Fractal

Διήγημα: “Τα χρώματα της μνήμης”

Του Νίκου Τσούλια // *

 

 

ΗΛΕΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, 2004, σ. 120-130

 

clip_image001Το πανηγύρι είχε στηθεί καλά. Είχαν ειδοποιηθεί όλοι. Όλη τη χρονιά το σιγοψιθύριζαν. «Το νερό στο φράγμα κατεβαίνει γρήγορα. Το καλοκαίρι θα ξαναφανεί το χωριό μας. Ποιος ξέρει τι θα μας βγάλει το φως του ήλιου…». Πάνε τριάντα χρόνια και πλέον που το νερό του ποταμού είχε σκεπάσει το μικρό χωριό. Τις τελευταίες χρονιές, όμως, οι βροχές ήταν λιγοστές και η ξηρασία είχε αναγκάσει τους αρμόδιους να έχουν ανοιχτή τη δέση του φράγματος ακόμα και τις μη θερινές περιόδους, για να ποτίζονται τα χωράφια του κάμπου με τις πολλές καλλιέργειες.

«Θα στήσουμε μια συνάντηση όλων των χωριανών μας, για να ξαναζήσουμε για λίγες ώρες παλιές στιγμές της ζωής μας», έλεγε και ξανάλεγε ο πρόεδρος του Συλλόγου. Πήγαιναν τα μέλη της διοίκησης κάθε τόσο και έβλεπαν τη στάθμη του νερού. Τα χαλάσματα έβγαιναν στην επιφάνεια και ξανάβλεπαν τον ουρανό, ενώ το νερό κυμάτιζε πάνω τους και τα έγλειφε, συνηθισμένο τόσο καιρό. Τα έγλειφε απαλά. Ίσως γιατί ήξερε πως πάλι θα τα ξανασκέπαζε με το υγρό του βάρος. Οι πιο ανήσυχοι, που έμεναν σε κοντινές περιοχές, πήγαιναν και έριχναν καμιά ματιά για να δουν πως θα ξεφυτρώσουν τα παλιά τους σπίτια.

Η ημέρα είχε φθάσει. Ένα τσούρμο κόσμος με τα αυτοκίνητα γεμάτα ανθρώπους και τρόφιμα, άφηναν την άσφαλτο του τελευταίου δημόσιου δρόμου, ακολουθούσαν έναν χαλικόδρομο όλο στροφές και τέλος έναν αγροτικό, που οδηγούσε στα τελευταία εξωλίμνια χωράφια. Η αγριάδα είχε θεριέψει από την υγρασία που είχε ο τόπος και οι βοσκοί είχαν το κεφάλι τους ήσυχο, αφού τα πρόβατα «κολλούσαν» στην πυκνή βλάστηση και ούτε που είχαν κατά νου τις ζημιές. Είχαν πληθύνει οι λυγαριές, που φαίνεται να πήραν εκδίκηση από τα καλλιεργούμενα φυτά. Υπήρχαν και ρείκια, άγνωστα φυτά τότε που το χωριό ξεχείλιζε από ζωή. Τα είχε κουβαλήσει το νερό από την παλιά φυσιολογική κοίτη του ποταμού. Από αυτό το λόγγο μπόρεσαν και προχώρησαν μέσα από τα περάσματα, που είχαν φτιάξει οι βοσκοί για να ποτίζουν τα ζώα τους, στο νερό της λίμνης.

 

 107

 

Και κατόπιν υπήρχε ο ξερότοπος, που είχε γεννηθεί από την απόσυρση του νερού της λίμνης. Πιανόταν η ψυχή των μεγαλύτερων που έβλεπαν την ξεραΐλα, εκεί που άλλοτε μετρούσαν το βίος τους, τα βάσανά τους, τα όνειρά τους. Οι πιτσιρικάδες σκέφτονταν άλλα. Δεν είχαν πολυκαταλάβει τι ακριβώς ήθελαν να κάνουν οι μεγάλοι. Χαίρονταν το ωραίο ίσωμα, για τα τόσα γήπεδα που είχαν φτιαχτεί. Έλειπαν μόνο τα δοκάρια, δυο καλάμια για κάθε τέρμα και όλα θα ήταν έτοιμα. Οι πιο ηλικιωμένοι είχαν καρφώσει το βλέμμα τους σε εκείνο το σημείο που θα έβλεπαν το νεκρό χωριό τους. Ήταν βουβοί. Δεν άκουγαν τίποτα. Μόνο κοιτούσαν.

Ο μπαρμπα-Μήτσος προσπαθούσε να μαντέψει το χώρο, τα σχήματα. Να συνδέσει της μνήμης τις θύμησες με τις σημερινές όψεις της πραγματικότητας. Έμπαινε ορμητικά μέσα στο χρόνο, πιστεύοντας πως παραβίαζε τα όρια του μέλλοντος, πριν ακόμα γίνει παρόν. Θεωρούσε, ωστόσο, πως πήγαινε ένα ταξίδι στο παρελθόν, ένα ταξίδι στον ίδιο τον εαυτό του. Και αυτό τον τρόμαζε…Τι θα συναντούσε;

Περνούσαν πάνω στις ροδοσιές, που είχαν αφήσει τα αυτοκίνητα των αρμοδίων του Συλλόγου τις προηγούμενες ημέρες. Όταν τα πρώτα αυτοκίνητα έμπαιναν στα εσωλίμνια χωράφια, ένας μικρός όγκος άρχισε να ξεχωρίζει. Γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Τα παιδιά φώναζαν σα να έβρισκαν το χαμένο θησαυρό.

Σταμάτησαν. Ένα ατέλειωτο γκρι χρώμα, το χρώμα της λάσπης κάλυπτε όλη την έκταση. Εκεί που άλλοτε κυριαρχούσε το πράσινο από τα δέντρα και από τα μποστάνια, τώρα το μουντό χρώμα φαίνεται πως κάλιαζε με τη σιωπή της ερήμωσης. Μικρά υψωματάκια από χώμα και σκόρπιες πέτρες θύμιζαν τα σπίτια, χαμοκέλες τα περισσότερα. Ξεχώριζαν πιο ανθεκτικές οι γωνίες που είχαν μεγάλα αγκωνάρια. Η εκκλησία ξαναφτιαγμένη μετά από κάποια πυρκαγιά, ζωήρευε κάπως έντονα την εικόνα της μνήμης. Βρισκόταν άλλωστε στο πιο ψηλό μέρος του χωριού και η λίμνη την κάλυπτε μόνο τους χειμερινούς μήνες. Όλα είχαν γίνει ένα με το χώμα. Τα πλινθόκτιστα σπίτια είχαν επιστρέψει το χώμα τους, εκεί που ανήκε πάντοτε.

Ο μπαρμπα-Μήτσος άρχισε να μουρμουράει. Πνιχτά τα λόγια του, κανένας δεν καταλάβαινε τι έλεγε… Ένοιωθαν όμως το θυμό του. Το οργισμένο πρόσωπό του έδειχνε ότι έκανε ξόρκια. Ξόρκιζε το κακό, ξόρκιζε το νερό που έπνιξε το χωριό του. Το πρόσωπό του τώρα είχε γεμίσει περισσότερες χαρακιές.

Ξεκίνησε με γρήγορο βήμα για να βρει το παλιό του σπιτικό. Βάδιζε χωρίς να ρίχνει ματιές δίπλα του. Ήξερε πως θα βρει τον τόπο της μνήμης του, χωρίς να γυρίζει το βλέμμα του από εδώ και από εκεί. Σα σταμάτησε , ένοιωσε σα χαμένος. Τίποτα από όσα είχε στο μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια, δεν υπήρχε. Λίγα ίχνη από τα θεμέλια έδειχναν τον τόπο της ζωής του. Με τρία-τέσσερα βήματα δρασκέλισε όλη την έκταση της χαμοκέλας του. Έφερε το χέρι του στο μέτωπο και έκανε το σταυρό του σα να βρισκόταν σε βαθιά κατάνυξη.

«Θεέ μου», αναρωτήθηκε, «είναι δυνατό να έζησαν οκτώ άτομα σε τόσο λίγο τόπο για τόσα πολλά χρόνια».

Όλες οι σκέψεις του είχαν ανακατωθεί. Μια γλυκόπικρη αίσθηση απλωνόταν σε όλη του την ύπαρξη. Χαιρόταν που έβρισκε τον τόπο της νοσταλγίας του. Και την ίδια στιγμή βίωνε τη συντριβή των τόσων και τόσων περιπλανήσεων του μυαλού του. Η μνήμη συγκρουόταν με την πραγματικότητα και ένοιωθε αμήχανος. Δεν ήταν απλά μια απογοήτευση. Η επιστροφή στη μικρή του πατρίδα, στο τόπο όπου η μνήμη οργίαζε τόσα χρόνια με τις ατέλειωτες παραστάσεις, ήταν μια αντιστροφή όλων των πραγμάτων. Τώρα υπάρχουν μαρτυρίες, που διαψεύδουν όλο το στερέωμα των αναμνήσεων. Τίποτα δε θυμίζει το χθες.

Προτιμούσε να μην είχε έρθει. Να είχε καθαρή την εικόνα της μνήμης. Γιατί τώρα ο χώρος βεβήλωνε τη θύμηση. Ο τόπος όλος του ξερίζωνε και τις πιο κρυφές, τις πιο καλοφυλαγμένες γωνιές της σκέψης του.

«Μήπως δεν υπάρχουν, όσα έχω στο μυαλό μου;», άκουσε τον εαυτό του να λέει. Προσπάθησε να σκεφθεί απλά και λογικά. «Τόσα χρόνια πέρασαν, είναι δυνατό να έμεναν τα ίδια;»,αναρωτήθηκε. Αλλά και αυτός ο συλλογισμός δεν ικανοποιούσε την πλημμύρα των συναισθημάτων του.

Έφυγε ανακατωμένος για να βρει τα χωράφια του, που ήσαν κοντά στο χωριό. Τώρα τα πράματα ήταν πολύ δύσκολα, γιατί σημάδια δεν υπήρχαν. Προσπαθούσε να βρει τα σύνορα, τις γράνες που χώριζαν τις περιουσίες. Βρήκε το μέρος που περνούσε το λαγκάδι. Εδώ το χώμα ήταν πιο υγρό, είχε περισσότερη λάσπη. Ήθελε να σκύψει να το χαϊδέψει, ντρεπόταν όμως μην τον δει κανένας. Πόσες φορές δεν είχε κάτσει δίπλα στο λαγκάδι, για να ρίξει νερό στο πρόσωπό του, για να κολατσίσει, για να πάρει μια ανάσα, από το όργωμα, από το σκάλισμα, από το θέρισμα, από τις τόσες δουλειές των χωραφιών…

Πήγαινε δίπλα στο παλιό πέρασμα του νερού. Υπολόγισε με τα βήματά του πού άρχιζαν τα δικά του χωράφια. Τώρα μπορούσε να περπατήσει όλη την περιουσία του και ας μη ξεχώριζε τίποτα. Αισθανόταν στο περπάτημά του το δικό του χώμα, που το είχε οργώσει με το αλέτρι και με την αξίνα στις άκρες αμέτρητες φορές. Σκληρή δουλειά από τα άγρια χαράματα μέχρι που σκοτείνιαζε ο τόπος , «ήλιο με ήλιο», το έλεγαν χαϊδευτικά…

Πόσο θα ήθελε να κάτσει σε κάποιο υψωματάκι, για να αγναντέψει την περιουσία του, όπως έκανε τότε που ξαπόσταινε και έκανε και ξανάκανε τους υπολογισμούς του και τους σχεδιασμούς του. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα, ένα ίσωμα γλίνας με ξεροσκασίματα μικρά και μεγάλα. Άνοιγε το έδαφος παντού ζητώντας άραγε την παλιά του βλάστηση τα στάρια, τα κριθάρια, τα λαχανικά ή το νερό που το έθαβε στου ήλιου την αφάνεια…

Είδε από μακριά το Γιάννη, που τον είχε γείτονα και στο σπίτι και στα χωράφια. «Δυο φορές γείτονας, καλύτερος και από αδελφό», του είχε πει κάποτε ο παππούς του και έκρυψε αυτή την συμβουλή βαθιά μέσα στην καρδιά του και του βγήκε σε καλό. Είχαν φτιάξει και τα πλίθινα σπίτια τους μαζί, με τους ίδιους μαστόρους και το ίδιο προσωπικό. Χαμοκέλες φτωχικές, δυο δωμάτια η καθεμιά ήταν τα αρχοντικά τους. Μπαινόβγαιναν τα παιδιά τους και στο ένα σπίτι και στο άλλο, χωρίς να τα ξεχωρίζουν. Γιορτές και πανηγύρια οι δυο οικογένειες γίνονταν μία. Και όμως, όταν η κατάρα του φράγματος σκόρπισε τους χωριανούς του στους τέσσερις ανέμους, λίγες φορές ξαναβρέθηκαν, στα τόσα χρόνια που πέρασαν. Ίσως μόνο στα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης, οι άνθρωποι να νοιώθουν την ανάγκη να είναι ο ένας κοντά στον άλλο. Ίσως να τους πλήγωναν οι συναντήσεις, αφού συναντιόνταν δυο θύμησες τόσο οδυνηρές.

«Βγήκε και αυτός για την περιουσία του. Ε βέβαια, περισσότερο ζήσαμε στα χωράφια παρά μέσα στα σπίτια. Ακόμα και στις βαριές γιορτές βγαίναμε να δούμε το βιος μας. Τόσο πολύ τον πονούσαμε». Ο μπάρμπα-Μήτσος σκεφτόταν αυτά για το γείτονά του, αλλά είχε και τον εαυτό του υπόψη.

Πήγαν και έκατσαν κάπου εκεί που κολάτσιζαν και έτρωγαν μεσημεριανό και μοιράζονταν ό,τι τους έστελναν οι γυναίκες τους με τα μικρότερα παιδιά που δεν έκαναν βαριές δουλειές.

«Πάει και η ιτιά, πάει και ο ίσκιος της, πάει και δροσιά της», βιάστηκε να πει ο κυρ-Γιάννης αυτό που σκεπτόταν και ο μπαρμπα-Μήτσος.

Δεν είπαν πολλά. Άλλωστε με τη σιωπή θα έλεγαν περισσότερα και θα επικοινωνούσαν οι σκέψεις τους καλύτερα. Φυσούσε ένα ανάλαφρο αεράκι από τη δέση του φράγματος, αλλά στιγμές-στιγμές έβγαινε μια άσχημη μυρωδιά από τα ξέβαθα μέρη που ήταν βούρκος. Κάποια ανάλαφρα συννεφάκια ταξίδευαν γοργά-γοργά, σα να βιάζονταν να κάνουν κάτι, άγνωστο βέβαια στους ανθρώπους. Πού να βρουν χρόνο οι άνθρωποι να σκεφθούν τα ταξίδια και τα όνειρα που κάνουν τα σύννεφα.

Κοιτούσαν και οι δυο κάθε τόσο στον ουρανό, συνηθισμένοι από τις παλιές ανάγκες, αφού οι αγροτικές δουλειές απαιτούσαν καλή γνώση για τα φαινόμενα του καιρού. Άλλωστε οι πρόγονοί τους είχαν αφήσει πολλές παροιμίες και συμβουλές για του καιρού τα παιχνίδια. Μπορούσες να χάσεις τους κόπους ενός χρόνου και μετά να σε πνίξουν τα βερεσέδια, αν δεν κατανοούσες έγκαιρα τα παιχνίδια του καιρού.

«Αν το λέγαμε στους παλιότερους ότι τα χωράφια μας γίνανε θάλασσα, θα νόμιζαν ότι μας σάλεψε», μουρμούρισε ο μπάρμπα-Μήτσος. Και συνέχισε.
«Καλύτερα που δε ζούσαν οι πατεράδες μας και δεν είδαν τα μάτια τους τη συμφορά. Αυτοί έκαναν το βάλτο, χωράφια ποτιστικά και ζήσανε τόσες ψυχές. Πού να φανταστούν ότι το νερό θα τους ξαναπάρει την περιουσία τους. Θα μαράζωναν από τη στενοχώρια τους».
«Άλλες εποχές οι δικές τους…Τώρα ο άνθρωπος φέρνει ανάποδα τη φύση. Έχει τρομακτική δύναμη. Και πού είσαι ακόμα να λες…», απάντησε ο κυρ-Γιάννης.

«Α μη νομίζεις… Οι παλιοί ήσαν σκληροί, γιατί είχαν περάσει πολέμους, πείνα, κακουχίες. Ήσαν και ολιγαρκείς, δεν ήσαν άπληστοι, όπως είναι τώρα οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου έλεγε και ξανάλεγε ότι πέρασε καλά τη ζωή του, γιατί τελικά είχε φτιάξει τη μικρή περιουσία του, τα παιδιά του ήσαν καλά και κόσμος είχε ειρηνέψει. Και σαν είδε να πλησιάζει το τέλος του, ποτέ δεν ένοιωσε κάποιο φόβο. Ήταν συμφιλιωμένος με την ιδέα του θανάτου. Τον θεωρούσε τόσο φυσικό…Πόσες φορές δε ζητούσε να σκάψει μόνος του τον τάφο του, για να μη χασομερήσει από τη δουλειά του κανένα παλικάρι». Και πάλι η σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους, για να στοχάζονται πιο ήρεμα. Έτσι και αλλιώς τα ίδια πράγματα συλλογίζονταν.

Στο …χωριό όλοι οι μεγάλοι προσπαθούσαν να βρουν που ήσαν τα σπίτια τους. Όλοι με ένα μυτερό ξύλο στο χέρι τραβούσαν γραμμές και σύνορα. Όλοι είχαν παρασυρθεί σε ένα ομαδικό παιχνίδι, που το τραβούσε η ανάγκη για να ζωντανέψουν τις αναμνήσεις τους. Σα μικρά παιδιά έσκυβαν από εδώ, πήγαιναν από εκεί, πείραζε ο ένας τον άλλο για τις αυθαιρεσίες και οι αντιρρήσεις έδιναν και έπαιρναν. Κανένας δε μπορούσε να δεχτεί ότι είχαν τόσο μικρούς χώρους. Είχαν «φάει» όλους τους δρόμους. Γελούσαν με την καρδιά τους σαν έβλεπαν τους δρόμους να γίνονται στενά μονοπάτια.

«Έχουν γίνει όλα μικρότερα τόσα χρόνια μέσα στο νερό», αστειεύτηκε ο Βασίλης, που δεν έλειπε ποτέ από τα πειράγματα και τις φάρσες του χωριού.

Ωστόσο ο Πίπης ήταν ο μόνος που έψαξε για να βρει τους κομμένους κορμούς των δέντρων, που τόσο πολύ είχαν συνδεθεί με την παλιά τους ζωή. Βρήκε ό,τι είχε απομείνει από τα δύο πλατάνια στην πλατεία, που τόσο τα καμάρωναν μικροί και μεγάλοι, ξένοι και χωριανοί. Βρήκε κομμάτια από τις τρεις μουριές, που είχε ο μύλος στη μεγάλη αυλή, για να δένουν τα άλογα όσοι έφερναν στάρι, «σκληρό» ή «νούμερο», για να το αλέσουν. Βρήκε κάποια σάπια υπολείμματα από τον φοίνικα, που ήταν δίπλα από το σχολείο, το φοίνικά τους που ήταν μοναδικός στην περιοχή και είχε αναφορές με τόσα και τόσα παιχνίδια των παιδιών.

Όταν τέλειωσαν, ένα τεράστιο σχέδιο είχε πάρει την παλιά θέση του χωριού. Αργότερα, όταν μαζεύτηκαν τα παιδιά που έπαιζαν σχεδόν όλη την ώρα μπάλα-χωρισμένα σε ομάδες «πάνω ρούγα» / «κάτω ρούγα» καταπώς τα είχε ορμηνεύσει ο Βασίλης- ξαφνιάστηκαν που οι μπαμπάδες ακόμα και οι παππούδες τους είχαν ξεμωραθεί με τις μνήμες τους. Και δε μπορούσαν να καταλάβουν τελικά, αν όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι ή το έκαναν στα σοβαρά…

Όταν ήλθε ο παπάς από το γειτονικό χωριό, τα παιδιά ορμηνεμένα από τους αρμόδιους άρχισαν να φωνάζουν τους χωριανούς που είχαν απλωθεί, όπου τον καθένα τον τραβούσε του μυαλού η έγνοια και η θύμηση. Καμπάνα δεν υπήρχε. Είχε μεταφερθεί μαζί με τα εικονίσματα, τα μανουάλια, τους πολυελαίους στη νέα εκκλησία του χωριού, που φτιάχτηκε στη μνήμη της ίδιας Αγίας κοντά στην Αμαλιάδα. Λίγους χώρεσε η μικρή εκκλησία. Οι τοίχοι μόνο είχαν απομείνει. Και άλλες φορές ο ιερός χώρος είχε από πάνω του το νερό και λίγες φορές τον ουρανό, ανάλογα με τα καμώματα της λίμνης. Στήθηκε το μικρό τραπεζάκι στη μέση του ναού, απλώθηκε επάνω του το περιποιημένο κεντητό τραπεζομάντηλο, μπήκε το καλάθι με τα πρόσφορα, άναψαν γρήγορα-γρήγορα τα κεριά.

Ο παπάς ξερακιανός ξεκρέμασε το θυμιατό από την πρόγκα, που είχε καρφωθεί στη μέση του τοίχου και άρχισε με τη βροντερή φωνή του τις ψαλμωδίες. Από κοντά και ο ψάλτης που κοιτούσε πιο πολύ τους καινούργιους, τους άγνωστους της σύναξης. Κάποιες λυγαριές είχαν γίνει πολύ ψηλές σα δέντρα και ξεπρόβαλαν πάνω από τους τοίχους. Κουνούσαν τα κλαδιά τους, έσκυβαν προς τα μέσα και έκλεβαν τις σκέψεις των αφηρημένων, που αναπολούσαν τόσα και τόσα πράγματα. Λίγο η απλότητα του χώρου, λίγο η ασυνήθιστη σκηνή άρχισαν να ψέλνουν όλοι. Ο πρόεδρος, η ψυχή της εκδήλωσης, ήταν βουρκωμένος πριν ακόμα μιλήσει.

«Ευχαριστώ όλους σας, που είσθε σήμερα εδώ για να τιμήσουμε την αγία μας». Οι τοίχοι τού φάνηκαν σαν σκηνικό ταινίας, που και ο ίδιος ήταν πρωταγωνιστής σε ένα έργο με άγνωστο σενάριο. Χάζεψε τις μικρές φλογίτσες των κεριών, που ήταν καρφωμένα πάνω στα πρόσφορα, και πάλευαν απεγνωσμένα να σωθούν από το φύσημα του αέρα, του ανέμου που έφερνε το νερό της λίμνης. «Και εδώ το φράγμα πάλι μπροστά μας, δε θα μας αφήσει των κεριών τη θαλπωρή;», αναρωτήθηκε.

« Ήλθαμε εδώ, για να συναντήσουμε τα δάκρυα των παππούδων μας, για να συναντήσουμε τις νεράιδες των παραμυθιών μας, για να συναντήσουμε την παιδική μας ηλικία. Μα η παιδική ηλικία δεν είναι η πραγματική πατρίδα του κάθε ανθρώπου;». Δάσκαλος με ευαισθησίες γνώριζε πολύ καλά των εικόνων της παιδικής ψυχής την αιωνιότητα. Ήξερε τον έρωτα της νεανικής καρδιάς να ξεδιπλώνει όλο και καινούργιες πραγματικότητες, Και σήμερα είχαν όλοι νεανική καρδιά. Ήξερε πώς τα λόγια του ταξίδευαν όλους στο παραμύθι που ζήσανε μαζί, στο παραμύθι που ήταν πιο πραγματικό από όλες τις πραγματικότητες που γνώρισαν μετά στη ζωή τους.

Κάποια παιδιά κινήθηκαν προς το ιερό, που είχε καλυφθεί σχεδόν ολόκληρο από πεσμένες πλάκες τσιμέντου. Τα μικρά φυτά, που είχαν ξεφύγει από τα χέρια των επισκεπτών, ένοιωσαν το κούνημα από τις πλάκες και φοβήθηκαν μήπως τα ανακαλύψουν. Ο ψάλτης αγριοκοίταξε τα δυο αγόρια και τα πράγματα αποκαταστάθηκαν ήσυχα και ωραία.

«Το νερό του ποταμού ζήλεψε το χωριό μας και φούσκωσε μέχρι που αγκάλιασε το μικρό Μπαλί. Το έκανε μάρτυρα στη μνήμη μας και στη συνείδησή μας. Από ό,τι φαίνεται, μάρτυρες δεν έχει μόνο η εκκλησία αλλά και οι άνθρωποι. Και τι προσβολή, ο φταίχτης είναι πάντοτε εδώ και δε συγκινείται με τίποτα, δε νοιώθει καμιά ενοχή».

Ο φράχτης του φράγματος στεκόταν απέναντί τους, ογκώδης και επιβλητικός. Είχε γεμίσει και με κάθε λογής φυτά και προσπαθούσε να δείξει ότι είναι μέρος του τοπίου, ότι είναι κομμάτι της φύσης, της ανθρώπινης φύσης. Είχε γίνει και τουριστικό αξιοθέατο και άρεσε στους επισκέπτες. Πού να νοιαστεί τώρα για τους λίγους πονεμένους κατοίκους του μικρού χωριού…

«Πόσα όνειρα δεν πλάσαμε από την περιπέτεια του χωριού μας, πόσα σκιρτήματα δε νοιώσαμε από αμέτρητες αναλαμπές της μνήμης μας, πόσους όμορφους στοχασμούς δεν καλλιεργήσαμε διαβαίνοντας των παλιών χρόνων τα μονοπάτια, πόσες φορές δε μείναμε έκθαμβοι από ένα περιστατικό που μας ψιθύρισε ένας συγχωριανός μας, ένα περιστατικό που το είχε σκεπάσει η σκόνη της λήθης, πόσες φορές δεν είπαμε παράξενες ιστορίες αυτού του τόπου στα παιδιά μας αντί για παραμύθια».

Τα παράθυρα έχασκαν, είχαν χάσει το ρόλο τους αφού ο ουρανός φαινόταν μεγαλοπρεπής από εκεί που κάποτε ήταν η σκεπή. Οι λασπωμένοι τοίχοι κοιτούσαν την τελετή, χωρίς να καταλαβαίνουν τι σημαίνουν όλα αυτά. Το «δι’ ευχών» του παπά, ολοκλήρωσε τις συλλογικές αναζητήσεις της αναπόλησης. Πήραν βιαστικά το αντίδωρο, αντάλλαξαν ευχές και άρχισαν να σκορπίζουν.

Κάποιος κοίταξε το μικρό νησάκι, που ήταν απέναντι απ’ την εκκλησία. Έδειχνε με το χέρι του και κάτι μονολογούσε… Μαζεύτηκαν πολλοί τριγύρω του. Ήταν ο λόφος, ο μοναδικός λόφος που δεν τον είχε αγγίξει το στοιχειό του νερού. Ήθελαν να πάνε απέναντι. Να δουν και να περπατήσουν του λόγγου τα μονοπάτια, ν’ ακούσουν τις παιδικές τους φωνές που κάπου θα ’χουν κουρνιάσει στα πυκνά φυλλώματα. «Πόσο όμορφο θα ήταν να περπατήσουμε στο χώμα, στο χώμα μας που δεν έγινε ποτέ βυθός!», είπε ο δάσκαλος. Και κανένας δε μίλησε, γιατί όλοι το ίδιο σκέφτονταν και ο νους τους ήδη είχε ταξιδέψει στης μνήμης τους απόκρυφους δρόμους.

Σαν ο ήλιος ανέβηκε για μεσημέρι, μαζεύτηκαν όλοι στην «πλατεία», για να φάνε και να διασκεδάσουν. Στήθηκαν πρόχειρα τραπέζια κάτω από τις μεγάλες τέντες, που είχαν φτιάξει δουλεύοντας όλο το πρωί οι νέοι του Συλλόγου. Απλώθηκαν αρκετές κουρελούδες και κάποιοι σοφράδες για τα παιδιά έκαναν την εμφάνισή τους. Πότε βγήκαν τόσα φαγητά, φρούτα και γλυκά κανένας δεν το κατάλαβε. Αλλά έτσι ήταν πάντα οι νοικοκυρές του χωριού, από το τίποτα μπορούσαν να κάνουν «πανηγύρι». Φαίνεται ότι και οι νεώτερες κρατούσαν την παράδοση και τα μυστικά της κουζίνας. Τα κρασιά έβγαιναν με μεγαλοπρέπεια, σε μικρές μπουκάλες, σε νταμιζάνες, σε μπιτόνια. Στα κρασιά θα γίνονταν οι μεγάλες συζητήσεις, για το ποιος έχει το καλύτερο. Προς το τέλος της ετοιμασίας, εμφανίστηκε με επιφωνήματα και σχόλια θαυμασμού η κουλούρα της κυρα-Αθανασίας στολισμένη με όμορφα πολύχρωμα, μικρά λουλούδια. Η χαρά της προσμονής για το ποιος θα την κερδίσει στην κλήρωση, έκανε την εμφάνισή της στα περισσότερα πρόσωπα. Να ευνοηθείς και να ξεχωρίσεις σε τόσο σημαδιακή μέρα, κρύβει κάτι γοητευτικό. Ίσως την εκπλήρωση μιας κρυφής επιθυμίας, που την υφαίνεις με το τωρινό χαμόγελο της τύχης.

Οι κουβέντες έδιναν και έπαιρναν. Παλιές αναφορές, διηγήσεις, πειράγματα, ερωτήσεις από τους μικρότερους, ένα ατέλειωτο βουητό σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό, σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Λίγο το κρασί, λίγο η στεναχώρια που δε σκεπαζόταν με τη χαρά της ημέρας, το κλίμα κάποια στιγμή άρχισε να συννεφιάζει. Κουβέντα στην κουβέντα τα πράγματα φθάσανε στα δύσκολα. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει ήδη μπαρουτιασμένη.

Χρόνια πολλά βάσταγαν οι φιλονικίες και οι έριδες γύρω από την υπόθεση του χωριού και δεν ήθελε πολύ η ένταση να βγει στην επιφάνεια. Όλη αυτή την περίοδο, ο Σύλλογος προσπαθούσε να βρει λύσεις στα αντίθετα συμφέροντα. Γιατί με τα χρήματα των αποζημιώσεων, μερικοί πήγαν και αγόρασαν σπίτι στην Αμαλιάδα, κάποιοι άλλοι στην Αθήνα και οι περισσότεροι πήγαν την τύχη τους προς την Πάτρα που ήταν πιο κοντά. Έτσι οι χωριανοί μοιράσθηκαν και δε βλέπονταν, δεν ήταν μια μικρή ενωμένη κοινωνία όπως παλιά. Και ο πόνος από αυτό τον χωρισμό, γινόταν απογοήτευση και οργή. Και όσο δε μπορούσαν να βρουν και να καταλογίσουν τις ευθύνες στην πολιτεία και στην εξουσία, γιατί ήσαν απόμακρες και απρόσωπες, μετέφεραν την πίκρα και το θυμό ο ένας στον άλλο.

«Ωραία τα μεγάλα λόγια, ωραίες και οι αναμνήσεις», άρχισε βαριά-βαριά ο κυρ-Κώστας που είχε παλιά το κεντρικό καφενείο στο χωριό και συνέχισε με ακόμα πιο βαρύ ύφος «τα λάθη που κάναμε, καμωνόμαστε πώς δεν τα ξέρουμε και όλοι έχουμε γίνει μια παρέα σα να μη συμβαίνει τίποτα…Αμ δεν είναι έτσι αθώα τα πράγματα. Κάποιοι φταίνε που γίναμε από χίλια χωριά. Τόσος κόσμος ξεκληρίστηκε».

«Και τι ήθελες να κάνουμε; Ξεχνάς ότι τότε που οι αρμόδιοι αποφάσισαν να φτιάξουν το φράγμα και να μας πάρουν τα χωράφια, ήταν χρόνια δικτατορίας και δύσκολα μπορούσες να διαμαρτυρηθείς;», απάντησε ο γραμματέας του Συλλόγου από καθήκον για να μη χαλάσει η γιορταστική εκδήλωση.

Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο. Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’60, όλοι προσπαθούσαν να φύγουν από το χωριό, να πάνε στην ξενιτιά ή έστω στην Αθήνα, να έχουν ένα σταθερό μεροκάματο για να ζήσουν την οικογένειά τους. Λίγα τα εισοδήματα του χωριού, δεν άφηναν περιθώρια για πολλά σχέδια και όνειρα. Οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάποιο είδος αυτάρκειας στα σπιτικά τους με τα σιτηρά, με τα κηπευτικά με την κτηνοτροφία. Κατάφερναν να καλύψουν τα υπόλοιπα έξοδα της οικογένειας με την πώληση κάποιων προϊόντων κυρίως με τη σταφίδα, με το στάρι, με το γάλα. Αλλά για το μέλλον των παιδιών τους δεν έβλεπαν προοπτική. Η κύρια επιθυμία τους ήταν το πώς να «πιαστούν» από το κράτος, να έχουν κάποια θέση στο δημόσιο, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Οι κομματάρχες της περιοχής έλεγχαν όλες τις προσβάσεις προς τους πολιτικούς και κοιτούσαν μόνο τα συμφέροντα των δικών τους παιδιών. Οι άλλοι ήταν αποκλεισμένοι. Έτσι τα χρήματα από τις αποζημιώσεις, φάνηκαν να κλείνουν κάποιες «τρύπες», κάποια καλή παντρειά, κανένα οικόπεδο στην Αμαλιάδα, κανένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Αργότερα βέβαια όλοι αντιλήφθηκαν ότι οι αποζημιώσεις ήταν πολύ μικρές…

« Μάς πήραν την περιουσία μας τζάμπα. Ίσως γιατί πιάναμε πρώτη φορά τόσα λεφτά στα χέρια μας. Και μην ξεχνάτε ότι μας έτρωγαν τα βερεσέδια και πιστέψαμε ότι είχαμε καλοπληρωθεί. Και τελικά τα λεφτά εξανεμίσθηκαν και εμείς μείναμε χωρίς περιουσίες. Άλλωστε τί καταφέραμε; Οι περισσότεροι έγιναν θυρωροί σε πολυκατοικίες στη Αθήνα και αγόρασαν κάποιο μικρό υπόγειο διαμέρισμα που δεν το έβλεπε το φως του ήλιου. Που να χωρέσουν τόσα όνειρα εκεί μέσα…». Τώρα είχε μπει στη συζήτηση ο κυρ-Γιώργος , που πάντα οι κουβέντες του ήταν ζυγισμένες και όλοι τον άκουγαν στο χωριό.

«Τόσα χωριά επλήγησαν πάνω από δεκαπέντε», ανταπάντησε αμέσως ο γραμματέας, «κανένας δεν κινήθηκε, που να κάνεις συλλαλητήριο εκείνα τα χρόνια. Το 1968 μην ξεχνάτε ότι η χούντα ήταν πολύ σκληρή». Ο πρόεδρος γνώριζε ότι δύσκολα θα σταματούσε η ένταση. Σκεφτόταν να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές. Επέλεξε μια άλλη λύση.

«Ίσως φίλοι μου να είναι προτιμότερο να συζητήσουμε τη σημερινή κατάσταση και να δούμε πώς πορευόμαστε. Δε βγαίνει τίποτα με το να μαλώνουμε για το χθες. Ας τα αφήσουμε αυτά για τις συνάξεις του Συλλόγου. Ας χαρούμε τη σημερινή ημέρα. Πατάμε τα χώματα του χωριού μας μετά από τριάντα χρόνια. Λίγο είναι αυτό; Βέβαια όσοι χάνουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τις χάνουν από πολέμους ή από φυσικές καταστροφές, ενώ εμείς τη χάσαμε από την ανάπτυξη και τα τεχνικά έργα.Ποιος ξέρει, ίσως να είναι και αυτά ανώτερες δυνάμεις… Εσύ μπάρμπα-Μήτσο τι λες;». Ρώτησε αμέσως ο πρόεδρος, γιατί ήξερε πως ο λόγος του ήταν μετρημένος.

Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν αποφάσιζε να απαντήσει. Συμβαίνουν τόσα πολλά στη ζωή του ανθρώπου… Από ένα σημείο και μετά δύσκολα τα κατανοεί και ακόμα πιο δύσκολα τα εξηγεί. Όλα αυτά τα χρόνια ταλαντευόταν. Αυτός θα ήθελε να ήταν στο χωριό όπως παλιά. Μεροδούλι-μεροφάι δεν τον ένοιαζε. Δύσκολα χρόνια μα ήταν απλές οι εποχές. Τα παιδιά του όμως τί θα γίνονταν; Προκόψανε και γίνανε σπουδαίοι. Έτρεμε στην ιδέα να έμεναν και αυτοί αγρότες στο χωριό. Πάντα ήθελε να φύγουν από τις λάσπες.

«Τι τα θες, η ζωή αλλάζει», σκέφθηκε. Μα ο ψίθυρος της φωνής του ακουγόταν και στους άλλους.
«Η μνήμη γεφυρώνει το χθες με το σήμερα, αλλά ευτυχώς κριτής δεν βγαίνει το χθες…»

Έπεσε πάλι στη σιωπή, γιατί ήξερε ότι αυτά που βασάνιζαν την ψυχή του καθενός, που στριφογύριζαν στο μυαλό όλων, ήταν σφραγισμένα με τον πόνο της σιωπής. Στενοχωριόταν ωστόσο που έβλεπε να μένουν οι συγχωριανοί του στις αρνητικές όψεις της ζωής. Γι αυτό σηκώθηκε όρθιος για να τους βλέπει όλους και είπε με αποφασιστικό τόνο: «Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι συναντηθήκαμε. Πατήσαμε εκεί που νοιώσαμε τη ζωή μας να ανθίζει. Τι πιο ωραίο στους ανθρώπους να επικοινωνούν μεταξύ τους με αυτά που έχουν βαθιά μέσα στο μυαλό τους. Να μη μας τρώει η μοναξιά».

Και όταν άρχισε ο χορός, σηκώθηκε με την πρώτη αφορμή, για να βγάλει τον καημό που τον βάραινε. Να πει όλο του το σώμα ό,τι η γλώσσα δε μπορούσε. Άλλωστε θυμόταν ότι παλιά στο χωριό σέβονταν τους ανθρώπους που έπιναν. Ήταν άνθρωποι της παρέας, βοηθούσαν όσους είχαν πιο πολλές ανάγκες από τους άλλους, δεν είχαν πάρε-δώσε με την χωροφυλακή για τον τάδε ή τον δείνα, όπως έκαναν οι «προεστοί» του χωριού, κερνούσαν ακόμα και όταν δεν είχαν να ψωνίσουν για το σπίτι. Άμα περνούσε μάλιστα κανένας ξένος, καβαλάρης ή πεζοπόρος, από τη γειτονιά τους, σκοτώνονταν ποιος θα τον πάρει στο σπιτικό του, για να μοιρασθεί τη φτώχεια του.

Ο χορός και το γλέντι έβγαλε στην επιφάνεια όλες τις καλές όψεις των ανθρώπων του χωριού. Τραγούδια του τραπεζιού, παλιά δημοτικά, ιστορίες και περιστατικά, έρωτες και παντρολογήματα άλλαζαν διαρκώς σειρά παρασύροντας μικρούς και μεγάλους στη μέθη της χαράς. Το χωριό εύκολα διασκέδαζε τα παλιά χρόνια. Τα πανηγύρια του ήταν φημισμένα και ερχόταν πάντοτε πολύ κόσμος από τα γύρω χωριά.
«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, το τόνιζαν με νόημα οι παλιότεροι», βροντοφώναξε όλο ενθουσιασμό ο Βασίλης.

«Και είχαν δίκιο. Πού να βγει πέρα η σκληρή δουλειά, οι δανεικαριές, το ξενοδούλεμα, αν δεν έπαιρνε ανάσες χαράς η ψυχή του ανθρώπου», υπερασπίστηκε την καλή παράδοση του τόπου ο κυρ-Κώστας, που τώρα καταλαγιασμένος από το κρασί και τις ευχές είχε εγκαταλείψει κάθε ίχνος γκρίνιας.

Σαν κόντευε να τελειώσει η μέρα, ο μπαρμπα-Μήτσος κίνησε πάλι για τα χαλάσματα του σπιτιού. Ήθελε να δει το ηλιοβασίλεμα από το μέρος εκείνο, που το έβλεπε χρόνια και χρόνια. Το δυτικό μέρος του ουρανού ήταν το αγαπημένο του. Γιατί συνδεόταν με το τέλος της ημέρας, με το τέλος της δουλειάς και της κούρασης. Γιατί θα μαζευόταν όλη η οικογένεια στο σπίτι γύρω από τζάκι το χειμώνα ή έξω στη φρατζάτα το καλοκαίρι. Και από κοντά ήταν η προσμονή του καφενείου, όπου θα κουβέντιαζαν τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα του χωριού, θα άκουγαν τα νέα από αυτούς που είχαν πάει στην πόλη, θα σχεδίαζαν για τις σοδειές, θα μάθαιναν τα μαντάτα από τους ξενιτεμένους, θα έπαιζαν κολιτσίνα, θα έπαιρναν πληροφορίες για τις τιμές των προϊόντων, θα έπιναν κανένα ποτηράκι κρασί, θα θυμόνταν τους παλιότερους.

Κοιτούσε τον ορίζοντα. Το σμίξιμο γης και ουρανού πάντα του κέντριζε τη φαντασία. Αυτό το σχήμα των λόφων που το στεφάνωνε ο ήλιος το βραδάκι το κουβαλούσε πάντα στο μυαλό του, άλλωστε η πόλη δεν είχε ορίζοντα ούτε και ηλιοβασίλεμα. Ήταν η ζωντανή η παντοτινή μνήμη του, ο πίνακας που στοχαζόταν. Ήταν το αιώνιο παρόν του.

Γλύκαινε ο ήλιος όσο πλησίαζε τη λοφογραμμή, γλύκαιναν και οι συλλογισμοί, πλημμύριζε η σκέψη του από νοσταλγίες. Αυτή τη στιγμή δεν ένοιωθε τίποτα άλλο. Γευόταν μόνο τον εαυτό του. Η ανάμνησή του είχε γίνει ένα με το όνειρό του. Γοητευόταν που το παρελθόν ανακατευόταν με το μέλλον και του δώριζαν την αίσθηση του ατέλειωτου παρόντος. Βυθιζόταν στις σκέψεις και ένοιωθε ότι αιχμαλώτιζε τον χρόνο, τον παλιό και τον τωρινό.

Στον πατέρα του είχε πει κάποτε, πριν ακόμα πάει στο σχολείο, πως ο ήλιος είναι ένα μεγάλο μπαλόνι με πολλά χρώματα. Και μόλις αγγίξει το λόφο, σπάζει και χύνονται και ανακατώνονται τα χρώματα και έτσι γεμίζει αυτό το μέρος του ουρανού. Ο πατέρας του είχε χαμογελάσει με ικανοποίηση και έδειχνε να συμφωνεί. Και με αυτό το περιστατικό συλλογιζόταν πως η φαντασία δεν ομορφαίνει μόνο τα όνειρα, αλλά μας ισορροπεί της ζωής τις δυσκολίες και κυρίως μας αφήνει ανέγγιχτους στη φθορά του χρόνου. Αυτή την παιδική εξήγηση, την κουβαλούσε πάντα στο μυαλό του, γιατί τον βοήθησε για πρώτη φορά στο δικό του ξεμάγεμα του κόσμου.

Όταν ο πορτοκαλί δίσκος του ήλιου έγλειφε την καμπύλη του λόφου, τον κοιτούσε κατάματα. Απολάμβανε το απαλό βούτηγμα του ήλιου και κρατούσε αυτή την εικόνα σα μια ρίζα της ζωής του.

Ο ορίζοντας ήταν ολόιδιος με αυτόν που είχε συνέχεια μέσα στο μυαλό του. Πρόσεξε αυτό το κομμάτι του ουρανού. Είχε πλημμυρίσει χρώματα. Το βιολετί και το μενεξεδί ανακατεύονταν παίζοντας την τελευταία παράσταση της λάμψης του ήλιου. Και μετά γίνονταν μοβ, όλο και πιο καφετί, όλο και πιο σκούρα Και απλώθηκαν και γέμισαν όλη τη δύση. Ήταν όλα τα χρώματα. Ήταν τα χρώματα της μνήμης του.
«Όλα υπάρχουν, τίποτα δεν έχει χαθεί», μονολόγησε, και κίνησε να βρει τους άλλους…

***

Νεράιδες λυγερές,
προσφυγοπούλες του καιρού μας και σεις,
κόρες αέρινες, ονειρικές μορφές
κοπιάστε πάλι στης λίμνης τα νερά.

Λυγαριές ανθισμένες,
γκριζοπράσινες νυφούλες της Λουκιάς
φουντωμένες κοπελιές καλοκαιριού
ξεδιψάστε στα ρηχά νερά, στα αλώνια.

Ρείκια του αδάμαστου καημού
χιλιοτραγουδισμένα απ’ τα αγόρια
παιχνιδίστε με το φως του δειλινού
στ’ ανάπαιστο κύμα.

Ηλιε γιορτινέ, στου Ιούλη τα τέλη,
φεγγάρι ολόφωτο και σένα σου κρένω,
γρικάτε ιαχή
απ’ το πλίθινο χώμα:
«τις στέρνες του χωριού ανασηκώστε στο φως
και τα θεμέλια».

Αστέρια, ψυχές του ουρανού,
φωτίστε στις πέτρες ένα μήνυμα
που’ ναι γραμμένο ακόμα:
“Μάνα Παναγιάς, κάνε στην άκρη τα νερά
Μπαλαίοι πρόσφυγες ήλθαν ξανά
ένα αγιοκέρι για Σένα, στα χαλάσματα,
μια ανάσα
λίγη ζωή και σε σένα λησμονημένο Μπαλί”.

 

(Οι στίχοι είναι από το ποίημα “Φως στη σιωπή” του Νίκου Μπαλάση)

 

* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top