Fractal

Αλήθεια, φοράνε μαύρα οι άγγελοι;

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στο βιβλίο με διηγήματα της Δήμητρας Μήττα «ΣΤΟ ΔΟΞΑ ΠΑΤΡΙ», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

 

Ο έρωτας χάθηκε στους δρόμους της πόλης. Τριγυρνάει βρώμικος με λερωμένα νύχια και μπερδεμένα μαλλιά.

 

Έτσι είναι ο έρωτας. Όταν έρθει, χτυπάει κατευθείαν στο «Δόξα Πατρί». Έτσι και ο έρωτας της Δήμητρας Μήττα. Χτυπάει κατευθείαν στο «Δόξα Πατρί» της ύπαρξης του αναγνώστη, όχι με τόξο και βέλος, αλλά με λέξεις, με καταστάσεις, με εικόνες, με σκηνές, με αλήθεια, με πόνο. Με ανομολόγητα. Με ανεπίδοτα. Με παράπονο. Κυρίως: με την τέχνη του Λόγου.

Τέχνη; Άρα φορέας και κοινωνός ομορφιάς. Κοινωνός του άπιαστου, του άυλου, του συγκλονιστικού. Και του έρωτα βεβαίως, ο οποίος έχοντας εγκατασταθεί από την καρδιά της Δήμητρας Μήττα στις σελίδες του βιβλίου, μεταπηδά σε πρώτη ευκαιρία στην καρδιά του αναγνώστη, αφήνοντας πίσω του ικανό διάδοχο. Σε βρίσκει στην ανάγνωση χωρίς να το καταλάβεις, συνεπαρμένος καθώς είσαι με τα δρώμενα.

Ας ψάχνουν οι άνθρωποι αλλού. Ας τον γυρεύουν από εδώ και από εκεί:

 

Οι άνθρωποι κάνουν λάθος. Τον ψάχνουν με τη μορφή ενός μικρού αγοριού, ενός παιδιού με φτεράκια. Προκατειλημμένοι  από τις εικόνες αιώνων, δεν τον αναγνωρίζουν στο πρόσωπο της άστεγης γριάς.

 

Ένα διήγημα για τους άστεγους που βρέθηκαν ξαφνικά στον δρόμο και από νοικοκυραίοι κατάντησαν επαίτες. Ίσως υπερβολικά δοσμένο και στα όρια εκτεταμένο, αλλά ποιος άστεγος δεν έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με την υπερβολή του παραλόγου;

Εδώ η άστεγη είναι και ηλικιωμένη. Η Κυράνα, γριά, ξεχασμένη, κλεισμένη στο ψυχιατρείο, τριγυρνά λίγο πριν ξεψυχήσει «σαν άγγελος, μαυροφορεμένος και ηλικιωμένος. Αλήθεια φοράνε μαύρα οι Άγγελοι;» αναρωτιέται ο παρατηρητής (η συγγραφέας, ο νοσοκόμος, ο ψυχίατρος, ο αναγνώστης).

Μα ναι, όταν στα μαύρα όλη τους η ζωή, πώς να τα αποχωριστούν; Ναι, και μαύρα φοράνε και όλα τα χρώματα, αφού είναι καμωμένοι από φως και ό,τι και να φορέσουν, φως πάλι θα είναι. Το έξω δεν έχει τη δύναμη ν’ αλλάξει το μέσα.

 

Το «μέσα», ο εσωτερικός κόσμος. Όσο αόρατος, άλλο τόσο σύνθετος. Κι αν ήρθες στη γη χωρίς να σε ρωτήσουν, κι αν δεν είσαι όπως οι άλλοι φτιαγμένος, αν έχεις ιδιαιτερότητες, εμμονές, τι κάνεις; Όταν σου παρέχεται μια «στρωμένη ζωή» ή όταν έχεις με την αξία σου κατακτήσει ένα ζηλευτό επίπεδο ζωής και ένα εξίσου ζηλευτό “status”, τι κάνεις όταν μέσα σου πνίγεσαι; Ποιο είναι το «σχέδιό» σου; Αλλάζεις; Επαναστατείς; Φεύγεις; Μόνος; Όλα από την αρχή; Τα κατακτημένα χάρισμά τους; Το ξέρεις, όπου και να πας, θα κουβαλάς μαζί σου τις στρεβλότητές σου, τους φόβους και τις ανασφάλειές σου, τους πανικούς, τη μοναξιά που σε μαχαιρώνει. Θα προσπαθείς και εκεί να μη γίνει φανερό το μυστικό σου. Θα έχεις την έννοια να καλύπτεις ανά πάσα στιγμή το πρόβλημά σου. Οπότε τι αλλάζει; Τι θα κερδίσεις; Πώς διαπραγματεύεται αυτό το μέγα θέμα της «φυγής» (σημειώνω εδώ τον υπότιτλο του βιβλίου: «εικοσιένα διηγήματα φυγής») η συγγραφέας στο πρώτο διήγημα με τίτλο «Το σχέδιο»;

 

Από τι τελικά φεύγεις και από τι δεν ξεφεύγεις όπου και να πας;

Στο ερώτημα αυτό έρχεται το επόμενο διήγημα με τίτλο «Αντικατοπτρισμοί» να δώσει και άλλες διαστάσεις, να φωτίσει πολλά σκιερά σημεία αλλά και να προσθέσει ερωτήματα. Το κυρίαρχο στη ζωή του πρωταγωνιστή εδώ είναι οι εμμονές, οι οποίες τον οδηγούν σε μια εντελώς εκκεντρική ζωή, η οποία καθοδηγείται από την προεξάρχουσα εμμονή επί όλων των υπολοίπων. Ποια; Δεν θα αποκαλύψω διότι θα μείωνα τη μαγεία του μικρού αυτού αριστουργήματος (χωρίς υπερβολή) και θα υποτιμούσα τον ρόλο της κριτικής προσέγγισης, ο οποίος δεν είναι να αποκαλύπτει την πλοκή, αλλά να φανερώνει, να υπαινίσσεται ή να τεκμηριώνει τα δυνατά ή τα αδύνατα σημεία της, χωρίς να τη ζωγραφίζει γυμνή.

Το συγκεκριμένο διήγημα διέπεται από μια ευρηματική μυθοπλασία σε διαρκή κίνηση, με αδύνατη την πρόβλεψη του επόμενου βήματος. Διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Έχει δυνατή εικονοποιία, εκπληκτική ψυχογραφηματική σκιαγραφία και όλα αυτά κάτω από μια εκφραστική αρτιότητα. Συνεπώς, πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα σύγχρονο διήγημα αντάξιο εκείνων του μεγάλου θεμελιωτή του είδους Γεώργιου Βιζυηνού ή του μεγάλου συνεχιστή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Αλλά και του Τσέχωφ, για να έχουμε πληρέστερη εικόνα, αφού η λογοτεχνία, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, κατάφερε μόνη της αυτό που δεν έχει καταφέρει εκείνος: την κατάργηση των ορίων, των συνόρων, κάτι που έχουν κατορθώσει ως τώρα η αγάπη, η καλοσύνη, η φαντασία, ο έρωτας και ατυχώς η εκμετάλλευση και η αδικία˙  πρώτος από όλους διδάξας: ο πόνος.

 

Πώς μια εμμονή, ένα «κόλλημα» νεοελληνιστί, μια εντοπισμένη (ή και μη συνειδητοποιημένη) ψυχική διαταραχή σε κάνει να φεύγεις από την πραγματικότητα που σε πιέζει και σε στραγγαλίζει και πώς την ίδια στιγμή σου δίνει καταφύγιο σε έναν άλλο, εντελώς διαφορετικό κόσμο, όπου και καλύτερα αναπνέεις αλλά και δημιουργείς, στέκεσαι στα πόδια σου, υπάρχεις και συχνά  πρωτοπορείς σε τομείς που οι άλλοι συμβατικά πορεύονται;

Πώς συμβιβάζεται το ασυμβίβαστο να θεωρείται κατακριτέος ο τρόπος ζωής σου, να προκαλεί οίκτο ή αποστροφή στους πολλούς η καθημερινότητά σου, να είσαι δαχτυλοδειχτούμενος και ταυτόχρονα να γίνονται πόλοι θαυμασμού τα έργα σου, να λατρεύεται η τέχνη σου (δεν πρόκειται απλά για «δουλειά»), να έχουν τόση «πέραση» τα έργα των διανοητικοψυχικών χειρών σου;

Ένα διήγημα, αμέτρητα ερωτήματα. Άφθονες γουλιές φρέσκου, πεντακάθαρου πηγαδίσιου νερού, από τα σπλάχνα της πεζογραφίας.

 

Άρχισα την προσέγγιση κατευθείαν, χωρίς εισαγωγή, χτυπώντας στο «δόξα πατρί» του κειμένου. Οφείλω όμως να σημειώσω και τα εικαστικά κοσμήματα του βιβλίου, όλα υπέροχα έργα της Φωτεινής Χαμιδιελή. Τα εσωτερικά ασπρόμαυρα, το εξώφυλλο έγχρωμο. Άπαντα μελαγχολικά, κρυπτικά, συμβολικά, όλα σε στάση προβληματισμού, εμπεριέχουν οπωσδήποτε πρόσωπο, αφού εκεί το μέτωπο, ο νους, άρα και το «δόξα πατρί». Όλα αποτυπώνουν (ζωντανεύουν) και χέρια. Γιατί άραγε; Μήπως για να σημάνουν την αξία της αφής, σαν μέσο επικοινωνίας; Τη σημασία του αγγίγματος της ψυχής; Τα χέρια του Λόγου που μπορούν και πλάθουν ιστορίες αλλά και ακουμπούν το εσωτερικό μας σώμα; Τα χέρια που μπορούν να προσφέρουν αντίδωρα λέξεων; Τα χέρια που γράφουν λέξεις και χτυπάνε στο δόξα πατρί; Τα χέρια που πάλι με λέξεις, μαλακώνουν τον πόνο; Αυτά που σε στιγμές απόγνωσης κρύβουμε μέσα τους το αληθινό μας πρόσωπο για να μην το δουν οι άλλοι;  Ή αυτά που ετοιμάζουν άρον άρον τις βαλίτσες μας και είναι αρωγοί στη μεγάλη ή τη μικρή μας «φυγή»;

 

Δήμητρα Μήττα

 

Πλέοντας στο κείμενο, απαγκιάζεις κάποτε σε ένα λιμάνι που ενώ είναι φαινομενικά χαλαρό και συνηθισμένο, μέσα του σιγοβράζει. Αντί να ηρεμήσεις, αναστατώνεσαι. Αιτία; Οι σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Η ένταση παρούσα σε κάθε σοκάκι. Στο «Απληστία επί δυο», επιλεγμένο επίτηδες για να δείξω και τις ικανότητες ανάπτυξης θεατρικού λόγου της συγγραφέως, δίνεται μια γερή γεύση. Αποκαλύπτω στο διήγημα αυτό περισσότερα  (αφού είτε μια γραμμή δημοσιοποιήσω είτε περισσότερες, η κεντρική ιδέα βγαίνει στο φως –άλλωστε είναι μόλις ένα από τα είκοσι ένα διηγήματα), χωρίς περαιτέρω δικό μου σχολιασμό, μιας και ο διάλογος αυτός κατάντησε να είναι της διπλανής –ή ακόμα και της δικής μας– πόρτας:

–Μάνα: Δεν θα είμαι άδικη με τον εαυτό μου, μόνο και μόνο για να με λέτε εσείς σεμνή, ταπεινή, υπεράνω. Γιατί; Για να με πατάνε οι άλλοι; Να τα αφήσετε αυτά…

Αδικία στην αδικία, φαταούλας ο αδερφός μου, άπληστος, να της τα πάρει όλα ήθελε. Της μάνας. Καλά να πάθει όμως κι  εκείνη.

Κόρη: Βαρέθηκα, μάνα. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα τη μοναξιά μας. Χριστούγεννα, Πάσχα, αυτοί όλοι μαζί κι εμείς χώρια, σπουδαίες γιορτές. Μόνοι. Κι όταν πέθανε η γιαγιά, σαν ξένοι ήμασταν ανάμεσά τους. Αυτοί από τη μια πλευρά του φέρετρου, εμείς από την άλλη…

Θυμάσαι ποτέ να σου είπα καμιά δική μου ιστορία; Θυμάσαι ποτέ να με ρώτησες για κάτι; Αν πόνεσα την πρώτη φορά που έκανα έρωτα. Με ποιον πήγα. Γιατί το έκανα. Πού το έκανα. Θυμάσαι να με ρώτησες γιατί παντρεύομαι, αν είμαι χαρούμενη  με το γάμο μου…

Για ένα αυτοκίνητο και για ένα παλιόσπιτο περάσαμε τη ζωή μας μόνοι, χωρίς συγγενείς, χωρίς το θείο μου ,τον αδερφό σου, χωρίς τα ξαδέρφια μου,… Χωρίς

Εκείνη: Για σας το έκανα

Κόρη: Ψέματα, για σένα το έκανες. Για να μπορείς να παραπονιέσαι ότι η ζωή δεν σου τα έφερε όπως σου άξιζε…

Η μεγάλη μας αγωνία…, οι γιορτές. Έπρεπε γρήγορα να φιλιώνουμε στις γιορτές…

Τι υποκρισία…, η υποκρισία των γιορτών…

Ακούς καθόλου τι σου λέω; Ακούς; Άκουσες ποτέ κανέναν άλλον εκτός από τον αναθεματισμένο τον εαυτό σου; …

Δούλεψες πολύ και  καλά σε  όλη σου τη ζωή γι αυτή τη μοναξιά. Τη δική σου και τη δική μας.

 

Τη σχέση της αυτή με το θέατρο, ομολογεί και η ίδια η συγγραφέας, μέσω του στόματος μιας από τις γυναίκες του διηγήματος «Πέτρες» (αν και προσωπικά το θεωρώ πλεονασμό και θα προτιμούσα η συγκεκριμένη παράγραφος να έλειπε). Κάτι φαίνεται πως παρακινεί το ποιητικό (θεατρικό, λογοτεχνικό εν προκειμένω) υποκείμενο να άρει κάθε απόπειρα συσχετισμού των πρωταγωνιστριών του διηγήματος με το ίδιο, μέσω μιας –με απόλυτη ειλικρίνειαδημόσιας εξομολόγησης, ώστε να μπορέσει «αναμάρτητο» πλέον να πορευτεί παρακάτω. Ας δούμε:

Γιατί δεν χειροκροτείτε καλοί μου θεατές; Όλο αυτό δεν ήταν παρά μια θεατρική παράσταση, και μάλιστα ένας κόντρα ρόλος. Χειροκροτείστε, σας παρακαλώ. Το επιβάλλει η σύμβαση του θεάτρου. Εγώ απλώς υποκρινόμουν.

 

Ίσως κάποιες φορές όταν υποκρινόμαστε, να ζούμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε τον αληθινό μας εαυτό και κάποιες άλλες, όταν νομίζουμε πως είμαστε ο εαυτός μας, να υποκρινόμαστε, να έχουμε την αίσθηση πως είμαστε εμείς ενώ είμαστε η χιλιοφορεμένη μας μάσκα. Αυτό το «άτιμο» το εγώ, παίζει πολλά παιχνίδια…

 

Στο διήγημα με τίτλο «Στο νησί Λ.» ένα συγκλονιστικό ζήτημα έρχεται με τραγικό τρόπο να ταράξει τα βιβλικά ύδατα των γλυκανάλατων ευπώλητων και να δώσει αφορμή για ευρύ προβληματισμό πάνω σε θέματα που πάνε από γενιά σε γενιά, όντας πολύ ισχυρότερα από κάθε ως τώρα «πολιτισμό», όπως αυτά των «συνθηκών», των «εμπειριών», των «αναμνήσεων», της «υποταγής», των «πεποιθήσεων», κ.α.:

Όσο για τις συνθήκες… («Οι συνθήκες, αγαπητή μου, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Δεν μπορούμε να ’μαστε πια μαζί. Οι συνθήκες, οι συνθήκες. Ποιος μπορεί να τα βάλει με τις συνθήκες;»).

 

Αλήθεια, «ποιος μπορεί να τα βάλει με τις συνθήκες»; Στο ερώτημα αυτό επανέρχεται, βρίσκοντας και έναν τρόπο να παρακάμψει εν μέρει τις επιπτώσεις των «συνθηκών» στη ζωή δύο ανθρώπων, έστω και αν αυτό θα γινόταν κάθε είκοσι ημέρες:

Με μεγάλη επιμέλεια ξεχώριζε από όλα αυτά τα άρθρα κάποια, τα φωτοτυπούσε και τα έστελνε στη γυναίκα που είχε αγαπήσει με πάθος αλλά που οι συνθήκες, φευ, δεν τους είχαν επιτρέψει μια, έστω, παράλληλη πορεία.

Τα αποκόμματα αυτά ήταν ο τρόπος του να της λέει ότι στη σκέψη του παρέμενε ζωντανή ύπαρξη και ουσία. Μια αποστολή κάθε είκοσι μέρες.

 

Είναι ένα βήμα. Αρκεί όμως; Πόσο μπορεί να κρατήσει; Εκείνη ανταποκρινόταν; Απαντούσε; Τι γίνεται μετά; Πώς μπορείς να αντέξεις έχοντας έμμεσα νέα του αγαπημένου σου ανά είκοσι ημέρες; Πώς να διατηρήσεις τη φρεσκάδα του έρωτα με μπαγιάτικες κινήσεις; Ποιες παράμετροι παρεμβαίνουν καθοριστικά σε αυτό, εκτός από τον τόπο, τα κοινωνικά στερεότυπα και τον χρόνο;

Πώς επιδρούν η καθημερινότητα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ανάγκη για μια κουβέντα στην πορεία μιας σχέσης; Πώς ο ψυχισμός –προκειμένου να κείται κάτω από την ομπρέλα της ασφάλειας– αρχίζει μια διαδικασία υποτίμησης, απαξίωσης, απομυθοποίησης του ίδιου ιδανικού το οποίο ίδιος εξυμνούσε, παίνευε, εξύψωνε (του άλλου);

Ρωτούσα τον εαυτό μου (τελειώνοντας την ανάγνωση): πόσο εν τέλει απέχει η κωμωδία από την τραγωδία; Πώς γίνεται πολλές φορές και δεν είμαστε ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο, αλλά τελούμε εν αναμονή ενδιαμέσως, προδιαγράφοντας μόνοι μας το τραγικό τέλος;

 

Είναι τόσο σημαντικό το ζήτημα των «συνθηκών» για τη συγγραφέα (και για εμένα ομολογώ), που επανέρχεται και στο διήγημα με τίτλο «Επί της οδού Α…», προς το τέλος του βιβλίου και μάλιστα όχι μόνον ξαναβλέπει τα ιδωμένα και τα ανίδωτα, αλλά συνθέτει εξαίσια το διήγημα αυτό με φράσεις αυτούσιες από το προηγούμενο διήγημα «Στο νησί Λ…» (βλ. π.χ. σελ.196 και 197, αποσπάσματα αυτούσια από τις σελίδες 162 και 163). Με τον ευρηματικό αυτό τρόπο συνδέει τα διηγήματα μεταξύ τους, προσδίδοντάς τους αληθοφάνεια και πειστικότητα, χωρίς να μειώνεται καμία από τις αρετές τους.

 

Εικοσιένα προσεγμένα διηγήματα-χτυπήματα στο δόξα πατρί της αδιαφορίας, της νωχέλειας, της επανάληψης, της συγκατάβασης, του στημένου. Εικοσιένα μαχαιριές αυξομειούμενης έντασης στη λεγόμενη «δημιουργική γραφή» με το μαχαίρι της αληθινής γραφής, ακονισμένο στην πέτρα της έμπνευσης. Από λίγες σελίδες ως μόλις δύο γραμμές, συνθέτουν ένα εξαιρετικό παλίμψηστο με υπέροχα δραματουργικά στοιχεία, όπου συμπλέκονται ενεργά πολλές όψεις, κατόψεις και τομές της ζωής: ο πόνος, ο χρόνος, τα γηρατειά, οι συνθήκες, ο έρωτας, η χαρά, οι ιδιομορφίες, οι ιδιαιτερότητες, η εξαθλίωση, η ανέχεια, η μοίρα, η μνήμη, η θέληση.

Φ υ γ ή ς  διηγήματα; Ναι. Φυγής από τα κατεστημένα, τα συνηθισμένα, τα προβλέψιμα. Φυγής από τα προβλήματα που πέφτουν βαριά στους ώμους. Φυγής από τα κόμπλεξ, τις ανασφάλειες, τις φοβίες, τις συμβατικότητες.

Αλλά και   κ α τ α φ υ γ ή ς   σε περιβάλλοντα ισορροπίας, αρμονίας, γαλήνης, δημιουργίας, έστω και από μονοπάτια ονείρων ή επιθυμιών, έστω και από μονοπάτια χίμαιρας.

Έστω και σε σύμπαντα «τρέλας».

Μα και διηγήματα   φ ρ α γ ή ς   σε κάθε αναστολή, σε κάθε αναβολή, σε κάθε πισωγύρισμα, μέσα από την εμμέσως παρεχόμενη γνώση του καταστροφικού τέλους, ως αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου –αυτοματοποιημένου με τον καιρό– βαδίσματος του ανθρώπου στο τέλμα της συνήθειας.

 

Είκοσι ένα διηγήματα φυγής, καταφυγής και φραγής, είκοσι μία διαφορετικές  ανάσες διαφυγής από μια πνιγηρή καθημερινότητα σε ένα άκρως ενδιαφέρον λογοτεχνικό νησί, στο δόξα πατρί της απόδρασης.

 

 

ΥΓ

Αλήθεια, φοράνε μαύρα οι άγγελοι;

Δεν ξέρω αν η Δήμητρα Μήτα φοράει μαύρα. Δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ. Έχοντας διαβάσει όμως ένα ακόμη εκπληκτικό της έργο, διαισθάνομαι πως είναι «ένας άγγελος. Ένας άγγελος της γραφής».

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top