Fractal

Αεί επιστρέφοντας

Γράφει η Μηλίτσα Πιέτρη – Αυγούστη //

 

9786180105117_3D

 

Πέρσα Κουμούτση, «Στους δρόμους του Καΐρου», εκδ. Ψυχογιός

 

Γεννημένη ‎στη πόλη τού Καΐρου από Έλληνες γονείς, η Πέρσα Κουμούτση, τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεων της με το Διεθνές βραβείο Καβάφη. Η Πέρσα είναι ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος , προσεγγίζει το θέμα τόσο ρεαλιστικά & συναισθηματικά, σε πρώτο πρόσωπο, που παρασύρει τον αναγνώστη να ταξιδέψει μαζί της στην Αίγυπτο στην πόλη τού Καΐρου, άλλωστε & ή αφιέρωσή της στην Αίγυπτο, όπου αναδύεται η πολιτική ιστορία της σύγχρονης Αιγύπτου. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας και εσωτερικής αναζήτησης, ένα ταξίδι νοσταλγίας & επιστροφής στο παρελθόν, στο χρόνο, και στον τόπο τού μεγάλου συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που τoν συναντά ξανά στην πορεία της ζωής της, διότι τίποτα δεν χάνεται μονάχα ξαναρχίζει. Μέσα από τον χρόνο γεννιόμαστε, δημιουργούμε, μεταμορφωνόμαστε, έως ότου φθάσουμε στο αποκορύφωμα της ζωής. Μαζί του ταξιδεύουμε ερευνώντας το βαθύτερο εαυτό μας. Η συγγραφέας αισθανόταν μια επιτακτική ανάγκη να ξαναζήσει το βιωμένο χρόνο της σε μια ηλικία πού έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στη διαμόρφωση της προσωπικότητας της. Άλλωστε, όπως έλεγε & ο μεγάλος δάσκαλος Ν.Μ. «όταν ο άνθρωπος βιώνει την απογοήτευση ή τη θλίψη, η γραφή γίνεται συχνά το καταφύγιο του, το λιμάνι του».  Για την Πέρσα η γραφή ήταν ίσως η μοναδική της άμυνα , απέναντι στη σκληρότητα της ζωής. Είναι ωραίο να βρίσκει κανείς καταφύγιο, για ένα διάστημα, σ’ έναν άλλο κόσμο έστω κι αν αυτός είναι φανταστικός, στην προκειμένη περίπτωση όμως είναι υπαρκτός και αληθινός. Ό,τι διαθέτεις στη ψυχή σου, κι’ ότι εντός σου κουβαλάς , αποτυπώνεις στα γραπτά σου. Μέσα μας υπάρχουν οι εικόνες και τα νοήματα, με τα δώρα τού θεού πορευόμαστε. Ο θεός μάς δίνει τα δώρα της κάθε μέρας απλόχερα αρκεί εμείς, να τα αναγνωρίσουμε, να τα φυλάξουμε στο μέρος της καρδιάς μας. Και η Πέρσα τα διαφύλαξε & μας έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο, μνήμης και νοσταλγίας, διότι ή νοσταλγία υποκινεί την μνήμη & εξασφαλίζει την οριστική ήττα της λήθης. Εκείνη η νοσταλγία για το παρελθόν, πού γίνεται εικόνες, αισθήματα, αγγίγματα, μυρωδιές πού σε στηρίζει η σε καταδιώκει. «Και με βασάνιζε ή νοσταλγία . Ανακαλούσα στη μνήμη μου την έρημο των Πυραμίδων, τις βόλτες μου στους πρόποδες της Σφίγγας, την Κορνίς τού Νείλου, τούς περιπάτους μου τα καλοκαίρια στην Αλεξάνδρεια, τούς δικούς μου ανθρώπους, πού άφησα πίσω μου. «Δεν άκουγα μόνο τούς θορύβους και τις φωνές τού δρόμου, τούς αισθανόμουν, με διαπερνούσαν& με κύκλωναν σαν αχλή, με τύλιγαν σαν αέρινη κουβέρτα στο πραϋντικό κουκούλι τους» γράφει ή Πέρσα.

Οι μνήμες ταξιδεύουν μέσα στα κύτταρα τού σώματος μας, σταματούν τον χρόνο & βυθίζονται σ’ έναν  αόριστο χρόνο πού διαφύλαξε τούς χτύπους της ύπαρξης μας. Κομμάτια της ζωής της από τα παιδικά της χρόνια αναδύονται σαν πεταλούδες σκορπισμένες στο Σύμπαν. Ταξιδεύει σε μαγικούς χώρους τού παιδικού της παραδείσου . Το κοριτσάκι με το ποδήλατο να παίζει με τον παιδικό της φίλο, τον εννιάχρονο Άντελ, την πρώτη της αγάπη τό πρώτο ερωτικό της σκίρτημα. «Το μόνο πού θυμάμαι είναι το καρδιοχτύπι, πού αντηχούσε στο μικροσκοπικό μου στήθος κάθε φορά που τον έβλεπα να βγαίνει από την είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, τσουλώντας το μπλε αστραφτερό ποδήλατο του».

Η Πέρσα ένιωθε τον ενθουσιασμό των νιάτων, τη δύναμη της ζωής, την αισιοδοξία, τον έρωτα, την μοναξιά, διότι τα γεγονότα μετουσιώνονται μέσα μας σε συναισθήματα. Η παιδική ηλικία είναι για τον Ναμπόκοφ ή χρυσή εποχή με την οποία συγκρίνεται όλη ή υπόλοιπη ζωή τού ανθρώπου. Χάρη στη μνήμη μας μπορούμε να έχουμε πάντοτε μαζί μας τα παιδικά μας χρόνια, το παρελθόν και το παρόν μπορούν να συνυπάρχουν. Ο Ρίλκε λέει πώς «οί τόποι πού ζήσαμε παιδιά την πρώτη μοναξιά μας, τον πρώτο μας πόνο, οι τόποι όπου ονειρευτήκαμε δένονται παράφορα με τον χρόνο της ωριμότητας». Η συγγραφέας μάς ξεναγεί στην  πατρίδα της καρδιάς της το Κάϊρο, με την ψυχή της, τον αληθινό εαυτό της, μας θέλει κοντά της, δίπλα της, συνοδοιπόρους στο ταξίδι της και όχι αδιάφορους.

 

kairoy

 

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εκφράζει μια ψυχική αμεσότητα εμπλουτισμένη από μια γλυκιά μελαγχολία και νοσταλγία. Οι μνήμες θρέφουν την νοσταλγία της. Ένα παρελθόν πού ζει ,ανασταίνεται και υπάρχει μέσα από τις εικόνες πού διαφύλαξε στη ψυχή της. Δύο πατρίδες πού την ενώνουν και την χωρίζουν, πού ταυτίζεται και διαφοροποιείται, πού αγαπά και φοβάται. Η πατρίδα της καρδιάς και ό ξένος τόπος .

«Με τραβούσαν δύο αντιφατικές δυνάμεις, εκείνη της έξαψης και τού ενθουσιασμού για το επερχόμενο αύριο, πού ήταν απολύτως  άγνωστο σε μένα και ή θλίψη τού αποχωρισμού, ή απομάκρυνση μου από τη μήτρα». Κάθε αποχωρισμός εγκυμονεί και ένα πόνο, μια συγκίνηση, για ό,τι αφήσαμε πίσω. «Είναι μοιραίο ο άνθρωπος να παραπαίει πάντα ανάμεσα στη χαρά και στο πόνο. Φώς και σκοτάδι σε ένα αέναο παιχνίδι επικράτησης, σε μια άνιση και δίκαιη πάλη, άλλωστε έτσι δεν είναι η ζωή;

Ένας συνεχής αγώνας προς τη δικαίωση, την ανύψωση ή την αυτοπραγμάτωση». Για την Πέρσα είναι μια πορεία ζωής, πού ξεκινά από την περιοχή της Γκίζας, την περιοχή της ιστορίας των Φαραώ και των Πυραμίδων, όπου γεννήθηκε και προχωρά λίγα μέτρα πιο κάτω στην οδό Μουράτ, όπου μετακόμισε ή οικογένεια της. Απέναντι υψώνεται ή μυθώδης πράσινη κατοικία πού έμελλε να την μαγέψει ως παιδί και να διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα εξέλιξη της και πορεία της για πάντα. «Κανένας άλλος σκοπός δε δέσποζε πια στη ζωή μου, κανένας προορισμός, εκτός από την καγκελόπορτα απέναντι από το σπίτι μου. Η τύχη μού χαμογελούσε και σχεδόν κάθε μέρα μού χάριζε τουλάχιστον ένα  καινούριο πρόσωπο και κάθε φορά ένιωθα πώς έστελνε ουράνιο φώς μέσα στην ψυχή μου. Όμως ό δικός μου Φαραώ, ό δικός μου γίγαντας τού παραμυθιού ήταν ο πιο αγαπημένος, ήταν ό μοναδικός. Ο πιο γλυκύς. Τον ξεχώρισα από την αρχή, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ ποτέ το λόγο». Εκεί συναντά τον Ναγκίμο Μαχφούζ για πρώτη φορά. «Πώς λέγεσαι, μικρή μου» είπε ενώ έκλεινε με πατρική τρυφερότητα τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα μου στην παλάμη του. «Έλσα απάντησα. Τί όνομα είναι αύτο; Δεν είναι Αιγυπτιακό; Όχι είναι Ελληνικό όνομα τού απάντησα.  Ωραίο όνομα έχεις Έλσα. Να σού ζήσει το όνομα, αφού χάιδεψε με πατρική τρυφερότητα το κεφάλι μου. Επίσης κατάγεσαι από μια θαυμάσια χώρα με αξιοζήλευτο πολιτισμό σαν αυτό της Αιγύπτου. Και τί ωραία πού μιλάς τη γλώσσα μας. Εκπλήσσομαι στα αλήθεια συγχαρητήρια. Εύχομαι να ευτυχήσεις στη ζωή σου Έλσα».

 

Πέρσα Κουμούτση

Πέρσα Κουμούτση

 

Απλότητα και μετριοπάθεια είναι οι λέξεις, πού χαρακτηρίζουν  με ακρίβεια την προσωπικότητα του. Είναι από τούς λίγους σύγχρονους δημιουργούς πού κατάφεραν να εξυψώσουν τον απλό καθημερινό άνθρωπο και να τον αναγάγουν σε ηρωϊκή μορφή με απόλυτη επιτυχία και πειστικότητα. Οι χαρακτήρες του είναι αληθινοί, όσο και ή ζωή και ασκούν μια απίστευτη γοητεία στον αναγνώστη. Εξυψώνει και υμνεί τη γυναίκα σε όλα του τα βιβλία , υπογραμμίζει τον δυναμισμό της, την επαναστατική της φύση, την τάση της να επιβάλει τη θέληση και τις επιθυμίες της σε μια ανδροκρατούμενη και άκρως συντηρητική κοινωνία. Η τέχνη της γραφής τού Μαχφούζ δε στοχεύει μόνο στην αισθητική τού λόγου, αλλά παράλληλα αγγίζει σοβαρά θέματα υψηλής φιλοσοφίας . Πάνω από όλα υπήρξε ένας άνθρωπος με ευγένεια, μακροθυμία, ειλικρίνεια και πίστη στις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας και τού πολιτισμού. Το ξέσπασμα τού Αραβοϊσραηλινού πολέμου ή πολέμου των έξι ημερών το 67, και η ήττα τού Αιγυπτιακού στρατού υπήρξε ένα θλιβερό γεγονός. Η μετανάστευση ήταν ένα επακόλουθο της οικτρής οικονομικής κατάστασης πού επικρατούσε τότε στη χώρα. Η φτώχεια και ή ανεργία άλλαξαν  βάναυσα την Αίγυπτο. Η οικονομική κρίση ανάγκασε την οικογένεια τού Αντελ να μετακομίσουν σε άλλο Αραβικό κράτος. Κάθε χωρισμός είναι μια απώλεια, μια ορφάνια και τέτοιες η συγγραφέας βίωσε αρκετές φορές στη ζωή της. «Όταν ο Αντελ έφυγε από τη γειτονιά και τη ζωή μου, εγώ σταμάτησα να κατεβαίνω κάτω στο δρόμο, σταμάτησα εντελώς το παιχνίδι. Η ζωή είχε χάσει τη γεύση της, είχε αλλάξει όψη και χροιά και ή μελαγχολία έβαφε το πρόσωπο μου». «Κάποιοι άνθρωποι δεν αποχωρούν, δέν φεύγουν ποτέ από κοντά μας. Επιμένουν να ανασαίνουν στη ζωή μας, είτε ως θύμηση, ως σκέψη είτε ακόμα ως ενεργή και ζώσα ύπαρξη στο υποσυνείδητο μας». Ακολουθούν τα μαθητικά της χρόνια και ή φοίτηση στην Αμπέτειο σχολή, σκοπός της σχολής η καλλιέργεια της διαπολιτισμικής συνείδησης και τού κοσμοπολιτισμού και ή προώθηση της Ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας, θεωρείται ισότιμη με την Μεγάλη τού Γένους Σχολή στην Κων/πολη. Ακολουθούν τα γυμνασιακά χρόνια και στη συνέχεια τα φοιτητικά της χρόνια στο Πανεπιστήμιο τού Καΐρου. Μετά το πέρας των σπουδών της, ό ορίζοντας της Αιγύπτου για τούς ξένους είχε πια στενέψει αρκετά, το μέλλον διαγραφόταν αβέβαιο μετά τον θρησκευτικό φανατισμό, οπότε αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα, αν και ό πόνος για την εγκατάλειψη της πατρίδας της καρδιάς ήταν πολύ μεγάλος. Η εγκατάσταση της  στην Ελλάδα την φέρνει αντιμέτωπη με πολλές δυσκολίες. «Είναι κάποιες μέρες, που η απουσία των αγαπημένων δεν αντέχεται». «Πώς να ξεχάσεις ό,τι αγαπάς;» Η ευκαιρία για μια πνευματική κυρίως επιστροφή της δόθηκε με την ανάθεση της πρώτης μετάφρασης τού μυθιστορήματος «Το Παλάτι των Επιθυμιών». Δεν ήταν απλώς ή διαδικασία της μετάφρασης πού με μάγεψε, αλλά ή ίδια ή επιστροφή. Με κάθε λέξη, κάθε αράδα και κάθε πρόταση πλησίαζα περισσότερο τον αγαπημένο τόπο, επανερχόμουν σιγά, σιγά στο παρελθόν, επέστρεφα με άλλα λόγια στον εαυτό μου». Άλλωστε οι λέξεις εφευρέθηκαν καταρχήν ως άμυνα στην απόγνωση λέει ο Ντάρελ. Μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας επιστρέφει στη πατρίδα της καρδιάς της «Περπατούσα εκστασιασμένη σχεδόν μεθυσμένη από τα όσα με περιέβαλλαν. Μια πανδαισία χρωμάτων και σχημάτων πάνω σε έναν μυθικό καμβά. Σαν δυο επιστήθιοι φίλοι από τα παλιά, εγώ και οι δρόμοι γύρω μου, επιστρέψαμε πάλι ό ένας στην αγκαλιά τού άλλου, άλλωστε πάντα επιστρέφουμε στους ίδιους τόπους, όπου ζήσαμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. «Κατέβηκα στη πλατεία Αλ Αζχαρ όπου και το περίφημο Πανεπιστήμιο, γνωστό σε όλο τον κόσμο, όπου σήμερα οι Αιγύπτιοι φοιτητές τού Ελληνικού τμήματος διδάσκονται σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς και κατευθύνθηκα προς την αρχαία αγορά τού Χαν Ελ Χαλίλι . Οι μυρωδιές πού διαχέονταν στον αέρα από τα μπαχαρικά, αλλά και τα μικροσκοπικά υπαίθρια μαγειριά ήταν μεθυστικές. Πυκνά κύματα ανθρώπων, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας φάνταζαν στα μάτια μου κυριευμένοι από το θάμβος αυτής της παράξενης εξωτικής , ομορφιάς πού τούς τύλιγε σαν αέρινος μανδύας. Οι περιγραφές τού αγαπημένου μου συγγραφέα όλες ήταν εκεί, αυτούσιες και αναλλοίωτες» Η επιστροφή ήταν ένα προσκύνημα, μια απόδοση φόρου τιμής σε μια πατρίδα που δεν ξεχνιέται και στον μεγάλο δάσκαλο Ναγκίμπ Μαχφούζ, άλλωστε ή δική της σχέση μοιάζει με εκείνη των εραστών που άγγιξαν το υπέρτατο σημείο ηδονής.

Ο αγαπημένος της δάσκαλος κυριαρχεί στη ζωή της με τα γραπτά και την φιλοσοφία του και μετά θάνατον, διότι ή δική του φιλοσοφία δεν έχει σύνορα, δεν έχει όρια, ούτε ταυτότητα.

Η Πέρσα ισορροπώντας για πολλά χρόνια ανάμεσα σε δύο πατρίδες κατόρθωσε αυτήν ακριβώς την προσπάθεια με τρόπο ποιητικό να την κάνει εξαιρετική λογοτεχνία.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top