναλύθηκε σε δάκρυα και λυγμούς κι ο κύριος του σπιτιού αναγκάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να την παρηγορήσει. Είδε, βλέπετε, μπροστά της ΤΑ ΧΤΕΝΑΚΙΑ – ένα σετ από δυο χτενάκια που η Ντέλλα είχε δει από μέρες σε μια βιτρίνα της λεωφόρου Μπρόντγουέυ και τά ‘χε λατρέψει. Δυο πανέμορφα χτενάκια από αληθινή ταρταρούγα, με μπριγιάν στις άκρες τους, σε απόχρωση που ταίριαζε τέλεια με τα υπέροχα μαλλιά που δεν υπήρχαν πια! Ήταν ακριβά χτενάκια, το ήξερε, και η καρδιά της τα λαχταρούσε και τα ποθούσε χωρίς την παραμικρή ελπίδα ότι θα μπορούσε μια μέρα να τ’ αποκτήσει. Και τώρα που ήταν δικά της, δεν είχε πια μπούκλες για να τις κοσμούν τα πολυπόθητα αυτά στολίδια.

Τα έσφιξε στην αγκαλιά της και μετά από ώρα κατάφερε να κοιτάξει τον Τζιμ στα μάτια με βλέμμα σκοτεινό και θλιμμένο χαμόγελο και να του πει: «Τα μαλλιά μου μεγαλώνουν τόσο γρήγορα, Τζιμ!»

Τότε, όμως, αναπήδησε ξαφνικά σαν αιλουροειδές και φώναξε: «Ω! Παραλίγο να το ξεχάσω!»

Ο Τζιμ δεν είχε ακόμα δει το όμορφο δώρο του. Του το έδωσε με λαχτάρα. Το ημιπολύτιμο μέταλλο γυάλιζε σαν ν’αντανακλούσε το δικό της φωτεινό και φλογερό πνεύμα.

«Δεν είναι χάρμα, Τζιμ; Γύρισα όλη την πόλη για να το βρω! Από ‘δω και στο εξής, θα κοιτάς την ώρα εκατό φορές την ημέρα! Δός μου το ρολόι σου. Θέλω να δω πώς του ταιριάζει!»

Αλλά ο Τζιμ σωριάστηκε στον καναπέ, έβαλε τα χέρια πίσω απ’το κεφάλι του και χαμογέλασε.

«Ντελ», είπε, «ας αφήσουμε τα Χριστουγεννιάτικα δώρα μας στην άκρη κι ας τα ξεχάσουμε για λίγο καιρό. Παραείναι ωραία για να τα χρησιμοποιήσουμε, προς το παρόν. Βλέπεις, πούλησα το ρολόι μου για να σου αγοράσω τα χτενάκια!… Αλήθεια, τί γίνονται εκείνα τα περίφημα μπριζολάκια;»

Οι Μάγοι, όπως ξέρετε, ήταν σοφοί άνθρωποι – εξαιρετικά σοφοί άνθρωποι – που έφεραν δώρα στο Θείο Βρέφος στη Φάτνη. Απ’ αυτούς ξεκίνησε η συνήθεια των Χριστουγεννιάτικων δώρων. Σοφοί καθώς ήταν, τα δώρα τους δε μπορούσαν παρά να είναι κι αυτά έξυπνα, πιθανώς με τη δυνατότητα ανταλλαγής σε περίπτωση που δύο ήταν τα ίδια. Κι εγώ, τώρα, σας διηγήθηκα κάπως άτεχνα την απλή αυτή ιστορία δύο ανόητων παιδιών σ’ ένα διαμέρισμα, που εντελώς ασύνετα θυσίασαν, το ένα για το άλλο, τους μεγαλύτερους θησαυρούς του σπιτικού τους. Αλλά, σαν τελευταία λέξη προς τους σοφούς της εποχής μας, έχω να πω πως, απ’ όλους που χαρίζουν δώρα, αυτοί οι δύο είναι οι σοφότεροι. Κι απ’ όλους όσοι ανταλλάσσουν δώρα, εκείνοι που τους μοιάζουν είναι οι σοφότεροι. Αυτοί είναι οι αληθινοί Μάγοι.

 

Ο Ο. Χένρι (καλλιτεχικό ψευδώνυμο του Ουίλιαμ Σίντνεϊ Πόρτερ) ήταν Αμερικανός συγγραφέας (1862 – 1910). Έγραψε έναν πολύ μεγάλο όγκο διηγημάτων και σύντομων αφηγημάτων, με κοινά χαρακτηριστικά τους, τα περισσότερα, το λεπτό χιούμορ, τη ζωηρή αφήγηση και τα απρόσμενα γυρίσματα της τύχης με ό,τι συνέπειες μπορούσαν να έχουν στη ζωή των ηρώων του.

 

* Η παραπάνω μετάφραση πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘Οδός Πανός’, τ. 95

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top