Fractal

Διήγημα: «Ψηφιδωτό»

Του Στράτου Κ. // *

 

360_100
Αρχίζω να γράφω αυτές τις γραμμές χωρίς να ξέρω που και πως θα οδηγηθούν. Όπως περίπου και οι ζωές μας…

Μόνο που σ’ αυτές, το τέλος είναι γνωστό, αναπόφευκτο, ασφαλές… Ίσως και εδώ λοιπόν, το τέλος να είναι το ίδιο μοιραίο, το ίδιο δίκαιο.

Αυτές οι σελίδες δεν θα έχουν ήρωα, ούτε πλοκή, ούτε καν μια γραμμική αλληλουχία, παρά θα είναι μπολιασμένες με στιγμές και εικόνες, με σκέψεις και ουρλιαχτά, με αναμνήσεις και όνειρα, μπορεί φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα ή φαντασιώσεις, που θα παίρνουν ζωή μέσα από τις λέξεις. Ένα ψηφιδωτό, πρέπει να το αντικρίσεις από απόσταση για να διακρίνεις καθαρά αυτό που απεικονίζει…

Ο κόσμος είναι ένα κακό μέρος… Ένα απερίσκεπτο πρωινό ήρθα και εγώ στη ζωή, μόνος και γυμνός. Μέσα από σκισμένες σάρκες και αίμα, το αίμα της μάνας μου. Το κλάμα, αυτή η πρώτη επαφή με τον ορατό κόσμο γέμισε τα πνευμόνια μου με οξυγόνο και το μικρό, εύπλαστο σώμα μου πλημμύρισε πνεύμα…

Τώρα, περίπου ένα τρίτο του αιώνα αργότερα, κάθομαι πάλι γυμνός και μόνος σε αυτό το σκιερό δωμάτιο γράφοντας, πληκτρολογώντας για την ακρίβεια. Μπροστά σε αυτό το κρύο μηχάνημα που δεν καταλαβαίνει τίποτα, τίποτα δε νοιώθει. Κι όμως, μετατρέπει τις σκέψεις μου σε λέξεις.

Ακούω έξω τα πουλάκια να κελαϊδούν, αυτά τα ζωντανά πλάσματα με φτερά μπορούν και πετάνε, ενώ εγώ όχι. Κάνουν έρωτα πάνω στις σκεπές μας, βρίσκουν τροφή τόσο εύκολα, τόσο φυσικά. Και όμως εγώ πρέπει να βρω δουλειά, να υπομείνω κοιλιόδουλα αφεντικά, ανέραστους συνεργάτες, να φροντίσω για το μέλλον μου το άγνωστο, το κρυφό. Εγώ πρέπει να ζήσω μέσα σε τσιμεντένιες ζούγκλες, ανάμεσα σε αυτοκινούμενα ρομπότ και σε κακόηχα κορναρίσματα. Μπροστά σε οθόνες άψυχες, δίπλα σε όντα που κυνηγούν εξουσία και δύναμη, μαζί με θνητούς που λησμονούν ότι θα πεθάνουν. Γιατί εγώ έχω λογική και δεν είμαι ζώο, όχι βέβαια, εγώ κάνω πρόοδο!..

Κάποτε βρέθηκα πάνω σ’ ένα καράβι ταξιδεύοντας νότια. Στο νησί του Ήλιου συνάντησα μια κατάξανθη σκανδιναβή. Την ερωτεύτηκα! Είχα τον Δία πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ο έρωτας ήταν ο Οδυσσέας και εγώ ο κύκλωπας. Πάνω στη νοσταλγική ανάγκή του, με μέθυσε και με τύφλωσε. Το ένα και μοναδικό μου μάτι, αιμορραγούσε ακατάπαυστα. Μα το μεθύσι κράτησε καιρό. Τρέκλισα έτσι για δυο χρόνια, τρακέρνοντας στα τοιχώματα της σπηλιάς. Στο τέλος κατάλαβα ότι δεν έφταιγε κανένας, παρά μόνον εγώ…

Και έτσι βρέθηκα σ’ ένα καράβι ταξιδεύοντας βόρεια. Μια γοργόνα αναδύθηκε από τα σκοτεινά νερά όταν κανείς άλλος δεν ήταν πάνω στο κατάστρωμα για να τη δει.

«Ζει και βασιλεύει!» της απάντησα. Και δεν γύρισα ποτέ ξανά πίσω.

Χρόνια αργότερα, έδωσα την ευκαιρία σε αυτόν τον βόρειο λαό των Βίκινγκς να μου ανταποδώσει την φιλοξενία. Εκεί τους είδα από κοντά, τους μελέτησα…Οι γυναίκες τους ήταν χρυσαφένιες με σώματα στιβαρά, το δέρμα τους ακρυλικό… Οι άντρες συννεφιασμένοι, νηφάλιοι. Γι’ αυτούς όλα τα ψυχολογικά και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, έχριζαν ψυχιατρικής θεραπείας, ενίοτε και φαρμακοθεραπείας. Είσαι διαρκώς χαρούμενος; Κάτι πάει στραβά. Take a pill! Είσαι διαρκώς λυπημένος; Σίγουρα κάτι πάει στραβά. Take a pill! Είσαι μια χαρούμενος και μια λυπημένος; Κάτι δεν πάει καλά με την πάρτι σου φίλε. Take a pill… Είμαι σίγουρος ότι ψυχολόγοι και ψυχίατροι κάνουν χρυσές δουλειές εκεί…Άλλα μάλλον κι αυτοί ξοδεύουν τα λεφτά τους συναδελφικά…

Τελικά δε μπόρεσα να βρω τη δικλείδα επικοινωνίας. Δεν τους έπιανα πουθενά…άλλοι άνθρωποι. Βόρειοι σε όλα τους…

Στην μικρή κωμόπολη που έμεινα, όλοι έβγαιναν μόνο τις Τετάρτες, τις Παρασκευές και τα Σάββατα. Όσο καιρό ήμουν εκεί, δεν έχασα καμιά από αυτές τις ευκαιρίες… Ήταν ο τρόπος μου να τους παρατηρώ. Ακόμα και μέσα στις κραιπάλες και τα μεθύσια που ακολούθησαν, οι στιγμές επικοινωνιακής διαύγειας και οικειότητας ήταν ελάχιστες. Έφυγα σε περίπου τρεις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Μου έλειψε ο μεσογειακός ήλιος, η νότια αιθανόλη, τα ηλιοκαμένα ψέματα, η αριστοκρατική μας βαρβαρότητα, το τσίπουρο και ο φραπές…

Και αυτή η Θεσσαλονίκη, τι πόλη κι αυτή… Μάγισσα και πουτάνα, φρικτά όμορφος συνδυασμός. Πάντα επέστρεφα. Έχει μια μαγκιά αυτή η πόλη, κάτι που δεν υπάρχει αλλού. Δε μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Δεν είναι λιμάνι η Θεσσαλονίκη, είναι η θάλασσα που έχεις μέσα σου. Όπου και να πας, μ’ αυτήν στολίζεσαι.

Πάντα δίνεις μια δεύτερη ευκαιρία στην πόλη σου, πόσο μάλλον αν αυτή είναι η Θεσσαλονίκη. Αυτό έκανα και εγώ.

Τότε άρχισε το μεγάλο πανηγύρι, φτιάξαμε έναν καφενέ…ακριβώς μετά την παροιμιώδη παραίσθηση του 2004. Ακολούθησε χρόνια μέθη και κάθε λογής αστική περιπέτεια…

…Βρέθηκα να τραγουδώ καντάδες κάτω από τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, σε υπόγεια καπηλειά ασπρόμαυροι ρεμπετομπλουζάδες γέμιζαν το ποτήρι μου στραγγίζοντας το μουστάκι τους, κάποια στιγμή ναυμάχησα με άλλους πειρατές στο Θερμαϊκό κόλπο. Κρητικά, ψηλορείτικα πουλιά, μου ψιθύριζαν μαντινάδες για την αλητεία και τον έρωτα, με τα χέρια περασμένα στους ώμους. Ξωτικές πεταλούδες με κοίμισαν στα πολύχρωμα κρεβάτια τους. Ξύπνησα σε άγνωστα δωμάτια. Κόσμος έρεε μέσα απ’ το καφενείο μας, ήταν μια αστρική πύλη αυτό το μέρος, εκεί συναντιόντουσαν ετεροχρονισμένες ψυχές, φιλικές μετενσαρκώσεις. Μια ανοιχτή σκηνή μες την πόλη, απερίφραχτη. Κλόουν, αμαζόνες, μάγοι, θηριοδαμαστές, Ιφιγένειες, τροβαδούροι, ακροβάτες, νεράιδες, καταραμένοι ποιητές, Πινελόπες, μνηστήρες, φοιτήτριες, προφήτες, φίλοι που ήταν εχθροί, εχθροί που γίναν φίλοι… Όλα εκεί!

Και εμείς μαέστροι, μ’ ένα ποτήρι στο χέρι…

Μέσα στους καπνούς και το πιοτό, προσπαθούσαμε να βρούμε το νόημα του κόσμου ή να του δώσουμε εμείς ένα.

Μετά οι καταραμένοι ποιητές σώπασαν, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, πιστεύοντας ότι έτσι έγραψαν το καλύτερο ποίημά τους και αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση. Οι Πηνελόπες τους καπάρωσαν πρώτες. Νεράιδες και μνηστήρες ανταλλάξανε ρούχα, ενώ οι μάγοι χάριζαν τα ραβδιά τους στις μελλοθάνατες Ιφιγένειες. Κλόουν, θηριοδαμαστές και λοιποί, απλά αλλάξανε στέκια.

Και εμείς οι μαέστροι, ήμασταν πια τόσο μεθυσμένοι, που η πραγματικότητα μύριζε όνειρο, που καθώς ξεθώριαζε, άφησε πίσω του μια ελώδη δυσοσμία, μια μπόχα. Τα τραγούδια έγιναν βήχας, ο χορός υποβιβάστηκε σε βηματισμό, ο έρωτας άχρωμος, η επανάσταση δύσκολη δουλειά…

Το κλείσαμε και ησυχάσαμε.

Θυμάμαι μια φορά, λίγο πριν ξεράσω, καθώς κρατούσα το τομάρι μου όρθιο στηρίζοντας το με το ένα χέρι μου από τα πλακάκια μπροστά στη λεκάνη, μου ήρθε στο μυαλό η φώτιση! Η θεία επέμβαση! Ο υπέρτατος στίχος, ο ιερότερος αμανές, η μουσική αμβροσία, το νέκταρ των λέξεων! Η συμπυκνωμένη αλήθεια, το πνεύμα της ύλης, η ύλη του πνεύματος! Δέος! Ο πίδακας του συμπαντικού νου εξερράγη στο κεφάλι μου, τα ύδατα της παγκόσμιας ψυχής με πλημμύρισαν! Μα αυτό κράτησε τόσο λίγο…

Σε ελάχιστο χρόνο τα ρουθούνια μου έσταζαν χολή και εμετό… καθώς γονάτιζα βήχοντας πάνω στο βρώμικο πάτωμα. Λίγο νερό και πάλι έξω, εκεί στον αγώνα, στη μάχη με τα μπουκάλια, στο πάρτι της νύχτας, στη γιορτή της ζωής! Ήμασταν άτρωτοι τότε, ζούσαμε στ’ ομορφότερο ψέμα.
Τώρα κάθομαι και γράφω αυτές τις γραμμές, και μοιάζουν τόσο μακρινά όλ’ αυτά πια, τόσο απρόσιτα… σαν αστέρια.

Τα επόμενα χρόνια ξεμεθούσαμε. Περίμενα να ξεθολώσει το περιβάλλον, μήπως και αναδυθεί κάποιο καινούργιο νόημα. Όλο αυτό το λαμπάδιασμα της νεότητας, άφησε πίσω του ένα μακρόσυρτο, χρόνιο hangover. Και μερικά κουσούρια ίσως. Βέβαια μια τόσο έντονη συνήθεια, δεν κόβεται μαχαίρι, αλλά σιγά-σιγά, βασανιστικά…

Έτσι μοιραία πια, το πάρτι άρχισε να τελεύει και οι τσέπες μας άδειαζαν. Όσο γλεντούσαμε δε μας έλειψε τίποτα… Μετά, έπρεπε να βρούμε τρόπο ν’ αγανακτήσουμε.

Αγανακτήσαμε λοιπόν, για να άγουμε προς την ανάκτηση της χαμένης μας δόξας. Θέλαμε πίσω τις οργιώδεις νύκτες μας, τη σιγουριά του αβέβαιου. Λίγη δράση…

Αν και ήταν επιλογή μας να τραβηχτούμε πια, από τον βυθό στην ακτή της ασωτίας, η συγκυρία ήταν αναπάντεχη. Η επιθυμία μας γι’ αλλαγή(!) πήρε σάρκα και οστά…

Η αλήθεια θάμπωσε, η εξουσία έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο, κουρδίστηκαν οι απόγονοι του Χίτλερ. Ο χρόνος μάς γύρισε την πλάτη, ήταν καιρός για επανεκκίνηση… Και όλο αυτό έγινε πολύ γρήγορα για τα θνητά μας μάτια. Δεν είχαμε προλάβει να ξενερώσουμε. Απλά αρχίσαμε να βλέπουμε το κρασί να τελειώνει και μας έπιασε πανικός.

΄΄Τι κάνουμε τώρα; Που χάθηκαν οι δικοί μας θεοί; Διόνυσε! Εωσφόρε! Μέγα Πάνα! Πού είσθε;!΄΄

Είμαι μόνος σε αυτό το σκιερό δωμάτιο, και αφουγκράζομαι τον αναστεναγμό της οικουμένης, τον αχό της ανθρωπότητας, το παράπονο του κόσμου έρχεται στ’ αυτιά μου. Πρέπει να το κοινωνήσω,

αλλιώς κάνω απλώς λογοτεχνία…

Η δεκαετία των ‘00s ήταν σχεδόν άκαρπη εξ ορισμού. Το συμπαντικό κρασί ήταν άφθονο, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καταναλώθηκε απερίσκεπτα, αφειδωλώς. Και τόσοι μαλάκες μαζεμένοι…βρωμούσε αλλαγή το πράμα. Έτσι όπως τα ‘φερε η ζωή, το κρασί σώθηκε συντόμως. Θα ακολουθούσε η εποχή της αγρανάπαυσης. Κάτι ξεχασμένα μπουκάλια και καβαντζωμένες νταμιτζάνες, δεν έφθασαν ούτε για ένα γλέντι που να θυμίζει την άρτι απούσα αίγλη. Μετά αρχίσαμε να σκορπάμε, βέβαια…

Αυτό που μας ένωνε άρχισε να εκλείπει. Και μετά απ’ αυτό, το μοναδικό κοινό που είχαμε μεταξύ μας, ήταν το παρελθόν. Το οποίο φυσικά και τούτο, στο κρασί ήταν βαπτισμένο, στο κρασί και στον καπνό.

Παρ’ όλ’ αυτά η αγρανάπαυση, είναι μια πολύ καλή εποχή για φιλοσοφία, ξεκούραση, ανασυγκρότηση, αναθεώρηση, επαναξιολόγηση, ακόμα και τέχνη…

Οι πιο πολλοί άνθρωποι ακολουθούν την πεπατημένη. Όχι για πρακτική ευκολία, αλλά επειδή την αποδέχονται αβίαστα σαν ένα αλάνθαστο αξίωμα. Δεν καταφέρνουν να ακούσουν τη φωνή της λογικής, μιλάω για την λογική της καρδιάς!.. Ή ακόμα και όταν την ακούν, τους τρομάζει, τους κάνει να νοιώθουν σαν αγκάθια ανάμεσα στο χορτάρι. Μα λησμονούν πως τ’ αγκάθια έχουν σκοπό. Προστατεύουν το εύχρωμο άνθος, την ονειρική ευωδιά, από το μονότονο, το μονόχρωμο, ομοιόμορφο, βαρετό και άνανθο χόρτο. Το σύστημα θέλει μάζες, έχει ανάγκη τα κοπάδια, τα χόρτα, έτσι βολεύει. Επιζητά την τυποποίηση, και όχι την ποίηση… Αν αύριο κάποιο υπερκατάστημα ανακοινώσει κάποια προσφορά, όλοι θα τρέξουν εκεί. Θα μαντρωθούν αυτοβούλως. Αν κάποια μέρα στο μέλλον ξαναχρειαστεί να κάνουν μαζικές εκτελέσεις, με αυτόν τον τρόπο θα συγκεντρώνουν τα θύματα.

Δεν ξέρω πώς να νοιώσω γι’ αυτούς τους ανθρώπους… να τους λυπηθώ; Να τους μισήσω; Να τους οικτίρω; Καλά να πάθουν; Δεν είμαι ο Χριστός, δεν τους αγαπώ όλους. Φταίνε! δεν είναι ζώα. Είναι υπεύθυνα όντα, πρέπει να είναι!

Μα ο χείμαρρος της ζωής δε δίνει δεκάρα για όλα αυτά, κυλάει από μέσα μας, μας παρασέρνει προς τη θάλασσα, προς το λυτρωμό. Μας σκορπάει στον άνεμο αδιαφορώντας για τις μικρότητές μας, περιφρονώντας κάθε μας επίτευγμα.

Κι ο ήλιος πάντα εκεί πάνω, αμίλητος, αμόλυντος, δίκαιος, γενναιόδωρος θεός. Και εμείς εδώ κάτω, χαμηλώνουμε τα μάτια μας και κοιτάμε τη σκληρή γη, κοιτάμε τον τάφο μας, και όχι την καταγωγή μας;.. Η Γη είναι ο καιάδας του σύμπαντος…Είμαστε καταραμένοι, ζούμε στην κόλαση. Κόλαση της ψυχής, των αισθήσεων παράδεισος.

Τόσο μπερδεμένα όλα… Ένα μυστήριο η ζωή, ένα όνειρο…μα εσύ κοιμήσου νωρίς, δουλεύεις αύριο…

Έξω απλώνεται μια πανέμορφη φθινοπωρινή νύχτα, κι όμως οι άνθρωποι κλειδώνουν τις πόρτες, κλειδώνουν τα παράθυρα, κλειδώνουν τις καρδιές τους και κρύβονται, καθώς ο νυχτερινός ουρανός ανοίγει την αυλαία του. Είναι ο ήλιος αυτός που μας κρύβει τον ουρανό, το φως του μας τυφλώνει. Τι να συμβαίνει άραγε αυτή τη στιγμή στις γειτονιές του κόσμου… Ποιος χάνει την αγάπή του μοιρολογώντας; Ποιος βρίσκει τον έρωτα σ’ ένα ζευγάρι μάτια; Ποια ζωή αργοσβήνει μόνη; Ποιο σώμα αναπνέει για πρώτη φορά; Το πένθιμο πανηγύρι συνεχίζεται, ο χορός των μελλοθάνατων καλά κρατεί. Ανήμποροι μέσα στην άγνοιά μας τραβάμε την ανηφόρα. Ένας Γολγοθάς η πλάση, μια κούφια ελπίδα. Μια παιδική χαρά δίπλα σ’ ένα κοιμητήριο, σε όμορους αγρούς.

Καθόμουν κάποτε και χάζευα αυτή την μικρή δεσποινίδα. Οι κινήσεις της στον χώρο έμοιαζαν μοιραίες.

Ξαπλωμένη πάνω στο σκοτάδι. Τα μάτια της κύματα…

-σε κάθε τους πετάρισμα πλημμύριζαν τον κόσμο,..

αναπαράγοντας το σπάνιο…

Η σκιά της μεγάλωνε και μεγάλωνε, σε λίγο θα σκέπαζε τα πάντα, κι όμως το βάρος της έμεινε το ίδιο. Είχε πάνω της κάτι το διαχρονικό. Το μοιραίο…

Βρεθήκαμε και οι δυο για λίγο έξω απ’ αυτήν την κοινωνική δυσφορία, από την άκαιρη προσπάθεια. Η τεμπελιά και η μποέμικη επιπολαιότητα ήταν πιο σημαντικές, πιο όμορφες συνήθειες.

Ζούμε στιγμές μεταβατικές, καμία αξία ή πίστη δεν θ’ αντέξει. Εμείς δεν χτίζουμε το καινούργιο, εμείς γκρεμίζουμε το παλιό. Αυτός είναι ο σκοπός μας(;..) Ευτυχώς δεν υπάρχουν παλιοί ποιητές για να κρίνουν αυτό το γκρέμισμα, μόνο νεκροί ποιητές. Γι’ αυτό δεν περιμένουμε εγκώμια, ούτε χάρες από κανέναν.

Οι παγιδευμένοι μεγαλοαστοί, ανιατούν πεισματικά. Ραγισμένοι έρωτες καραδοκούν. Η επικοινωνία σαπίζει, μια νέα μορφή εμφανίζεται. Οι άγριες λέξεις αντρειώνουν μπροστά στην κάθοδο των υδάτων. Τέχνη και τεχνολογία θα παντρευτούν. Τα ενταφιασμένα όνειρα θ’ αναστηθούν. Αυτό που θα μείνει θα είναι τα ανέφελα πρόσωπα και τα πλουμιστά χαμόγελα, οι αφηρημένες, άτακτες ζωές…

Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας, ξεφορτώνουν όνειρα και φορτώνουν ενοχές. Τα σύννεφα μέσα στο κεφάλι τους εγκυμονούν καταιγίδες. Οι πύλες των δακρύων στέκονται πια ανενεργές, χαλασμένες. Αυτά τα παροπλισμένα όνειρα, μια μέρα θα τους πνίξουν. Το μέλλον δε μοιάζει πια με απειλή, αυτό το παρόν ήρθε! Το κερί του κόσμου λιώνει αδιαφορώντας… Όλες οι λησμονημένες αρετές συστρατεύονται για μάχη. Μια μάχη ενδελεχή, με μία μόνο, πιθανή έκβαση. Ο αδηφάγος χρόνος μας περιγελά. Πλησιάζει ακροποδητί η φοβισμένη εκείνη μέρα, φέρνοντας την απρόσμενη ευτυχία. Η νοσηρή πραγματικότητα θα ηττηθεί από μια μοναξιά φιλάνθρωπη, ποιητική! Είμαστε μικροί σαν αστέρια μες τη νύχτα. Φέγγουμε απ’ το παρελθόν, καθρεφτίζουμε το μέλλον. Ο σκοτωμένος θεός ακόμα αιμορραγεί, ποιος θα τον σώσει; Ο Νίτσε είναι νεκρός!

Μην βιαστείς ν’ αρνηθείς την ύλη, μάλλον θα σου αρέσει που συγκατοικείτε. Φτάνει ν΄ αγαπάς το κρασί και τον καπνό.

Όσο για την τύχη…έτσι κι αλλιώς είναι στα χέρια μιας γυναίκας…

Δεν αντέχουν όλοι μια τέτοιου βεληνεκούς αλλαγή. Κάποιοι θα τρελαθούν, τρελαίνονται! Πηδούν από πύργους που καταρρέουν.

Οι καιροί είναι κρίσιμοι, πρέπει να αντιμετωπιστούν με κρίση ορθή, και έγκαιρη. Ήρθε η ώρα να παντρέψουμε Φιλοσοφία και Ποίηση!

Είμαστε έγκαιροι, σημαντικοί, ωραίοι..!

ο ήλιος κοιτάζει αμήχανα από ψηλά.

Γέμισε με κρασί το ποτήρι σου θνητέ!

Το καλοκαίρι του κόσμου μας/μάς περιμένει!

Ο παις Χρόνος παράτησε τους πεσσούς,

και τρέχει γυμνός να διαλαλήσει το δικό του «Eύρηκα»!

«Φτού ξελευθερία για όλους!»
* Ο Στράτος Κ. είναι γέννημα-θρέμμα της Θεσσαλονίκης.Ζει και γράφει ό,τι ζει.Άνθρωπος.Θνητός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top