Fractal

«Αν η ερημιά είχε φωνή θα ακουγόταν η απελπισία. Οι κραυγές δεν βγάζουν ήχο απαραίτητα»

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης //

 

ta-agalmataΒαγγέλης Χρόνης «Τα αγάλματα και οι ψυχές», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 60

 

Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη, που φέρει τον τίτλο «Τα αγάλματα και οι ψυχές», λειτουργεί έκκεντρα, αναζητεί την ουσία, την κεντρικότητα μίας ποίησης που εγγράφει ή επανεγγράφει μνήμες, που αναπαριστά την συμβολική επανοικειοποίηση του άλλου.. Ο ίδιος ο τίτλος της ποιητικής συλλογής συμπυκνώνει την έννοια (ή την διαδικασία) της συνδιαλλαγής με τον χρόνο, με την συγκρότηση της ταυτότητας, με την ‘ψυχή’ των αγαλμάτων και των λέξεων, κρυφών & φανερών..

Κάθε ποίημα και μία τεθλασμένη πορεία (από το τέλος προς την αρχή),  ένα θραύσμα εντός της ποιητικής επιφάνειας, μία τομή πάνω στην ‘τάξη του διανοητού’, για να παραπέμψουμε και στην Αθηνά Αθανασίου.. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση παρά η ‘ενσάρκωση’ «καθεστώτων» ζωής & χρόνου, μία ιδιαίτερη τεχνική & πάλη με την θνητότητα;

Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη επιδιώκει να διεισδύσει σε γνωστές και άγνωστες πτυχές, ανασυγκροτεί τη λέξη υπό το πλαίσιο ενός δυϊσμού: πάνω στα ‘αγάλματα’, στην ‘κινητική’ και ιστορική τους φορά, και, εντός ψυχής ή ψυχή που διατρέχει το είναι, ατομικό και συλλογικό-κοινωνικό. ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ συνιστούν το μύθευμα που διατρέχει την κανονικότητα, την εναλλαγή ‘φωνών’, την μετατόπιση προς διευρυμένα πεδία, την εκ νέου «κατασκευή» της μνήμης-εικόνας, την λιτότητα στη φόρμα η οποία και προβάλλει εντός πολλαπλότητας..

«Αναδιφώντας το παρελθόν σκοντάφτεις σε φωτογραφίες και σε παλαιά σημειώματα. Αυθόρμητα ή υποκριτικά χαμόγελα πόζες στοχαστικές αισιόδοξες και ονειροπόλες σκέψεις. Σήμερα μετανάστες του ίδιου μας του εαυτού με μειωμένες προσδοκίες για τον επόμενο προορισμό που άγνωστος προβάλλει. Οι φωτογραφίες μας ελάχιστα μας απασχολούν και οι σκέψεις δέσμιες της μνήμης είναι».[1]

Ένα «παίγνιο» μνήμης η ποίηση, ένα συμβάν που εμμένει υπό τη ‘μορφή’ λέξεων και αναλύσεων. ‘Αναδιφώντας το παρελθόν’, ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης ανατέμνει τα όρια του εαυτού, ανασύρει στην επιφάνεια στοιχεία μίας ποιητικής εντοπιότητας, τείνει να προσδιορίσει τα όρια του φόβου, συναρθρώνει μία μνήμη στοχαστική με διάστικτες στιγμές που μεταβάλλουν το σώμα: στιγμές φυγής, απόρριψης, δεκτικότητας, στιγμές συγκρότησης της υποκειμενικότητας ή του υποκειμενικού εαυτού που όταν ‘σωπαίνει ομιλεί’.. «Σήμερα μετανάστες του ίδιου μας του εαυτού», αναφέρει ο ποιητής», «μετανάστες» εντός και εκτός επικράτειας, εντός και εκτός ορίων, εντός και εκτός ταυτοτικής γνώσης, εντός και εκτός κρίσης.. Είναι ο εαυτός που ανασυγκροτείται διαρκώς.

Η διαδικασία της εμβάθυνσης στο παρελθόν συνιστά την διαδικασία εμβάθυνσης σε μία ποίηση υποκειμενική, η οποία, αφενός μεν εγκαλεί την εικόνα, αφετέρου δε εγκιβωτίζει περιεχόμενο στα ιστορικά διάκενα, στα διακοπτόμενα συμβάντα. Η ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη «τρέφει» & «τρέφεται» από την πορεία του ‘χρονίζοντος’ εαυτού, από την ίδια την αναπαραγωγή μίας καθόλα γειωμένης ενδεχομενικότητας, από την στάση στο οικείο αλλά και στο άγνωστο, από την έγκληση συναισθημάτων: επιθυμίες, πάθη, ύφος & ήθος ανθρώπινο, το βάρος της «γυμνότητας», η μαρτυρική ρήξη της ύπαρξης, η φυγή και η επιστροφή στο βάρος και στο ανίερο πεδίο της ποίησης..

Και οι φωτογραφίες παραμένουν διότι δεικνύουν το σώμα, κάτι που προϋπήρξε ως προσδοκία και ως αντίσταση.. Ο ποιητής αφήνει το χρόνο και το προτσές του χρόνου να διατρέξουν την ποίηση του, ‘τα αγάλματα και τις ψυχές’, αφήνει μία επισφάλεια να καταστεί ‘εργαλείο’ επανάκτησης της μνήμης.. Ή, ορθότερα, συγκροτεί περιβάλλοντα μίας μνήμης σωματικής, που ορίζεται υπό και με τον άλλον.. Η εμφάνιση της φωτογραφίας είναι η απεικόνιση των πολλών προσωπείων που «ενδύεται» το υποκείμενο και η ποίηση..

«Πόσο γήινοι είμαστε. Ο πυκνός ορίζοντας της νύχτας και η μυρωδιά της υγρής γης απομακρύνουν επιλεκτικά τις επιθυμίες της ημέρας υπό μορφήν διαλείμματος. Τα ουράνια τόξα τις νύχτες αναπαύονται».[2]

Ο Βαγγέλης Χρόνης ενσωματώνει την ποίηση του στο πεδίο πρόσληψης του γίγνεσθαι: «γήινοι» & φθαρτοί οι άνθρωποι, σε μία πλαισίωση σχεσιακότητας, κοινής και διαφορετικής αντίληψης, ζωής και θανάτου.. Η ποίηση σε αυτό το σημείο ‘σωματικοποιείται’, ‘συλλαμβάνει’ το φευγαλέο, την κινούμενη επιθυμία, την τάση για αλλαγή, το μέτρο και την υπερβολή, την προοπτική και την προοπτική εξαφάνισης.

«Ο πυκνός ορίζοντας της νύχτας και η μυρωδιά της υγρής γης απομακρύνουν επιλεκτικά τις επιθυμίες της ημέρας υπό μορφήν διαλείμματος». Επιθυμίες που εγγράφονται και κινούν το σώμα, την εναλλαγή του χρόνου και των σημάνσεων-συνηχήσεων του, τα πεδία της μνήμης και της α-μνησίας..

Και σε μία στιγμή προσδιορισμού της δικής του αλήθειας, γράφει ο ποιητής: «Γοητευτική η δημοκρατία της μοναξιάς ή της σκέψης για την μοναδικότητα και την δυσκολία της υφαρπαγής της, της ανάγνωσης και της ερμηνείας. Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι».[3]

Η ποίηση του εγγράφει τα ίδια χαρακτηριστικά-όψεις του επώδυνου, του λεκτικού «μαρτυρίου».. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ο ποιητής ανοίγεται αυτό που οι Didier Fassin και Richard Rechtman ονομάζουν «αυτοκρατορία του τραύματος». Ένα τραύμα διευρυμένο, ανοιχτό στις απολήξεις της μνήμης, της βιωματικής ποίησης και της «κατηφορικής» της διάστασης. «Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι» γράφει ο Βαγγέλης Χρόνης, προσλαμβάνοντας την ουτοπία και την δυστοπία, το ένστικτο και την δυνατότητα της ποίησης να ρηγματώνει.

 

Βαγγέλης Χρόνης

Βαγγέλης Χρόνης

 

Εντός του πεδίου της «αυτοκρατορίας του τραύματος» δύναται να αποκρυσταλλωθεί η ίδια η έννοια της ποίησης που ‘εργαλειοποιεί’ το τραύμα ως θραύσμα, ως χάσμα απέναντι στον εαυτό και στον έτερο ή στους έτερους, που ‘νομιμοποιεί’ τον λόγο-αφήγηση στο όνομα της επικινδυνότητας & της επώδυνης μνήμης.. Η ποίηση δύναται να είναι τραύμα όσο και ανασημασιοδότηση του τραύματος ως κοινή πορεία.. Στη «Δημοκρατία της μοναξιάς» του ποιητή ‘μετουσιώνονται η έλλειψη αλλά και η πληρότητα, η πορεία προς μία δομική συσχέτιση: τη συσχέτιση με την ποίηση και με το νόημα των λέξεων, σε χώρους και σε χρόνους συγκαιρινούς και παρελθοντικούς. ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ επικοινωνούν με προηγούμενες ποιητικές συλλογές του ποιητή, επιστρέφουν στο χθες, ομνύουν στο τώρα, κινούνται προς ένα αδιόρατο μέλλον.

Στην ποιητική συλλογή ‘τα αγάλματα και οι ψυχές’ ο Βαγγέλης Χρόνης συνυφαίνει την διαχρονία (υπό το πλέγμα της επιστροφής) με την συγχρονία, τη μονάδα με το όλον, το βίωμα σε μορφές και πλαίσια δοτικά και ελκτικά.. «Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι» όπως γράφει, αναζητώντας συγκλίσεις και αποκλίσεις. Και ο ποιητής αναζητά την υποστασιοποίηση του εαυτού εντός του «σώματος» της ποίησης, την συγκίνηση και την κινητοποίηση που προσφέρουν η ταυτολογία του σώματος που πονά, η εμβάθυνση σε έναν χρόνο γεγονοτολογικό.

Η ποιητική του πράξη στέκεται σε γεγονότα που τον διαμορφώνουν εκείνη την στιγμή, ή τον έχουν διαμορφώσει. Και θα μπορούσε να ειπωθεί πως μορφή παρηγορίας είναι και η αποδόμηση ή η επιδίωξη γνωριμίας με τον εαυτό και τον άλλον, σε ένα πλαίσιο βαθιάς σχεσιακότητας-υλικότητας.. «Πειραματιζόμαστε και αισθανόμαστε αιώνιοι», έγραψε ο Μπαρούχ Σπινόζα.. Και μία ουσία της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής είναι ακριβώς και το πείραμα με το ανθρώπινο και το διανοητό.. Μία διανοητική άσκηση η οποία και  εγγίζει όρια-άκρα, τις όψεις του φόβου και της προσδοκίας..

‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ ομνύουν σε στιγμές «κρυφής» έκρηξης, τελούν υπό το πρίσμα μίας ‘ζυγιασμένης’ φόρμας, εγκολπώνονται την απορία, τις πράξεις άλλων εποχών & άλλων υποκειμένων.. Αν το άγαλμα συνιστά μορφή τέχνης, την προσπάθεια μίας συνομιλίας και μίας διαρκούς τάσης προς την ‘επανανθρωποίηση’, η ψυχή συντίθεται από διάσπαρτες λέξεις, από τα προτάγματα που θέτει η ποίηση.. Και η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη διαβάζεται εντός της ιστορίας της κρίσης..

Μία ερώτηση: «Και τώρα; Τώρα γράφουμε ένα ποίημα Για σένα και για όλους. Και τι θα πρωτοπούμε; Ότι ακόμη γευόμαστε. Τίποτα παραπάνω».[4] Αυτή θα μπορούσε να είναι η όλη ουσία της ποιητικής συλλογής και της ποίησης: η γεύση, η ιδιαιτερότητα του εφικτού και του ανέφικτου, του μαρτυρίου και της λύτρωσης σε ισόποσες δόσεις.. Λέξεις-νοήματα για κάθε ιστορική εποχή-αλληλουχία. «Τα κρινάκια της Παναγίας η Δήμητρα τα έσπειρε στην άνυδρη ακτή. Την ευωδιά τους ο Ποσειδώνας και ο Άγιος Νικόλαος απολαμβάνουν μαζί με τους θνητούς».[5]

Ποιήματα σε «άνυδρη ακτή», που προτάσσουν μία νέα κουλτούρα.. Ο ποιητής προχωρά θέτοντας διακυβεύματα, αναπέμποντας στο τώρα την αφήγηση, αφήγηση που είναι συνεχής & ελλειπτική, όπως τα αγάλματα και οι ψυχές είναι καθημερινά δοσμένα. Διότι «Μουσικές χωρίς νότες ζωγραφιές δίχως χρώματα στίχοι δίχως λέξεις λόγια βουβά σιωπές παντού σιωπές. Αν αφουγκραστείς κάτι θα ακούσεις κάτι θα δεις κάτι θα διαβάσεις κάτι έστω θα υποπτευθείς. Είναι υπόθεση του νου».[6]

‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ διαβλέπουν έναν τρόπο καταφυγής και συνύπαρξης με την ποίηση.

Και όπως γράφει ο ποιητής από τον Λίβανο Σάουκι Μπζία στο ποίημα του ‘Τα αγάλματα’: «Αν μπορούσες να τα καλέσεις Θα μπορούσες και να τα ζωντανέψεις Θα μπορούσες επίσης να διεκδικήσεις Την κηδεμονία τους από τον θάνατο Γιατί δεν υπάρχει ζωή Αν δεν την καλέσεις εσύ ο ίδιος».[7] Οι ποιητές επικοινωνούν διεκδικώντας το χθες και το αύριο, την κληρονομικά των αγαλμάτων που ξέρουν να ζητούν.

O Βαγγέλης Χρόνης ανατρέχει στην πρώτη ύλη της ποίησης: τη λέξη (τις λέξεις) δίχως περιστροφές.

__________________________________

 

[1] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Αναδιφώντας το παρελθόν’, Ποιητική συλλογή, ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2016, σελ. 26.

[2] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ουράνια τόξα…ό.π, σελ. 37.

[3] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης ‘Η Δημοκρατία της μοναξιάς…ό.π, σελ. 42.

[4] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης ‘Και τώρα…ό.π, σελ. 50.

[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η σπορά της Δήμητρας…ό.π, σελ. 48.

[6] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Υπόθεση του νου..ό.π, σελ. 21.

[7] Βλέπε σχετικά, Μπζία Σάουκι, ‘Τα αγάλματα’, Ανθολογία  Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης, Έρευνα, επιλογή, πρόλογος, επιμέλεια και μετάφραση από τα αραβικά Κουμούτση Πέρσα, Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα, 2016, σελ. 73.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top