Fractal

Ψίθυροι σε βαθύ κόκκινο

Γράφει η Μαρία Λάτσαρη // *

 

Ασημάκης Ασημακόπουλος, «Στην έλξη του αίματος», εκδ. Γαβριηλίδη 2015, σ. 72

 

«“Ας έρθει μέσα στον ύπνο μου ένας άγγελος/ μιαν αλήθεια να μου ψιθυρίσει” παρακάλεσε» λέει ένας στίχος από το ποίημα «Ξηρασία». Νομίζω ότι o στίχος που μόλις παρέθεσα μας δίνει το στίγμα της φιλόδοξης ποιητικής συλλογής του Ασημάκη Ασημακόπουλου. Γεννημένος στη Ζαγορά του νομού Μαγνησίας και με σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία ζει και δημιουργεί εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Η «Έλξη του Αίματος» είναι το πρώτο του ποιητικό βιβλίο. Έχει, όμως, πολλά αδημοσίευτα ποιήματα σε διάφορα χρωματιστά τετράδια, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο υπότιτλος της συλλογής: 52 ποιήματα από το πράσινο τετράδιο. Διαβάζοντάς τα κανείς καταλαβαίνει ότι ο Ασημακόπουλος εδώ και πολλά χρόνια εν-γράφει ποίηση. Πολύ πριν αποφασίσει να γράψει, έχει ασκηθεί στην παρατήρηση, στην επώαση μιας ιδέας και, κυρίως, στην αποκωδικοποίηση της δικής του πραγματικότητας που περιμένει υπομονετικά να εκκολαφθεί, να πάρει σάρκα και οστά.

Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην πρώτη αυτή συλλογή είναι γήινα, βραδυφλεγή, σε υποχρεώνουν να πας με τα νερά τους. Θυμίζουν την «Πέτρα της Υπομονής», μια μαγική πέτρα που σύμφωνα με την περσική μυθολογία τη βάζεις μπροστά σου και της λες όλα σου τα βάσανα, τους πόνους, τις πίκρες. Απορροφά τον πόνο που εξομολογείσαι, μέχρι την μέρα που σπάει, εξαφανίζοντας όλα όσα σε βασανίζουν. Αυτό κάνει κι ο Ασημακόπουλος, εμπιστεύεται στην ποίηση τα εσώψυχά του, κι εκείνη ακούει, απορροφά σαν σφουγγάρι όλες του τις λέξεις, όλα του τα μυστικά: «Τη χαρά που θα σου τύχει/ μην την παρανοείς./ Αλλιώς, θυμήσου λίπασμα είναι για τον πόνο». «Ποτέ δεν θα πάψουμε/ να γυρεύουμε τη δυνατή του γεύση/ που θα μας διώξει από τον ωραίο παράδεισο».

Ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ότι από  τη συλλογή αυτή λείπει ο θάνατος. Λείπουν οι θανόντες στον ιστό των ζώντων. Το ποιητικό υποκείμενο συναναστρέφεται με τη ζωή. Κάτι που ζει, αλλάζει, η ζωή, μια διαρκής αναζήτηση. Αυτό δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής: «Στην Έλξη του Αίματος», την αέναη αναζήτηση της ζωής.

Μια συμβολική εικονοποιία στην οποία πρωταγωνιστεί το κόκκινο χρώμα διαρρέει όλη τη συλλογή, είτε υπογείως: «αίμα», «μήλο», «πυρακτωμένο μάγουλο», «παρομοίωση της παπαρούνας», «φλογισμένες άκρες», είτε ως επίμονο αρτεσιανό επίθετο που επανέρχεται για να χρωματίσει τα ουσιαστικά: «καρίνα κόκκινη»,  «κόκκινη ελευθερία», «κόκκινα άλογα», «άλικο χρώμα», «κόκκινο του τριαντάφυλλου»: «Τα κόκκινα τα άλογα/ δικαιώσαν τη ζωή μου,/ δρόμους σοκάκια περιδιάβηκαν / τα ίχνη τους αφήσαν ανεξίτηλα/ στη χώρα χάρισαν άγρια κι ελεύθερη ζωή».

Παραφράζοντας στίχο του Κώστα Ριζάκη, η συλλογή «Στην Έλξη του Αίματος» χωράει χρονικά παιδί, έφηβο, άντρα και πατέρα. Η μνήμη, ο έρωτας, οι «άλλοι» είναι οι τρεις κύριοι θεματικοί άξονες.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του Ασημακόπουλου είναι ότι το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στα παιδικά χρόνια, αλλά δεν εμφανίζεται ως νοσταλγός. Δεν θέλει να δραπετεύσει στο παρελθόν. Δεν αναρωτιέται: «μα πότε μεγάλωσα;», «πόσο ρευστός μπορεί να είναι ο χρόνος;».  Το παιδί διαχέεται στον άντρα, και η ενήλικη και η παιδική ζωή δεν είναι δρόμοι παράλληλοι και απομακρυσμένοι μεταξύ τους, είναι δρόμοι τεμνόμενοι.

Ο ποιητής επιλέγει έναν πρωτοπρόσωπο χαμηλόφωνο τόνο και την εξομολόγηση μέσα από, κυρίως, ολιγόστιχα ποιήματα με αυτοβιογραφικά στοιχεία που οδηγούν σε μια αποφλοίωση του ποιητικού «εγώ». Κουβαλά εγχάρακτα όλα τα αποτυπώματα των στιγμών που διέσχισαν το μονοπάτι του, αποτυπώματα που διατηρούν τη μαγική λάμψη της μνήμης: «Άγρια φύση- ακούω απόψε ξέθωρα,/ πολύ μακριά- ακόμα- το ηδύποτό σου κάλεσμα. Εικόνες με την αθωότητα και τον ερωτισμό της παιδικής ηλικίας που θυμίζουν πίνακα του Βερμέερ: «Χαραγμένοι στο χρόνο χωρικοί / πρόσωπα τραχιά /άβολα, διστακτικά κορμιά στο χώρο / κι ανάμεσά τους νέο κορίτσι / με μια γαλάζια μπόλια / φως εκτυφλωτικό / μέσα στο γκρίζο». Η μνήμη επιστρέφει έχοντας στα δάχτυλα τα λάφυρα του έρωτα και κάτι από  την αιωνιότητα των αισθήσεων: «Στον καθρέφτη ο ολόγυμνος ασημένιος μηρός σου/ακουμπισμένος στον ξέσκεπο ώμο μου». «Ήρθα σ’ επαφή με την ύλη της ηδονής/ άκουσα μες στ’ αυτιά μου / το άγριο βογκητό της». «Όταν σ’ αγκάλιασα / η ύλη σου η ζωντανή/ το πνεύμα μου αφάνισε». «Ήσουν πολύ όμορφη/ ήσουν ένα φως/ μια σελήνη υφή/ έτρεχε μέλι από τα δάχτυλά σου».

 

Ασημάκης Ασημακόπουλος

 

Άλλοτε πάλι το ποιητικό υποκείμενο διάστικτο από τα χνάρια των ματαιώσεων, απενοχοποιημένο και λυτρωμένο πια, ώριμο γιατί έχει σπουδάσει τη φθορά του χρόνου κι έχει θητεύσει στις προδοσίες και τις μεγάλες υποσχέσεις αναδεικνύεται περισσότερο αναστοχαστικό: «Πώς είναι να ζεις υπό όρους / όταν κάποτε ελεύθερα/ γλιστρούσες/ στο υγρό σύμπαν του έρωτα;».  «Έχω τη φθορά στα χείλη, / στο κορμί μου τον όλεθρο, στην εικόνα σου το υλικό σώμα της θνητότητας». Ψηλαφεί τις πληγές του: «Σου είπα «Μη λυπάσαι/ θα με ξαναπληγώσεις άλλωστε/ πάλι και πάλι, και εγώ θα σε πληγώνω/ όπως το ‘κανα πάντοτε/ Δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ/ ο εαυτός μας/ εσύ και γω/ η ανθρώπινη φύση μας». Αναζητά καταφύγιο στη λήθη: «Στη ρευστή ματαιότητα των σωμάτων/στου νου τη λήθη/ πάρε με/ τώρα,/ στου χώρου την άχρονη σχισμή».

Ενώ συχνά μια ποιητική συλλογή αποτελεί εύφορο υπόστρωμα για τον ευτροφισμό του «εγώ»,  στην «Έλξη του αίματος» δεν απουσιάζει ο κόσμος, οι άλλοι άνθρωποι, ο αναγνώστης. Tο «εγώ» χαϊδεύει τις αδυναμίες του, ηρεμεί, αφήνεται, ίπταται πάνω από το βάρος του και ανάλαφρο αναζητά το «εσύ»: «Δεν θέλω να σου δίνω σαχ/ δεν θέλω να σε κάνω ματ/ δεν θέλω να νικήσω ή να χάσω/ κλείσε τη σκακιέρα /παράμερα άφησε την/ και έλα να περάσουμε καλά,/ μαζί να χάσουμε ή να κερδίσουμε». «Πατρίδα μου είναι οι άλλοι άνθρωποι/ οι πόνοι, οι χαρές τους/ τα κρίματα, τα μυστικά τους/ κείνο το ράγισμα ανάμεσα στα μάτια του».

Εν τέλει, ο Ασημακόπουλος στη συλλογή «Στην Έλξη του Αίματος»  αναζητά την αλήθεια μέσα από μια προσωπική ποιητική θέαση του κόσμου: «Δεν είναι οι αλήθειές μου βέλη/ που τρυπούνε και πληγώνουνε/ των άλλων ανθρώπων τις καρδιές/ Οι αλήθειες μου είναι μόνο οι αλήθειες μου/ Υπάρχουν/ σαν τη στοργή μου, σαν την αγάπη μου/ αυτόνομες, ακέραιες κι ερημικές / γυμνές, τρομαγμένες και κατατρεγμένες/ δειλά διψούν για λίγη προσοχή/ για λίγη αναγνώριση».

Τα ποιήματα μπορεί να αλλάζουν υπό το φως ενός  άλλου βλέμματος. Η μεταβλητότητα αυτή, ό,τι εικάζουμε, ό,τι επινοούμε, είναι άλλωστε και  η δημόσια ύπαρξή τους. Τα ποιήματα του Ασημακόπουλου χαϊδεύουν το βλέμμα του αναγνώστη γιατί είναι στρογγυλά, χωρίς γωνίες και αιχμές, γιατί είναι χαμηλόφωνα. «Άραγε πόσο δυνατά πρέπει να μιλήσει ένα ποίημα για να συνεχίσει να ακούγεται κι όταν σωπάσει;».

 

 

 

* H Μαρία Λάτσαρη σπούδασε Βιολογία και έχει διδακτορικό στις Νευροεπιστήμες. Συμμετείχε στη μετάφραση των βιβλίων «Φαντάσματα στον εγκέφαλο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004) και «Όραση και τέχνη» (Εκδ. Παρισιάνου, 2010). Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Εν δυνάμει πραγματικότητα» (Eκδ. Μανδραγόρας, 2016).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top