Fractal

Στην κούπα του τσαγιού νερά γελούνε

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

 

Προσέγγιση στην ποιητική σύνθεση του Βασίλη Ζηλάκου «Νερά γελούνε», εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2017, σε διάλογο με την ποιητική του συλλογή «Η Κούπα του τσαγιού», εκδόσεις Οδός Πανός, 2010

 

Μπλε προς γαλάζιο εξώφυλλο και τίτλος «ΝΕΡΑ ΓΕΛΟΥΝΕ». Χαϊκού. Υπότιτλος στην προμετωπίδα «Πορεία στην Χαρά μου».

Πως γίνεται να γελούνε τα νερά; Τι γίνεται εδώ; Πρώτη σελίδα και αντί πυξίδας, ένα μπερδεμένο κουβάρι σε προκαλεί να το ξεμπερδέψεις.

Ποιος είναι ο αετός που «κάθησε πάνω στον βράχο»; Ποιο είναι το «Δέντρο» πάνω στο οποίο είναι κρεμασμένη η γη; Το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού; Τι σημαίνει «Είμαι ο αετός, το πνεύμα του Ουρανού»; Γιατί οι άνθρωποι το πουλί αυτό «το κυνήγησαν για να το κάνουν δάσκαλό τους, αλλά και για να το σκοτώσουν»;

 

Τι είδους «βάρος» είναι η «Χαρά», η οποία «θα σου επιτρέψει μιάν ημέρα να εκπνεύσεις την Αγάπη»; Γιατί να είναι βάρος η χαρά; Αφού όταν είσαι χαρούμενος πετάς, είσαι ελαφρύς. Όλα αυτά στην εκκίνηση του βιβλίου, στη σελίδα 9. Προμηνύεται αγώνας. Θέλει επιστράτευση γνώσεων και ικανοτήτων για να λυθεί το κρυπτόλεξο και να συναρμολογηθεί το ποιητικό παζλ. Αν προσθέσει κανείς την δημοσιοποιηθείσα άποψη του ποιητή στο ότι η σύνθεσή του αυτή διαβάζεται ενιαία, η κατάσταση αγριεύει. Γιατί όμως να διαβαστεί ενιαία, αφού κάθε χαϊκού οφείλει να είναι ένα αυτόνομο ποίημα; Ή εδώ κάθε χαϊκού είναι τόσο αυτόνομο όσο και η κάθε αίσθηση και λειτουργεί έτσι όπως εκείνες, δηλαδή μέσα στο ίδιο σώμα, μέσα στην ίδια οντότητα, συμβάλλοντας στην εύρυθμη λειτουργία της (του όλου); Γιατί δεν είναι το κάθε ένα εντελώς αυτοτελές με το δικό του σώμα και την δικιά του ψυχή; Ή μήπως είναι; Ας πάμε με πιο αργό βήμα.

 

Με ύφος και απόδοση σαν να πρόκειται για ευαγγελικό κείμενο ή ιστορικό βιβλίο που γράφτηκε αιώνες πριν και ανακαλύφθηκε τυχαία στα υπόγεια ενός μοναστηριού, ξετυλίγεται η εισαγωγή. Εμφανίζεται ένας αετός, ο οποίος δηλώνει πως μέσα του κρύβει «τα 99 ονόματά Της». Ποιάς; Δεν προσδιορίζεται. Της Αγάπης, της Χαράς, και των δυο αξεχώριστα; Της Θείας Χάρης, της Φώτισης, της Γνώσης, της Ψυχής; Της Ζωής; Άλλο; Σημειώνω το κεφαλαίο Τ στον στίχο.

Στη συνέχεια, ο αετός δωρίζει την καρδιά του στον ποιητή και εκείνος διαβάζει τα 99 ονόματα, προσπαθώντας να τα μετουσιώσει «σε ζεύγη σωμάτων». Ονόματα-σώματα λοιπόν και 99. Τόσα είναι τα ποιήματα της σύνθεσης,  86 χαϊκού τρίστιχα, 5 πεντάστιχα με συλλαβές 31 (7+7+7+5+5 χωρίς να έχουν αναγκαστικά την ίδια σειρά κάθε φορά) και 8 δίστιχα με σύνολο συλλαβών πάλι 17, κάνοντας πολλές φορές χρήση συνίζησης για να βγει ο αριθμός των συλλαβών.

 

Αρχίζω να διαβάζω τα ονόματα – σώματα και αφήνομαι να δω που θα σταματήσω. Πράγματι, μετά από λίγο, κάνω στάση στο

Άδειο μέταλλο.

Κτυπώντας το σκέφτομαι

το μοναστήρι.

Άδειο μέταλλο. Άδειο μεταλλικό κύπελλο που κρέμεται σε ένα μοναστήρι με αλυσίδα κοντά στη βρύση με το αγιασμένο νερό για να πιούν οι πιστοί, ονομάζοντας τον Άγιο του Μοναστηριού, μετέχοντας στο Σώμα της Εκκλησίας (όπως π.χ. στην Ιερά Μονή Αγάθωνος στην Οίτη).

Συνειρμικά, σκέφτομαι την κούπα του τσαγιού (τίτλος παλαιότερης ποιητικής του συλλογής) 1:

Την κούπα, που σού ’δωσα πρωτύτερα να πιείς, σηκώνεις τώρα συχνότερα απ’ όσο αυτή λέει να κάνεις.

 

Βρέχει.

Η βροχή σιωπά.

Γράφει το χωρίς μέλλον

διήγημά της.

Πού είναι εδώ η αγάπη, η χαρά; Μα στη βροχή, που δίνει ζωή στην Πλάση αλλά και στη γραφή, που δίνει ζωή στο νόημα, στην ιδέα αλλά και στον ίδιο τον λογοτέχνη. Η σιωπή προϋπόθεση δημιουργίας. Το σώμα της γης ή του χαρτιού, αγάπης σώμα.

Η σιωπή αποτελεί σταθερή και διαχρονική αξία για τον Βασίλη Ζηλάκο:

Μέχρι να ολοκληρωθεί η σιωπή / … /

η Ποίηση τη θέλησή μου θα ορίζει 2

ενώ η βροχή κάποιες φορές είναι φως υγροποιημένο3:

Ύστερα / βροχή / στου κήπου / τη σκοτεινή / γωνιά / άστρο λευκό / φωσφορίζει.

 

Μετά τη βροχή, τα πουλιά δειλά δειλά εμφανίζονται πάλι, κελαηδούν, εκτός από αυτό εδώ:

Το πυκνό πουλί…

Μέσα στο γυμνό νερό

γυμνώθηκε τελικά.

Τα πουλιά, δυνατό της ποίησης σύμβολο, μπορεί να πάρουν πολλές έννοιες επάνω στα φτερά τους:

Στα δέντρα /  πουλιά ορθοκύανα / μνημονεύουν / την αποκαθήλωση / των οριζόντων4. Αλλού:

-Πώς υπογραμμίζεται η μνήμη των πουλιών;5

 

Έρχονται να ενωθούν με το νερό, άλλο κατεξοχήν ποιητικό σύμβολο6:

Βγαίνω έξω για να καθαρίσω την πηγή στο βοσκοτόπι· / … /

(Περιμένοντας να δω το νερό λαγαρό, ίσως)…

 

Γιατί πυκνό το πουλί; Γιατί γυμνώθηκε μέσα στο νερό; Ποιο νερό; Οι ερμηνείες πολλές. Το πουλί των συμπυκνωμένων ελπίδων που αποκαλύπτονται (ή μήπως χάνονται) μέσα στο νερό της καθημερινότητας; Στο νερό «του συρμού»; Ή το πυκνό πουλί είναι αυτό της γνώσης που γυμνώνεται και χάνει την ουσία του, την ικανότητα να πετάξει, να μεταλαμπαδευτεί καθώς χάνεται στο νερό των ωκεανών της αχανούς πληροφορίας, του διαδικτύου ή της φλύαρης γραφής; Είναι το πυκνό πουλί της χαράς ή της αγάπης, που το αδρανοποιεί το νερό της μιζέριας και της απαισιοδοξίας στο οποίο καλείται να πετάξει; Μήπως είναι η αλήθεια που στον χώρο της καθαρής γυμνής γνώσης (= νερό), στέκει κι αυτή γυμνή, ατόφια στην πυκνότητά της και όντως αληθής (λήθη= κάλυμμα, ρούχα, «α» στερητικό, χωρίς ρούχα, γυμνή, χωρίς λήθη, α-ληθής);  Πολλές οι εκδοχές, ελεύθερα ό,τι ταιριάζει στον κάθε αναγνώστη.

 

Βασίλης Ζηλάκος

 

Πού το όνομα, πού η αγάπη, πού η χαρά στο σκάψιμο ενός τάφου; Πώς πορεύονται η αγάπη και η χαρά δίπλα στο θάνατο; Τι είναι τάφος στο επόμενο χαϊκού που προκαλεί ανατριχίλα;

Τον κρύο τάφο

τα δάχτυλα ζεσταίνουν.

Σκυφτός πώς σκάβω;

Η αγάπη είναι και εδώ. Είναι για τη ζωή μέσα από τη χαρά που έχει αυτός που σκάβει γιατί είναι ζωντανός, δραστήριος, το σώμα του υπάρχει, σε αντίθεση με τον κρύο τάφο. Σκυφτός, αλλά με θέληση για ζωή. Όνομα – σώμα εδώ η θέληση, η επιθυμία για ζωή, που ενώνεται σε σώμα ένα με το επόμενο χαϊκού, μέσω της αγάπης για το ελάχιστο απομεινάρι αυτού του «μεγάλου» που αγαπάμε ή κάποτε αγαπήσαμε. Σημειώνω εδώ τον αριθμό δύο, για να τονιστεί το αξεχώριστο δίπολο [όνομα – σώμα] ή [Χαρά – Αγάπη]:

Δυό κόκκοι άμμου

ό,τι περισώθηκε.

Θα τους αγαπώ.

 

Προχωρώντας, έρχομαι αντιμέτωπος με τις δυο όψεις (πάλι δύο) του ίδιου νομίσματος:

Τέλος ή Αρχή;

Ο κλέψας του κλέψαντος,

είπαν κι έφυγαν.

Ο χαρακτηρισμός κλέβει ο ένας τον άλλο, αφού μπορεί κάλλιστα να βαφτιστεί αρχή ένα τέλος ή τέλος μια αρχή, μιας και η σχετικότητα της ενέργειας κάθε φορά προσδιορίζεται από τη χρονική θέση του εκάστοτε παρατηρητή. Το όνομα – σώμα εδώ είναι της Πράξης, της Δράσης και η Χαρά – Αγάπη εκπορεύονται από ένα αίσιο τέλος, από μια ελπιδοφόρα αρχή, από ένα τέλος που οδηγεί σε μια αισιόδοξη και πολλά υποσχόμενη νέα αρχή ή από μια αρχή που έχει να δώσει πολλά όμορφα πριν το τέλος του κύκλου της.  Είναι μία οπτική.

Για το αξεχώριστο του δίπολου [Αρχή – Τέλος], έχει γίνει μνεία και στο παρελθόν7:

Όταν το τέλος και η αρχή βρίσκονται στη γη, δύσκολα κανείς μαντεύει.

 

Λυρισμός στο προσκήνιο, επιτέλους, να γελάσουν τα νερά της ύπαρξής μας:

 

Τ’ όμορφο παιδί

φυσάει το κοχύλι.

Ένα πουλί, δες!

Για το πουλί, μίλησα πριν. Το παιδί που φυσάει το κοχύλι προκαλεί συγκίνηση, κινητοποιεί τη φαντασία και μας μεταφέρει σε θερμότερο κλίμα. Η Χαρά – Αγάπη είναι προσωποποιημένες και στο παιδί αλλά και στην κίνηση που κάνει, ενώ το όνομα – σώμα μπορεί να είναι το ίδιο το παιδί, η παιδική αθωότητα, η αρχέγονη κίνηση επικοινωνίας, ή ακόμα και η μουσική του αέρα μέσα από το όστρακο που πετάει στην ψυχή μας σαν πουλί.

 

Στη συνέχεια, συναντάς το σώμα της μοναξιάς η οποία προσπαθεί να κρύψει ένα δάκρυ:

Μόνος μονάζω

κρύβοντας το δάκρυ μου

από το κλουβί.

Πώς αντιλαμβάνεται ο Β. Ζηλάκος την Αγάπη ή τη Χαρά μέσα στη μοναξιά, μέσα σε ένα δάκρυ, μέσα σε (ή έξω από) ένα κλουβί, όπου μεταφορικά μπορεί να εννοηθεί οιοσδήποτε περιορισμός, φράγμα, εγκλωβισμός; Σημειώστε εδώ το πρώτο πρόσωπο. Η προσωπική μου θέση είναι ότι μπορεί να αντληθεί Χαρά και Αγάπη μέσα από τη συναίσθηση της ζωής του ατόμου, έστω και έτσι, γιατί ζωή κυρίως σημαίνει ελπίδα. Άρα με αγαπώ, ακόμα και όταν είμαι μόνος, εγκαταλελειμμένος, εγκλωβισμένος, δυστυχής διότι πολύ απλά: ζω και μπορώ να τα ανατρέψω όλα.

Θεωρίες θα πει κάποιος υστερόβουλος ή επιπόλαιος. Ναι και όχι. Απόψεις αγαπητέ μου, προσωπικές, όπως με ευχέρεια η ποίηση μπορεί να παράγει και να κινητοποιεί την έκλυσή τους. Δεκτές όλες οι ερμηνείες, δεν υπάρχει ορθό ή λάθος. Το ζήτημα είναι πώς το βλέπει ο κάθε ένας.

Η προσπάθεια για αποκρυπτογράφηση συνεχίζεται, οι γρίφοι επιμένουν:

 

Χιονίζει πάλι.

Στης μνήμης την κορυφή

νεκρά κεφάλια.

Χιόνι-θάνατος. Το σώμα-όνομα της μνήμης επιβιώνει με σκληρές επιλογές, αναγκασμένο να βρει το δρόμο του ανάμεσα σε (συγκεκριμένα) νεκρά κεφάλια αναμνήσεων ήτοι να περπατήσει στο δάσος με τα ξερά δέντρα λήθης και τα καταπράσινα δέντρα μνήμης, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος αποφασίζει τι θα ξεραθεί και τι θα μείνει χλωρό. Ποιος μπορεί άλλωστε να πει με σιγουριά τι είναι αυτό που στέλνει άλλα γεγονότα στη μνήμη και άλλα στη λήθη; Χιονίζει επιλογές λοιπόν και το χιόνι –αγαπημένο σύμβολο πολλών ποιητών- πέφτει τόσο στις πλαγιές της λήθης όσο και στης μνήμης, αφήνοντας στην κορυφή του λόφου «νεκρά κεφάλια» είτε λήθης είτε από μνήμες πόνου ή απώλειας, με μια γεύση έντονης πίκρας. Πολλές μνήμες παγώνουν και περνάνε σε κατάσταση λήθης.

Το σύμβολο αυτό του χιονιού το έχουμε συναντήσει και παλαιότερα σε ανάλογα ψυχρό κλίμα8:

Κρυστάλλινα δάχτυλα / μορφές απαλές σαν χιόνι / στο διάστημα  ρίχνουν πέτρες / και στάχτες θορυβώδεις

 

αλλά και σε κλίμα χρωματιστό, μυρωδάτο, με τρόπο ιδιαίτερα αφηρημένο9:

Χιόνι πέφτει κάτω απ’ τα φύλλα μιας λεβάντας.

 

Τα οξύμωρα κάνουν αισθητή την παρουσία τους:

 

Με γυμνά χέρια

πλένω τα φραγκόσυκα,

στα όνειρά μου.

Ο γλυκός και προκλητικός καρπός έχει αγκάθια και μάλιστα ιδιαίτερα αιχμηρά, τόσο που είναι αδύνατον να τον πιάσεις με γυμνό χέρι. Ακόμα και στο όνειρο κάτι τέτοιο θα σήμαινε εφιάλτη. Το σώμα-όνομα του καρπού ονοματίζεται, στη θέση του μπορεί καθένας να βάλει ό,τι θέλει, έχοντας όμως κατά νου πως περιβάλλεται από προστατευτικά αγκάθια (αγκαθωτά συρματοπλέγματα;) και απαιτείται προσπάθεια να τον γευτείς. Παρούσα η κλασσική πεποίθηση – γνωμικό πως «τα αγαθά κόποις κτώνται» που εδώ και εκατοντάδες χρόνια επιβιώνει από στόμα σε στόμα.

Στα όνειρα μπορούμε να πραγματοποιήσουμε όσα δεν μπορούμε στην πραγματικότητα. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στο «γλυκό» χωρίς να πληρώσουμε το «αντίτιμο». Η χαρά και η αγάπη; Στην επιτυχία της προσπάθειας, στην ικανοποίηση –έστω και στο όνειρο- της πρόσβασης, στην ηδεία γεύση του (εκάστοτε) αγαθού.

Θα μείνω λίγο παραπάνω στα «χέρια», μιας και είναι λέξη καθοριστική για την επιτυχή έκβαση ενός στόχου, για την αλλαγή μιας κατάστασης ή ενός κλίματος ή για την δυναμική συγκρότηση στίχων10:

Γριάς το χέρι εκεί έγνεθε

Σκιάς το χέρι εκεί έσκαβε

και ευωδίαζε η άνοιξη με κόκκινο μαγνάδι.

 

Κάποια στιγμή, συναντάς ένα από τα πέντε πεντάστιχα:

 

Μα τι ζητώ και κλαίω

αποβραδίς ως τώρα;

Πράσινη δρόσο,

του Μάρτη ανάσα,

που μεγαλύνθη εντός μου

 

και μπαίνεις στον πειρασμό να το σπάσεις σε μικρότερα, σε τρίστιχα με μορφή χαϊκού, παίζοντας:

Πράσινη δρόσο,

Μα τι ζητώ και κλαίω

του Μάρτη ανάσα;

 

ή

Πράσινη δρόσο,

αποβραδίς ως τώρα

του Μάρτη ανάσα

 

ή

Πράσινη δρόσο,

που μεγαλύνθη εντός μου

του Μάρτη ανάσα

 

ή

 

Του Μάρτη ανάσα

πράσινη δρόσο,

που μεγαλύνθη εντός μου.

 

 

Για το χαϊκού που φέρει το φως των ματιών

 

Ασυντρόφιαστα

τα μάτια σου κοιτάζουν,

δοσμένα στο Παν

θα κάνω μόνο τη συσχέτιση με το11:

Δίχως κεφάλι αλλά με ήσυχα / και μεγάλα πορφυρένια μάτια / στους αγρούς μιας άνοιξης / αλλοτινής κολυμπήσαμε.

 

Η σχέση του Β. Ζηλάκου με το Θεό, τη μοίρα και την ατομικότητα του ανθρώπου, ανιχνεύεται τόσο εδώ:

 

Μόνος προς μόνους.

Το κομπολόι του Θεού

οι μαύρες χάντρες

όσο και στο παρελθόν12:

Ασχημάτιστοι και γυμνοί σαν το νερό / … / και χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο /

παρά μόνο τ’ όνομά μας / στην αρχή η λέξη ήταν Θεός.

 

Με υπερρεαλιστικό τρόπο, ερχόμαστε σε επαφή με δυο δυνατά ποιητικά σύμβολα:

 

Μόλις το βουνό

στα πόδια μου στενάξει,

ρουφώ σελήνη.

«Βουνό» το ένα, όπως άλλωστε και στους στίχους13

… σε τούτα τα βουνά που ’χουν τη θάλασσα μπροστά και βλέπουν / εσένα θα ψάχνω, Αγαπημένε, που ποτέ δεν είδα

 

αλλά και στον στίχο14

Κι όμως τα βουνά δεν ορίζονται.

 

«Σελήνη» το άλλο15:

Και το φεγγάρι να σκάβει βαθιά τις ρίζες του στο χώμα.

 

Από τον υπερρεαλισμό, περνάμε στο  ενδιάμεσο μεταξύ λυρισμού και ρομαντισμού:

Άνεμος ξυπνά

δυο κούμαρα πεσμένα

και αγγίζονται.

Δυνατή εικόνα. Ο αέρας σπρώχνει δυο πεσμένους καρπούς και έρχονται σε επαφή. Σώμα-όνομα; Κούμαρο. Καρπός. Δημιούργημα. Αποτέλεσμα. Χαρά – Αγάπη; Η επαφή, το άγγιγμα, η επικοινωνία, η αίσθηση του «μη μόνος». Από μηχανής Θεός; Ο Άνεμος. Τι είναι άνεμος; Το έχει πει παλαιότερα αλλού ο ίδιος16:

Για σένα ο άνεμος είναι λέξεις, τετράγωνα κουτιά διπλωμένα στην τσέπη, που τ’ ανοίγεις μονάχος στο σπίτι όταν γυρίζεις.

 

Ώσπου φτάνουμε στα νερά, όχι οποιαδήποτε νερά μα σε αυτά που γελούνε. Νερά που γελούνε; Τι είδους νερά μπορεί να είναι αυτά; Του Ιορδάνη κατά τη Βάπτιση; Της λαμπυρίζουσας θάλασσας του καλοκαιριού κάπου στις Κυκλάδες; Της ποτιστικής βροχής που χαμογελαστή σμίγει με το ευλογημένο χώμα; Του ουράνιου τόξου που φωτίζει με το γέλιο του; Της ψευδαίσθησης των νερών σε μια όαση, που γελάνε στον αφυδατωμένο ταξιδιώτη της ερήμου για να τον κρατήσουν ζωντανό; Των μπουκαλιών με νερό που προσφέρονται στον πρόσφυγα, έχοντας σαν ζάχαρη διαλυμένη εντός τους την υπόσχεση πως το γέλιο θα επιστρέψει κάποτε; Των γέλιων και των νερών των μπουγέλων της παιδικής μας ηλικίας; Τα ύδατα της γνώσης; Τα ύδατα της κυοφορούσας μήτρας; Τα ποτάμια της χαράς; Ας δούμε:

 

Νερά γελούνε.

Πάνω απ’ το δικό μου

παιδιού κεφάλι!

Ο αφηγητής γίνεται πάλι παιδί και αισθάνεται κελαρύσματα και γέλια νερών. Πρόκειται για όραμα, για διαλογισμό ή για ασύνειδη βιωματική εμπειρία; Μήπως ήλθε σε επαφή με την άλλη του διάσταση και οι ολοκαίνουργιες πληροφορίες έρευσαν μέσα του σαν δροσεροί αυγουστιάτικοι καταρράχτες που η βοή τους ήταν θαυματουργό γέλιο για εκείνον; Μήπως στην πορεία για την τελείωση, σε κάθε στάδιο ονοματικό ή σωματικό (99 κατά τον συγγραφέα), όλα γύρω είναι συμπαραστάτες και μόλις «ανοίξεις» λίγο, μπορείς να ακούσεις το γέλιο τους; Μήπως είναι οι 99 απαιτούμενες της ύπαρξης μετεμψυχώσεις, ώσπου να απαλλαγείς από το κάρμα σου και ελεύθερος να πλεύσεις ανάντη; Μήπως όταν φτάσεις σε ένα επίπεδο και το κατακτήσεις, έχεις φτάσει ταυτόχρονα σε κατάσταση που γίνονται εξαιρετικά ευαίσθητες οι αισθήσεις σου, τόσο όσο να μπορείς να διακρίνεις ως και τα γέλια του νερού;  Στην τελευταία αυτή εκδοχή των 99 σταδίων, ίσως να συνηγορεί λίγο παραπάνω και το τέλος του βιβλίου.

 

Ο ποιητής Αντώνης Γκάντζης, δίνει τις δικές του εκδοχές για το νερό. Για τις ιδιότητές του17:

Ήσυχο σταλάζει τ’ αργυρό νερό

νάμα μυροβόλο της ζωής μου

 

και για την ηλικία του18

Παλιό –πολύ παλιό-

σαν και την Πρώτη Μέρα των Νερών.

 

Η ποίηση του Β. Ζηλάκου, από εμφανίσεώς της παραμένει κρυπτική, συμβολική, με δυνατές πνοές μελαγχολικού ανέμου, με μεταβαλλόμενες και άμεσα επηρεαζόμενες από τα γύρω τεκταινόμενα διαθέσεις, με μια αδιόρατη συννεφιά που διακόπτεται κάποτε από μια ιδιαίτερη και εύθραυστη ηλιοφάνεια. Αυτή η ηλιοφάνεια ευτυχώς φωτίζει τούτο το βιβλίο περισσότερο από όλα τα προηγούμενα.

Το ένα της πόδι πατάει στη γη ενώ το άλλο είναι μετέωρο πάνω από το χείλος ενός χαοτικού γκρεμού. Το βλέμμα της θέλει να κοιτάζει ουρανό, η λογική της το επιτάσσει, ο τρόπος της το προσπαθεί. Έχοντας συνειδητοποιήσει τον λαβύρινθο των επιλογών στον οποίο οι περισσότεροι είμαστε εγκλωβισμένοι, ακολουθεί τον δικό της μίτο για την έξοδο.

Αποτυπώνεται στον γραπτό λόγο με έντονη παρουσία αντιθετικών καταστάσεων,  με εμφανέστατες νοσταλγίες άλλων εποχών και ιδίως με μεταφορές σε συγκινησιακές ατμόσφαιρες του παρελθόντος, φέροντας πάντοτε εντός της πόθους ευρύτερης ποιητικής διασύνδεσης.

Η διατύπωση άλλες φορές είναι επίτηδες ασαφής ή αφηρημένη, άλλες επί τούτου δυσνόητη ή εξαιρετικά πυκνή, παραμένει όμως κατά κανόνα ποιητική. Εξαίρεση αποτελούν κάποια -λιγοστά ευτυχώς- λιθάρια στίχων ή λέξεων, που λες και μπήκαν επίτηδες για να σκοντάψεις.

Ενσωματώνει έντονες επιρροές από έλληνες και ξένους ποιητές αλλά και από την ορθόδοξη εκκλησιαστική μας ποίηση (διότι ποίηση είναι ο ορθόδοξος εκκλησιαστικός λόγος) σε συνδυασμό με φιλοσοφίες άλλων (ανατολικών κατά την άποψή μου) πολιτισμών, καταφέρνοντας να διατηρεί το δικό της προσωπικό ύφος.

Οι γλωσσικές ζυμώσεις στο ποιητικό της σκαφίδι είναι από καιρό ώριμες, περιμένοντας το πότε και το πώς εκείνος που έχει την ευθύνη τους θα τις μεταμορφώσει σε ποιητικό άρτο.

 

Δύο ακόμη παραδείγματα σε σχέση με την άποψη που εξέφρασα πριν. Το ένα, εξαιρετικό δείγμα ποιητικής τεχνικής, αναφέρεται στο τρίγωνο ήλιος-λευκότης-άνεμος, βάζοντας στο παιχνίδι την όραση (ήλιος, λευκό), την αφή (βάστα), και την ακοή (κάποιος ορμηνεύει, το χαϊκού αυτό είναι μια ορμήνια, μία προειδοποίηση):

 

Πριν βγεις στον ήλιο,

το λευκό περίβλημα

τ’ ανέμου βάστα.

Κανένα άλλο σχόλιο από εμένα πλην της αναφοράς σε παρελθοντικό έργο του ιδίου19

Μπορείς να πείσεις τον άνεμο να σε ψηλώσει;

και ακόμα20

 

Μαρμαρωμένη στέκει πια η θέρμη των κρεμασμένων. / Το λίκνο μες στο λευκό του νου τους

αλλά και21

 

Ο θόρυβος των σφαγείων και της αγοράς οι πρώτοι αντίλαλοι. / Ζωή εξυψωμένη με λευκούς συριγμούς κάτω από τις λάμπες και τον πάγο.

 

Το άλλο, είναι οι πεταλούδες.

 

Αδελφές πεταλούδες

νεκρές απ’ Αγάπη

μέσα στον χορό!

Νεκρές οι πεταλούδες, όπως άλλωστε και στο22

Μόνος είσαι / αλλά ένα χελιδόνι του θανάτου τη μαύρη πεταλούδα στο ράμφος του κρατά.

Θυμήθηκα εδώ και μνημονεύω το χαϊκού του Ντέμη Κυριάκου23

Μικρή κάμπια,

μακρινό σου όνειρο

η πεταλούδα.

 

Οδεύοντας για το κλείσιμο, στην τελευταία σελίδα, με την εκατοστή στροφή – αυτόνομο ποίημα και αφού έχουν διαβαστεί τα 99 ονόματα – σώματα του αετού, το ποιητικό υποκείμενο βλέπει «το κεφάλι του περήφανου πουλιού να αναπηδά μέσα στον δίσκο του ανατέλλοντος Ηλίου», συνεχίζοντας αθάνατο να σημαίνει την παρουσία του και να παρακινεί με τη δύναμή του. Στη συνέχεια ομολογεί

«το Κοινόν του προσώπου μου βλέπω, κομμένο σαν εκείνο του Ιωάννη του Βαπτιστή» ως μια τελευταία απόπειρα γεφύρωσης των ανθρώπων οι οποίοι φέρουν κοινό πρόσωπο με τον Θεό, επιμένοντας στην παραδοχή ότι όλοι έχουν στη ζωή τους κοινά σημεία με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Θυμίζω εδώ ότι κατά τον Κύριλλο Ιεροσολύμων, με την ενανθρώπισή του ο Χριστός, έγινε το «κοινόν πρόσωπον» του ανθρωπίνου γένους.

Έρχεται η επίκληση στο Θεό Ήλιο:

Ήλιε Ήλιέ μου,

οι δικαστές μας πάνε

πια να κοιμηθούν

και ο αναγνώστης θα καταλάβει περισσότερα αν ανατρέξει σε παλαιότερες «δηλώσεις» του ιδίου:

ο ήλιος φορούσε τις τελευταίες κραυγές των λουλουδιών24

και

ένα σμήνος / σπουργιτιών / προσεύχεται / στον ήλιο25.

 

Επικουρικά, παραθέτω δυο στίχους του ποιητή Αντώνη Γκάντζη (επιμένω με τρίτο παράθεμα από τον ίδιο, διότι θεωρώ ότι ο Β. Ζηλάκος έχει «μαθητέψει» στον λόγο του):

 

Άσβεστος Ήλιος Κραταιός όριζε τη ζωή μου

τη μόλις ανατέλλουσα (δειλά) απέναντί του26

 

Ο τελευταίος στίχος στα «ΝΕΡΑ ΓΕΛΟΥΝΕ», έρχεται με ανθρώπινη σιωπή και καμπανοκρουσίες:

 

Σιώπα και χτύπα τις καμπάνες.

 

Τελευταίος στίχος. Δεν είναι τυχαίο ότι ήχοι από καμπάνες συνοδεύουν Νερά που Γελούνε στον τελευταίο τους στίχο στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, έχοντας δονήσει χρόνια πριν το πρώτο ποίημα της συλλογής «Η Κούπα του τσαγιού» (σελ. 10): Το όνομά του φωνάξτε και πράσινη καμπάνα / μέσα του θα ηχήσει. 

 

Ας είναι καλοτάξιδο το βιβλίο. Ίσως με αυτό ένας κύκλος να έκλεισε. Ίσως ένας άλλος μόλις να αρχίζει…

Είχα αποφασίσει να ολοκληρώσω εδώ. Παρακαλώ τον αναγνώστη της παρούσας προσέγγισης, αν έχει σκοπό αγοράσει το βιβλίο, να μη διαβάσει παρακάτω.

Να επανέλθει αφού πρώτα κάνει όσες αναγνώσεις της συλλογής απαιτηθούν ώσπου να ξεκαθαρίσει μέσα του το «τι θέλει να πει ο ποιητής».

Γιατί; Διότι ακολουθεί η δική μου αίσθηση για την υπόψη ποιητική σύνθεση, η οποία είναι καθαρά υποκειμενική.  Η ίδια η Ποίηση άλλωστε, υποκειμενικά προσλαμβάνεται.

 

 

Έχοντας τελειώσει, έγειρα πίσω στην καρέκλα και έκλεισα τα μάτια να ξεκουραστούν για ένα λεπτό. Ξαφνικά, είδα να αναβλύζουν νερά και να κυλάνε με γέλια και χαρές. Άρχισα εκ νέου να αισθάνομαι:

Ο Αετός, σύμβολο του ύψους, του πνευματικού Φωτός, αλλά και του Δία, ταυτίζεται με τον Ήλιο, την Πηγή του Φωτός. Ενσαρκωμένο πνευματικό Φως, ήτοι Λόγος, ήλθε επί γης, θυσιάστηκε όπως ο Χριστός και έδειξε στον Άνθρωπο τα 99 (κατά τον Β. Ζηλάκο) σκαλιά της Πυραμίδας πριν την κορυφή, τους 99 κόμπους στο κομποσκοίνι της μαρτυρικής επιβίωσης, προλέγοντας τον δρόμο για την αυτογνωσία, την τελείωση, εκεί όπου όταν φθάσεις κυριαρχεί η Χαρά, εκεί όπου κάθε εκπνοή είναι Αγάπη. Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι από την εμφάνιση του Λόγου επί γης, από την άλλη αρχαία Αίγυπτο, την άλλη αρχαία Ελλάδα, την άλλη Ιερουσαλήμ προς τη Μία Έξοδο, προς τη μετάβαση σε ένα άλλο ενεργειακό πεδίο. Πού; Εκεί όπου συντελείται πάλι η ένωση του Αετού-Πνευματικού Φωτός με την άλλη του υπόσταση, τη θεϊκή, το Θεό Ρα ή Ήλιο, σε μια Βασιλεία Ενορατικής Γνώσης στον χωροχρόνο ενός άλλου Παραδείσου, ένθα όχι μόνο «απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός»27, αλλά συμβασιλεύουν η Χαρά και η Αγάπη με τον Βασιλέα του Φωτός  σε μια αρμονική ταλάντωση, όπου ως και τα ΝΕΡΑ χαρούμενα ΓΕΛΟΥΝΕ.

 

 

 

Αναφορές

  1. Βασίλης Ζηλάκος, Η Κούπα του τσαγιού, εκδόσεις Οδός Πανός, 2010, σελ 27
  2. Βασίλης Ζηλάκος, «Σχεδόν Νεκρός», Η Κούπα του τσαγιού, ό.π., σελ. 15
  3. ό.π., «Γέννηση», σελ. 32
  4. ό.π., «Νέους Δρόμους Χάραξαν οι Φωτιές», σελ. 40
  5. ό.π., «Σχεδόν Νεκρός», σελ. 15
  6. ό.π., «Ύστερα από τον Κεραυνό», σελ. 12
  7. ό.π., σελ. 50
  8. ό.π., «Νέους Δρόμους Χάραξαν οι Φωτιές», σελ. 40
  9. ό.π., «Το Σπάσιμο Του Βέλους», σελ. 46
  10. ό.π., «Νέους Δρόμους Χάραξαν οι Φωτιές», σελ. 41
  11. ό.π., «Μνήμη Κίτρινη σαν Αίμα», σελ. 37
  12. ό.π., σελ. 37
  13. ό.π., «Στάσιμο», σελ. 43
  14. ό.π., «Είναι η Ώρα αυτή», σελ. 42
  15. ό.π., «Αγρυπνία», σελ. 30
  16. ό.π., «Με το Φύσημα τ’ Αγέρα», σελ. 26
  17. Αντώνης Γκάντζης, Μετουσίωση, Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου, εκδόσεις Αρμός, 2001, σελίδα 11
  18. Αντώνης Γκάντζης, Νυχτερινό, Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου, ό. π., σελίδα 14
  19. Βασίλης Ζηλάκος, «Με το Φύσημα τ’ Αγέρα», Η Κούπα του τσαγιού, σελ. 28
  20. ό.π., «Με το Φύσημα τ’ Αγέρα», σελ. 29
  21. ό.π., «Αγρυπνία», σελ. 31
  22. ό.π., «Οδοιπορία», σελ. 19
  23. Ντέμης Κυριάκου, ALBEDO Αλχημικά Χαϊκού & άλλα μικρά ποιήματα, εκδόσεις Αρχέτυπο, 2016, σελ. 37
  24. Βασίλης Ζηλάκος, Η Κούπα του τσαγιού, ό.π., σελ. 17
  25. ό.π., «Φωνή Πρώτη / Γέννηση / IV», σελ. 33
  26. Αντώνης Γκάντζης, Η Τέχνη της Αλυπίας, Το Εγκόλπιο του Λησμονημένου, ό. π., σελίδα 50
  27. Εξόδιος Ακολουθία Ορθοδόξου Εκκλησίας

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top