Fractal

Δια πυρός και σιδήρου

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Άντζελα Γεωργοτά: «Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη», Έργο εξωφύλλου και προμετωπίδα: Χριστίνα Καραντώνη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

 

Ανοίγοντας την ποιητική συλλογή της Άντζελας Γεωργοτά δεν είναι δυνατό να μην σε σταματήσει αμέσως το μόνο:

 

«Όλη τη νύχτα έστηνα δόκανα.

Όμως, να συγκρατήσω κανένα όνειρο δεν μπόρεσα»

 

Τα όνειρα είναι φτερωτά, όπως τα λόγια, δεν πιάνονται όσα δόκανα κι αν στήνει η καλή ποιήτρια στις εξέδρες και στα περάσματα του νησιού της ακόμα κι όση τόλμη κι αν διαθέτει  από την πρώτη μάλιστα είσοδό της στον δύσβατο χώρο της ποίησης. Και προϋποθέτει αγώνα με τις λέξεις, με τα νοήματα

Αμέσως αντιλαμβάνεσαι ότι σε τούτη τη λεπτεπίλεπτη, διακριτική φωνή υπάρχει ποιότητα, ότι η ποιήτρια αντιμετωπίζει με υπευθυνότητα την έκφραση, τη γραφή και την πραγματικότητα που βιώνει.

Ο τίτλος της συλλογής επίσης είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση που συνιστά τη σοβαρή αμφισβήτησή της όσον αφορά τη σταθερότητα της αγάπης και το μεταβλητό των αισθημάτων, αφού:

«Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη».

Πρόκειται για ποίηση, ίσως και ευτυχώς, όχι εντυπωσιακή, αλλά ατόφια, αληθινή, έχει μια εσωτερικότητα, είναι ποίηση ψυχής και καρδιάς και είναι καταχωρισμένη σε τέσσερεις ενότητες, εποχές: ήτοι Εποχή πρώτη: μετόπωρον, Εποχή δεύτερη χειμών, Εποχή τρίτη έαρ, Εποχή τέταρτη θέρος

Η Εποχή πρώτη μετόπωρον, αφιερωμένη στον πατέρα της, κεντρικό και κυρίαρχο πρόσωπο στη ζωή της και καθοριστικό στοιχείο, παράγοντα σημαντικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και τη στάση ζωής της ποιήτριας, αφορά τη στενή, την καταλυτική σχέση της με τον πατέρα και αισθάνεται υπεύθυνη που εκείνος έφυγε από τη ζωή ανικανοποίητος, γιατί δεν άφησε «πίσω του Μνήμη Αρσενική», αρσενικό κληρονόμο του ονόματός του:

 

Τον πατέρα μου τον τυραννούσε μια έγνοια.

Κοιμήθηκε μ’ αυτήν.

.………

Φυσά μέσα μου εκείνη του

η ανάγκη,

να αφήσει πίσω του Μνήμη Αρσενική.

 

Το αντιλαμβάνεται, το κατανοεί, αλλά δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι «ποτέ δεν ήταν αρκετή» για τον πατέρα της, ότι κάτι τέτοια έωλα κατάλοιπα της παράδοσης καταστρέφουν το παρόν. Πιο πολύ λυπάται για κείνον που δεν χάρηκε ό, τι του έδωσε η ζωή, την ίδια. Και ό, τι κι αν του πει εκ των υστέρων, «το λευκό μάρμαρο» τίποτα  δεν ακούει. Μόνο τη νύχτα με τη σιγαλιά,  στην απόλυτη μοναξιά, υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας:

 

Ακούω τη φωνή σου μέσα μου

….Κάθε που νυχτώνει μίλα μου….

 

    Και συνεχίζει αναθυμούμενη τις όμορφες μέρες, μιλάει σε άλλο πρόσωπο για τα πρώτα χρόνια της ζωής της με τον πατέρα και αν είναι αυτή που είναι σ’ εκείνον το οφείλει και σε όσα εκείνος δημιούργησε για τα παιδιά του. Και αισθάνεται μεγάλη ευγνωμοσύνη. Κουβαλάει μαζί της όμορφες μνήμες από την παιδική της ηλικία:

 

Μεγάλωσα ανάμεσα σε κυκλάμινα,

με την λευκότητα της πέτρας

των φύλλων το ψιθύρισμα

……………..

Αν ο πατέρας μου ήταν άλλος

δεν θα μπορούσα να γίνομαι κύμα ζεστό

στα χέρια σου τώρα………

………….

Στο σπίτι που γεννήθηκα

όλοι παίζαμε με τα χώματα και φτιάχναμε τον κόσμο.

…………….

Αυτό που κρατώ είναι το τοπίο μου.

Και πάντα θα με ακολουθεί

 

Ακολουθεί η μετάθεση των διαπροσωπικών σχέσεων και των συναισθημάτων από τον πατέρα σε άλλο πρόσωπο, στο σύντροφο και η μετάβαση στη δεύτερη Εποχή χειμών. Και είναι ο βαρύς χειμώνας της καρδιάς, «η έξωση της αφής», η ώρα της διακριτικής αποχώρησης, η ανεπίδοτη επιστολή, η προσπάθεια της ποιήτριας να δώσει τον ορισμό της αγάπης, μα δεν τη βρίσκει πουθενά, εκτός από τη σκέψη:

 

Αν ήσουνα, θα το ήξερα.

Ίσως η σκέψη μόνο υπήρξε.

…….

Εκείνος που ορίζει το παιχνίδι,

είναι βέβαιο πως θα χάσει.

Στην πιθανότητα στηρίζεται η αγάπη.

 

Άντζελα Γεωργοτά

 

Αλλά η αγάπη είναι όνειρο, άπιαστο πουλί,. Και ο κρύος χειμώνας της καρδιάς είναι βαρύς, μια ατελέσφορη, απροσδιόριστη ανείπωτη μοναξιά που λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες, βουβή κι ανέκφραστη επιβάλλεται με την καταλυτική της δύναμη:

 

Δεν έχει λόγια η μοναξιά.

Σκίζει τους τοίχους, μπερδεύεται στα χώματα,

γίνεται λάσπη και κολλά στο δέρμα,

απλώνεται στο σώμα το βυθομετρά.

………………………..

Έπαψα να ακούω φωνές·

ακούω μόνο ένα μικρό ρυάκι,

που μέσα μου κυλά.

Και με πηγαίνει

πίσω από τις κουρτίνες,  

μ’ ένα φιλί στα χείλη,

που περιμένει ακόμη

-εσένανε-

 

Σημασία έχει πόσα μπορεί ο άλλος να σου δώσει, πόσα μπορεί, όχι πόσα και τι θέλεις, τι περιμένεις από τον άλλο, ποιες είναι οι προθέσεις του άλλου και οι αντοχές, η αγάπη δεν είναι απλή υπόθεση, απαιτεί θυσίες. Έχοντας αποκτήσει αυτήν τη γνώση η Άντζελα Γεωργαντά, αρκείται στα απλά: στο άγγιγμα, στα λόγια της σιωπής, σ’ ένα παράφορο φιλί, σε χάδια ηλεκτρισμένα, σε ό, τι έχει σχέση με το δέρμα και γίνεται αντιληπτό, και δεν μπερδεύει τα όνειρα με τις ψευδαισθήσεις. Και καταλήγει καθώς τελειώνει κι ο χειμώνας:

 

Μίλα μου

καθώς σκορπάμε στον αέρα,

την ώρα που ξεθηλυκώνονται οι ενοχές,

τότε που χώμα είμαι και συ νερό

και ρίζα δεν υπάρχει.

Τότε ν’ ακούω θέλω,

όχι ποιος είσαι,

όχι τι θέλεις.

Αλλά τι μπορείς.

 

Ξέρει πια τι θέλει και τι μπορεί να περιμένει  από τον άλλο. Ξέρει το χρώμα της αγάπης, την επίφαση. Και με αυτή την προϋπόθεση ως ξεκάθαρη θέση περνάει στην άλλη εποχή, στο έαρ, στην εποχή των προσδοκιών. Ωστόσο κάθε απόπειρα πέφτει στο κενό, όλα τα όνειρα γκρεμίζονται, αναποδογυρίζεται ο κόσμος της γυναίκας και μεταβάλλεται σ’ ένα υπάκουο, άβουλο ον:

 

Θέλω να συμμορφωθώ.

Να υπακούω σε όλους τους κανόνες ηθικής.

…..Θάλω να είμαι

γυναίκα εστεφανωμένη,

σε κάδρο ασημένιο

μ’ ένα στεφάνι στολισμέρνο τριαντάφυλλα

και υάκινθους

γυμνά από αγκάθια.

Θέλω να βαπτιστώ γυναίκα,

τη μοίρα μου να ασπαστώ

πανάρχαια,

βγαλμένη από τα έγκατα της γης.

 

Και τότε είναι που ξυπνάει μέσα της η οργισμένη, η αρχέγονη γυναίκα, σκίζει τις ενοχές που βάζουν φραγμούς στη θέλησή της. Αυτή η δύναμη την κάνει να βγει από το σώμα, να γίνει μια εκδικήτρα Κλυταιμνήστρα, η Λίλιθ, άτομο με αξιώσεις, έχει απαιτήσεις, έμαθε πως χρειάζονται αγώνες για να επιβάλει τα θέλω της. Το δικό της, το ατομικό, εσωτερικό δράμα παίρνει καθολικότητα. Και, καθώς θα πετάξει από πάνω της τη γυναίκα χωρίς θέληση, το άτομο της υποταγής  που της «φόρεσαν» οι αιώνες ως μοναδική αποστολή,  χωρίς φόβο, αλλά με πάθος θα στραφεί θαρρετά στο σύντροφό της, στον άντρα που ως πατέρα λάτρεψε και της έμαθε να είναι πιστή και υπάκουη, τρυφερή, αλλά άβουλη, θα πει θαρρετά, τελεσίδικα:

 

Εγώ είμαι η Λϊλιθ, ακριβέ μου.

Ανυπότακτη. Από χώμα.

…Φύσηξε μέσα μου το κάλεσμα της φύσης…

…Είμαι η Λίλιθ,

εξορισμένη από τον κήπο της Εδέμ,

….Εγώ είμαι η Λίλιθ,

δεν με θυμάται κανείς,

στάθηκα ίση σου,

ταυτόχρονα μας γέννησε το φως,

δεν σε φοβόμουν ούτε θέλησα να σε πλανέψω.

Είμαι η Λίλιθ,

Ελεύθερη.

 

      Για να μην πει: είμαι ο δαίμονας, το ξωτικό», η εκδικήτρα, η τιμωρός. Προτιμάει να είναι η σηματωρός του καλού, του καινούριου κόσμου που σίγουρα θα ανατείλει, δεν μπορεί να πάνε στράφι τόσοι αγώνες, τόσο αίμα που έχει χυθεί.

Αφού ξεπέρασε με ήλιο και με αέρα και με βροχή τις τρεις εποχές, βγαίνοντας από τα πεσμένα φύλλα, φυλλορροώντας και ίδια, αναγεννημένη πια, ώριμη, ωραία, δυνατή και ως εκ τούτου, και κυρίως, ελεύθερη να κάνει τις επιλογές της, είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή, όχι όμως όπως την προόριζαν οι άντρες που κυριάρχησαν ίσαμε τότε στη ζωή της και διαμόρφωσαν όπως τους συνέφερε τη μοίρα και τη θέση της αλλά με τον τρόπο που θεωρεί σωστό και δίκαιο εκείνη. Και να σταθεί δίπλα στον άντρα ως ίση προς ίσον! Τώρα είναι η τέταρτη εποχή της καρποφορίας:

Εποχή τέταρτη χειμών.

Ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει τους ρόλους και να γίνει εκείνη ο δυνάστης του άλλου, αλλά να του  δείξει τον άλλο δρόμο, αυτόν της ισότητας, να του μάθει την αγάπη, το πιο βασικό στοιχείο, που –πρέπει να- αποτελεί τον θεμέλιο λίθο κάθε οργανωμένης κοινότητας, τον συνδετικό κρίκο μεταξύ δύο ατόμων και – πρέπει να- διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών κάθε κοινότητας και κάθε  κοινωνίας ατόμων που συμβιούν, συνυπάρχουν και συνεργάζονται. Δεν πρόκειται να θυσιάσει ό, τι απόκτησε περνώντας «δια πυρός και σιδήρου: Να αφήσει να φιμώσουν τη φωνή της! Και προτρέπει να σταματήσουν οι άνθρωποι τις κραυγές, να ηρεμήσει ο κόσμος, να κοιτάξουν κάτω από τα πόδια τους τη Γη που μας τρέφει, να μην σκορπούν λόγια στον αέρα, να σεβαστούν τη σιωπή, να μάθουν και να ακούνε:

 

Μη σπάτε τη σιωπή

είναι ημέρες επικίνδυνες.

Οι άνθρωποι κρύβουν στις φλέβες τους

το χάος.

Μην τους μιλάτε,

στα δόντια τους σφίγγουν μαχαίρια,

τις νύχτες δεν κοιμούνται πια,

Μην σκορπάτε τις λέξεις,

καρφώστε τες

στο χώμα

να θεριέψουν.

 

Έχει πολλά να πει η Άντζελα Γεωργοτά, και θα τα πει, ας είναι και από σύμπτωση. Οι συμπτώσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Και η συνάντηση δύο ανθρώπων που ερωτεύονται είναι μια ίσως ευλογημένη σύμπτωση, έστω κι αν δεν διαρκεί. Ο έρωτας είναι άστατο, πανούργο, κακομαθημένο «παιδί», έρχεται με ορμή, δημιουργεί αυταπάτες ευτυχίας κι όπως ήρθε απρόβλεπτα, εξαφανίζεται. Η αγάπη μένει. Ο έρωτας δημιουργεί ψευδαισθήσεις και πρόσκαιρες ελπίδες, ωστόσο για την Άντζελα Γεωργοτά:

 

Όλες τις εποχές του έρωτα

οι άνθρωποι αποφασίζουν να χωρέσουν στα χέρια τους

τις ακτίνες του ήλιου,

να γίνουν ο λωτός που αποκοιμίζει τη βίαιη της νύχτας

εισβολή

και να αποσύρουν κάθε βεβαιότητα.

……………………………..

Ήμουν μονάχα έτοιμη για το χειμώνα

και αυτό το λίγο φως μου φάνηκε η ώρα της αγάπης.

 

      Και με  «αυτό το λίγο φως», το πρώτο της ποιητικό βιβλίο, η Άντζελα Γεωργοτά αθόρυβα, λιτά, σεμνά και ταπεινά, με χαμηλούς τόνους, με καθαρά ελληνικά φτιάχνει ποιητικά σύνολα που κάνουν υπολογίσιμη την παρουσία της στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποιητικής πραγματικότητας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top