Fractal

Στην αυλή της Ευτυχίας

 Γράφει η Μαίρη Σάββα //

 

apopsi zwa

 

Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να μου συμβεί, εμένα, κάτι τέτοιο. Έχασα το αφράτο μαξιλάρι μου και το γαλάζιο βαθύ πιάτο με τις σκυλοκροκέτες. Έχασα τις φιλικές κουβέντες και τα χάδια του γέρο-Ισίδωρου μπροστά στο τζάκι και βρέθηκα να κυκλοφορώ βρώμικος και πεινασμένος στα σοκάκια μιας πόλης που δεν αναγνωρίζω. Περιπλανιέμαι καθημερινά άσκοπα στους δρόμους. Τραβάω ευθεία, ύστερα στρίβω αριστερά, ανηφορίζω, μετά δεξιά. Βαδίζω ακατάπαυστα έχοντας πάντοτε την ελπίδα για λίγη τροφή και νερό, για ένα χάδι από έναν περαστικό, για ένα βλέμμα συμπόνιας. Το ίδιο δρομολόγιο, κάθε μέρα.

Ξεκινώ από τη γειτονιά με τις μονοκατοικίες και βολοδέρνω στα φαρδιά πεζοδρόμια κάτω από τις νεραντζιές, με το μυαλό μου στις ωραίες εποχές που πέρασα με το γέρο-Ισίδωρο. Του άρεσε να περπατάει μαζί μου κάθε απόγευμα. Καμαρωτός περπατούσα κι εγώ δίπλα στο αφεντικό μου. Από τότε που χάθηκε εκείνος, χάθηκαν όλα. Κατηφορίζω και συνεχίζω την πορεία μου προς τα νότια. Σε αυτήν την περιοχή τα δρομάκια στενεύουν, μα εγώ τα ακολουθώ επίμονα με την ίδια ελπίδα μέσα μου, την ελπίδα ότι κάτι καλό θα συμβεί στην επόμενη γωνία. Το μόνο που δεν μου αρέσει, είναι να με πειράζουν τα παιδιά που κάνουν ποδήλατο και παίζουν εδώ. Μου πετούν νεράντζια, ή κάτι άλλο, κι ύστερα γελούν. Γιατί γελούν άραγε; Είναι αστείος ο φόβος;

Τα πρωινά όμως, ο περίπατος είναι απολαυστικός. Λατρεύω τις μυρωδιές από τα μαγειρέματα που ξεχύνονται από τα ανοιχτά παράθυρα. Μοσχαράκι, μακαρονάδα, ντοματόρυζο, μπιφτέκια, χαράς ευαγγέλια για την υγρή μύτη μου! Νοικοκυρές απλώνουν μπουγάδες και ανταλλάσσουν φλύαρες κουβέντες από τα στενά μπαλκόνια των διαμερισμάτων που βρίσκονται το ένα δίπλα στ’ άλλο. Το σκυλάκι του πρώτου ορόφου μιας γωνιακής πολυκατοικίας, νευριάζει και ξεσηκώνει τον κόσμο όταν με βλέπει. Βάζω στοίχημα ότι ζηλεύει την ελευθερία μου. Πού να ήξερε ότι κι εγώ το ζηλεύω…. Στην πλατεία του Αϊ-Γιάννη, ολοκληρώνω συνήθως το καθημερινό, μοναχικό μου, δρομολόγιο. Έρχεται η ώρα για κοινωνικές συναναστροφές. Η παλιοπαρέα είναι μαζεμένη στην πίσω αυλή της ταβέρνας της κυρά-Ευτυχίας. Εκεί κάτω από τη σκιά της κληματαριάς, νομίζω ότι βρίσκεται το κέντρο του κόσμου. Ευτυχία, όνομα και πράγμα! Η κυρά-Ευτυχία είναι η παρηγοριά, η μεγάλη φιλόξενη αγκαλιά για τον άστεγο, είναι το απαλό χάδι του χαμένου αφεντικού, είναι το ζεστό βλέμμα του γερο-Ισίδωρου, είναι ένα αφράτο μαξιλάρι, είναι ένα απάνεμο λιμάνι για τον ταλαιπωρημένο ναυαγό, είναι μια δροσερή όαση μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού. Είναι η ίδια η ζωή. Ποιος ξέρει τι θα γινόμουν αν δεν υπήρχε η κυρά-Ευτυχία… Όλοι στην σκυλοπαρέα την ευγνωμονούν. Ο αρχηγός μας, ο Βαγγέλης το κοπρόσκυλο, με είχε φέρει σ’ αυτήν εδώ τη φιλική γωνιά, όταν με βρήκε να περιφέρομαι διψασμένος. «Σπαθί» ξηγήθηκε ο Βαγγέλης. Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό. Ήμουν καλομαθημένος και καλοζωισμένος και όταν βρέθηκα στους πέντε δρόμους, από τη μια στιγμή στην άλλη, μόνος, έρημος, βρώμικος και πεινασμένος, έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Υποθέτω ότι ο Βαγγέλης λυπήθηκε το κακό χάλι μου και αυτό με κάνει να ντρέπομαι, αλλά σκέφτομαι ότι κι εκείνος με κάποιον τρόπο κατέληξε στην αυλή της κυρά-Ευτυχίας… Τον ακολούθησα τυφλά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ακολούθησα και τη μοίρα μου από τα ψηλά, στα χαμηλά. Τις πρώτες ημέρες που είχα βρεθεί στο δρόμο, οι κάδοι των σκουπιδιών μου βρώμαγαν, ονειρευόμουν το γαλάζιο πιάτο μου και το μαξιλάρι μου. Είχα κι ένα επιπλέον βάσανο. Ξυνόμουν. Ξυνόμουν σαν τρελός. Ίσως και να με είχε πειράξει το αυγό που δοκίμασα μέσα από έναν σκουπιδοτενεκέ. Είναι που δεν το έχω συνηθίσει, σκέφθηκα. Παρατήρησα ότι την ίδια φαγούρα είχε κι ο Βαγγέλης. Ίσως να είχε φάει κι εκείνος από το ίδιο αυγό. Ένα πρωί δίπλα σε έναν κάδο, συνάντησα την όμορφη Τζένη. Ήταν ξανθοκάστανη η Τζένη, κοντούλα, χαριτωμένη, είχε τρίχωμα μακρύ και γυαλιστερό και φορούσε κόκκινο λουράκι που σερνόταν στη γη. Μόλις με είδε με πλησίασε.

 

Ήθελα να την ειδοποιήσω, μην τύχει και φάει κανένα αυγό και την πειράξει, αλλά δεν πρόλαβα. Το αφεντικό της είχε πλησιάσει, τη μάλωσε που του είχε ξεφύγει και μου έριξε μια υποτιμητική ματιά τραβώντας την κοντά του, μην τύχει και κάνει «κακές» συναναστροφές. Την έχασα κι αυτήν. Τα μεσημέρια η σκυλοπαρέα απολαμβάνει την ηρεμία της αυλής της κυρά Ευτυχίας και τις λατρεμένες μυρωδιές της κουζίνας της. Εγώ, ο Βαγγέλης, ο Τζακ και ο μικρόσωμος Ρεξ, το ρίχνουμε στον ύπνο και κάνουμε υπομονή, ως το βράδυ. Όταν σουρουπώνει το ταβερνάκι είναι όλο ζωή. Χαιρόμαστε που βλέπουμε ανθρώπους αλλά εμείς πρέπει να είμαστε διακριτικοί γι αυτό μαζευόμαστε στη γωνιά μας… Σαββατόβραδο απόψε κι έχει κόσμο. Ο ψηλός που τρώει μόνος εδώ καθημερινά, μπήκε φρεσκοξυρισμένος, παρέα με μία κοπέλα. Άλλο σακάκι, άλλο χαμόγελο, οι ίδιες σπιτικές γεύσεις. Τι ζητάει κανείς για να είναι ευτυχισμένος; Ο κύριος που κάθισε δίπλα τους θα φάει γεμιστά, αλλά για τα παιδιά του παρήγγειλε κρέας. Τυχερά αυτά τα δυο παιδιά. Η εύσωμη κυρία που κάθεται με τον σύζυγό της και άλλο ένα ζευγάρι, στο βάθος, σε ένα τραπέζι γεμάτο πιατέλες, χαχανίζει δυνατά. Με κοίταξε με οίκτο, ή μου φάνηκε;

Μάλλον ιδέα μου θα ήταν, το βλέμμα της παίζει ανάμεσα στα ψητά και τον περίγυρο. Εγώ δεν παίρνω τα μάτια μου από τα δάχτυλά της που τώρα χώνονται αποφασιστικά στο κρέας μιας τεράστιας σπαλομπριζόλας. Μαζί βυθίζεται και το δαχτυλίδι της με την γυαλιστερή πέτρα από κεχριμπάρι. Η κυρία μπορεί να είναι κάποια διάσημη ηθοποιός, δικαστίνα, ή καθηγήτρια, μα είμαι βέβαιος ότι η ηδονή του ουρανίσκου είναι η ίδια μεγαλειώδης αίσθηση για όλους. Πλούσιους και φτωχούς. Άραγε το κεχριμπαρένιο δαχτυλίδι να είναι πιο πολύτιμο για εκείνη, από τη μπριζόλα; Για μένα πάντως, όχι. Ανεκτίμητης αξίας είναι τα μαγειρέματα της κυρά-Ευτυχίας. Μεγάλης, ή μικρής αξίας, είναι κι οι άνθρωποι που τα γεύονται σ’ αυτήν την αυλή. Νοιώθω ασφαλής σε αυτή τη φιλόξενη γωνιά. Νοιώθω και τυχερός κι αυτό δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς…

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top