Fractal

Μια θλίψη αναίσθητη κι ένας πόνος κρύος

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Στο χείλος της αβύσσου” η πλήρης έκδοση του Φάμπιαν, Erich Kästner, μετάφραση: Άντζυ Σαλταμπάση, εκδόσεις Πόλις

 

Το 1931, δύο χρόνια πριν ο Χίτλερ να ανέβει στην εξουσία, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αποδεικνύει με την κατάρρευσή της ότι η Γερμανία βαδίζει προς μια νέα ζοφερή εποχή βίας και παραλογισμού.  Είναι τότε που θα δει το φως της έκδοσης Το χείλος της αβύσσου του Kästner. Ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερος δίνοντας έτσι στο μυθιστόρημα τη διάσταση ενός συνθήματος γραμμένου στον τοίχο (κατά την άποψη του Curt Weller), που εκτεθειμένο σε κοινή θέα φιλοδοξεί να κινητοποιήσει τη σκέψη των πολιτών· είναι αλήθεια η λογοτεχνία η αιχμή του δόρατος στην υπόθεση της συνειδητοποίησης; Αν για κάποιους μια τέτοια θέση φαντάζει ακραία, αξίζει να λάβουν υπ’ όψη τους τη δυναμική της μυθοπλασίας (εστιάζω εδώ στην υπόθεση της μεγάλης αφήγησης, δηλαδή στο μυθιστόρημα αλλά θα ήταν θεμιτή και μια γενίκευση).  Μέσα από τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων καθίσταται φανερή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επιδρά πάνω τους, μέσα από τις σκέψεις των ηρώων γίνονται διαφανείς οι πολιτικές διαδικασίες που τους επηρεάζουν, τα γεγονότα που τους καθορίζουν την πορεία. Συχνά αυτή η εγγενής δύναμη ενός λογοτεχνικού έργου αποδεικνύεται από τις αντιδράσεις αυτών που το φοβούνται. Κι εδώ έχουμε ένα έργο που υπέστη από την αρχή τη λογοκρισία και κατόπιν τη δίωξη. Ο Kästner απαντώντας στους τιμητές του γράφει:

[…] οι δικαστές των ηθών αναρωτιούνται: Τι τους χρειαζόμαστε τους συγγραφείς, αυτούς τους υπαλλήλους της φαντασίας;

Ο συγγραφέας τους απαντάει: Είμαι ένας ηθικός άνθρωπος! Βλέπει μόνο μία ελπίδα, και την κατονομάζει. Βλέπει τους συγχρόνους του να περπατούν με γαϊδουρινό πείσμα προς τα πίσω, προς μια άβυσσο που χάσκει και έχει αρκετό χώρο για όλους τους λαούς της Ευρώπης. Και φωνάζει, όπως φώναξαν κι άλλοι, πριν και πέρα από αυτόν: Προσοχή! Προσδεθείτε!

(Erich Kästner, Επίλογος για τους δικαστές των ηθών)

Και όπως οι «δικαστές των ηθών» κρίνουν τον συγγραφέα, έτσι και οι «δικαστές της τέχνης» κρίνουν το βιβλίο. Ο συγγραφέας τούς απαντά:

[…] Τούτο το βιβλίο δεν έχει ούτε πλοκή ούτε δομή, η έμφαση δεν έχει μοιραστεί ισομερώς και το τέλος του δεν είναι ικανοποιητικό.

Γι’ αυτό και ορθώς μπορεί κανείς να υποθέσει, είτε το βρίσκει σωστό είτε όχι, πως ό,τι έγινε έγινε με πρόθεση!

(Erich Kästner, Επίλογος για τους δικαστές της τέχνης)

Τι ακριβώς είναι, λοιπόν, το βιβλίο του Kästner και πώς μπορεί να εκτιμηθεί τόσα χρόνια μετά η αξία του; Να σημειωθεί εδώ πως η παρούσα έκδοση προσφέρει το έργο πλήρες, χωρίς περικοπές, σε έξοχη μετάφραση από την Άντζυ Σαλταμπάση, με πολύ κατατοπιστικό Παράρτημα (εξαιρετικοί οι δύο Επίλογοι του συγγραφέα) και με τον αρχικό τίτλο που ήθελε ο συγγραφέας – η πρώτη έκδοση του 1931 είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Fabian. Die Geschichte eines Moralisten» (Φάμπιαν. Η ιστορία ενός ηθικολόγου), τίτλο που κράτησε και η πρώτη ελληνική έκδοση, Οδυσσέας, 1982, που είχε τη μετάφραση της Βάσως Μανωλοπούλου.

Πρόκειται για την ιστορία του Φάμπιαν, του κεντρικού ήρωα, σε μια εποχή μεταβατική προς ένα χάος που οι περισσότεροι αρνούνται να δουν βιώνοντας μια προσωρινότητα γεμάτη καταχρήσεις, με καταξίωση της ανηθικότητας, με σανίδα σωτηρίας την εφεύρεση ιδεολογημάτων (ανίκανων φυσικά να προσφέρουν διέξοδο), σε ένα παρακμιακό βερολινέζικο σκηνικό.

Η Ευρώπη είχε βγει στην αυλή για ένα μεγάλο διάλειμμα. Οι δάσκαλοι είχαν φύγει. Ωρολόγιο πρόγραμμα δεν υπήρχε. Η γηραιά ήπειρος δεν θα έβγαζε την ύλη της τάξης. Την ύλη καμίας τάξης!

Ο Φάμπιαν επιμένει πως είναι ο ηθικός άνθρωπος μέσα σ’ αυτή την ανηθικότητα. Και σε όποιον του πει πως δεν έχει κανένα στόχο στη ζωή του (πέρα από τον νεφελώδη και ουτοπικό της καταξίωσης ενός ηθικού κόσμου) έχει την απάντηση:

Θέλω να βρω επιτέλους έναν στόχο στη ζωή. Κι αν δεν τον βρω, θα τον εφεύρω.

Δεν έχει, όμως, μόνο να αντιπαρατεθεί με όσους έχουν αφεθεί στην αφασία των καιρών. Υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν πως το πρωταρχικό μέλημα είναι να δημιουργηθεί ένα σωστό σύστημα, στο οποίο κατόπιν θα ενσωματωθούν τα άτομα – έχει ιδιαίτερη σημασία η θέση αυτή που μεταφέρει το βιβλίο του ο Kästner, μια θέση που ταλανίζει τη σκέψη και την πράξη (από τον προηγούμενο αιώνα και ως σήμερα) όσων επιθυμούν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων προτάσσοντας την αλλαγή του πλαισίου και υποτιμώντας τη ατομική συνεισφορά. Ο Φάμπιαν (με τις μικροαστικές του καταβολές) υποστηρίζει την ατομική διάσωση ως πρωταρχικό βήμα, για να ακολουθήσει μετά η συνολική αλλαγή του σκηνικού. Η αντιπαράθεση με τον Λαμπούντε (ηγείται μιας μικρής σοσιαλιστικής γκρούπας), τον φίλο του, είναι σε όλο το βιβλίο αποκαλυπτική, καθώς βήμα βήμα στις κουβέντες τους διακρίνονται καθαρά οι δύο απόψεις.

Μακάρι να υπήρχε ένα μέρος, σαν το φυτώριο που ονειρεύομαι! Θα σε πήγαινα εκεί δεμένο χειροπόδαρα, και θα φυτεύαμε έναν σκοπό για τη ζωή σου.

[…] Κι εγώ σου λέω ότι, ακόμα κι όταν τον φτιάξεις τον παράδεισό σου, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σπάνε ο ένας τα μούτρα του άλλου! Άσε που δεν πρόκειται να τον φτιάξεις ποτέ… Ε λοιπόν, εγώ ξέρω έναν στόχο ζωής, μόνο που, δυστυχώς, δεν είναι στόχος. Θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους να γίνουν  έντιμοι και λογικοί.

Μήπως, όμως, ο Φάμπιαν περιμένοντας να συμβεί αυτή η μετάλλαξη των ανθρώπων και να νικήσει η αξιοπρέπεια, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να καρτερά όπως ο άθεος το θαύμα; Αλλά και ο Λαμπούντε οραματιζόμενος τη συνολική ανατροπή, μήπως απλώς μεταθέτει επ’ αόριστον την έστω μικρή συμβολή του στην κοινή υπόθεση; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο πρόβλημα, που αποδεικνύεται έτσι κι αλλιώς διαχρονικό και θεμελιώδες. Στην ουσία διαβάζοντας το βιβλίο (και παράλληλα με την απόλαυση που σου προσφέρει η σατιρική γραφή – οι σκηνές που δημιουργεί είναι απίστευτες!) διαρκώς θέτεις ερωτήματα που σε οδηγούν σε σημερινό προβληματισμό παραμένοντας επίσης αναπάντητα.

Εντωμεταξύ, όπως συμβαίνει πάντα:

Λάθος άνθρωποι πέθαιναν και λάθος άνθρωποι ζούσαν.

 

Erich Kästner

 

Και ο Φάμπιαν που συστήνεται: Φάμπιαν Γιάκομπ, τριάντα δύο ετών, χωρίς σταθερό επάγγελμα, διαφημιστής για την ώρα, Σάπερστράσε 177, καρδιακός, καστανά μαλλιά, νιώθοντας να μην τον αγγίζει τίποτα, ούτε η πολιτική ούτε καμιά φιλοδοξία μα ούτε καν η αγάπη, θα στερηθεί κι αυτόν ακόμα τον πόνο που θα έπρεπε να νιώθει από τον θάνατο του φίλου του.

Ο πόνος του είχε καεί σαν σπίρτο και είχε σβήσει.   Θυμήθηκε ότι πάθαινε το ίδιο όταν ήταν παιδί: αν έκλαιγε πολλή ώρα για κάποιο πρόβλημα που του φαινόταν τεράστιο κι αξεπέραστο το ρεζερβουάρ που τον εφοδίαζε με πόνο άδειαζε. Τα συναισθήματα ψυχορραγούσαν, όπως όταν παθαίνει κανείς καρδιακή προσβολή και νιώθει να γλιστράει η ζωή μέσα απ’ τα χέρια του. Η θλίψη του ήταν αναίσθητη, ο πόνος του κρύος.

Η Γερμανία, που ήδη πορεύεται για ένα μέλλον σκοτεινό, με τους πολίτες της ήδη μέσα στο μυαλό τους να κυοφορούν την τυφλή πίστη στον έναν ηγέτη (λίγα χρόνια τους χωρίζουν από την επικράτηση του ναζισμού), μάλλον έχει τελειώσει για τον Φάμπιαν. Και επειδή είναι πράγματι δύσκολο να φανταστούμε πώς θα ζούσε αυτός ο ηθικολόγος στα επόμενα χρόνια, ο Kästner, αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας, οδηγεί την ιστορία του βιβλίου του σε μια έξοδο απίστευτη. Τόσο απλή όσο και παράλογη. Αξίζει να περιμένει ο αναγνώστης ως το τέλος για να επιβεβαιώσει το παραπάνω.

Η αισθητική αξία της λογοτεχνίας αναμφισβήτητη, κυρίως στα χέρια των καλών συγγραφέων (κι ας είναι μετρημένοι στα δάχτυλα αυτοί, με τον Kästner ανάμεσά τους)· είναι, όμως, πράγματι η δύναμή της τέτοια, ώστε να κινητοποιήσει συνειδήσεις; Θεωρητικά, όπως ειπώθηκε παραπάνω, είναι, εκτός αν θεωρήσουμε την περίπτωση των Γερμανών ιδιότυπη. Σκέφτομαι τον άλλο συγγραφέα, τον Hans Fallada και το έξοχο «Μόνος στο Βερολίνο» (Jeder stirbt fur sich allein), γραμμένο το 1947, το οποίο θα μπορούσε να είναι η συνέχεια της ιστορίας του Kästner, και το οποίο δείχνει πόσο λίγοι ήταν αυτοί που αληθινά και μοναχικά αντιστάθηκαν στον ναζισμό. Ο καθένας πεθαίνει μόνος του, θα πει και θα εννοεί τον κάθε Φάμπιαν μέσα στη μοναξιά του, σε μια χώρα που ήταν ήδη πεθαμένη χωρίς να το ξέρει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top