Fractal

Δημοτικό τραγούδι και σύγχρονη δημιουργική πεζογραφία

Γράφει η Δέσποινα Ι. Δούκα //

 

sto_dromo-twn-arwmatwnΜάνθος Σκαργιώτης, “Στο δρόμο των αρωμάτων”. Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Διόπτρα, [Αθήνα, 2015][1]

 

Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,

η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,

κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι. […]

-Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.

 

Το 1612-13, έναν χρόνο μετά από την επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου, επτά χρόνια αφότου ξαναχτίστηκε το Γιοφύρι της Άρτας με τη γυναίκα του πρωτομάστορα στα θεμέλιά του, ο Κωνσταντίνος Ντούλας, επιστρέφοντας από τα ξένα, υποχρεώνεται να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού πατέρα του. Πριν από μερικά χρόνια οι τρεις αδερφές του είχαν θυσιαστεί για να στεριώσουν τα τρία ονομαστά γεφύρια. Ο πατέρας του δεν θα βρει ανάπαυση, αν ο Κωσταντίνος δεν πάει στα τρία γεφύρια για να φέρει από εκεί λίγο ασβέστη και λίγο χώμα. Ο δρόμος του απ’ την Ήπειρο ως τη Μεσοποταμία και τις παραδουνάβιες χώρες είναι στρωμένος με περιπέτειες και κινδύνους. Πειρατές, δουλέμποροι, καλόγεροι, καμηλιέρηδες, ληστές, βεδουίνοι, ιεροφάντες, μάγοι, δερβίσηδες, περιστασιακοί έρωτες, σύντομες μα βαθιές φιλίες, αιχμαλωσίες, ανατολίτικη λαγνεία, σκοτεινές ιεροτελεστίες, τεκέδες, απαγωγές, αφιλόξενες στέπες. Ακόμα, όμως, κι αν καταφέρει να γλιτώσει και γυρίσει πίσω στη μικρή πατρίδα του, τον περιμένουν ο δήμιος, για ένα έγκλημα που διαπράχτηκε τη μέρα της αναχώρησής του, ο προδότης της παιδικής φιλίας, η ταλανιζόμενη μάνα και η βασανιζόμενη αρραβωνιαστικιά, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Στο δρόμο των αρωμάτων του Μάνθου Σκαργιώτη.[2]

Το εκτενές και πολυπρόσωπο αυτό μυθιστόρημα είναι ένα οδοιπορικό. Οδοιπορικό στην ιστορία των λαών της Μεσογείου, οδοιπορικό στον χρόνο, οδοιπορικό στους τόπους που συναποτελούν τη μεσογειακή αγκαλιά. Συγχρόνως είναι ένα οδοιπορικό στη ζωή των βασικών προσώπων: της μητέρας Ναδίνας, του γιου Κωνσταντίνου, των τριών εντοιχισμένων αδελφάδων, οι οποίες βγαίνουν από τον κόσμο του μύθου, αποκτούν ονόματα και εντάσσονται στην ιστορική διάρκεια: Δέσποινα, Όλγα, Αερινή. Είναι ακόμη ένα οδοιπορικό στο πάθος, αλλά και μια πορεία ζωής, προοδευτικής γνώσης του κόσμου και ουσιαστικής αυτεπίγνωσης.

Σημαντικότατο τεκμήριο διακειμενικότητας και πηγή γοητείας του βιβλίου συνιστά το γεγονός ότι βασίζεται σε ένα παράδοξο που συμφύρει δύο από τα γνωστότερα δημοτικά τραγούδια, τα οποία γνώρισαν μεγάλη εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου: αποτελεί την πεζογραφική «εκδοχή», συνέχεια και ολοκλήρωση της παραλογής «Του γιοφυριού της Άρτας» σε ιδιόμορφη μείξη με την παραλογή «Του νεκρού αδελφού». Αυτή, όμως, η «πνευματώδης επική-ιστορική ανάπλαση» των δύο τραγουδιών, η οποία, κατά τον καθηγητή Μ.Γ.Μερακλή, «αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στην ανάδειξη των αποτελεσμάτων» που προκύπτουν από τον συνδυασμό Μύθου, Ιστορίας, Λαογραφίας και Λογοτεχνίας,[3] υποκρύπτει μια συνθετότερη διακειμενικότητα. Ο Σκαργιώτης ακολουθεί και συγχρόνως παραλλάσσει στοιχεία από τα δύο τραγούδια: λόγου χάρη από την παραλογή «Του γιοφυριού της Άρτας» δανείζεται ολόκληρη την ιστορία ενώ τροποποιεί τη σημασία του στίχου «Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο»˙ επιπλέον, η έμφαση δεν δίνεται στην εντοιχισμένη στο γιοφύρι της Άρτας Δέσποινα αλλά στην Αερινή, γιατί αυτή είναι η Αρετή που παντρέφτηκε στη Βαβυλώνα και η αφορμή για το ταξίδι στη λεκάνη της Μεσογείου. Ακόμη, εκτός της προφανούς και δηλωμένης συγγένειας με τις δύο παραλογές, το έργο εδράζεται στην ομηρική Οδύσσεια ως πορεία και φιλοσοφία, στον παραλληλισμό του Κωνσταντίνου και της Αερινής με τον Ορέστη και την Ιφιγένεια της Ιφιγένειας εν Ταύροις, στην ταύτιση της πορείας τους στη Μικρασία με αυτήν των Μυρίων του Ξενοφώντα, στους απόηχους της παρουσίας, του μύθου και της ιστορίας για τον Μεγαλέξανδρο στη Μεσόγειο.

Το διάγραμμα της πορείας του ήρωα καλύπτει την Ελλάδα, την Αίγυπτο, την Περσία, τη Μικρασία, τον Πόντο, την Πόλη, τη Ρουμανία, με εκκίνηση και κατάληξη την Άρτα και ειδικά το χωριό του, τα Περβανά. Η ηπειρώτικη ρίζα, εμφανής και προβαλλόμενη και σε άλλα μυθιστορήματα του Σκαργιώτη, συνιστά κύριο διακείμενο της δημιουργίας του: «Η Ήπειρος είναι, μετά την οικογένειά μου, το σημαντικότερο κεφάλαιο της ζωής μου», εξομολογείται ο συγγραφέας.

Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλα επίπεδα όπως και στην Οδύσσεια: εκεί ο χώρος των περιπετειών του Οδυσσέα και η Ιθάκη, εδώ ο χώρος των περιπετειών του Κωνσταντή και η Άρτα, σαν άλλη Ιθάκη με την άτυχη Ανθή-Πηνελόπη στην οποία κατατείνει ο ήρωας. Κινητήρια δύναμη είναι και ο νόστος, συνδεδεμένος με τον έρωτα και την αγάπη της οικογένειας. Κίνητρο είναι πρωτίστως το χρέος, όπως στο τραγούδι «Του νεκρού αδελφού», από τον οποίον ο συγγραφέας δανείζεται και το όνομα του κεντρικού, πλην ζωντανού, ήρωά του. Όμως το όνομα «Κωνσταντίνος» με τις μύριες συνδηλώσεις του φτάνει να γίνεται συνώνυμο του «Έλληνας». Τον Έλληνα με τις αντιφάσεις του, τον κοσμοπολίτη και τόσο δεμένο με τον τόπο του, εξεικονίζει ο Κωνσταντίνος Ντούλας. Με τους τρόπους της αρχαίας τραγωδίας, την τεχνική της αναγνώρισης και της περιπέτειας ως της «εις το εναντίον μεταβολής» των πραττομένων, της προοικονομίας και της τραγικής ειρωνείας, και «με του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου» του Ερωτοκρίτου ο φυγόκεντρος και παλιννοστών Κωνσταντίνος ακολουθεί, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, αντίθετη πορεία από τον παλιννοστούντα Οδυσσέα, όπως διαπιστώνει και ο συγγραφέας.

Η διακειμενικότητα υπογραμμίζεται με την εξωκειμενική παράθεση των δύο δημοτικών τραγουδιών που διευκολύνουν τον αναγνώστη στην κατανόηση του έργου, την ενδοκειμενική παράθεση της κυπριακής παραλλαγής του «Γιοφυριού της Άρτας», και την εναρκτήρια συμπερίληψη κειμένων για τους εντοιχισμένους του καθηγητή της Λαογραφίας Γεωργίου Α. Μέγα, που προφανώς άσκησαν επιρροή στη σύνθεση του έργου. Παράλληλα, η παρουσία γεωγραφικών χαρτών υπογραμμίζει τον χαρακτήρα του οδοιπορικού, ενώ η παράθεση βιβλιογραφίας και επιλογικών κειμένων διάφορων μελετητών τονίζει τον χαρακτήρα του ιστορικού μυθιστορήματος.

Μίγμα ιστορίας, μυθολογίας, δοξασιών, παραμυθιών, λογικής και ονείρου είναι το βιβλίο. Κατά την επιτυχή επισήμανση του καθηγητή Μερακλή η αφήγηση του Σκαργιώτη προσιδιάζει στην αφηγηματική μέθοδο του Ηροδότου που αναδεικνύει την ανθρωπολογική ουσία της ιστορίας:[4] σαν να βρισκόμαστε στην αυγή της ιστοριογραφίας, εκεί όπου μύθος, ιστορία, δοξασία και βίωμα συναποτελούσαν αξεδιάλυτα έναν λόγο μοναδικής γοητείας. Συνεπώς ο χαρακτηρισμός του ως ιστορικού μυθιστορήματος πρέπει να νοηθεί με την ευρεία έννοια του όρου, αλλά και με έμφαση στην ετυμολογία της λέξης «μυθιστόρημα» ως συνδυασμού μύθου και ιστορίας. Το λέει και η Ναδίνα, η μάνα του Κωνσταντίνου: «Και τα παραμύθια και η αλήθεια το ίδιο πράμα είναι».

 

Μάνθος Σκαργιώτης

Μάνθος Σκαργιώτης

 

Ενδιαφέρουσες είναι οι μεταμορφώσεις του αφηγητή: το μυθιστόρημα είναι τριμερές. Στο πρώτο και το τρίτο μέρος κυριαρχεί ο παντογνώστης ανώνυμος αφηγητής με τη μηδενική του εστίαση. Στο δεύτερο μέρος υιοθετείται η αφηγηματική διφωνία, με τον Κωνσταντίνο να μιλά σε πρώτο πρόσωπο σε ένα τετράδιο όπου κατέγραψε την πορεία του και το οποίο σώθηκε μετά από πολλές περιπέτειες σύμφωνα με τα ειωθότα της επίτευξης αληθοφάνειας  – πολλά μας έχει διδάξει ο Μυριβήλης με τη Ζωή εν Τάφω σ’ αυτή την κατεύθυνση. Εδώ, ο αρχικός παντογνώστης αφηγητής μεταμορφώνεται σε διάμεσο που μεταφέρει καταγεγραμμένα σχόλια και σημειώσεις του ήρωα. Ακόμη και το τύπωμα των διαφορετικών αφηγηματικών επιπέδων γίνεται με διαφορετική οικογένεια γραμμάτων. Έτσι αυξάνει η αληθοφάνεια του δεύτερου μέρους, ενώ αναδεικνύεται έμμεσα και άμεσα η παντοδυναμία της γραφής: έμμεσα, γιατί η γραφή υποτίθεται ότι περιέσωσε την ιστορία του συγγραφέα Κωνσταντίνου, ενώ στην πραγματικότητα δημιούργησε την ιστορία του συγγραφέα Σκαργιώτη˙ άμεσα, γιατί το τονίζει ο Κύπριος ξενιστής του Κωνσταντίνου, που του χαρίζει το τετράδιο επιφορτίζοντάς τον με ένα νέο χρέος: να συγγράψει: «Γράψε τα ούλα, Κωσταντή. Αέρας η ζωή. Άμα εν αφήκεις κάπου τα σημάδκια σου, ε σαν να μεν έζησες».[5] Η τέχνη είναι η πεμπτουσία της ζωής και η λογοτεχνία είναι το χρέος του Κωνσταντή.

Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του έργου είναι το σκοτάδι, που προκύπτει κυριότατα από τους συνεχείς θανάτους και την ωμή βία: μια μακριά έκθεση, ένα χρονικό των βασάνων Ελλήνων, Αράβων, Εβραίων, Μωαμεθανών, αναλυτικές και ταυτόχρονα φρικιαστικές περιγραφές ασύλληπτων πράξεων του ανθρώπου εναντίον του συνανθρώπου του: ικριώματα, βασανιστήρια, παιδομάζωμα, σκλαβοπάζαρα, πειρατικές επιδρομές, σφαγές, παλούκωμα, δεσμωτήρια και χρήση κάθε είδους οργάνων βασανισμού, εντοιχισμός ανθρώπων, τσιγκέλια στο λιμάνι της Χίου, η διελκυστίνδα με τα καραβόσκοινα στην Πάρο, η τμηματική κατακρεούργηση στις φυλακές της Τραπεζούντας, το γδάρσιμο ζωντανών ανθρώπων. Η ζωή κι ο θάνατος είναι τα δυο χέρια της ίδιας αγκαλιάς, τονίζει ο παππούς Ονούρ. Η τυραννισμένη, υπόδουλη Ελλάδα, η λάγνα και βασανισμένη Ανατολή. Πλήθος ανθρώπων, ονομάτων, επαγγελμάτων, τάξεων, τόπων και τοπωνυμίων, τρόπων ζωής, νοοτροπιών, αρωμάτων: Ήπειρος, Αυλίδα, Χίος, Ρόδος, Αλεξανδρέττα, Βαβυλώνα, Πάφος, Βαγδάτη, Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, και τόσες άλλες.

Ο διπρόσωπος έρωτας, ως γενεσιουργός δύναμη και ως πρόξενος θανάτου, μοιάζει να κατάγεται από τη μυθολογία, το δημοτικό τραγούδι και τον δυτικό ρομαντισμό αλλά και τον ρεαλισμό. Μέσα σε διαπλεκόμενες μοίρες ανδρών και γυναικών, ο άνδρας αναδεικνύεται ως φυγόκεντρος ταξιδευτής, αναζητητής, φορέας του χρέους, του ασίγαστου πάθους για την περιπέτεια, του ανικανοποίητου ανδρισμού. Η γυναίκα, κεντρομόλος πηγή ηδονής, γλυκύτητας, ομορφιάς, μητρότητας, πολύμορφη, πολυώνυμη και πάντοτε ίδια, θυσία στον βωμό της ερωτικής, της συζυγικής και της μητρικής προσφοράς: Ναδίνα, Αερινή, Όλγα, Δέσποινα, Ανθή, Ολιβία, Κλαούντια και τόσες άλλες δευτερεύουσες γυναικείες μορφές. Από το τραγούδι «Του νεκρού αδελφού» η Ναδίνα δανείζεται την αρχετυπική φιγούρα της μάνας με την πίστη και τον δυναμισμό της, ενώ η Βαβυλώνα με τους προξενητάδες της αποδεικνύεται ψέμα, μια χαμένη απάτη σαν το μακρινό εκείνο κρατίδιο της Κομμαγηνής του Καβάφη.

Ο σημαντικότατος ρόλος της σκευής του φιλολόγου συγγραφέα μαρτυρείται από τον ίδιο σε συνέντευξή του: μελέτησε ιστορία, λαογραφία, θρησκειολογία, μυθολογία, εθνογραφία, μαρτυρίες, γεωγραφία, χρονικά και την καθημερινή ζωή τού 16ου και 17ου αιώνα, πράγμα που τον εφοδίασε με μια πλατιά τοπογραφική και γεωγραφική γνώση, με την αντίληψη της ελληνικής ανθρωπολογικής και πολιτισμικής συνέχειας στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά και με την επίγνωση ότι στην ιστορία υπάρχουν πολλές αλήθειες για το ίδιο γεγονός. Παράλληλα, όσον αφορά στη γλώσσα, ο αποφθεγματικός λόγος «δένει» με τη θυμοσοφία ή τη φιλοσοφία του ομιλούντος, η ιδιόλεκτος των ανθρώπων συνδυάζεται με τη διάλεκτο κάθε τόπου που επισκέπτεται ο Κωνσταντίνος αποτυπώνοντας τον Τουρκοκρατούμενο και Φραγκογκρατούμενο Ελληνισμό του πρώτου μισού του 17ου αιώνα με τη γλώσσα του και τους καημούς του. Στους διαλόγους και στο κείμενο του Κωνσταντίνου αποδίδεται το ύφος της εποχής με τη διαλεκτική γραφή/ομιλία του ήρωα. Άλλωστε, η διδασκαλία του στην εκπαίδευση εφοδίασε τον συγγραφέα με την πηγή έμπνευσης του έργου, την ερώτηση ενός μαθητή του μέσα στη σχολική αίθουσα: «Τελικά, δάσκαλε, πέρασε ο αδερφός της γυναίκας του πρωτομάστορα το γιοφύρι της Άρτας;»

****

sto_dromo-twn-arwmatwn_cover

 

Το μυθιστόρημα Στο δρόμο των αρωμάτων του Μάνθου Σκαργιώτη είναι μια ολοκλήρωση και μια δικαίωση. Road book – ας  μου επιτραπεί ο όρος κατά το road movie – του Ελληνισμού, των γειτονικών λαών και των παθών τους, το βιβλίο συνιστά δικαίωση του έρωτα και της ζωής: οι δυο από τις τρεις «κακογραμμένες» αδερφάδες έζησαν ή άφησαν πίσω τους παιδιά, εγγόνια, ανίψια και τον αγαπημένο αδελφό τους, που κατάφερε να συνενώσει παλαιά και νέα μέλη της οικογένειας. Για όσους διδάσκουμε τα δύο δημοτικά τραγούδια, για όσους νιώθουμε την αγάπη της γυναίκας του πρωτομάστορα για τον άνδρα, τον σύζυγο και τον αδελφό, ο Σκαργιώτης σηκώνει τον «μέγα λίθο» του πρωτομάστορα από την καρδιά μας συνθέτοντας, παράλληλα, ένα βιβλίο που μπορεί να αξιοποιηθεί πολλαπλά και στη σχολική διδασκαλία. Η ακροτελεύτια φράση του έργου από το στόμα του Κωνσταντή «Στο χέρι σου είναι. Άμα ποθείς κάτι, μήτε στοιχειό μήτε άνθρωπος μπορεί να σου κόψει τη στράτα. Κι ο Θεός ο ίδιος να στήσει φράχτη μπροστά σου, θε να βρεις τρόπο να τονε δρασκελίσεις» υπογραμμίζει την πίστη στον άνθρωπο, ενώ η παράθεση θρησκειών, δοξασιών και απόψεων προβάλλει παρηγορητικά, μέσα στο σκοτάδι των βασάνων, το πλήθος των οπτικών των ανθρώπων που συναποτελούν την ενιαία αλήθεια και ευαγγελίζονται την ανοχή και την ειρηνική συνύπαρξη. Θεωρούμε ότι ο συγγραφέας με την ευρηματική μυθοπλασία επέτυχε τον στόχο του: «Να δημιουργήσω έναν κόσμο αληθινό μέσα στο ψέμα του». Και ευχόμαστε Στο δρόμο των αρωμάτων ο αναγνώστης να βρει τους δικούς του δρόμους επίρρωσης της σχέσης του με την ιστορία και τον μύθο, τους δικούς του δρόμους αναζήτησης της εσωτερικότητάς του.

 

______________________________________

 

[1] Βιβλιοπαρουσίαση στην Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος (24-2-2016) και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής (16-5-2016).

[2] Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο Μονολίθι Ιωαννίνων, σπούδασε φιλολογία και εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Ματωμένοι Σάρακες και Στο ρυθμό της Κύπρου, καθώς και τα μυθιστορήματα Το Λαθραίο, Η αλάνα με τις ακονόπετρες, Ουδέτερη Ζώνη, Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια, Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο, Ένα κλειδί, τρεις πόρτες και το πρόσφατο Στο δρόμο των αρωμάτων. Δημοσίευσε, επίσης, εισαγωγικές μελέτες για το έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Κώστα Κρυστάλλη και του Γιώργου Κοτζιούλα, πορτρέτα Ηπειρωτών δημιουργών και άλλα κείμενα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

[3] Μάνθος Σκαργιώτης, Στο δρόμο των αρωμάτων. Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Διόπτρα, [Αθήνα, 2015], σελ. 541.

[4] Ό.π., σελ. 539.

[5] Ό.π., σελ. 176-177.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top