Fractal

Διήγημα fractal – “Συνάντηση στο «Χάραμα»”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

 

Ήταν μια υπέροχη, ασέληνη, ήσυχη νύχτα, η πιο απαλή και τρυφερή αυγουστιάτικη νύχτα εκείνου του ελληνικού καλοκαιριού. Μέρες ολόκληρες διατυμπάνιζαν όλα τα Μ. Μ. Ε. και παρότρυναν, για δικούς τους λόγους, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, το κοινό να βγει και να απολαύσει τη χρυσή βροχή των αστεριών.

Εκστασιασμένη η Μαρία μετρούσε τ’ αστέρια που έπεφταν χρυσή βροχή από τον ουρανό και χάραζαν με φωτεινές ραβδώσεις το μπλάβο στερέωμα. Μετρούσε τα πεφταστέρια και ο νους της πετούσε, ταξίδευε μακριά. Κάπου βαθιά στον ορίζοντα διέκρινε ένα φωτεινό σημάδι που της έγνεφε. Πάντα της έγνεφε ένα φως, άγνωστο από πού ερχόταν.

Όμοιο με επίμονο άγγιγμα τρυφερότητας ήταν το αναπάντεχο τηλεφώνημα στην καρδιά της τρυφερής εκείνης νύχτας του Αυγούστου που την έφερε αντιμέτωπη με το παλιωμένο αίσθημα. Τον είχε ξεχάσει; Αναρωτήθηκε. Όχι, δεν τον είχε ξεχάσει, αν και το επεδίωξε, ύστερα από τόσα χρόνια σιωπής και εξαφάνισης. Είχε βάλει στη θέση του άλλα ενδιαφέροντα, είχε γεμίσει τη ζωή της με πραγματικότητες. Τα όνειρα και τις προοπτικές τα κεντούσε στον καμβά με χρωματιστές και με χρυσές κλωστές. Όμως την ελπίδα και τις προσδοκίες τις έκρυβε με ευλάβεια βαθιά στην καρδιά της.

Ήταν ο Πέτρος. Τον αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή που τον άκουσε από τη χροιά της φωνής του. Δεν μπορούσε, δεν ήθελε να πιστέψει πως ήταν εκείνος ύστερα από τόσα χρόνια βουβά κι αμνημόνευτα.

Ένα τραχύ και μυτερό βέλος πίκρας και θυμού μαζί τρύπησε φαρμακερή περόνη τα σωθικά της. Η ξαφνική εμφάνιση του Πέτρου, η συνάντηση με το παρελθόν και με το πεπρωμένο της, ίσως, ανατάραξε το πλήθος των ανέκφραστων, την αναστάτωσε. Τη συνεπήρε ο γλυκασμός της αναπόλησης κι απόμεινε να τον ακούει σιωπηλή χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη, ενώ εκείνος σαν έτοιμος, προετοιμασμένος από καιρό και αποφασισμένος να μπει ξανά στη ζωή της δεν έχασε την ψυχραιμία του.

«Έχω την αίσθηση πως είσαι ακόμα καθισμένη στο πλατύσκαλο. Ζω με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ακόμα στην αρχή. Κρατώ εκείνη την εικόνα σου όπως ένα παλιό χρεόγραφο, μια οφειλή. Κάθε φορά που έρχεσαι στη μνήμη μου σε βλέπω σκυμμένη στο εργόχειρο να συναρμόζεις τις ψηφίδες στο μωσαϊκό των αναμνήσεων. Γύρισα αποφασισμένος να σε συναντήσω, να σε ιδώ, να σε κοιτάξω μέσα στα μάτια, να σ’ αγκαλιάσω, να σε σφίξω πάνω μου, να σου μιλήσω. Έχω τόσα πολλά να σου πω. Να σου ιστορήσω όλα τ’ ανείπωτα που με βαραίνουν για να τελειώσεις επιτέλους το εργόχειρο. Δεν περιμένει άλλο ο καιρός, με βιάζουνε τα λόγια τα ανείπωτα. Έχω απόλυτη ανάγκη να συναντηθούμε. Αύριο στις τρεις το μεσημέρι, δεν έχει αναβολή, μπροστά στο βιβλιοπωλείο, ΧΑΡΑΜΑ», είπε κι έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.

Ήταν βέβαιος πως η Μαρία δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Και θα πήγαινε να τον συναντήσει. Ας ήταν κι από περιέργεια.

«Ήρθες αργά, πολύ αργά. Στο σταθμό που σε περίμενα δεν κατέβηκε κανείς. Το τρένο της αναμονής προσπέρασε σφυρίζοντας απανωτά δυναμώνοντας το κρύο που

πολιορκούσε ώρες νύχτιες την αντοχή και την υπομονή μου. Δεν ήρθες και ποτέ σου δεν με διεκδίκησες, από υπερηφάνεια και προκατάληψη. Έκανες την εμφάνισή σου τώρα πού όλα έχουν αλλάξει, και σε προσπέρασα», ψέλλισε κουνώντας το κεφάλι της η Μαρία. «Σε προσπέρασα;» αναρωτήθηκε.

Απόμεινε ορθή κρατώντας το ακουστικό της ανοιχτό με τον απόηχο της φωνής του στο αφτί, λες και της μιλούσε ακόμα, τρέμοντας από συγκίνηση και ταραχή.

Συναντήθηκαν έξω από το Χάραμα. Ήταν εξαίσια τραγική, συγκλονιστική η πρώτη τους ζωντανή συνάντηση. Σαν να έρχονταν και οι δύο από ένα μακρινό, θαμμένο στην ομίχλη παρελθόν, σαν να έβγαιναν μέσα από τούνελ χιλιομέτρων τυλιγμένοι με καταχνιά, αγνώριστοι και ουδέτεροι, δυο ξένοι.

Καθένας κουβαλούσε τη δική του ιστορία, τα δικά του πάθη και τα παθήματά του, τις εμπειρίες, τις χαρές και τις λύπες, τις αναστολές του, τις παραλείψεις και τα λάθη. Έβλεπε ο ένας στα μάτια του άλλου το είδωλο του προσώπου του κέρινο ομοίωμα ή τσαλακωμένο παλιόχαρτο με ραγισμένα, στραπατσαρισμένα τα σημάδια εκείνου που υπήρξε κάποτε. Κάθισαν σ’ ένα ταβερνάκι απόμερο. Πήραν κάτι πρόχειρο κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.

«Ποτέ μου δεν σε ξέχασα. Πάντα ονειρευόμουνα ετούτη τη στιγμή», εκείνος.

«Είχες αφήσει περιθώρια στην ψυχή σου για μένα;» ρώτησε, αμήχανα μάλλον, προσπαθώντας να πει κάτι, η Μαρία.

«Δεν έχεις αλλάξει, δεν σε άγγιξαν τα χρόνια που έχουν περάσει, οι περιπέτειες της ζωής σου», παρατήρησε ο Πέτρος .

«Έτσι λες; Τα φαινόμενα, συνήθως, απατούν. Τι να λέμε τώρα. Πάντα σκυμμένη στον καμβά, κεντώντας αστερισμούς τα χρόνια μου με βελονιές, έχασα με τον καιρό την αίσθηση του χρόνου. Να ’ξερες πόσον πόνο κουβαλούν οι βελονιές, πόσον ιδρώτα έχω χύσει στην ανάμνηση σπρώχνοντας τον καιρό προς ένα αβέβαιο μέλλον και πάντοτε σκοντάφτω στο αδιέξοδο; Τι μένει από κει και πέρα; Πες μου; Τι έχει απομείνει, στις αποσκευές που κουβαλάω, για σένα μια ζωή; Έχεις ακόμα την έπαρση εκείνη που σ’ έκανε να νιώθεις πιο ψηλός, έτοιμος να κατακτήσεις τα πάντα; Είναι πάρα πολύ αργά πια, δεν γίνεται με δεκανίκια, με πρόσθετα υποστυλώματα να ξεγελάσουμε τον χρόνο που σωριάστηκε στα κόκαλά μας».

«Ποιο χρόνο…», ψέλλισε ο πρόωρα γερασμένος άντρας.

«Την απόσταση, εννοώ, το κενό καλύτερα, που μπήκε απρόσκλητα ανάμεσά μας. Δεν νιώθεις, αλήθεια, την παγωνιά που μας τυλίγει; Μένεις σ’ εκείνο το σκαλί που με πρωτόειδες να κεντάω τα όνειρα και τις ελπίδες μου στον καμβά των αναμνήσεων;»

«Κάπως έτσι», είπε.

«Ατελείωτο μου μένει ακόμα, ξέρεις, το παλιό μου τάμα. Σαν τον μεγάλο έρωτα, το πάθος που δεν βρήκε διέξοδο. Ίσως γι’ αυτό κεντάω αστέρια, στραγγαλισμένα όνειρα, ποικίλα ζωγραφώ εδέσματα στους τοίχους των παμπάλαιων οικογενειακών οίκων που κληρονόμησα».

Δεν έδωσε διόλου σημασία. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. Σαν να ήταν αλλού ο νους του

«Ήταν ανάγκη να συναντηθούμε, είχα σφοδρή επιθυμία να σε ιδώ, ας είναι και για τελευταία φορά ν’ αγγίξω το κορμί σου, να ρουφήξω το άρωμά σου, να νιώσω την ανάσα σου στο πρόσωπό μου».

Η Μαρία γύρισε αλλού το πρόσωπό της. Δεν ήθελε να βλέπει τις σκληρές πτυχώσεις στη μορφή του.

Ο Πέτρος σαν από αντίδραση ή για να προκαλέσει την προσοχή της, άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τρυφερά το δικό της.

«Αν μέναμε μόνοι σ’ ένα ξερονήσι στο τέλος, θα μπορούσα να ελπίζω;» εκείνος.

«Λες;» άφησε αιωρούμενη στο κενό της αβεβαιότητας την πιθανότητα η Μαρία.

«Μια υπόθεση κάνω», εκείνος.

«Μόνο στα ρομαντικά μυθιστορήματα συνέβαιναν αυτά, αγόρι μου».

«Μακάρι να ήμουν το αγόρι σου!» είπε ο Πέτρος και άλλαξε ύφος, «φευ! Πώς έγινε έτσι η ζωή μας, πώς!»

«Τι αστείο! Παρήλθε η εποχή των ερώτων », ψέλλισε σαρκαστικά η Μαρία.

Και τον τύλιξε μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο όψιμης ανοχής και πρόσκαιρης κατανόησης.

«Μικρή μου αγαπημένη!» αναστέναξε από βάθους καρδίας ο Πέτρος.

«Εκεί είσαι ακόμα», γέλασε η Μαρία και ρούφηξε με ηδονή και την τελευταία σταγόνα του κρασιού που είχε το ποτήρι της. «Πολύ ωραίο κρασί. Αν πιω άλλο ένα ποτήρι θα μεθύσω και τότε τι θα λέω!» έκανε με μια στυφή γκριμάτσα.

«Μακάρι να μεθούσαμε. Αλλά από έρωτα», τραγάνισαν με σαδισμό τη φράση τα κιτρινισμένα από τον καπνό δόντια του.

Και σώπασε. Δεν τόλμησε να προχωρήσει. Ήταν πλέον ανώφελο. Είχαν φτάσει στο ακρότατο σημείο του καθορισμένου χρόνου. Έχασκε το αχανές διάστημα, το κενό που ήταν ήδη ανοιγμένο ανάμεσά τους.

Σηκώθηκαν και βάδισαν ίσαμε τη διασταύρωση των οδών Μητροπόλεως και Βουλής. Εκεί άλλαζαν οι δρόμοι τους, χωρίστηκαν χωρίς να πούνε λέξη, με μια ψυχρή χειραψία σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ τίποτα μεταξύ τους και δεν υπήρχε πιθανότητα να ξανασυναντηθούν. Όπως δυο ξένοι που συναντήθηκαν τυχαία κι αντάλλαξαν πέντε κουβέντες κι ύστερα ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Όπως δυο ξένοι. Ή, μήπως όχι;\

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top