Fractal

Όταν η περιπλάνηση οδηγεί στα ίδια πάντοτε μέρη και στο αμετάκλητο της χαμένης μας νιότης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Patrick Modiano, “Στο café της χαμένης νιότης”. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδόσεις Πόλις. 2014. Αθήνα

 

 

Ο πολυβραβευμένος Πατρίκ Μοντιανό (1945-), είναι ένας Γάλλος μυθιστοριογράφος που τα κείμενά του πλημμυρίζονται από νοσταλγία, η οποία ίσως έχει τις ρίζες της στο ότι κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του κάποιες ιδιότητες οι οποίες είχαν αναπτυχθεί την ταραγμένη περίοδο του δευτέρου μεγάλου πολέμου, και  οι οποίες και του άφησαν το κατάλληλο σημάδι στην μετέπειτα  γραφή του. Στα σχετικά ολιγοσέλιδα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας επιστρέφει σε τακτά χρονικά διαστήματα στην ίδια εκείνη δύσκολη εποχή. Το συγκεκριμένο του μυθιστόρημα, αφορά μια ομάδα νέων οι οποίοι συχνάζουν καφέ Condé, στην περιοχή του Οντεόν στο Παρίσι, σε μια εποχή η οποία όμως δεν οριοθετείται χρονικά επακριβώς από τον συγγραφέα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα, τοποθετείται στη δεκαετία του 1950, στη γαλλική πρωτεύουσα. Κεντρικό πρόσωπο του κειμένου, είναι ένα νεαρό κορίτσι, η Λουκί, όπως είναι το ψευδώνυμό της στο βιβλίο, και η οποία αρχίζει να συχνάζει στο καφέ, μαζί με κάποιους άλλους επίσης συχνούς πελάτες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, όπως μαντεύεται,  περιστρέφονται γύρω από το χώρο της λογοτεχνίας και των τεχνών, και τους οποίους κάποιος αποκαλούσε τη ‘χαμένη νιότη’. Η Λουκί, αποφεύγει να αποκαλύψει λεπτομέρειες από την προσωπική της ζωή και τις καθημερινές της άλλες δραστηριότητες. Οι συναντήσεις όλων των θαμώνων του καφέ  πραγματοποιούνται σε περίεργες ώρες της ημέρας ή της νύχτας και φαίνεται πως αποτελεί ζήτημα  τιμής να αποφεύγουν τη δήλωση της  ταυτότητάς τους. Η παρουσία  και μόνο φαίνεται πως ήταν παραπάνω από αρκετή. Αυτοί οι περίεργοι και ταυτόχρονα ξένοιαστοι άνθρωποι παραμένουν, τουλάχιστον για μεγάλο χρονικό διάστημα, ξένοι ο ένας στον άλλο, και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον αφηγητή, ο οποίος, κάποια στιγμή αργότερα, συστήνει  τον εαυτό του στον αναγνώστη ως ιδιωτικό ντετέκτιβ το καθήκον του οποίου, ή μάλλον η αποστολή καλύτερα,  είναι να διερευνήσει το μυστήριο μιας γυναίκας που εγκατέλειψε τον σύζυγό της και της οποίας η σημερινή θέση είναι σ’ αυτόν εν πολλοίς άγνωστη. Πρόκειται για τη γυναίκα του Ζαν-Πιερ Σουρό, την Ζακλίν Ντελάνκ, όπως ήταν το πατρικό της, την οποία όμως ο αναγνώστης γνωρίζει ως Λουκί.  Λίγο μετά, η αφήγηση περνάει στην ίδια τη Λουκί, η οποία ξεκινά να αποκαλύπτει κάποιες λεπτομέρειες της ζωής της πριν κάνει την εμφάνισή της  στο καφέ Condé. Είναι η κόρη μιας γυναίκας που δουλεύει στο Μουλέν Ρουζ και η οποία απουσιάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι, κυρίως μεταξύ 9 μ.μ. και 2 π.μ., κατά τη διάρκεια της οποίας η νεαρή Λούκι βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία να ξεπορτίσει από το σπίτι, περιπλανώμενη από καφέ σε καφέ με διάφορους περαστικούς και μοναχικούς που συναντά. Έτσι, κάποια στιγμή συνδέεται ερωτικά και ίσως συναισθηματικά με τον ένα αφηγητή, μάλλον τον ντετέκτιβ, που παρουσιάζεται με το όνομα Ρολάν Κεσλέ, όπως πληροφορούμαστε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

Το βασικό σημείο αυτού του μικρού μυθιστορήματος του Μοντιανό είναι η περιπλάνηση, η περιπλανώμενη ζωή του Ρολά και της Λουκί,  που  περνούν τις ώρες, τις μέρες και τις νύχτες  διασχίζοντας γνωστούς και άγνωστους δρόμους στο Παρίσι και καταλύοντας  για μικρό φυσικά διάστημα στο ένα μικρό και φτηνό ξενοδοχείο μετά το άλλο. Ο αναγνώστης των προηγούμενων μυθιστορημάτων του Μοντιανό, βρίσκεται και πάλι στο γνώριμο έδαφος της γαλλικής πρωτεύουσας, αφού καταγράφονται με λεπτομέρεια τα ονόματα των οδών και των σταθμών του μετρό και σημειώνονται οι ώρες της ημέρας και της νύχτας με ακρίβεια στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι πάσης φύσεως δραστηριότητες των ολίγων, ούτως ή άλλως,  πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος. Η περιπλάνηση κάποια στιγμή αποκαλύπτει εκπλήξεις. Σε έναν από τους αμέτρητους περιπάτους τους οι περιπλανώμενοι  ανακαλύπτουν ότι το Condé έχει μετατραπεί πλέον σε  μια πολυτελή μπουτίκ που εμπορεύεται τσάντες κροκοδείλου, κάτι που σηματοδοτεί μάλλον και το  τέλος της νιότης τους, στην περίπτωσή τους.

 

Patrick Modiano

 

Πρόκειται για ένα προβληματικό μυθιστόρημα που μοιράζει απλόχερα τη λύπη του για τη χαμένη γενιά, τη χαμένη νιότη. ‘Τώρα που το σκέφτομαι’, λέει ο ένας απ’ αυτούς, ‘… μου φαίνεται πως η γνωριμία μας ήταν η γνωριμία δύο ανθρώπων που δεν είχαν κανένα αγκυροβόλι στη ζωή τους. Πιστεύω ότι τόσο εκείνη όσο κι’ εγώ, ήμαστε μόνοι στον κόσμο’. Και κάπου αλλού, ‘… άραγε, είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι για τους κομπάρσους που δεν τους έχουμε επιλέξει και τους συναντάμε στο ξεκίνημα της ζωής μας’, αναρωτιέται επίσης. Πιθανόν τελικά αυτή η κατάσταση να ήταν και ο βαθύτερος καταλύτης που επηρέασε την Λουκί, σύμφωνα με τον Ρολάν, που έψαχνε να βρει έναν τρόπο συμπεριφοράς, να φύγει όσο το δυνατόν μακρύτερα από τη γειτονιά της, να δραπετεύσει απ’ όσα την πλήγωναν, να ξεκόψει από την καθημερινή της ζωή, ν’ αναπνεύσει έναν αέρα ελευθερίας. ‘Ήταν εκείνος ο πανικός … στην προοπτική ότι οι κομπάρσοι που έχεις αφήσει πίσω σου, μπορούν να σε ξαναβρούν και να σου ζητήσουν λογαριασμό…’.

Προς το τέλος η διαπίστωση είναι σημαδιακή και πικρή, ‘…μια μέρα, εκεί θα μείνουμε. Άλλωστε, εκεί μέναμε πάντα…’!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top