Fractal

Η αναπόφευκτη κατάθλιψη της Σύλβιας Πλαθ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Sylvia-Plath-1

 

Πέρασε πάνω από μισός αιώνας από τη στιγμή (1963) που αυτοκτόνησε στο Λονδίνο η νεαρή και ταλαντούχα ποιήτρια Σύλβια Πλαθ. Για τα αίτια του απονενοημένου διαβήματος της ποιήτριας γράφτηκαν πολλά, τόσο σε λογοτεχνικά όσο και σε ψυχιατρικά περιοδικά και εφημερίδες, της εποχής αλλά κυρίως μετέπειτα. Ίσως κάποια κείμενα του συναδέλφου και φίλου της ποιητή, Al Alvarez, ρίχνουν λίγο φως στις τελευταίες μέρες της. Οι στενές σχέσεις μεταξύ αυτού και της Σύλβιας Πλαθ, γράφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει τον Alvarez να υποψιασθεί τη δύσκολη κατάσταση της Πλαθ, αλλά δυστυχώς απέτυχε να συλλάβει την ουσιαστική διαφορά μεταξύ της δικής του κατάθλιψης και της ποιήτριας, τουτέστιν για να χρησιμοποιήσουμε ψυχιατρικούς όρους, την αντιδραστική από την ενδογενή κατάθλιψη, οι οποίες μπορεί να δίνουν την εντύπωση της ίδιας κλινικής οντότητας, αλλά πρόκειται για διαφορετικό είδος. Η Σύλβια Πλαθ ήταν μια γυναίκα σαφώς μανιοκαταθλιπτική. Οι δύο απόπειρες αυτοκτονίας δεν ήταν πολύ διαφορετικές, η μια από την άλλη σε κίνδυνο, και σε κάθε περίπτωση η τύχη έπαιξε κάποιο ρόλο στην λήψη αποφάσεων σχετικά με την επιβίωση ή τον θάνατο. Το ερώτημα βεβαίως παραμένει πάντοτε ενδιαφέρον, γιατί ρίχνει φως στις μεταβαλλόμενες τάσεις στη νοσολογία και την ταξινόμηση των ψυχιατρικών διαταραχών, καθώς και στην ψυχολογία της συγγραφέως, η οποία μετά τον πρόωρο θάνατό της επηρέασε τόσο το φεμινιστικό κίνημα, όσο και τη νέα λογοτεχνική γενιά.

Στο δυαδικό μοντέλο της συναισθηματικής ασθένειας, οι όροι ενδογενής και αντιδραστική ή εναλλακτικά, ψυχωτική και νευρωτική, χρησιμοποιήθηκαν για να υποδηλώσουν δύο αντικρουόμενα σύνδρομα. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες σοβαρές διαταραχές της ψυχικής διάθεσης (κατάθλιψη ή μανία), με ξαφνική εκδήλωση, όπου η καταθλιπτική φάση συνοδεύεται από ψυχοκινητική καθυστέρηση, αισθήματα ενοχής και αναξιότητας νωρίς στο πρωινό ξύπνημα, μαζί με κάποιες σωματικές αλλαγές. Η άλλη παρουσιάζεται ηπιότερη, συχνά με διαλείπουσα κατάθλιψη που αναμειγνύεται με άγχος, που προκαλείται από τα περιρρέοντα δυσμενή γεγονότα της ζωής, και χαρακτηρίζεται από ευερεθιστότητα και ανησυχία και όχι ενοχή, και περισσότερο από υποκειμενικά ενοχλήματα, παρά αντικειμενικές σωματικές διαταραχές. Αν αποδεχτούμε αυτό το μοντέλο, αναμφίβολα η περίπτωση της Σύλβιας Πλαθ, κατατάσσεται στην πρώτη ομάδα. Ο γενικός γιατρός (GP) John Horder, που ήταν υπεύθυνος γι αυτήν όσο καιρό βρισκόταν στο Λονδίνο και ο οποίος την αντιμετώπιζε στην τελευταία φάση της ασθένειάς της, αργότερα έγραψε ότι έπασχε πράγματι από βαθιά κατάθλιψη, χρησιμοποιώντας τις φράσεις ‘‘ill’’ και ‘‘out of her mind’’. Βεβαίως για να είμαστε ακριβέστεροι, το μοντέλο που περιγράφτηκε πριν λίγο, στις παρελθούσες δεκαετίες έχει αμφισβητηθεί σοβαρά, και πολλοί ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καταθλιπτική ασθένεια αντιπροσωπεύει την τελική κοινή οδό πολλών διαφορετικών παθογενετικών διαδικασιών.

 

sx1

Τον Ιανουάριο του 1963, η Σύλβια συμβουλεύτηκε τον γιατρό της παραπονούμενη για κατάθλιψη, όπου και του εξομολογήθηκε για πρώτη φορά για μια σοβαρή απόπειρα αυτοκτονίας που είχε κάνει πριν από δέκα χρόνια. Το τελευταίο εκείνο επεισόδιο είχε προκληθεί από μια οικογενειακή κρίση, σε συνδυασμό με κάποια μικρότερης σημασίας γεγονότα της ζωής της που είχαν επισυμβεί για διάστημα έξι ή επτά μηνών, κατά το οποίο η συναισθηματική της κατάσταση χαρακτηριζόταν αρχικά από οργή και πίκρα, στη συνέχεια, από παρατεταμένη εναλλαγή αισιοδοξίας και μελαγχολίας. Για το μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος υπήρξε αρκετά δραστήρια επαγγελματικά, γράφοντας καθημερινά, και διορθώνοντας δοκίμια και ποίηση για το BBC. Τώρα, όμως, η διάθεσή της είχε μεταπέσει σε σοβαρή κατάθλιψη που χαρακτηριζόταν από συνεχή αναταραχή, αυτοκτονικές σκέψεις και ανικανότητα να αντιμετωπίσει τα τρέχοντα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Ο γιατρός Horder της έγραψε ένα αντικαταθλιπτικό φάρμακο, και κανόνισε να βρίσκονται σε καθημερινή επαφή και μάλιστα βρήκε μια νοσοκόμα για να την επισκέπτεται καθημερινά στο σπίτι.

sylvia1Προσπάθησε παράλληλα να της βρει όσο πιο σύντομα μπορούσε κρεβάτι σε ειδικό νοσοκομείο, κι ο ίδιος στη συνέχεια, της έκλεισε ραντεβού στα εξωτερικά ψυχιατρικά ιατρεία. Κάποιοι φίλοι που εκείνη τη στιγμή βοήθησαν στη φροντίδα των δύο μικρών παιδιών της, την περιέγραψαν αργότερα ως πολύ εκνευρισμένη, υστερική και έντονα απασχολημένη με την διαφαινόμενη διάλυση του γάμου της, ενώ κατηγορούσε έντονα το σύζυγό της για απιστία και για την εχθρότητα που της έδειχναν η οικογένεια και οι φίλοι του. Υπέφερε άσχημα από αϋπνίες, ξυπνούσε νωρίς, και στηριζόταν αποκλειστικά σε υπνωτικά χάπια για να κοιμηθεί. Ταυτόχρονα είχε χάσει κάπου δέκα κιλά σε σωματικό βάρος, τα στρογγυλεμένα χαρακτηριστικά του προσώπου της εξαφανίστηκαν και είχε γίνει λιπόσαρκη. Δεν καθυστερούσε στην κίνηση και την ομιλία και συνέχισε να δείχνει μεγάλη προσοχή στα ρούχα και την εμφάνισή της. Δεν εξέφραζε ιδέες ενοχής ή αναξιότητας, κι ούτε υπήρχε κάποια απόδειξη ότι είχε παραισθήσεις. Στα μέσα Φεβρουαρίου, λίγο πριν το ραντεβού της με τον ψυχίατρο, βρέθηκε νεκρή στην κουζίνα της, με το κεφάλι της μέσα στο φούρνο και το φυσικό αέριο ανοικτό.

Εξετάζοντας το ιατρικό και ψυχιατρικό ιστορικό της Σύλβιας Πλαθ, διαπιστώνουμε ότι γεννήθηκε με φυσιολογικό τοκετό το 1932, ένα υγιές μωρό, και ακολούθησε ένας αδελφός της, τριάντα μήνες αργότερα. Οι μόνες ασθένειες της παιδικής ηλικίας ήταν η ιλαρά και κάποια επεισόδια επαναλαμβανόμενων φλεγμονών των ιγμορείων κόλπων, ενώ στη συνέχεια το ιατρικό ιστορικό της ήταν αδιατάρακτο εκτός από ιογενή πνευμονία σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, μια αποβολή και την αφαίρεση της σκωληκοειδούς αποφύσεως τρία χρόνια αργότερα. Είχε δύο παιδιά, που γεννήθηκαν το 1960 και το 1962 μετά από εγκυμοσύνες χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η προηγούμενη έναρξη της κατάθλιψης, στην ηλικία των είκοσι, συνδέθηκε με την υπερκόπωση και την αποτυχία να μπει σε μια τάξη του Χάρβαρντ που ήθελε πολύ και αντιμετωπίστηκε από τους ψυχιάτρους με ηλεκτροσόκ. Είχε κρυφτεί σε ένα μικρό χώρο κάτω από τη βεράντα του σπιτιού της, κατάπιε όλα τα υπνωτικά χάπια της και παρέμεινε σε κώμα για δύο ημέρες, έως ότου η οικογένεια άκουσε τα βογγητά της. Μετά από επιτυχή ανάνηψη στο νοσοκομείο, μεταφέρθηκε στην ψυχιατρική κλινική McLean όπου παρέμεινε για τέσσερις μήνες, όπου υποβλήθηκε σε τροποποιημένη θεραπεία με ινσουλίνη και ηλεκτροσόκ, με καλή σχετικά ανάρρωση. Σε περαιτέρω ψυχοθεραπεία με τον ίδιο γιατρό, τέσσερα χρόνια αργότερα, οι συναισθηματικές δυσκολίες της διερευνήθηκαν από την πλευρά της αμφίθυμης σχέσης με τη μητέρα της και της πρόωρης απώλειας του πατέρα της. Ο πατέρας της, Όττο Πλαθ, γεννήθηκε στην ανατολική Γερμανία και μετανάστευσε στις ΗΠΑ στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ενώ οι πρόγονοι της μητέρας της είχαν έρθει από τη Βιέννη και εγκαταστάθηκαν στην Μασαχουσέτη. Αμφότεροι οι γονείς της ήταν έξυπνοι και εργατικοί στο νέο κόσμο. Ο Όττο πήρε μεταπτυχιακό δίπλωμα το 1912, εξοικονομούσε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα ξένων γλωσσών, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε βιολογία και ζωολογία σε διάφορα πανεπιστήμια, έλαβε το διδακτορικό του στην εντομολογία από το Χάρβαρντ το 1928 και έγινε μέλος της διοίκησης του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Είναι γνωστό ότι οι γερμανοί γονείς του οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει στις ΗΠΑ, τον προόριζαν για Λουθηρανό πάστορα και του έκοψαν την οικονομική βοήθεια όταν αυτός αρνήθηκε τα σχέδιά τους. Η σύζυγός του, Ορέλια, εργάστηκε και έγινε δασκάλα σε σχολείο, και δύο χρόνια μετά θάνατο του συζύγου της ανέλαβε τη λειτουργία ενός κολεγίου για ιατρικούς γραμματείς, επίσης, στη Βοστώνη. Στο όγδοο έτος της Σύλβιας, ο Όττο ανέπτυξε γάγγραινα σε ένα πόδι μετά από κάποιο μικροτραυματισμό, και ανακαλύφτηκε ότι πάσχει από προχωρημένο αθεράπευτο για μεγάλο χρονικό διάστημα σακχαρώδη διαβήτη, με τις γνωστές σοβαρές αγγειακές επιπλοκές που παρουσιάζει η μεταβολική αυτή σοβαρή και ύπουλη διαταραχή. Τότε αποκαλύφτηκε ότι ο ίδιος θεώρησε πως πάσχει από καρκίνο, και με την μοιρολατρική εκείνη πεποίθηση παραμέλησε την υγεία του. Το πόδι του δυστυχώς ακρωτηριάστηκε, αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα, ενώ ακόμα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, υπέστη σοβαρότατη πνευμονική εμβολή και πέθανε. Τα γεγονότα της ασθένειας και του θανάτου του είναι έντονα ενδεικτικά κατάθλιψης, αν και δεν υπήρχε καταγραμμένο ανάλογο οικογενειακό ψυχιατρικό ιστορικό.

 

sx2

 

Η Σύλβια Πλαθ καθ’ όλη τη σταδιοδρομία της στο γυμνάσιο και κολλέγιο, είχε καλούς βαθμούς με τα σχετικά βραβεία κατά καιρούς, ενώ στα είκοσι τρία της, κέρδισε μια υποτροφία Φούλμπραιτ για το Κέμπριτζ της Αγγλίας. Η ζωή της βέβαια άρχισε να αλλάζει όταν το 1956 γνώρισε και ερωτεύτηκε ένα επίδοξο ποιητή, τον Τεντ Χιουζ, τον οποίο παντρεύτηκε το ίδιο έτος. Ο Χιουζ εκείνη την εποχή, λιγότερο κομφορμιστής από τη σύζυγό του, απεχθανόταν τη διδασκαλία και τις ακαδημαϊκές δραστηριότητες και ήταν αποφασισμένος να κερδίσει τα προς το ζην ως ανεξάρτητος συγγραφέας. Ένα χρόνο μετά το Κολέγιο Σμιθ, η Σύλβια υπό την επιρροή του αποφάσισε επίσης να εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή ζωή και να αφιερώσει τον εαυτό της αποκλειστικά στο γράψιμο. Το ζευγάρι επέστρεψε στην Αγγλία στα τέλη του 1959, και λίγο αργότερα γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Μια υποτροφία Guggenheim του Χιουζ, η συνεχής πίεση για γράψιμο, ανάδειξη και για κάποια κέρδη από αυτό, μαζί με τη φροντίδα των δύο μικρών παιδιών της, αύξησαν τη ζήλεια της καταστρέφοντας την υγεία της, αργά και σταθερά. Το 1962 επέμενε να χωρίσει, αφού έμαθε για άλλη ερωτική υπόθεση του συζύγου της που βρισκόταν σε εξέλιξη. Η εμφάνιση της συλλογής ‘Άριελ’ μετά το θάνατό της, καθιέρωσε τη φήμη της Σύλβιας, και σιγά-σιγά και σταθερά η αναγνώριση μεγάλωνε με αυτή τη νεαρή γυναίκα, η οποία ενώ ασχολούταν με ένα ανελέητο αγώνα ζωής και θανάτου με την κατάθλιψη, είχε καταφέρει να πετύχει κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής της ένα αξιοπρόσεκτο λογοτεχνικό επίτευγμα, αφού έγραψε περίπου σαράντα αξιόλογα ποιήματα σε μια έντονη έκρηξη δημιουργικής ενέργειας.

Για να ρίξει κάποιος φως στην προσωπικότητα της Σύλβιας Πλαθ, πρέπει να λάβει υπόψιν του κάποια χαρακτηριστικά, όπως οι στόχοι της, η κοινωνική της κατάσταση και η σκοτεινή αίσθηση της απομόνωσης και του εσωτερικού κενού που εύρισκαν την έκφρασή τους σε περιοδικά και σε ποιήματα: ‘No matter how enthusiastic you are,’ έγραφε ως νεαρή φοιτήτρια, ‘… nothing is real, past or future, when you are alone in your room’, and later ‘I look down into the warm, earthy world… and feel apart, enclosed in a wall of glass.’ Επιπλέον, υπήρχε έντονη συναισθηματική αστάθεια, αυτό που η Σύλβια ονόμαζε ‘ricochets’, και οι άλλοι θεωρούν ως εναλλαγές της διάθεσης. Οι ακαδημαϊκές ή οι επαγγελματικές επιτυχίες, τη χαροποιούσαν και της έδιναν καινούργια κίνητρα και δραστηριότητα, αλλά από την άλλη μεριά, ακόμη και οι μικρότερες αποτυχίες τη βύθιζαν σε κατήφεια, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται όλες οι διαπροσωπικές της σχέσεις. Όλοι οι άνδρες που ανταποκρίθηκαν στη ζεστασιά της, ένοιωσαν κάποια στιγμή άβολα, τραυματίστηκαν και απομακρύνθηκαν απότομα. Όσον αφορά τη σχέση με τις γυναίκες φίλες της, παρουσίαζαν επίσης μετάπτωση από υπέρμετρη στήριξη στον ανταγωνισμό, κι από εκεί στην απογοήτευση. Ενώ αρχικά λάτρευε τον άντρα της, γράφοντας με διορατικότητα ότι

‘He is better than any teacher, even fills somehow that huge, sad hole I feel in having no father’, μόλις υποπτεύτηκε την απιστία του, έσκισε κι έκανε κομμάτια όλα τα χειρόγραφά του και μια πολύτιμη έκδοση του Σαίξπηρ που βρισκόταν στην κατοχή του.

Αυτό το ψυχιατρικό ιστορικό δεν αντιστοιχεί ούτε στο παραδοσιακό στερεότυπο της ενδογενούς, αλλά ούτε και της αντιδραστικής κατάθλιψης, αλλά παρουσιάζει μίγμα κλινικών χαρακτηριστικών που σχετίζονται και με τα δύο σύνδρομα. Η απότομη μεταβολή διάθεσης, η απώλεια βάρους, και η αϋπνία με πρώιμη αφύπνιση και αυτοκτονικό ιδεασμό, είναι τυπικά ασθένειας του πρώτου τύπου, ενώ η μετατόπιση από το θυμό στο άγχος και την αισιοδοξία, η επιδεικτική συμπεριφορά και το ρίξιμο των ευθυνών στους άλλους, υπάγονται στο δεύτερο τύπο. Η ερώτηση ενδογενής ή αντιδραστική κατάθλιψη, φυσικά είναι αδύνατον να απαντηθεί με ακρίβεια, γιατί, κατά τους περισσότερους ψυχίατρους, η περίπτωση της Σύλβιας Πλαθ, ίσως πρέπει να τοποθετηθεί στη μέση των προαναφερθέντων τύπων, σε ένα δυαδικό ή διπολικό μοντέλο. Η προσεκτική μελέτη του τρόπου ζωής της αποκαλύπτει, μάλλον μια υπερευαισθησία και υπερβολική ανταπόκριση στις καθημερινές εμπειρίες, την αυξημένη δραστικότητα σε αναποδιές της ζωής, και πάνω απ’ όλα τις διαπροσωπικές εντάσεις, σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς της. Αυτό το παρορμητικό γνώρισμα του χαρακτήρα, μαζί με τα επεισόδια οργής και τη βαθιά ριζωμένη ανασφάλειά της, αποκαλύπτουν, στο σύνολό τους μια διαταραγμένη προσωπικότητα. Πράγματι, το σύνολο του προφίλ της, τείνει σε μια παραλλαγή της ανομοιογενούς ομάδας που ονομάζεται ‘ασταθής συναισθηματικά οριακή διαταραχή της προσωπικότητας’, η οποία τυπικά χαρακτηρίζεται από υπερβολική αντιδραστικότητα, έντονη αστάθεια στις διαπροσωπικές σχέσεις, διαταραχή ταυτότητας, αίσθημα κενού, παρορμητικότητα και ξέφρενες προσπάθειες να αποφευχθεί η εγκατάλειψη, και τέλος οι επαναλαμβανόμενες αυτοκτονικές ή καταστροφικές συμπεριφορές.

 

images (1)

 

Η ασθένεια και την αυτοκτονία της Σύλβιας Πλαθ, έδωσαν αφορμή σε δημιουργία και δημοσίευση πολλών άρθρων σε εφημερίδες και λογοτεχνικά και εξειδικευμένα ψυχιατρικά περιοδικά. Κανένας βεβαίως δεν γνωρίζει τι θα συνέβαινε εάν είχε ζήσει περισσότερο, κι αν είχε αναπτύξει μανιακή ψύχωση. Η επικρατούσα άποψη πάντως είναι αυτή της τυπικής μανιοκαταθλιπτικής ασθένειας, όπως παρουσιάστηκε σε δημοφιλή επιστημονικά περιοδικά, δίπλα σε άλλα ονόματα όπως αυτά των Walt Whitman, Gauguin και Mahler. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τα στοιχεία που συνοψίστηκαν παραπάνω, η διάγνωση δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Η προσεκτική διαγνωστική επικύρωση όμως, είναι σημαντική σε αυτή και σε άλλες περιπτώσεις, για να μπορέσουμε να δούμε καθαρότερα τους δεσμούς μεταξύ της μανίας και της δημιουργικότητας. Στο σημείο ετούτο θα έπρεπε ίσως να τονίσουμε ότι αρκετοί δημιουργικοί καλλιτέχνες παρουσιάζουν ευρύ φάσμα ψυχιατρικών διαγνώσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας, αλκοολισμό και εξάρτηση από τα ναρκωτικά, καθώς και υπερβολική έκθεση σε κίνδυνο, που μπορεί να οφείλονται σε ψυχολογικούς ή γενετικούς παράγοντες. Έτσι ήταν οι ζωές πολλών ποιητών, μυθιστοριογράφων, μουσικοσυνθετών και άλλων παρεμφερών προσωπικοτήτων, γεμάτες από προβλήματα υγείας, μοναξιά, εξαθλίωση, ανασφάλεια και έλλειψη φυσιολογικών κοινωνικών δεσμών, αρκούντως υπερευαίσθητοι άνθρωποι που μέσα σε ένα κοινόχρηστο περιβάλλον εργασίας, ήταν θαύμα που πολλοί δεν έγιναν διανοητικά διαταραγμένοι ή δεν αυτοκτόνησαν. Κι εδώ σίγουρα η επιστήμη θα πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσει να ερευνήσει επισταμένως με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των όποιων ψυχιατρικών διαταραχών και της δημιουργικότητας.

 

Βιβλιογραφία

 

  • Akiskal H.S., Pinto O.: The evolving bipolar spectrum. Prototypes I, II, III and IV. Psychiatr. Clinics N. Am. 1999; 22: 517–34.
  • Tyrer P.: Borderline personality disorder: a motley diagnosis in need of
  • reform. Lancet. 1999; 354: 2095–6.
  • Craddock N, Jones J.: Genetics of bipolar disorder. J Med. Genet. 1999; 36:585–94.
  • Soloff PH, Millward JW. Developmental histories of borderline patients. Compr. Psychiatry. 1983; 24:574–88.
  • Bifulco A., Brown G.W., Moran P., Ball C., Campbell C.: Predicting depression in women: the role of past and present vulnerability. Psychol. Med. 1998;28:39–50
  • Brown G.W.: Genetic and population perspectives on life events and depression. Soc. Psychiatry Psychiatr. Epidemiol. 1998;33:363–72.
  • Jamison KB.: Manic-depressive illness and creativity. Sci. Am. 1995; 272:62–7.
  • Runco M.: Suicide and creativity: The case of Sylvia Plath. Death Studies. 1998; 22(7): 637-654.
  • Shulman E.: Vulnerability factors in Sylvia Plath’s suicide. Death Studies. 1998; 22(7): 597-613.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top