Fractal

Διήγημα: “Στριπτίζ”

Της Κυριακής Μήλιου // *

 

f7

 

Όλα όσα χρειάζεται τα έχει μπροστά της. Ένα στέρεο με καλή μουσική, φώτα χαμηλωμένα, ένα καθρέφτη για να αναδεικνύει το σώμα της από κάθε πλευρά. Και φυσικά εσένα, αραγμένο στον καναπέ με τα πόδια ανοιχτά, να την καρφώνεις με το βλέμμα σου.

Ο χορός της ξεκινά ντροπαλός, αμήχανος. Θαρρείς πως σκουριασμένες βίδες σκούζουν στριγκά σε κάθε σπάσιμο στη μέση της. Σταδιακά χαλαρώνει. Σε κοιτάζει να χαμογελάς και ανταποδίδει. Πίνει λίγο ουίσκι από το ποτήρι σου, παραπατάει. Αναρωτιέσαι σκεφτικός πότε θα πέσει, μα σε κάθε μανούβρα των μακριών ποδιών της εκείνη ισορροπεί ξανά, για να λικνιστεί ακόμη καλύτερα. Βελτιώνεται. Πάντα μάθαινε τόσο γρήγορα, σκέφτεσαι. Σου αρέσει ο τρόπος που χαϊδεύει το κορμί της, οι υποσχέσεις που σου τάζει αθόρυβα. Στροβιλίζεται, πότε σαν χάδι απαλό και πότε σαν τυφώνας. Σε μαγεύει. Σε παρασέρνει στο παραμύθι που σου πουλάει, αυτό που την έμαθες να διηγείται τόσο καλά. Να ‘το τώρα μπροστά σου, να διαμελίζεται κομμάτι – κομμάτι.

Ανυπομονείς.

Πρώτα βγάζει τη μπλούζα. Το ύφασμα ανεμίζει αέρινα στα δάχτυλά της και πέφτει με λιγότερη χάρη στο πάτωμα. Δεν υπάρχει ίχνος ντροπής καθώς ξεκουμπώνει το παντελόνι της. Μένει πιστή στην ιεροτελεστία της. Κινήσεις αργές και σαγηνευτικές την αποκαλύπτουν μπροστά σου, εκτεθειμένη και ευαίσθητη. Εύθραυστη, όπως σου αρέσει.

Το αχνό φως γυαλίζει πάνω στο φιλντισένιο δέρμα της, που ούτε ο ήλιος τολμούσε να το αγγίξει. Τονίζει απόκοσμα τα δακτυλικά σου αποτυπώματα πάνω της, τα ιώδη, μπλε και κόκκινα. Σε πλησιάζει τολμηρά. Το χαμόγελό σου πλαταίνει καθώς τα χέρια της ακουμπούν το στήθος της αισθησιακά. Δάχτυλα μπήγονται στο δέρμα γεμάτα πάθος. Ανοίγουν άγαρμπα μια τρύπα στο θώρακα και την ξεχειλώνουν. Προσπαθεί απεγνωσμένα να σου δείξει πόσο βαθιά βρίσκεσαι μέσα της. Να! Στις φλέβες της που κυλάς σαν αίμα καυτό, στους μύες που πάλλονται κουρασμένα. Στην καρδιά της που σφυροκοπά βίαια.

Η μουσική συνεχίζει να ηχεί ψυχεδελικά. Εκείνη κινείται γύρω σου σε ατέρμονους κύκλους, γυμνή από κάθε ρούχο, αίσθημα ή έννοια. Σταματάει ακριβώς μπροστά σου, με τα χέρια στα μάτια της. Σκούρα και με βάθος καλά συγκαλυμμένο, φαντάζουν όμοια με αυτά που σε κοιτούν στον καθρέφτη κάθε πρωί που ξυρίζεσαι και φοράς κολόνια. Τα ξεριζώνει και τα τοποθετεί στα πόδια σου. Εσύ γελάς ανάλαφρα, όπως με εκείνο το ανέκδοτο που άκουσες στη δουλειά. Η φωνή σου δυναμώνει, πνίγει το στέρεο και κάθε ήχο από τον έντονο ρυθμό της πόλης. Εκείνη γελάει μαζί σου, ξεκαρδίζεται αθόρυβα. Οι φωνητικές της χορδές βρίσκονται κάπου κοντά στα εσώρουχα πεταμένες, μπλεγμένες με λέξεις και απόψεις που ποτέ δεν της ανήκαν.

Σφαδάζεις, δάκρυα τρέχουν από τα μάγουλά σου. Το ίδιο παθαίνει κι εκείνη. Ποτάμια αυλακώνουν το πρόσωπό της καθώς σωριάζεται κουρασμένα στο δάπεδο. Στάζουν κάτω και την περικυκλώνουν προστατευτικά, τη διαχωρίζουν από εσένα. Της υπενθυμίζουν πως δεν είστε η ίδια οντότητα, πως υπάρχουν ανάμεσά σας σημαντικές διαφορές. Τα δάκρυά σας για παράδειγμα.

Τα δικά της καίνε από το αλάτι και τα δικά σου από το οξύ.

 

 

 * Η Κυριακή Μήλιου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Παράτησε δοκιμαστικούς σωλήνες και αντιδραστήρια σε κάποιο εργαστήριο των Ιωαννίνων και άρχισε να μάχεται με καλοξυσμένα μολύβια για να ξεμπερδέψει το κουβάρι των σκέψεων μέσα της. Ζει και γράφει στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top