Fractal

Διήγημα fractal: «Στην εσχατιά της ζωής τους»

Γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας // *

 

 

 

 

Η Μαλαματένια, του Αρχοντή, έπιασε τα ογδόντα, θα ξεμείνω δίχως κανέναν να τυραννώ, σκέφτεται πικρά, ποιον άλλον τυραννούσα παρά τη ζωή μου, αναρωτιέται, ο Αρχοντής σακάτης, δέκα χρόνια με εγκεφαλικό, εξακολουθεί να είναι η μόνη λύση, σκέφτεται με μαράζι, μια παρηγοριά τις βαριές ώρες, βγάζει πάνω του, περπατούν σαράντα χρόνια τώρα, το άχτι της, για τη ζωή που δεν έκανε, για τους δρόμους που δεν πήρε, για όσα δεν πάλεψε, για τα χρόνια που αφέθηκε, για τις λύσεις που δεν της κάθισαν.

Ως τα σαράντα της με τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Στέφο, θα σε παντρευτώ σαν γεννήσεις, της είχε πει, ως τα σαράντα της η κοιλιά της ατσαλάκωτη, την παράτησε, είσαι στέρφα, της πέταξε, κάτι μεταξύ ειρωνίας και πίκρας τα λόγια του, έμπλεξε εκείνος με τη Ζωή κι εκείνη άτεκνη έμεινε, αν και δέκα χρόνια νεότερή της, στείρος είναι, της είπε η Ζωή σαν τη συνάντησε, στείρος και τον παράτησα. Κι ο Στέφος κρεμάστηκε από έναν πεύκο, κρεμάστηκε με τα πόδια του να σκουντουφλούν στη θάλασσα, δεν άντεχε τον εμπαιγμό των συγχωριανών του, εκείνος που ήτανε άντρας και νταής. Κρεμάστηκε κι αυτή από τον Αρχοντή, συνομήλικό της και ερωτευμένο μαζί της από τα παιδικά του, γι’ αυτήν δεν είχε παντρευτεί, παντρεύτηκαν μα παιδιά δεν κάμαν.

Τον είχε τον Αρχοντή σήκω σήκω και κάτσε κάτσε, τον είχε και τον διέταζε κι εκείνος, ένας ήσυχος και πειθήνιος άνθρωπος, την αγαπούσε από πάντα, εκείνη δεν είπε ποτέ το σ’ αγαπώ, μήτε σε θέλω ή έρωτά μου και τέτοια, ούτε χέρι χέρι, απλά βάδιζαν μαζί, εκείνη πάντα μπροστά.

Κι ήταν οι μέρες, κάποια χρόνια μετά τον γάμο της, που ήρθαν στο χωριό «οι περαστικές,» κάτι τσιγγάνες μαυριδερές, με βράκες και τσεμπέρια, με δόντια χρυσά και άπλετα (άπλυτα) χαμόγελα, ήρθαν και κουβαλούσαν πάνω σε κάτι σαν επιτάφιο, που ήταν κι αυτός με λουλούδια πλουμισμένος, άγρια λούλουδα και μυρωδικά της υπαίθρου και με φιδοφορέματα και φιδόδοντα σπαρμένα ανάκατα, μια φαφούτα γριά με τα μάτια της κενά βαθουλώματα, ωσάν των αγαλμάτων.

Κι ήταν η γραία ετούτη μάντισσα, μάντευε τα μελλούμενα κι έβλεπε την πορεία καθενός, και συμβούλευε ποιον δρόμο ο καθείς να πάρει, τι να προσέξει, για να του έρθουν περισσότερες χαρές και να αποφύγει λύπες.

Μαζώχτηκε όλο το χωριό γύρω της κι αυτή έλεγε μυστικά του καθενός κι όποιος αποτραβιόταν έριχνε στο πανέρι που κρατούσε μια τσιγγάνα το κατιτίς, ό,τι βρισκόταν πρόχειρα πάνω του, λουλούδια των κήπων και των αυλών, καλούδια του τόπου, κάποιο ασημένιο, ή ψεύτικο κόσμημα και παραδίπλα, κάπως απόμερα, κρυμμένο από τα λιχούδικα βλέμματα, ένα μπακίρι δεχόταν, όσα πιο πολλά τόσες μεγαλύτερες οι πιθανότητες, χρυσές λίρες ή χρυσαφένια κοσμήματα, δόντια ή σταυρουδάκια χρυσά και πολλά ακόμη αξίας μεγάλης. Ως κι ο πιο φτωχός κάτι είχε εκεί μέσα να ρίξει στ’ απόκρυφα (μουλωχτά).

Έστεκε η Μαλαματένια παράμερα και κοιτούσε, φθονούσε τους συγχωριανούς της που κάτι είχαν να περιμένουν και σαν λιγόστεψε ο κόσμος, όλοι τραβήχτηκαν, άλλοι προβληματισμένοι κι άλλοι χαρούμενοι στα σπίτια τους, σαν κόπασε ο κουρνιαχτός και οι λιγοστοί που απομείναν περίμεναν υπομονετικά, γύρισε η γριά το πρόσωπό της, βλέμμα δεν υπήρχε πάνω της, έλα, την κάλεσε, έλα, έχω και για σένα.

Πλησίασε μαδημένη η Μαλαματένια, την μοίρα της την ήξερε, κολυμπούσε χρόνια και θα πνιγόταν στην αταραξία του σπιτιού, με δίχως μέλλον, μονάχα με ένα τσαλακωμένο παρελθόν.

Τα μεγάλα θα σου έρθουν κατά το τέλος, της είπε η γριά, η Μαλαματένια κοίταζε ένα πρόσωπο που δεν είχε μάτια, που δεν είχε αισθήματα, διάτρητο πρόσωπο, παρθένας, που ο γλύπτης προσπάθησε να το σμιλέψει άγραφο, να μπορείς εσύ να χαράζεις πάνω του τις δικές σου βλέψεις, πρόσωπο με χιλιάδες άδηλους πόρους, για να μπορείς να κρυφτείς και να κρύψεις όσα σε κυνηγούν.

Δεν χρειάζεται να ρίξεις τίποτα στο μπακίρι, της είπε στεγνά, αυτά είναι τόσο σίγουρα όσο και ο άνεμος που τον ακούς να σου τρίζει τα αυτιά τις άδειες σου ώρες. Άφησε μονάχα στο πανέρι αυτή τη γαρδένια που παίζεις στα χέρια σου. Και σκύψε να φιλήσεις τα δικά μου.

Τι να πιστέψεις; Μιας και κανένας δεν ήξερε τι στους άλλους η τσιγγάνα είχε μαντέψει, τα χρόνια που πέρασαν διάβηκαν μουγκά. Μα της Μαλαματένιας της ήρθαν όλα στα στερνά. Πριν δέκα χρόνια μια μακρινή της ξαδέρφη της άφησε 100 χρυσές λίρες κι ένα σπίτι στην πόλη, και πάνω στον ίδιο χρόνο με εγκεφαλικό ο Αρχοντής έμεινε σακάτης, ίσα που σηκώνεται από το κρεβάτι, βαρύκουος είναι, θέλει αυτή να πιστεύει, για να έχουν κάποια αιτία να ακούγονται οι βρισιές και τα σιχτιρίσματά της, κι έγιναν οι φωνές της κεραυνοί σε όλο το χωριό, μην και δεν τις ακούει ο άντρας της. Πες κι όταν τις άκουγε τι έκαμε; Εξακολουθούσε να την κοιτάει, με λατρεία έλεγε και πίστευε ο Αρχοντής, με βλακεία του φώναζε η Μαλαματένια. Πάντα ο Αρχοντής σώπαινε, οι λέξεις του λες και ήταν πολύτιμες και δέκα χρόνια τώρα καμία δεν βγαίνει από τα χείλη του. Όσες είχε βαθιά του, λόγια αγάπης και λατρείας, τις έβλεπες στο βλέμμα του, στις κινήσεις του, στις πράξεις του, ποτέ δεν άφησε τη Μαλαματένια χωρίς δώρα, κάθε τι που αυτή ζητούσε γι’ αυτόν ήταν διαταγή και όσα του περίσσευαν, χρυσαφικά της τα στόλιζε και λούσα.

Τι να τα κάμω, αναρωτιέται κάθε που τα βλέπει εκείνη, τι να τα κάμω, μιας κι άκληρη με άφησες;

Καθισμένη στο ντιβανάκι της κουζίνας της κοιτάζει τον Αρχοντή, μηδέ άντρα μου δεν τον φώναξε ποτέ, τον κοιτάζει και κουνάει αναθεματίζοντάς τον το κεφάλι της και που της ήρθαν σπίτι και λίρες τι να τα έκαμε; Τα άφησε και ρήμαζαν. Το σπίτι το νοίκιαζε, τις λίρες τις φύλαξε στην τράπεζα. Ρήμαζαν μιας και δεν μπορούσε να τα αυγατίσει.

Αν ερχόταν στα νιάτα μου, ακούγεται να λέει, τότε που έστιβα τα σίδερα, τα έλεγε κι ας μην τα πίστευε, ως δικαιολογία πες, ε, τότε να δεις τι θα έκαμα με αυτά. Θάματα! Τα έλεγε του Αρχοντή. Υπήρχαν στιγμές στη ζωή τους που εκτός από τις τσιρίδες της και τις φωνές που του έβαζε, του έλεγε μιλώντας στρωτά για τη ζωή της, μιας και λιγοστές παρέες είχε και δύσκολα ανοιγόταν στις άλλες. Τώρα, στα δέκα αυτά χρόνια, μπορεί να πλήθαιναν οι φωνές, αυγάτισαν όμως και οι ώρες που καθόταν και τα έλεγε στον άντρα της.

Εκεί που είναι να τα λέω στον εαυτό μου, σκεφτόταν, ή να τα μουρμουρίζω και να περνιέμαι για αλλοπαρμένη, καλός είναι κι αυτός. Ακούει ο καημένος. Ου, βρε τέρας! Μια ζωή μονάχα να ακούς! Άχρηστε!

Κι η ίδια δεν ήξερε πως από τη μια στιγμή της ηρεμίας περνούσε στην άλλη, της φοβέρας. Μα της στάθηκε καλός ο Αρχοντής. Δουλευταράς, τίποτα δεν της έλειψε. Κατά βάθος κι αυτή τίποτα δεν ήθελε. Παρά κάποιος να την υπομένει.

Και τι να τα κάμω αυτά; Τώρα; Αυτά είπε από την πρώτη στιγμή που της είπε η δικηγόρος τι της αφήνει η ξαδέρφη κι όλο το χωριό την πήρε για αχάριστη. Δεν είχε ανάγκες η Μαλαματένια, μήτε μεγάλα όνειρα. Ο έρωτάς της την πλήγωσε, έρωτα ζητούσε και δεν τον βρήκε. Εκείνος βρήκε έναν πεύκο και κρεμάστηκε. Και παιδιά ήθελε, παιδιά δεν έκαμε. Φταίγαν οι άντρες. Άχρηστοι κι αποτυχημένοι. Κοιτάζει τον Αρχοντή.

Ανεπρόκοπε! Μια δουλειά που ήταν να κάμεις αχαΐρευτε δεν μπόρεσες να την κάμεις. Ανίκανε!

Δεν είχε πάρει για τα καλά να χαράζει κι αυτή, ύπνος δεν την έπιασε το βράδυ, κάτι όνειρα βαριά την κυνηγούσαν, κοιτάζει τον Αρχοντή που τη μυρίζεται θαρρείς και την ακολουθεί στον ύπνο και στον ξύπνιο της, σύρθηκε εκείνος προσπαθώντας να κάμει τον λιγότερο θόρυβο που μπορούσε, σύρθηκε κι έγειρε αντίκρυ της ν’ ακούει τον πόνο και τις βρισιές της.

Πόσα ήθελε να της πει, χρόνια τώρα! Για τον έρωτά του για δαύτην, για το τι παράτησε στη ζωή του, για το τι απόδιωξε, για τα μεγάλα που απαρνήθηκε, πόσο πάλεψε με τον εαυτό του, από τη μια αυτή, ο έρωτάς του, από την άλλη η ζωή που του ανοιγόταν αλλιώς, η ζωή του ως τότε που παντρεύτηκαν και οι άνθρωποι που αρνήθηκε.

Πώς να της πει πως στα τριάντα του η Ευδοκία, αυτή που όπως αυτός σέρνεται από πίσω της σερνόταν πίσω από δαύτον, στα τριάντα τους η Ευδοκία έμεινε έγκυος, δεν σε πιέζω, του είπε, ξέρω πως η αγάπη σου είναι αλλού, αλλά θα το γεννήσω το παιδί κι εσύ κάμε ότι θές.

Κι αυτός, το παιδί μάλαμα του τόπου, ο τύπος και υπογραμμός, την άφησε και η Ευδοκία γέννησε, μπάσταρδο, έτσι το φώναζαν και η Ευδοκία ξεριζώθηκε από τον τόπο κι εκείνος σιγή, ο αίτιος, σιγή, μονάχα να αγαπά την Μαλαματένια από μακριά. Έφυγε η Ευδοκία και χάθηκε, μιλιά δεν έβγαλε για δαύτον που έμεινε άλλα δέκα χρόνια μαγκούφης, το μετάνιωσε άραγε έστω μια στιγμή τότε; Έφυγε η Ευδοκία και χάθηκε κι αυτός έτρεχε τα βράδια σε όλες τις εξοχές και δερνόταν με βατσινιές και ωλόλυζε για τον γιο που αρνήθηκε, ωλόλυζε και ζητούσε έλεος από τα άστρα και την πούλια, αλώνιζε τον κόσμο πατώντας γυμνοπόδαρος, μην και μπορέσει να εξαγνιστεί, πόσα χρόνια, και τώρα την ακούει, τον Έρωτά του και ξέρει πως αυτή είναι η μεγαλύτερή του τιμωρία. Μια ζωή δίχως μια λέξη αγάπης από τα χείλη της.

Ποια δύναμη τον κυρίευσε;

Ανακάθισε ο Αρχοντής και την κοίταξε, η Μαλαματένια πίστεψε μοχθηρά. Ζούφωξε λοιπόν σαν τρομαγμένο παιδί που περιμένει βαριά τιμωρία για όσα οι άλλοι χρόνια ανέχτηκαν. Με κάποιαν απορία ή με ενδύμυχο φόβο; Ήταν οι παλάμες του σφιχτές και το πρόσωπό του σκληρό. Και της είπε. Ο Αρχοντής της είπε για τον γιο που ποτέ του δεν αποδέχτηκε, πώς απαρνήθηκε τα πάντα, πως γδύθηκε στη χιονιά, πως γυμνός βάδισε στην έρημο του κόσμου χωρίς να αναζητά μήτε μια λέξη της για ντύμα. Πως αιώνια είναι κρεμασμένος από την αγάπη του γι’ αυτήν, για την αρρώστια του να είναι δούλος της χωρίς καμιά απαίτηση, πώς έχει κλείσει όλον τον κόσμο από έξω του και χρόνια προσπαθεί να ζήσει μέσα από αυτήν. Χωρίς δική του ζωή. Της τα είπε κι έπεσε ξέπνοος στο κρεβάτι.

Η Μαλαματένια σηκώθηκε, μια ταραχή έτρεχε μέσα της. Σηκώθηκε και τον φίλησε για πρώτη φορά στο στόμα.

Ο Δημοσθένης στραφτάλιζε στον ήλιο. Το δέρμα του θαρρείς χρυσαφένιο, από τη χρυσόσκονη που τον είχε αλείψει η κόρη του, πεντηκονταετής αλλά υπέκυπτε στις απαιτήσεις της τσούπρας του, της μεγαλύτερης από τα τρία του παιδιά, μόλις έκλεισε τα δέκα ψες, μεγάλος παντρεύτηκε, μεγάλος απόκτησε απογόνους, αλλά η ηλικία δεν τον εμποδίζει να γίνεται ένα με τα παιδιά του, ψες γιόρτασαν τα δέκα της κόρης του και σήμερα, αχαραγής, άνιφτος και μαχμουρλής, έχει βγει στο μπαλκόνι και παίζει με τον πρώτο ήλιο.

Ένας βόγκος τον ξεσήκωσε, η μάνα του, κυριευμένη από τους πόνους τόσων χρόνων, αρθριτικά, οστεοπόρωση και τι άλλο ποιος ξέρει, φώναζε στον ύπνο της. Ίσως να παρακαλούσε τον άγγελο να έρθει να τη σώσει. Όλο το κορμί μου πονάει, παραπονιόταν. Ο Δημοσθένης σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό της, μια τρύπα, μια τρύπα κι όμως της αρκούσε μιας κι ήταν μαζί του. Άλαλη και χωρίς δικά της θέλω η μάνα του, μια ζωή κι αν δεν είχε τους πόνους της θα έμενε αθέατη.

«Τι είναι ρε μάνα;»

«Τίποτα γιόκα μου. Τίποτα. Δεν είναι οι πόνοι. Όνειρο ήταν. Λες και κάτι θα συμβεί σήμερα. Το αισθάνομαι να πλησιάζει. Μα κακό είναι, μα καλό, δεν ξεύρω».

Η μάνα του! Μια ζωή με πίστη στα εξώκοσμα. Στη μοίρα. Στο πεπρωμένο. Μια ζωή τη θυμάται να αγωνίζεται. Να πολεμά. Στη δουλειά δράκος και στο σπίτι γίγαντας. Γι αυτό δεν μπόρεσε ποτέ του να καταλάβει ετούτη τη μοιρολατρεία της.

Τον μεγάλωσε, τον σπούδασε. Μόνη. Πάντοτε δίπλα του. Μην και κάτι του λείψει. Απώλεσε το κορμί της κι ότι εκείνο ποθούσε. Πέταξε την υπόλοιπη ζωή της, όση της έμεινε την προσάρμοσε πάνω του. Κι αυτός σαν παντρεύτηκε, πάνε δέκα χρόνια, ένα απαίτησε πριν τον γάμο. Να ζήσει μαζί τους και η μητέρα.

Η μητέρα που του έδωσε ετούτο το όνομα για να έχει πάνω του δύναμη. Και κουράγιο. Όχι να παλέψει τη ζωή τόσο, όσο τους ανθρώπους. Έτσι του είπε. Δεν γνώρισε πατέρα, παππούδες και γιαγιάδες δεν είχε. Όποτε πήγε να της μιλήσει για τον πατέρα του συναντούσε έναν τοίχο. Ήταν οι μοναδικές φορές που η μάνα δαγκωνόταν, μετά χαμογελούσε και κατόπιν έπιανε έναν χαρούμενο σκοπό. Και στην επιμονή του δυνάμωνε τον σκοπό που έλεγε κι έπιανε φορές να χορεύει μόνη της ή τον τραβολογούσε κι εκείνον σε έναν ήρεμο χορό. Φορές, στα νιάτα του, θάρρεψε πως μόνη της τον έπιασε. Λες και κάποιος σπόρος εισχώρησε μέσα της, βρήκε πρόσφορο έδαφος και ξεπήδησε αυτός.

Τριάντα πέντε χρόνια πάλευε η μάνα αέρινη, έχοντάς τον δίπλα της. Μετά οι πόνοι την έριξαν στο κρεβάτι. Σιγά σιγά. Και τώρα ίσα που σηκώνεται. Προσπαθεί να κάνει καμιά δουλειά μην κι αισθάνεται άχρηστη και μαραζώνει βλέποντας τους άλλους να τη βοηθούν.

Είκοσι χρόνια κι αυτός παλεύει. Έχοντας τη Στέλλα, τη γυναίκα του δίπλα του. Και τη μάνα, πάντα, εικονοστάσι και χορηγό τους. Παλεύουν και τα καταφέρνουν. Στη δουλειά, με τα παιδιά. Και η μάνα άξια βοηθός. Αν και με πόνους, χρόνια τους βοήθησε. Τώρα, βλέπεις στα μάτια της τον πόνο. Και τα βράδια φωνάζει στον ύπνο της, κάποιον καλεί, τον άγγελο για να την πάρει ή για να της δώσει δύναμη να σηκωθεί και να συνεχίσει να τους προστρέχει.

Της χάιδεψε το κεφάλι και βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Να την αφήσει να κοιμηθεί λίγο. Ο ήλιος θαρρείς και της έδιωχνε τα όνειρα, λες και της αλάφρυνε τους πόνους.

Τότε την είδε. Έστεκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και τον κοιτούσε. Αυτόν μάλλον. Με το μαύρο της φόρεμα να τρέχει πάνω της και με το τσεμπέρι σαν λεκκές στο πρωινό που πήρε να μυρίζει από τους φούρνους και από την ανάσα των αγουροξυπνημένων.

Σαν άκουσε σε λίγο την πόρτα να χτυπά, έναν ανεπαίσθητο θόρυβο στο ξύλο, ήξερε πως είναι αυτή. Λες και την περίμενε. Την πήρε και την οδήγησε στη μάνα.

«Αυτή είναι που περιμένεις;» της είπε.

 

Είδε την ξένη μετά από λίγο να φεύγει με βήμα τρεμάμενο ή σίγουρο, δεν του άφηνε το φόρεμά της ν’ αποφασίσει. Άκουσε από μέσα θόρυβο ρούχων. Η μάνα προσπαθούσε να ντυθεί. Είπε να σηκωθεί να τρέξει να τη βοηθήσει. Η μάνα τον πρόλαβε. Έστεκε στην μπαλκονόπορτα και τον κοιτούσε.

«Ήρθε ν’ αγοράσει τον χαμένο χρόνο,» του είπε. «Μ’ ένα σπίτι και εκατό λίρες».

Τον κοίταξε πικρά. Σα να ζητούσε από αυτόν το κουράγιο να τελειώσει όσα αισθάνθηκε.

«Πλερωμή για μια ζωή χαμένη».

 

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top