Fractal

Μια φωνή ταπεινή κι απόλυτα ειλικρινής. Ποίηση και Οίηση.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός // *

 

Στράτος Κοσσιώρης: Τα Κάρβουνα, Εκδόσεις (.poema..), Αθήνα, 2014. Μια φωνή ταπεινή κι απόλυτα ειλικρινής. Ποίηση και Οίηση.

 

karvounaΑντιγράφω από το εξαίρετο δοκίμιο του Πωλ Βαλερύ, Ποίηση και αφηρημένη σκέψη, Η καθαρή ποίηση, Εκδόσεις Πλέθρον, 1999, σε μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη, το οποίο παραφράζω κάπως, ώστε να φανεί πιο ξεκάθαρο το νόημα: «Λέγοντας Ποίηση, μιλάμε για ένα τοπίο, μια κατάσταση και κάποτε για ένα πρόσωπο, και τα χαρακτηρίζουμε ποιητικά. Όταν κάνουμε λόγο για ποιητική τέχνη λέμε η τάδε ποίηση είναι ωραία. Πρόκειται προφανέστατα για κάποιο είδος συγκίνησης. Όλος ο κόσμος ξέρει την ειδική αυτή δόνηση: μπορεί να συγκριθεί με ό,τι αισθάνεται κανείς όταν, εξαιτίας ορισμένων καταστάσεων, εξάπτεται και γοητεύεται. Πρόκειται για κατάσταση εντελώς ανεξάρτητη από οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο, η οποία προκύπτει φυσικά κι αυθόρμητα από κάποια εναρμόνιση ανάμεσα στην εσωτερική μας διάθεση, φυσική και ψυχική, και τις περιστάσεις πραγματικές ή ιδεατές, που μας εντυπωσιάζουν. Απ’ την άλλη όμως, όταν λέμε ποιητική τέχνη ή όταν μιλούμε για κάποια ποίηση, εννοούμε προφανώς τα μέσα τα οποία προκαλούν μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν που περιγράψαμε και δημιουργούν τεχνητά παρόμοια συγκίνηση. Δεν είναι το παν. Πρέπει ακόμη τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε, για να δημιουργήσουμε αυτήν την κατάσταση, να ανήκουν στο χώρο και το μηχανισμό της έναρθρης γλώσσας. Τη συγκίνηση μπορεί ίσως να την προκαλέσουν τα πράγματα ή ακόμη εντελώς άλλα μέσα, διόλου γλωσσικά, όπως η αρχιτεκτονική, η μουσική κλπ., η καθαυτή όμως ποίηση χρησιμοποιεί αποκλειστικά γλωσσικά μέσα. Όσο για την ανεξάρτητη ποιητική συγκίνηση, παρατηρούμε ότι ξεχωρίζει από τις άλλες ανθρώπινες συγκινήσεις μ’ ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, μια θαυμαστή ιδιότητα: προσπαθεί να μας δώσει το αίσθημα μιας ψευδαίσθησης ή την ψευδαίσθηση ενός κόσμου, όπου τα γεγονότα, οι εικόνες, τα όντα, τα πράγματα, αν και μοιάζουν μ’ εκείνα που συναντάμε στον πεζό μας κόσμο, βρίσκονται σε μια σχέση στενή μα κι ανεξήγητη με το σύνολο της ευαισθησίας μας».

Σκοπός της Ποίησης είναι πρωτίστως λοιπόν η συγκίνηση, γι’ αυτό οφείλει να απευθύνεται και να εγείρει συναισθήματα και όχι σκέψη. Η σκέψη χρησιμεύει στην αρχή της δημιουργίας του ποιήματος και για την ατμόσφαιρα που προσφέρει στον αναγνώστη, ικανή να δημιουργήσει συναισθήματα, αυτό είναι καθήκον μιας γλώσσας κατακτημένης που απαιτεί ικανό τεχνίτη. Διαβάζοντας ένα ποίημα, προσπαθούμε να νιώσουμε ένα πλήθος συναισθήματα και όχι τόσο να σκεφτούμε ή να προβληματιστούμε. Όσο και ν’ αντηχεί σχηματοποιημένη και άκρως κοντόθωρη αυτή η άποψη, που απασχολεί ποιητές και ειδικούς ήδη από την εποχή του Κωστή Παλαμά (κάτι ανάλογο πιστεύει και ο Διονύσιος Σολωμός, αυτή η υπέροχη μεγαλοπρεπής σκιά που ακόμα συμπληρώνει μέσα μας το ψηφιδωτό της ποίησής του τις νύχτες μας) αυτό αφορά κυρίως τον απλό και ικανό αναγνώστη και όχι τον μελετητή που δίνει ερμηνείες και εξάγει συμπεράσματα. Και για να μιλήσω φιλολογικά, ας προσθέσω κάτι που γνωρίζουμε: Όσες πολλές ερμηνείες δίνεις σε ένα ποίημα, τόση και η αξία του. Αλλά σχετικά με αυτό, υπάρχει και η έξοχη φράση του Έζρα Πάουντ, (στην εξαίρετη μετάφραση του Ηλία Κυζηράκου από τις εκδόσεις Δωδώνη, βιβλίο σπάνιο και συλλεκτικό, του 1984), εντελώς αφοπλιστική φράση, για όλους μας που αποτελεί μια σπουδαία και αιώνια αλήθεια ανεξαρτήτως εποχής:

Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αρκετά για την τέχνη

Στίχος, που ίσως να σημαίνει πως ο καθένας μας πλησιάζει την τέχνη της ποίησης ανάλογα με τις κλίσεις που έχει, τις προτιμήσεις και τέλος τα διαβάσματά του – άρα είναι μυστήριο τόσο η άσκησή της όσο και οι απόψεις που διατυπώνεις γι’ αυτήν και σίγουρα κάτι σου διαφεύγει που ίσως σε κάνει λειψό και ανίδεο απέναντί της και σε γελοιοποιεί. Σίγουρα απαιτεί προπαίδεια η ποιητική τέχνη και δεν μπορείς να κινείσαι στα τυφλά. Με τον χρόνο σχηματίζεις μέσα σου την ποιητική σου εξέδρα και πλησιάζεις την αξία ή την απαξία ενός ποιήματος, ανάλογα με το τι εσύ θεωρείς ως τέχνη της ποίησης.

 

2.

Ο ποιητής για τον οποίο κληθήκαμε να μιλήσουμε και ν’ ακούσουμε τα ποιήματά του, είναι από εκείνους που τόλμησε στο Κλεινόν Άστυ να μιλήσει απλά και κατανοητά. Σε μια πόλη της οποίας η ποίηση (ευτυχώς για μερικούς ποιητές) έχει καταντήσει ανερμάτιστη κι αδιέξοδη σαν τσιγάρο που το καπνίζεις κι αφήνεις μετά τη γόπα στο τασάκι ή την πετάς στο πεζοδρόμιο ως άχρηστο, η συλλογή του Στράτου Κοσσιώρη, Τα κάρβουνα (που συμπληρώνει κάλλιστα την προηγούμενη, τον Ύστατο Καπνό, εκδόσεις Οροπέδιο, 2010), έρχεται και πάλι να μας υπενθυμίσει πως η απλότητα και η καθαρότητα είναι κάτι δύσκολο αν δεν διαθέτεις ικανότητα έκφρασης και ταλέντο. Μερικοί συνομήλικοί του ποιητές σκέπτονται πολύ και γράφουν με μια γλώσσα σκέψης, μια γλώσσα φιλοσοφική κι αυτόματη που πίσω της χαίνει η στάχτη της αβύσσου. Στα ποιήματά τους κυριαρχεί το Εγώ, μια ομαδοποίηση λέξεων χειμαρρώδης, κάτι σαν άσκηση ύφους και όχι η Ψυχή. Όχι πως αυτού του είδους η ποίηση είναι εκ των προτέρων απορριπτέα. Αν το υλικό της γλώσσας, έστω και ακατανόητο, δεν θαμπώνει το θέμα, και αναγνωρίζει ο αναγνώστης πως πίσω από την αχλή υπάρχει κάτι που αποδέχεσαι και ο συναισθηματικός σου κόσμος λυτρώνεται, τότε είναι αίσιο το αποτέλεσμα. Κι εδώ παίζει ρόλο η ενόραση, δηλ «ο τρόπος άμεσης γνώσης, χωρίς την παρέμβαση του λογικού», και ίσως και η διαίσθηση που βοηθάει στην ποιητική ανάγνωση να είναι, μεταξύ άλλων, «η απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη». Κι εδώ μπορούμε να πούμε, πως για το είδος των ποιημάτων που φαντάζουν ακατανόητα, χρειάζεται ένα ταλέντο πολύ καλλιεργημένο, που δεν ακροβατεί αλλά περιορίζεται μέσα στα όρια μιας ελευθερίας που το ποιητικό ένστικτο και ο σεβασμός του θέματος το απαιτεί. Με την ποίηση, όπου το τυχαίο χτίζει ποιητικές συλλογές, κατεβατά με εικόνες χωρίς ειρμό, παρά μόνο ψυχρότητα και αμηχανία, η ποίηση του Κοσσιώρη, στέκεται αντιμέτωπη και απέραντα ειλικρινής. Ο Κοσσιώρης μιλά καθαρά, εκφράζοντας με σαφήνεια το τι θέλει να πει, κι αυτή την τόλμη έχει. Να εκτίθεται άμεσα με ταπεινότητα, όπως είναι ως άνθρωπος. Αυτή η ποίηση την οποία μάθαμε να λέμε ως εύκολη και για πολλούς επηρμένους εξοβελιστέα από τις στολισμένες τζαμαρίες της Αθήνας και τα στέκια με τους φωτισμένους θυρεούς, τις φιγούρες μιας σέχτας ανθρώπων που στο άκουσμα και μόνο αυτών των στίχων το πρόσωπό τους τσακίζει, απαιτεί καμιά φορά γνήσιο ταλέντο, από την ποίηση εκείνη που μιλά σκοτεινά και εκτονωτικά. Ας μην ξεχνάμε και το εξής: Αν μιλάς σκοτεινά, σε παίρνουν πιο πολύ στα σοβαρά οι κριτικοί και οι φίλοι μιας ομάδας ανθρώπων που νομίζουν πως οι συλλογές τους θα αποκτήσουν τιμητική θέση στην Ιστορία της Ποιητικής Τέχνης σε μια χώρα της οποίας οι κάτοικοι ζουν σε υγρά υπόγεια και αγοράζουν φτηνά ρούχα, πολύχρωμο φουλάρι, φορεμένο εναλλάξ πότε σε παρουσιάσεις και πότε σε ταβερνεία της οδού Θεμιστοκλέους. Αυτοί είναι ποίηση μπαζούκας, του αναψυκτικού και της περφόρμανς ροκοκό. Τι μπορεί να γράψει άραγε ένας τέτοιος χαρακτήρας που θεωρεί εαυτόν ποιητή για να διαβεί τις μεγάλες πόρτες με τον μπάτλερ κοιμισμένο σε μια ετοιμόρροπη καρέκλα; Αν η μετριοπάθεια η ταπεινοσύνη, ή η καθημερινή μάχη με τη ζωή δεν σε έχει κάνει ικανό να βιώνεις την προσωπική σου ζοφερή πραγματικότητα και αυτή των άλλων, δεν μπορείς να γράψεις. Ας με συγχωρήσουν μερικοί που ακούνε αυτά τα σχηματοποιημένα και ίσως εμπαθή πράγματα. Η ποίηση απαιτεί γονάτισμα και όχι ντουντούκες ή πύρινο βλέμμα ορισμένων ειδικών ενάντια σε ανθρώπους που νομίζουν πως με τα όσα γράφουν αξίζουν μόνο γέλιο και περιφρόνηση. Είναι πιο μοναχική λειτουργία από την πεζογραφία και απαιτεί ιεροπρέπεια. Αυτό το είδος της ποίησης που ασκείται σήμερα στην χώρα μας, και δεν αναφέρομαι σε όλη την επικράτεια, δεν έχει βάθος, έχει εκτόνωση και υπερηφάνεια. Έχει αποτροπιασμό κι απέχθεια για όλους και για όλα. Στα ποιήματα υπάρχει μόνο σκέψη και ο εαυτός μας να καθηλώσουμε αυτιά και έναν κόσμο ανίδεο που θα μας υποδεχτεί και θα μας χειροκροτήσει. Διαβάζω ποιητικές φωνές του παρελθόντος των καθιερωμένων μας ποιητών, (ας μην παραθέσω τα ονόματά τους ας αναφέρω μονάχα τον Τάκη Παπατσώνη, ο οποίος τόσο άδικα χαντακώθηκε από τη Γενιά του 30 και απ’ την κριτική λόγω της θρησκευτικότητας του και της μεταφυσικής του, ένας απέραντα αξιοπρεπής και καλλιεργημένος άνθρωπος, μεγάλος και σπουδαίος σε όλα – κάτι που αποδεικνύει πως η καλλιέργεια της ποιητικής γλώσσας τον έκανε καλύτερο σαν άνθρωπο, κάτι εντελώς σπάνιο στις παλιές και μέρες, ακόμα και για τους νομπελίστες μας. Ας προσθέσω εδώ και τον Βύρωνα Λεοντάρη, τον άρχοντα ποιητή, που με τον θάνατό του ανακαλύψαμε πόσο σημαντικός είναι), και πολλών άλλων, ακόμα και νέων, που έχουν κατανοήσει τη σημασία και το ρόλο μιας καθαρής, ταπεινής φωνής, και ελπίζεις πως ουδέποτε θα προδώσουν την Ποίηση σε αντίθεση με την αλαζονεία που διαχέεται σε τόσα και τόσα ποιητικά πονήματα που εκδίδονται κάθε τόσο.

 

cebacebfcf83cf83ceb9cf8ecf81ceb7cf82

 

Η αλαζονεία της γραφής σε κάνει ή σε αναγκάζει να παίρνεις σοβαρά τον εαυτό σου, βάζοντάς σε σε απόσταση από την ίδια τη ζωή και τους ανθρώπους της. Πολύ συχνά βλέπεις έναν ποιητή που είχε έφεση για μεγάλα πράγματα που τα καταστρέφει λόγω ανοησίας και έπαρσης. Η καλλιέργεια της γραφής, η ίδια η Τέχνη, αν δεν σε κάνει καλύτερο ως άνθρωπο, δεν έχει αξία για σένα τον ίδιο. Κι εδώ, μας ξαναμιλά ο Πάουντ, επίκαιρος πάντα, ξαφνιάζοντάς μας, με τους εξής στίχους που αποτελούν συνέχεια του προηγούμενου:

Είδα νέους εξαίσια προικισμένους
που δεν κατάφεραν να υπολογίσουν σωστά
το μάκρος του ταξιδιού.

Ο μεγάλος και σημαντικός οφείλει σε όλα να είναι μεγάλος και προπάντων άνθρωπος και να έχει και πηγαίο χιούμορ, (κάτι που αφορά τους συγγραφείς και όχι τους ποιητές που έχουν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους) να αυτοσαρκάζεται και όχι να περιφέρεται βαρύς κι ασήκωτος – έλεος πια αυτή η σοβαροφάνεια και η σιγουριά πως το δαχτυλίδι που φοράνε είναι αυθεντικό. Να μη βιάζεται ν’ απορρίψει, μήτε να μαλώνει φωναχτά, να ξιπάζεται σαν τους λαϊκούς αοιδούς για να μπει το όνομά του πρώτο στην μαρκίζα του μαγαζιού – γιατί κι αυτό το είδαμε σε μεγάλα της ποίησής μας ονόματα για να μπουν ντε και καλά πρώτα ποιήματα ή κείμενά τους σε σελίδα περιοδικού.

Ο Στράτος Κοσσιώρης, ως ταπεινός και χαμηλόφωνος ποιητής, σίγουρα έχει επιρροές. Καθαρή, λαγαρή ποίηση άσκησε επί σειρά ετών, την καθιέρωσε και την εγκαινίασε, αν θέλετε, η Σχολή της Διαγωνίου του ομώνυμου περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983) με κύριο εκπρόσωπό της ποιητή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και των εκδόσεων Διαγώνιος από το 1962 και μετά. Η σχολή αυτή, στηριγμένη στην αισθητική κυρίως του Καβάφη, ανέδειξε ποιητές και πεζογράφους του ρεαλισμού που αρνιόταν επίμονα τις αυθόρμητες, υπερφίαλες γραφές, που χρησιμοποιούσε η ντόπια λογοτεχνία και καμάρωνε γι’ αυτές. Η Σχολή της Διαγωνίου ήρθε και σε αντίθεση και με παλιές καθιερωμένες γραφές της γενιάς του 30. Με τις δημοσιεύσεις της στο περιοδικό Διαγώνιος, καθάρισε την ποίηση και την πεζογραφία από ζιζάνια, όπως υποστήριζε, δίνοντας ένα δικό της στίγμα. Αυτό το ξεκαθάρισμα που ήταν μια αισθητική που ανάγκασε πολλούς να ξανασκύψουν στα γραπτά τους. Αρκετοί λογοτέχνες επηρεάστηκαν τον ταγό της Διαγωνίου και καθιερώθηκαν και από τον ίδιο τον δημιουργό τους επειδή τον μιμήθηκαν, και αρκετοί είναι αυτοί που προχώρησαν παραπέρα, τραβώντας τον δικό τους σιωπηλό δρόμο. Δεν θα ήθελα να μιλήσω για ποιητές που, στραγγίζοντας υπερβολικά τους στίχους, ανάβλυσε από την πρέσα ντε και καλά του κατανοητού η κοινοτοπία και η παραλογοτεχνία του κόντρα πλακέ. Η ποίηση του Κοσσιώρη προσεγγίζει τα καλύτερα παραδείγματα της Σχολής, δημιουργώντας ωστόσο μια ταπεινή φωνή με δικό του ύφος χωρίς να το αποστραγγίζει, αλλά να το συγκρατεί μέσα στα επιτρεπτά όρια της γλώσσας που έχει κατακτήσει με τις δύο συλλογές του.

Στα κάρβουνα ξετυλίγεται η σχέση του Σοσσιώρη με χώρους, ανθρώπους και αντικείμενα. Μια σεμνότητα χαρακτηρίζει τα ποιήματα. Σκηνές εγκατάλειψης, άνθρωποι που ζουν εν κρυπτώ, μνήμες που ξαναζωντανεύουν μέσα από δυνατούς στίχους. Ένα απλό αντικείμενο αποκτά οντότητα άξια μνήμης.

Στο ποίημα «Βιβλιοπωλεία» με το οποίο ανοίγει η συλλογή, η θέα και μόνο της προθήκης με τα βιβλία δημιουργεί σφίξιμο και ίσως συντριβή, μια ισχνή φιγούρα απελπισμένου στο «Για ένα ξεροκόμματο» κινείται επί ώρες μ’ έναν κουβά σε φανάρι της λεωφόρου για λίγο ψωμί ή φάρμακο. Οι «Πακιστανοί» που πουλούν ομπρέλες στο ομώνυμο ποίημα κι ο ποιητής που έχει ξεχάσει την ομπρέλα σπίτι, φοβάται για την μπόρα της τύχης. Στο «Στερρόν της πίστεως έρεισμα», απ’ τα καλύτερα της συλλογής, ο μογγόλος της γειτονιάς που ρίχνει αδέξια τον οβολό του στον δίσκο, ενσαρκώνει απόλυτα τον λόγου Κυρίου Μακάριοι οι πτωχοί των πνεύματι ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών. «Το κομποσκοίνι» που φορά μια μεσόκοπη πόρνη στο χέρι είναι απόδειξη της τρυφερότητας που έδειξε κατά τη συνεύρεση. Στο ποίημα «Εγκατάλειψη» που περιγράφει ένα σκαρί αυτοκινήτου ν’ αναπολεί τη θερμότητα των σωμάτων, σχετική με την τριβή ή με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο κουρελής γέρος, πλανόδιος συγγραφέας που πουλάει τα βιβλία του στο ποίημα «Ο συγγραφέας» τσακώνεται με τον ποιητή, όταν σε κάποια στιγμή της κουβέντας μιλάει για την πενία Παπαδιαμάντη ή την εγκαρτέρηση του Καβάφη. Η σκέψη του ποιητή που ακολουθεί, πως ίσως να είχε ανάγκη ο γέρος συγγραφέας τα χρήματα ή να είναι πιο τίμιος από όλους που ζητούν ανταλλάγματα-συναλλάγματα από το μέλλον, τον προσγειώνει. Στο ποίημα «Πηγαδάκια» που αφορά μαζεμένους αλλοδαπούς έξω από τις δημόσιες βρύσες έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον μουλωχτό παντρεμένο Έλληνα που κάνει στα μουλωχτά / και όσο πιο αθόρυβα / τις δουλειές του. Στις «Διαδρομές», μιλά για βλέμματα και συναντήσεις απραγματοποίητα, ένα ποίημα δομημένο άψογα που κατά την ανάγνωση μας μένει ένα καταστάλαγμα από της ζωής το σύνηθες: την απόρριψη. Τη συλλογή κοσμούν και σύντομα ποιήματα σκηνές-αλληγορίες πάνω στο φάσμα του ελάσσονος βίου. «Το σκουπιδιάρικο» να μαζεύει καρτερικά τ’ αποφάγια της μοναξιάς μας, τελικός στίχος που έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο κελάηδημα των πουλιών του πρωινού. Στα ποιήματα «Άδεια μπουκάλια», της μπίρας που θυμίζουν την άδεια καθημερινότητα του ποιητή, που θα καταντήσει κι αυτή σίγουρα γυαλιά θρύψαλα. Στα «Μολύβια», η αίσθηση προσωρινότητας και κάθε ξύσιμο κι ένας μικρός θάνατος. Το πεταμένο «αποτσίγαρο» στο πεζοδρόμιο αφού προσέφερε την προσωρινότητα της ευχαρίστησης μάταια προσμένει / την τελευταία ρουφηξιά. Στο ποίημα «Τα βήματα», τα λασπωμένα ίχνη δεν απαιτούν καθάρισμα λόγω της συνεχιζόμενης βροχής. Η μόνιμη συντροφιά της σκόνης στα «Ξεχασμένα τασάκια» δεν μπορεί να συγκριθεί με τη ζεστασιά της στάχτης – πορεύεσαι με τ’ αποκαΐδια σου σε αυτή τη ζωή. Στον «Φίλο μου τον τάδε» οι τόνοι πέφτουν για να αφηγηθεί μια έμμετρη ιστορία ενός άθεου αγιογράφου που ζει σε μια τρώγλη στα Κάτω Πατήσια. Η έκπληξη έρχεται στο τέλος του ποιήματος, ένα θαυμάσιο εύρημα με το δεξί χέρι του Ιησού/ που από ένα μικρό λάθος / λείπει ένα του δάχτυλο. Η εμποτισμένη αθεΐα του ζωγράφου τον οδηγεί να κάνει ασυνείδητα λάθη. «Ο Χαμένος της δεκαετίας του 60» είναι ένα πολύ συγκινητικό ποίημα, μια ιστορία ενός ανώνυμου γείτονα του ποιητή, που τη θυμάται μετανιωμένος μετά από πολλά χρόνια. Μετά την εναργή περιγραφή του πίσω από το τζάμι του σπιτιού του, ο Κοσσιώρης αφού τον ονομάζει «ένα κρυφό ναυάγιο / – που στοίχειωσε τα παιδικά μου μάτια –» στο τέλος του οποίου αναγνωρίζει: Θα του χάριζα τώρα / απλόχερα τη φιλία μου / αν τον έβλεπα να ξεπροβάλλει από μια γωνιά. «Σε αναμμένα κάρβουνα» ποίημα που δίνει και το όνομα στη συλλογή, περιγράφει μια σκηνή έξω από ένα πορνείο. Ένας άντρας προσπαθεί να φαίνεται ψύχραιμος, παρόλη την ερωτική του επιθυμία. Ο ποιητής, γενικεύοντας, αναφέρει τη χαρά που θα έδιναν όλοι οι στερημένοι στις ακατάδεχτες γυναίκες που ανάγκασαν τον άντρα να επισκεφτεί το πορνείο. Στο ποίημα «Η ζωή είναι θέμα τύχης», περιγράφει μια ιστορία ενός παιδικού φίλου της μητέρας του ποιητή, εξαφανισμένου στις Ινδίες και μετά τη νοσηλεία του σε ψυχιατρεία. Οι γύρες του ποιητή στα πορνεία της οδού Φυλής έγιναν τόπος συνάντησης με τον άντρα. Η ιστορία του σ’ ένα σουβλατζίδικο, λίγες μέρες προτού ο ίδιος πεθάνει και η φράση Η ζωή είναι θέμα τύχης ως απάντηση σε ερώτηση του ποιητή μας κάνει να σκεφτούμε πως οι συγκυρίες μας κάνουν έρμαια και μας σφραγίζουν. Η συλλογή ολοκληρώνεται με το μικρό ποίημα «Πλάι στην είσοδο» που οι άχρηστες, χρησιμοποιημένες κούτες είχαν ακόμα μια αδυσώπητη μοίρα: αυτή της βροχής που θα έστελνε η φύση για τις μετατρέψει σε μια άμορφη μάζα. Το ποίημα αυτό θα ήταν καλύτερα να είχε ομαδοποιηθεί με τα σύντομα ποιήματα των σελίδων 161-121, αλλά αν η ποίηση του Στράτου Κοσσιώρη πέφτει πάνω μας σαν ταπεινή βροχή όπως είναι η γραφή του, σωστά τοποθετήθηκε στο τέλος. Το θέμα στην Τέχνη, όπως είπαμε, είναι να μιλάς καθαρά με κατάκτηση γλώσσας για να αποδεικνύεις πως η φωνή σου είναι απέραντα τίμια κι ειλικρινής. Ο ποιητής έτσι μιλά και ελπίζουμε πως θα συνεχίσει. Στην Τέχνη, όπως τη μάθαμε κακήν κακώς, περιγράφεις τα σόλοικα και τ’ αντίθετα της ζωής, αυτά που μας εμποδίζουν να δούμε ή ν’αντικρίσουμε τον Παράδεισο – είναι γνωστό αυτό. Και είναι γνωστό επίσης πως αν ζούσαμε στον Παράδεισο, η τέχνη θα ήταν άχρηστη εντελώς. Εμείς όμως όλοι, έχουμε ανάγκη από το άρωμα αυτό της θλίψης, την τερπνή πνοή, τη μαγιά στη τέχνης. Έχουμε ανάγκη από τέτοια ποιήματα που πολλοί τα προσπερνούν ως εύκολα, αυτονόητα και ίσως περιττά. Διψάμε για ποιήματα απλά ποιότητας και όχι για ποιήματα πόζας. Και, αν είμαστε και άνθρωποι, δεχόμαστε την κριτική οποιαδήποτε κι αν είναι, περισσότερο την αρνητική, που οφείλουμε αν είναι καταξιωμένη και με επιχειρήματα, να τη σεβόμαστε και όχι να καταφερόμαστε εναντίον της. Αυτό είναι που δεν έχει μάθει ο συγγραφικός μας κόσμος. Να σέβεται και να δέχεται. Μόνο η κριτική που καταφέρεται αναίτια στο πρόσωπό μας, αυτή είναι απορριπτέα κι αυτή πρέπει να μας ενοχλεί.

Για τον Πάουντ μίλησα και πριν. Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου η Κατάι η συλλογή του Έζρα Πάουντ του 1913, που αποτελεί κατά το μεγαλύτερο μέρος μετάφραση από τα κινέζικα του ποιητή Λι Πο που έζησε 701-761 μ.Χ – Ριχάκου στα Γιαπωνέζικα – βιβλίο που δημιουργήθηκε από τις σημειώσεις του μακαρίτη Έρνεστ Φενελλόζα που είχε την ευγενή καλοσύνη να δώσει στον Πάουντ η χήρα του, και τις διασαφηνίζεις των καθηγητών Μόρι και Αρίγκα). Σ’ ένα υπέροχο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Θρήνος του φρουρού των συνόρων» διαβάζουμε:

 

…και θλίψη θλίψη σα βροχή,

Θλίψη να πας, και θλίψη, θλίψη να ξαναγυρίσεις.

 

Ναι, για τη θλίψη γράφουμε, έτσι μάθαμε εμείς, λανθασμένα για πολλούς αφού η ζωή δεν είναι μονάχα πόνος, έτσι έμαθε και ο Κοσσιώρης και το κάνει μέχρι στιγμής με τέχνη και σεμνότητα, μια ιερή αρματωσιά με την οποία ευχόμαστε να συνεχίσει.

 

 * Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Ένα πακέτο Άρωμα, Ρόπτρον 1992 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 1995³), το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, Οδυσσέας 1994³ (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2003), στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το ταξιδιωτικό κείμενο Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, Οδυσσέας 1995 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2006), το μυθιστόρημα Απέραντες συνοικίες, Κέδρος 2001, τη νουβέλα Άλκης, Μεταίχμιο 2003 και το μυθιστόρημα Φραγή εισερχομένων κλήσεων, Μεταίχμιο 2006. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top