Fractal

Διήγημα Fractal: “Συμβατικότητες και αδιακρισίες”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

Σχεδόν δύο μήνες από τον χωρισμό με τον σύντροφο των νεανικών μου χρόνων. Μία νεώτερη και προφανώς ομορφότερη είχε κατορθώσει να σβήσει ό,τι είχε διαμειφθεί τα είκοσι χρόνια της κοινής μας ζωής. Συνηθισμένο γεγονός που δεν παύει να προκαλεί θυμό και πόνο σ’ όποιον το βιώνει.

 

Περιέφερα τη θλίψη μου στους τόπους που περπατήσαμε μαζί με τον Πέτρο στην αρχή του έρωτά μας.

Κοντά στο Συντριβάνι συνάντησα τον Φίλιππο, παλιό συμφοιτητή, κάποτε ερωτευμένο μαζί μου, καθηγητή τώρα στη Νομική, που γύριζε από κάποιο μάθημα. Αγκαλιαστήκαμε καθώς του έλεγα ευχές για τη προαγωγή του, χωρίς να τις συνοδεύω  με ανάλογη χαρά, όπως θα έπρεπε. Από αμηχανία, για να πω κάτι, τον ρώτησα: ”πως είναι η Μάρθα;” Δεν απάντησε, μου φάνηκε κάπως ανήσυχος, με τράβηξε από το χέρι: ”Πάμε να πιούμε κάτι ζεστό, έχεις νέα του Πέτρου;” Ούτε εγώ του απάντησα. Καθίσαμε σ’ ένα φοιτητικό καφέ κοντά στην Καμάρα.

”Τελικά τον άνθρωπο τον καταλαβαίνεις όταν ζήσεις για κάποιο χρονικό διάστημα μαζί του, στον ίδιο χώρο”, είπε μόλις κατέβασε την πρώτη γουλιά του ιρλανδέζικου καφέ. Είχε ανάγκη από κάποια ποσότητα αλκοόλ για να αναστείλει τις αναστολές του. Έμενα σιωπηλή. Ποτέ δεν μου άρεσε να εκμαιεύω πράγματα που ίσως δεν θέλουν να ειπωθούν. Τον άφησα να επιλέξει ό,τι ακριβώς αποφάσιζε να μου εκμυστηρευτεί από τη σχέση του με την νεαρή Μάρθα, την οποία προφανώς αφορούσε το σχόλιο. Ήταν ο μεγάλος όψιμος έρωτάς του, με την εικοσιπεντάχρονη αρχιτεκτόνισσα. Δεν είχε κάνει οικογένεια.

”Η αρχή έγινε από σένα… θυμάσαι; σ’ εκείνη την πρώτη έξοδό μας με τον Πέτρο.   Είχα θυμώσει μαζί της με την έλλειψη διακριτικότητας που σου φέρθηκε. Την πείραξε που της το είπα και στη συνέχεια μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύστροπη και πιο αδιάκριτη προς όλους. Με ενοχλούσε η συμπεριφορά της αλλά βλέπεις… ο έρωτας… ”, στα χείλη του έσκασε ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.

”Τις γιορτές επισκεφθήκαμε τον πατέρα μου που ζει με την οικογένειά του στο Μόναχο. Ήταν απαράδεκτη, κυρίως προς τη νέα σύζυγο του πατέρα μου, που είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Στην αρχή το απέδωσα ότι συμπαθεί τη μητέρα μου, που ήταν καθηγήτριά της στο Πολυτεχνείο, όμως στη συνέχεια ήταν αδικαιολόγητη. Περιέστρεφε διαρκώς τη συζήτηση στην απιστία σαν να έστηνε τον πατέρα μου σ’ έναν τοίχο και τον πυροβολούσε με τους υπαινιγμούς της. Κατέστρεψε τις διακοπές μας και στη συνέχεια όλη τη σχέση μας. Έψαχνε για στηρίγματα …”

Δεν τέλειωσε τη φράση του. Είχε μια σκυθρωπή όψη. Καθώς μιλούσε τα μάτια του σκοτείνιασαν σαν από ένα βαθύ μίσος κι ύστερα άρχισαν να γυαλίζουν από δάκρυα αναποφάσιστα να εγκαταλείψουν τους βολβούς του.

Αρχικά σκέφθηκα ότι πληγώθηκε και στη συνέχεια: join the club. Ξεστόμισα ένα ”λυπάμαι”, ενώ στο βάθος είχε αρχίσει να με τσιγκλάει ένας χαρούμενος διαβολάκος  που την τιμώρησε για εκείνη την κακόβουλη στάση της απέναντί μου. Με προβλημάτισε αυτό το ποταπό συναίσθημα που δεν κατάφερα να απωθήσω. Δεν ήθελα να είμαι ποτέ αυτό το είδος ανθρώπου.

Κοίταζα έξω από το τζάμι καθώς σκεφτόμουν το πόσο εύθραυστες είναι οι σχέσεις, πως μια λέξη που δεν έπρεπε να ειπωθεί, μία κίνηση που δεν έπρεπε να γίνει κατορθώνουν να δηλητηριάσουν χρόνων έρωτα, αγάπης, απαντοχής. Όλα, ξενύχτια, γλέντια, αστεία που σε κάνουν να γελάς μέχρι θανάτου, μεθύσια που καταλήγουν σε παθιασμένους έρωτες, κοινές αγωνίες για το μέλλον σβήνουν όπως τα ονόματα των εραστών πάνω στην άμμο από την παλίρροια.

Είχα απορροφηθεί από τις σκέψεις μου. Ένιωσα κι εγώ με τη σειρά μου αδιάκριτη που δεν συμμεριζόμουν τη θλίψη του, που δεν του κράτησα το χέρι να του πω δυο λόγια παρηγοριάς, όπως μου είπε εκείνος, όταν είχε πληροφορηθεί τον χωρισμό μου. Τον κοίταξα σαν να ζητούσα συγνώμη. Το πρόσωπό του είχε μεταλλαχθεί σαν να επεξεργαζόταν μια νέα άσχετη με τα προηγούμενα σκέψη.

Δεν έπεσα έξω. Συχνά το ένστικτό μου προδίδει τη λογική μου.

”Έχω παρκάρει δυο στενά πιο πέρα”, είπε. Είχε ανακτήσει τον έλεγχό της φωνής του. Χαμογέλασα. Το χαμόγελό μου τον ενθάρρυνε. ”Πάμε μια βόλτα μέχρι Περαία ν’ αλλάξουμε αέρα;” . ” Γιατί όχι …” είπα με κάποιο δισταγμό, πιο πολύ δεν ήθελα να μας δουν μαζί μετά το χωρισμό του, βρήκα όμως καλή την ιδέα της αλλαγής περιβάλλοντος. Ο καιρός ήταν ήπιος κόντρα στο μετεωρολογικό δελτίο που έδινε αέρηδες βροχές και καταιγίδες.

Μέχρι τα ”Πράσινα φανάρια”  ήμασταν σχεδόν αμίλητοι. Όταν άναψε το πράσινο φως πήρε μια απότομη στροφή αριστερά, αλλάζοντας κατεύθυνση προς Θέρμη, με κίνδυνο να τρακάρει μ’ ένα αυτοκίνητο που έκαψε τα λάστιχά του από το απότομο φρενάρισμα.

”Με συγχωρείς, ξαφνική έμπνευση!”, είπε θριαμβευτικά, με την ελαφρότητα του πετυχημένου μεσήλικα που είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Έκοψε ταχύτητα και με μία κίνηση ζήτησε συγνώμη από τον οδηγό που σταμάτησε πιο τρομαγμένος από μένα κι έκανε το σταυρό του για την τύχη του δευτερόλεπτου που θα άλλαζε τις ζωές όλων μας. Έτρεχε με περιορισμένη ταχύτητα στη συνέχεια. Δυο – τρία χιλιόμετρα μετά κατάλαβε ότι συνήλθα κάπως και έδωσε στίγμα της πρόθεσής του.

”Σκέφθηκα να πάμε καλύτερα στην Κρυοπηγή, είναι όμορφο το χωριό ακόμη και τον χειμώνα. Με την ευκαιρία θα ρίξω μια ματιά στο σπίτι.” Δεν απάντησα. ”Με συγχωρείς σε τρόμαξα. Ήταν ανοησία μου. Είμαι προσεκτικός οδηγός πάντα.”  Χαμογέλασα, δεν ήθελα να χαλάσω την πιθανότητα να ξεφύγω από τη θλίψη μου,  ίσως η Κρυοπηγή να ήταν πράγματι ένας καλύτερος προορισμός.

 

Η παραλία ήταν έρημη. Τα νερά είχαν τραβηχτεί και η ψυχρή γκρίζα θάλασσα σερνόταν τεμπέλικα. Περπατούσαμε πάνω στην υγρή γραμμή που είχαν σκάσει προηγούμενα κύματα.

Πέρα στον ορίζοντα η θάλασσα είχε ενωθεί με τον ουρανό. Μόλις αχνοφαινόταν μια ελάχιστα πιο γκρίζα γραμμή που επιβουλευόταν την ένωσή τους. Κλωτσούσαμε από αμηχανία τα γκρίζα και μαύρα βότσαλα με τις υπόλευκες φλέβες. Δεξιά μας ο  βράχος όπου φύτρωναν ξεραμένα αγριόχορτα που ανάδευε ο ελαφρύς ψυχρός αέρας, και τα έκανε να φαίνονται σαν να θρηνούσαν σιωπηλά τη χαμένη τους ζωή. Τέλειο σκηνικό για να αφηγηθεί κανείς αναλυτικά το χρονικό ενός χωρισμού.

Τα παντζούρια των σπιτιών της καλοκαιρινής αποικίας κλειστά. Μόνο σε μία βεράντα μια ηλικιωμένη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά και χοντρό πουλόβερ ταλαντευόταν ρυθμικά πάνω σε μία κουνιστή πολυθρόνα, σαν τα πεθαμένα αγριόχορτα κι εκείνη. Ένας ψαράς τραβούσε με δύναμη το σχοινί να βγάλει τη βάρκα του στην ακτή. Χαιρέτησε εγκάρδια τον Φίλιππο κι εκείνος ανταποκρίθηκε μ’ ένα μορφασμό που προσπαθούσε να του δώσει την αίσθηση του χαμόγελου.

”Έχω ένα ωραίο ψάρι για σένα!” φώναξε θριαμβευτικά ο ψαράς και τότε ο μορφασμός του φίλου μου μετατράπηκε σ’ ένα αυθόρμητο γέλιο, σαν να ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε για ν’ αλλάξει η διάθεσή του. ”Να το δώ!”Έκανε μερικά γρήγορα βήματα για να πλησιάσει τη βάρκα και σε λίγο επέστρεψε μ’ ένα τεράστιο ροδαλό ψάρι που άστραφτε και σπαρταρούσε καθώς το κρατούσε από την ουρά του. ” Θα το μαγειρέψουμε και θα φάμε στο σπίτι!”, ανακοίνωσε με μία τόσο αλλαγμένη διάθεση που μ’ έκανε να σκεφθώ την πόσο μεγάλη σημασία έχει για τους άντρες η τροφή.

Μου έδωσε να κρατάω το ψάρι που γλιστρούσε έτοιμο να σωριαστεί στις κρύες πλάκες της εισόδου. Με ανακούφιση του το επέστρεψα μόλις ξεκλείδωσε την πόρτα. ”Θα σου ετοιμάσω ένα υπέροχο γεύμα!” είπε με αυτοπεποίθηση, σαν ένας άλλος άνθρωπος από εκείνον με  την αμήχανη  φωνή, που διέκοπτε ένας νευρικός βήχας κι ένα μόνιμο ελαφρύ κόμπιασμα που μου αφηγήθηκε την χριστουγεννιάτικη περιπέτειά με την τέως αγαπημένη του στο Μόναχο. Ίσως ακόμη κρατούσε κάποια αισθήματα  για εκείνη που δεν κατόρθωσε να σβήσει η υστερική και προσβλητική προς όλους συμπεριφορά της, όπως μου την περιέγραψε.

Μπήκε στην κουζίνα με την αυτοπεποίθηση μεγάλου σεφ και βάλθηκε να καθαρίζει το ψάρι. ”Το επάνω μέρος θα το κάνω ψαρόσουπα, ελπίζω να σου αρέσει, το άλλο θα το ψήσω στα κάρβουνα.” Χαμογέλασα και ζήτησα να μου δείξει την τουαλέτα για να καθαρίσω τα χέρια μου. Όταν βγήκα τον είδα στο άνοιγμα της κουζίνας με ένα μαχαίρι στα χέρια, σαν φιλικό ληστή, να μου αναλύει τι ακριβώς χρειάζεται μια καλή ψαρόσουπα. Μου έκανε εντύπωση πως μεταπήδησε από την μια ψυχική κατάσταση στην άλλη, χωρίς ενδιάμεσο στάδιο.

Δεν είχα καμιά διάθεση για μαγείρεμα, εξ άλλου υποτιμήθηκαν όλες οι επιδόσεις μου όταν ανακαλύφθηκε η πιο σφριγηλή σάρκα. Θα ήμουν ίσως ενοχλητική στην κουζίνα για τον ενθουσιώδη μάγειρα. Έριξα μια ματιά στη βιβλιοθήκη. Το βλέμμα μου στάθηκε στους ”Νεκρούς”, το τελευταίο διήγημα των Δουβλινέζων του Τζόις.  Πήρα το βιβλίο και κάθισα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Γύριζα αφηρημένη τις κιτρινισμένες σελίδες του, μέχρι που θυμήθηκα ότι πριν χρόνια το είχα ανακαλύψει ανάμεσα στα βιβλία του Πέτρου σε μια παλιά έκδοση, με πολλές σημειώσεις σχετικά με τον συμβολικό χαρακτήρα του έργου, με υπογραμμίσεις σε σημεία που γίνεται έκδηλη η ”παράλυση” των ηρώων, όχι από χαλάρωση της ηθικής, αλλά από διάθεση να ζήσουν ουσιαστικά, αγνοώντας την επιφάνεια, να πάψουν να ζουν σαν να έχουν ήδη πεθάνει, χωρίς να προβάλλουν τη θέλησή τους. Θυμήθηκα ακόμη τον συσχετισμό που έκανα με τον τρόπο ζωής μας, και είχα διαπιστώσει ότι ήμουν με κάποιο τρόπο υπόδουλη στη δική του θέληση, στο δικό του τρόπο, δεν ζούσα με τις δικές μου προτεραιότητες, υπόδουλη στο κοινωνικό κατεστημένο. Θυμήθηκα την απόφασή, που ποτέ δεν τήρησα, να μην αφεθώ, να αντιδράσω. Το έκανε εκείνος.

Έβλεπα τον Φίλιππο να πηγαινοέρχεται στον πάγκο της κουζίνας πάνω από την κατσαρόλα που γουργούριζε, να σιγοσφυρίζει καθώς άνοιγε το φούρνο για να ελέγξει το ψήσιμο του ψαριού κι εκείνη την ώρα σαν να γύρισε ένας διακόπτης μέσα μου. Θα γυρίσω σελίδα! Όλα θα περάσουν, βεβαίωσα τον εαυτό μου, πρέπει να βρω το κουράγιο για ένα νέο ξεκίνημα. Απλά είναι θέμα χρόνου. Πρέπει να παγιωθεί μέσα μου η ιδέα ότι τίποτα δεν είναι οριστικό. Όλα, αισθήματα και γεγονότα υπόκεινται στη φθορά του ανελέητου χρόνου. Όλα κάποτε εξασθενούν, τα αισθήματα αμβλύνονται, οι παρελθοντικές  μνήμες και εικόνες γίνονται ολοένα πιο θολές, οι δυσάρεστες σκέψεις από τις προδοσίες λιγότερο ενοχλητικές… ότι αυτό που κάποτε ήταν ολοζώντανο παύει να είναι. Ο μεγαλύτερος έρωτας ή το μεγαλύτερο μίσος χάνουν την έντασή τους  κι αυτοί που αγαπήσαμε παράφορα ή που μισήσαμε κάποτε θα μας είναι αδιάφοροι, σαν να μην υπήρξαν ποτέ γιατί καινούρια αισθήματα θετικά ή αρνητικά διαδέχονται τα παλιά, καινούρια πρόσωπα προκαλούν το ενδιαφέρον μας, σαν τις νέες ιδέες ή τις καινούριες τεχνολογίες που απορρίπτουν ή βελτιώνουν τις παλιές. Θα ξεφύγω από όλα τα δυσάρεστα που μου έχουν συμβεί, η απόφασή μου είναι οριστική. Κάποτε πρέπει να προχωρήσω από τη θεωρία στην πράξη.

Είχα τόσο απορροφηθεί από τις σκέψεις που σχεδόν τρόμαξα καθώς είδα τον Παύλο να στέκεται μπροστά μου με την κουτάλα που ανακάτευε τη σούπα, να στάζει  στο πάτωμα.

”Ξέρεις ν’ ανάβεις τζάκι;”

”Κάτι καταφέρνω. Θα προσπαθήσω.”

”Άφησέ το θα το κάνω εγώ, καλύτερα να ρίχνεις μια ματιά στο φαγητό…”

Πήρα από τα χέρια του την κουτάλα και πήγα στην κουζίνα. Κοίταζα χωρίς ενδιαφέρον τη φωτεινή οθόνη του φούρνου. Με κινητοποίησε ο θόρυβος από τις πρώτες σταγόνες της σούπας που έβραζε με τάση να εγκαταλείψει τον χώρο της κατσαρόλας. Χαμήλωσα τη φωτιά και άνοιξα το καπάκι με αποτέλεσμα να γεμίσει ο χώρος υδρατμούς, παρά τον ενοχλητικό βόμβο από τη λειτουργία του απορροφητήρα. Άνοιξα την πόρτα που οδηγούσε στην πίσω αυλή ν’ αλλάξει ο αέρας κι έριξα μια ματιά στο σαλόνι. Η επέλαση του παγωμένου αέρα μ’ έκανε να την κλείσω αμέσως. Η φωτιά στο τζάκι έκαιγε και το χαμηλό στρόγγυλο τραπέζι μπροστά του είχε φορέσει ένα κάτασπρο τραπεζομάντηλο μ’ ένα μπουκάλι κρασί επάνω του και δύο ποτήρια. Ο φίλος προετοιμαζόταν για ένα ρομαντικό γεύμα.

Όφειλα να του δώσω συγχαρητήρια. Η σούπα του υπερέβαινε κατά πολύ αυτές που μαγείρευα. Συνοδεύαμε το ψάρι με ένα κρασί που άφηνε στο στόμα μια λεπτή, υπέροχη γεύση που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Αναφερόμασταν σε κοινοτοπίες, κυρίως σχολιάζαμε τους κοινούς φίλους, καθόλου την Μάρθα. Όλη η συζήτηση ήταν στερημένη από οποιαδήποτε νύξη σχετικά με την αγαπημένη του. Ήπια αρκετά, εκείνος το πρόσεξε. ”Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι απεχθάνεσαι το αλκοόλ”, είπε πειραχτικά. Σ’ ένα παλιό πικάπ τριγυρνούσε ένας δίσκος βινυλίου γεμίζοντας τον χώρο με τις ανακουφιστικές νότες του Σοπέν, σε συγχορδία με τον ήχο του ξερού ξύλου που σιγοκαιγόταν στο τζάκι. Κάποια στιγμή καθώς κατάπινα απολαυστικά την τελευταία γουλιά του κρασιού, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν για κάποια δευτερόλεπτα. Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια αν η στάση στο δικό του βλέμμα ήταν απλά διερευνητική. Διαπίστωσα ωστόσο, ότι η αρχική ανησυχία και ο μετέπειτα μαγειρικός ενθουσιασμός του είχαν αντικατασταθεί από μία λάμψη ηδυπάθειας. Φοβήθηκα μήπως κι εκείνος είδε κάτι παρόμοιο στο δικό μου. Η  αλήθεια είναι ότι ένιωθα μια χαλάρωση σχεδόν πρωτόγνωρη. Γέμισε ξανά το ποτήρι μου.

Μία περιδινούμενη ερωτική αύρα, που εμπόδιζε η βασανιστική σωματική επιφυλακτικότητα,  πέταξε από το παράθυρο, που σηκώθηκα ν’ ανοίξω σαν ελατήριο, με την καλυμμένη υποκρισία ”να φύγει η μυρωδιά του ψαριού”. Ο ψυχρός αέρας άλλαξε την ατμόσφαιρα. Στο προσκήνιο και πάλι η φιλία και υποδόρια, χωριστά,  σκέψεις που δεν εκφράστηκαν ποτέ, γιατί η αλήθεια ποτέ δεν λάμπει, δεν εκφράζεται ποτέ σε τέτοιες στιγμές, είναι τόσο δυνατές για κάποιους οι συμβάσεις…

”Ίσως δεν θα έπρεπε να σου το πω αλλά η Μάρθα είναι η ερωμένη του άντρα σου”, είπε καθώς γέμιζε για πολλοστή φορά το ποτήρι του με το κρασί, με την λεπτή υπέροχη γεύση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top