Fractal

Διήγημα: “Στην ταβέρνα του Θόδωρου Σαμαρά”

Του Χρήστου Κεραμίδη // *

 

 

 

Στην ταβέρνα του Θόδωρου Σαμαρά

 

Η ταβέρνα αυτή, βρισκόταν επί της οδού 7ης Μεραρχίας, σε μια υπερυψωμένη θέση, λίγο πιο κάτω από τον μεγάλο πλάτανο του Σίγμα, στην Καβάλα.

Το αφεντικό, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο άτομο, με ψυχική και πνευματική καλλιέργεια. Αγαπούσε τη μουσική και τις ωραίες συζητήσεις που γίνονταν με τους θαμώνες, στις οποίες πάντα συμμετείχε κάνοντας τον συντονιστή. Μόλις έμπαινα στο μαγαζί του, πήγαινε στο κερματοδόχο ηλεκτρόφωνο, κι έβαζε το τραγούδι που μου άρεζε για να το ακούσουμε μαζί. Ήταν το «Αύριο πάλι» του Δήμου Μούτση, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου και με τη φωνή, του αξέχαστου Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είχε καταλάβει ότι ήμουν ερωτευμένος με κάποια κοπέλα από την πόλη μου, αλλά δεν ρώτησε ποτέ ποια ήταν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο έρωτας για έναν νέο άνθρωπο, καταλάμβανε μεγάλο κομμάτι της ψυχής και σεβότανε την προσωπική μου αυτή κατάσταση. Το βράδυ εκείνο που έγινε το περιστατικό, ακριβώς στο διπλανό τραπέζι, καθόντανε τρεις οικοδόμοι και κουβέντιαζαν για τη δουλειά τους, πετώντας πότε- πότε και κάποιες σφήνες για πολιτικά και τρέχοντα σημαντικά θέματα. Υπήρχαν και άλλοι δύο που κάθονταν μόνοι τους, όπως εγώ. Φαινόντουσαν όλοι οικογενειάρχες, μετρημένοι και σοβαροί και η ατμόσφαιρα μέσα στο μαγαζί ήταν, θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω, άριστη.

Φωνές αδρές, μέσα από ’κείνη την ιδιότυπη λαϊκή ομορφιά της γλώσσας που, μόνο τους χερομάχους της ζωής μπορούσε να χαρακτηρίσει. Και ήταν ήπια η συμπεριφορά τους κι εντυπωσιακή με τον περιεκτικό και γεμάτο αξιοπρέπεια λόγο τους.

Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ήρθε η απροσδόκητη έκπληξη.

Κάποιος νεαρός, σε αξιολύπητη κατάσταση, μπήκε μέσα ξαφνικά, κάθισε σ’ ένα τραπέζι, και παρήγγειλε μία μπίρα. Στη συνέχεια, άρχισε να προκαλεί τους πάντες, διαφωνώντας ειρωνικά σε οτιδήποτε έλεγαν. Ήταν φανερό πως ήταν πιωμένος, αλλά η επιθετικότητά του με λόγια και χειρονομίες, άλλαξε την ήρεμη μέχρι τότε ατμόσφαιρα του μαγαζιού. Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν μέχρι τη στιγμή που, ο μεγαλύτερος σε ηλικία οικοδόμος της παρέας, σηκώθηκε αμίλητος απάνω.

Βγήκε απ’ το μαγαζί, προχώρησε στο απέναντι πεζοδρόμιο, άρπαξε ένα βαρύ, τσιμεντένιο τμήμα από τα κράσπεδα που δεν είχαν ακόμα εγκιβωτιστεί, και το ζύγιασε στον βραχίονά του.

Ξαναμπήκε μέσα, κρατώντας το με ένα χέρι, και πλησίασε τον νεαρό:

—Αν μπορείς, κράτα το και πήγαινέ το στη θέση του! του είπε μ’ ένα αυστηρό, αλλά πατρικό κυριολεκτικά τόνο.

Ο νεαρός έχασε το χρώμα του και πανικοβλήθηκε. Το σήκωσε με μεγάλη δυσκολία και έκανε δύο βήματα και παραπάτησε. Ο οικοδόμος, βλέποντας πως δεν μπορούσε, το ξαναπήρε, βγήκε πάλι έξω και το ξανάβαλε στη θέση του.

Βγαίνοντας από το μαγαζί ο νεαρός, μας κοίταξε με τα άφωνα θλιμμένα του μάτια:

—Έχασα τη μάνα μου χθες! είπε.

Κι έφυγε βυθισμένος στην παγερή ομίχλη της νύχτας.

 

 

* Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς πρόσφυγες του Πόντου. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Ποιήματά του είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές: Τους «Ταξιδευτές» (1995), το «Στα πέλαγα του ονείρου» (1996), τους «Δρόμους της βροχής» (1998), την «Τελευταία υπόσχεση» (2001) και «Ο Αύγουστος που περιμένω» (2016) . Οι δύο τελευταίες του ποιητικές συλλογές έχουν εκδοθεί στον Στοχαστή. Είναι παντρεμένος, έχω δύο παιδιά και ζει στην Καβάλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top