Fractal

Εστιάζοντας στο αιτιατό

Γράφει ο Βάιος Κουτριντζές // *

 

Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη «Στιγμές με χρώμα», εκδ. Πηγή, 2018

 

Πρώτη μου επαφή με το συγγραφικό έργο της Κωνσταντίνας Γκαλμπογκίνη[1] αποτέλεσε το διήγημα: «Η Υπόσχεση», που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: «Ιστορίες της πόλης μας. Λάρισα»[2]. Σ’ αυτό, η συγγραφέας δημιουργεί μια φανταστική, αλλά αληθοφανή, ιστορία, ενός νέου που επιστρέφει στη Λάρισα μετά από απουσία πολλών χρόνων. Κατά την ανάπτυξη της υπόθεσης, περιγράφει με πιστότητα την πραγματικότητα, όπως διαμορφώθηκε μες στα χρόνια που εκείνος ζούσε στην Αθήνα. Η ενδελεχής καταγραφή εικόνων και παραστάσεων γίνεται για να μας εισάγει σιγά σιγά, σαν καλή σκηνοθέτις, στο τελικό πλάνο μες στο πάρκο Αλκαζάρ, που είναι σημείο αναφοράς για την πόλη της Λάρισας, όπου ο ήρωας θα καταρρεύσει συναισθηματικά στη θέα μιας οικογενειακής σκηνής που θα τον γεμίσει ενοχές. Η γυναίκα με το μικρό παιδί θα μπορούσε να είναι η κοπέλα που πρόδωσε, και το παιδί δικό του, δικό τους. Ίσως μάλιστα να είναι όντως εκείνη.

Η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη με το διήγημα αυτό προεξόφλησε τη θεματολογία και το λογοτεχνικό της ύφος. Είναι φανερό ότι την ενδιαφέρουν τα κοινωνικά ζητήματα, η ανάδειξη των προβλημάτων και των συναισθημάτων που εκδηλώνονται στις ανθρώπινες σχέσεις, όπως και η ήπια κριτική σ’ όλ’ αυτά.

Λογικά, λοιπόν, ο ρεαλισμός, και δη ο κοινωνικός, θα χαρακτηρίσει τα πρώτα της έργα. Όπως όμως θα δούμε, μετά την ανάγνωση του βιβλίου της, η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη δε θ’ αρκεστεί μόνο στο να γίνει μία ακόμη συγγραφέας που αναζητά τα θέματά της στο χιλιοψαγμένο κοινωνικό χαοτικό πεδίο, αλλά θα προσθέσει στο λογοτεχνικό Πάνθεον μια ιδιαίτερη ειδολογική υποκατηγορία, που θα φέρει τη δική της, προσωπική, σφραγίδα.

*

Τα περικείμενα στοιχεία στο παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι υποδειγματικά. Ο τίτλος πληροφορεί τον αναγνώστη ότι θα διαβάσει κάποια διηγήματα που ονοματίζονται «Στιγμές με χρώμα». Δηλαδή, γεγονότα, πράξεις, επεισόδια, που διαθέτουν μια ειδική, ειδοποιό διαφορά από τις συνηθισμένες και τετριμμένες καθημερινές σκηνές, που επαναλαμβάνονται μηχανικά. Τέτοια περιστατικά, όλοι το αντιλαμβανόμαστε, είναι κυρίως στιγμές οικογενειακές, διαπροσωπικές, ή εντελώς προσωπικές. Και, αφού η διήγηση δε γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, δεν μπορούμε, τυπικά τουλάχιστον, να τα εκλάβουμε ως άμεσα βιώματα της συγγραφέως, αλλά ως παραστάσεις που υπέπεσαν στην αντίληψή της, τις οποίες είτε μεταφέρει αυτούσιες, όπως εκτυλίχτηκαν μπροστά στα μάτια της, είτε επεκτείνει τη δράση γι’ αφηγηματικούς λόγους.

Μες στο χρωματικό συνονθύλευμα του εξωφύλλου διακρίνεται ένα πρόσωπο και πάνω στην ανθρώπινη επιδερμίδα φαίνονται, σαφώς, ανεξίτηλα αποτυπωμένα, παράξενα χρωματικά σύνολα. Μια εικόνα που ανακαλεί στη μνήμη μας, συνειρμικά, τον «Εικονογραφημένο άνθρωπο» του Ρέι Μπράντμπερι[3] και, κατ’ επέκταση, την παγκοσμιότητα των τεχνικών της λογοτεχνίας. Δεδομένου δε ότι η επιστήμη παραδέχεται πως τα χρώματα αντιστοιχούν σε συναισθήματα, αλλά και η παρατήρηση εκεί καταλήγει- αίφνης, η μπλε ακύμαντη επιφάνεια της θάλασσας δρα ηρεμιστικά-, η εικόνα του καλύμματος παραπέμπει στις εκάστοτε ψυχικές διαθέσεις του κάθε ήρωα. Εξαρχής, λοιπόν, πριν ακόμη ανοίξουμε το βιβλίο, η συγγραφέας μας προϊδεάζει πως η κατανόηση του έργου της πιθανόν να έχει κάποιο βαθμό δυσκολίας, για να φροντίσουμε να έχουμε σε ετοιμότητα τις ανώτερες νοητικές λειτουργίες του μυαλού μας.

 

*

Γενικά, στο διήγημα, ο χώρος που αναπτύσσεται ο μύθος είναι περιορισμένος, ιδιαίτερα στο μικρό πεζό, μια φόρμα που συνηθίζεται πολύ τώρα τελευταία από τους νέους συγγραφείς. Όχι πως παλιότερα δε γραφόντουσαν περιορισμένης εκτάσεως κείμενα, αλλά σήμερα είναι περισσότεροι οι συγγραφείς αυτού του είδους. Ίσως συνάδουν με την ταχύτητα που εξελίσσονται τα πάντα στην ψηφιακή εποχή μας. Στα 1880 τοποθετείται η αρχή της ελληνικής διηγηματογραφίας. Δημιουργοί σαν τον Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, το Βιζυηνό, το Δροσίνη, το Βουτυρά, κ.ά., γράφουν διηγήματα, μα εκείνα είχαν κάποια έκταση, ενίοτε μικρής νουβέλας. Αλλά και παλιότερα, το μικρό πεζό το είχαν υιοθετήσει σαν τρόπο γραφής οι αρχαίοι επιγραμματοποιοί, ο Αλκίφρων, ο Φιλόστρατος, και στις μέρες μας συγγραφείς σαν τον Επαμεινώνδα Γονατά, τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον Περικλή Σφυρίδη και άλλους πολλούς.

Στη μικρή φόρμα ο συγγραφέας αναγκάζεται να σκιαγραφήσει με άγχος τον ήρωα ή τους ήρωες, ν’ αναπτύξει μια υποτυπώδη πλοκή με μια ειδική δομή του λόγου, ώστε να γίνει κατανοητό το θέμα, κι όλ’ αυτά σε λίγες σελίδες, κάποτε ούτε καν σε μία ολόκληρη. Η επιλογή του θέματος πρέπει να είναι εύστοχη, να παραπέμπει στο γενικό. Η συγγραφέας το πέτυχε χρησιμοποιώντας ανώνυμους χαρακτήρες, οπότε ο καθείς που διαβάζει το βιβλίο μπαίνει τη θέση του ήρωα και ζει τα διαδραματιζόμενα.

Το διήγημα επικεντρώνεται στο απρόσμενο, στο ξαφνικό που θα προκαλέσει την πνευματική έκρηξη. Το σκάρωμα ενός διηγήματος απαιτεί ειδικές ικανότητες εκ μέρους του λογοτέχνη. Η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη τις διαθέτει, όπως προκύπτει από τον ειδικό, προσωπικό τρόπο ανάπτυξης των ιστορούμενων.

Η εν λόγω συγγραφέας έκανε και κάτι το πρωτότυπο: στην πλειονότητα των πεζογραφημάτων της αφαίρεσε το μύθο και εστίασε τη διήγηση στα αποτελέσματα που ασκεί ένα γεγονός επάνω στους χαρακτήρες. Την ενδιαφέρει το αιτιατό κι όχι το αίτιο, να περιγράψει πρωτίστως την ψυχολογία του δέκτη του αιτίου. Δε σπαταλάει το χρόνο της, εν προκειμένω πολύτιμο κειμενικό υλικό, και επεξεργάζεται το αποτέλεσμα ενός γεγονότος. Το ίδιο το συμβάν δεν αποτελεί βασικό στοιχείο στην υπόθεση, αναπτύσσεται ελλιπώς ή καθόλου.

Τα διηγήματά της συνιστούν επιλεγμένες καίριες τομές ακριβείας στο παρελθόν των ηρώων, δηλαδή στη ρέουσα μάζα της ζωικής τους διαδρομής, εκεί που εκτυλίχθηκαν τα περιστατικά που την ενδιαφέρουν να εξετάσει. Κάθε διήγημα της συλλογής έχει το δικό του μύθο, που τον συνθέτουν οι πράξεις των ηρώων. Οι περισσότερες όμως οι δράσεις διαθέτουν κάποια όμοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Το χωρισμό επί παραδείγματι, τη μοναχικότητα. Δεν αναπτύσσονται ευθύγραμμα, δεν αποτελούν σπονδύλους μιας εκτενέστερης ιστορίας, αλλά κινούνται δορυφορικά γύρω από ένα κοινό κέντρο: τη μοναξιά, γιατί και ο χωρισμός αυτήν την κατάληξη έχει, να δημιουργεί μοναχικούς ανθρώπους. Δεν είναι χαρούμενα, εύθυμα· μα πώς θα μπορούσε να είναι, όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη χώρα μας είναι ζοφερή; (και δεν εννοώ μόνο την τωρινή οικονομική κρίση, πάντα το ίδιο σκαιό σκηνικό υπήρχε στην Ελλάδα, από τότε που αναγνωρίστηκε ως ελεύθερο κράτος και αναπτύχτηκε ο γραπτός λόγος), ειδάλλως, θα ερχόντουσαν σε αναντιστοιχία με την εξωκειμενική ζωή, θα τους έλειπε η αληθοφάνεια.

 

 

Λόγια και σκέψεις που αποκτούν περισσότερη δύναμη επειδή δεν εκφράζονται

 

Ας δούμε τώρα, εννοιολογικά και υφολογικά, μερικά από τα διηγήματα, που εμπεριέχουν ενδιαφέροντα μηνύματα.

Στο διήγημα: «Ασπρόμαυροι χώροι» η συγγραφέας πραγματεύεται το φαινόμενο της πληθώρας συναισθημάτων που κατακλύζουν την ηρωίδα όταν επισκέπτεται το πατρικό της σπίτι, δημιουργώντας εικόνες που μας αγγίζουν συναισθηματικά. Όλοι μας έχουμε αισθανθεί παρόμοια στη θέα του εγκαταλελειμμένου πατρικού (νόστο, πόνο, μελαγχολία), όλοι ψάχνουμε με αγωνία να εντοπίσουμε τα ίχνη μας. Τυχερή η ηρωίδα που χάραξε τ’ αρχικά της στην πέτρα, στην αυλή του σπιτιού, και τα ξαναβρίσκει. Το ίδιο τυχερή είναι και η συγγραφέας που χάραξε τα δικά της ίχνη με τη γραφή του εν λόγω πεζού.

Με το πατρικό μάς συνδέει μια χωροχρονική κλωστίτσα και κάθε φορά που κοντεύει να σπάσει πισωγυρίζουμε εκεί που γεννηθήκαμε. Το πατρικό σπίτι, μπορεί να έχει την ίδια μορφή, μετακινήθηκε όμως σαν μια βαρκούλα στη ρέουσα μάζα του χρόνου, χωρίς εμάς μέσα· ενδεχομένως, στο μεταξύ, ν’ ανέβηκαν άλλοι, ή να είναι τελείως αδειανό. Οι άνθρωποι μοιάζουν με αθλητές σκυταλοδρομίας που εναλλάσσονται σε άγνωστο τερέν, με άγνωστο τέρμα, σκοπό, στόχο. Η φθορά που έχει υποστεί το παρατημένο σπίτι, σε σχέση με κείνη της ηρωίδας, δεν είναι η ίδια. Τα άψυχα αντικείμενα αλλοιώνονται διαφορετικά από τα έμψυχα. Άλλος είναι ο δικός τους ρόλος. Πρέπει να υποδεχτούν τους νέους φορείς της ζωής. Τα άψυχα και τα έμψυχα δυο ασυμβίβαστες πραγματικότητες που ενυπάρχουν στον ίδιο χώρο κι όμως ο θάνατος, η φθορά του καθενός είναι διαφορετική. Τα έμψυχα υποκύπτουν στο χρόνο, τα άψυχα είναι αιώνια. Ποιος ξέρει γιατί; 3000 χρόνια πολιτισμού κι ακόμη δε δόθηκε μια πειστική εξήγηση, λογική όχι δογματική.

Άσπρο και μαύρο ταιριάζει στις αναμνήσεις, εκτιμά η συγγραφέας, όλα τα χρώματα μαζί ή κανένα, άσπρο όταν υπάρχουν μαύρο όταν λείπουν, τα χρώματα του φωτός ή του σκότους, της ζωής ή του θανάτου.

*

Στο διήγημα: «Σιωπή» αγνοούμε την ιστορία, το πώς παρεισέφρησε το τρίτο πρόσωπο ανάμεσα στο ζευγάρι. Η γυναίκα που κλέβει τον άντρα της φίλης της, που καταχράται την εμπιστοσύνη που της έδειξε η ανύποπτη φιλενάδα, κι ο άντρας που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο. Ίσως, η χείριστη συμπεριφορά να είναι εκείνου κι όχι το γυναικείο κάμωμα, αφού τη δική του απόφαση περιμένουν κι οι δυο γυναίκες, όπως φαίνεται από το διστακτικό φέρσιμο όλων των εμπλεκομένων. Και ποια είναι η αξία της συγγνώμης της παρείσακτης ή ποιο το νόημά της, όταν η ίδια δεν αποχωρεί, δεν αποτραβιέται; Η συγγραφέας είναι φειδωλή, αφαιρετική στη γραφή, αφήνει τον αναγνώστη να φτιάξει την ιστορία από τα αφηγηματικά σπαράγματα που του προσφέρει. Σε κάθε όμως περίπτωση, ό,τι κι αν έχει συμβεί μεταξύ των τριών, η συζυγική εμπιστοσύνη και η φιλία είναι ανθρώπινες αρετές η απιστία και η προδοσία όχι. Κι αυτό θέλει να καταδείξει η συγγραφέας κι όχι να διηγηθεί μια καθημερινή ιστορία, να κάνει κουτσομπολιό.

Κίτρινο χρώμα για την απιστία, κατά τη συγγραφέα, ένα από τα βασικά χρώματα που κατά το Μεσαίωνα είχε συνδεθεί με την προδοσία.

*

Στο διήγημα: «Το τίμημα της ομορφιάς» το μοτίβο της ωραίας γυναίκας που έχει όλον τον κόσμο στα πόδια της και επιλέγει εκείνα που της αρέσουν, όταν οι άλλες/οι αγωνίζονται να βρουν εργασία, ν’ ανταποκριθούν στις βασικές απαιτήσεις της ζωής. Μα η γυναίκα του διηγήματος δεν είναι μόνο ωραία, είναι και μοιραία και οι δυο επιθετικοί προσδιορισμοί δεν ταυτίζονται. Γιατί όμορφες γυναίκες υπάρχουν πολλές, εντάσσονται όμως στο κοινωνικό σύνολο, δεν προκαλούν. Η γυναίκα που εξετάζει η συγγραφέας είναι «Η περίπτωση», η μοιραία που αφήνει πίσω της θύματα. Η αυτάρεσκη, που χρησιμοποιεί το προσόν της καλλιμορφίας της για να επιβληθεί σ’ όλους τους χώρους, αλλά δεν καταλαβαίνει ότι ο κρύος γυάλινος κώδων που την περιβάλλει διακρίνεται και όλοι την αποφεύγουν. Και, ζώντας στα σύννεφα, κάποτε αντιλαμβάνεται ότι της λείπει το σπουδαιότερο: η συμμετοχή της στην ανθρώπινη αλυσίδα. Ξεκομμένη, μόνη της, αφού δεν επιζητεί τη μόνιμη ένωση, προσγειώνεται ανώμαλα στη θέα του μικρού παιδιού και του αγαπημένου ζευγαριού. Της ευχόμαστε να μην είναι αργά, να μπορέσει ν’ αλλάξει τη ζωή της, γιατί ίσως κανείς να μην την εμπιστεύεται πλέον, σαν το βοσκό που καλούσε τους συγχωριανούς του να τον βοηθήσουν να σώσει τα πρόβατά του από το λύκο κι όλοι γελούσαν μαζί του.

Χρυσό χρώμα για τη ματαιοδοξία της ομορφιάς, το χρώμα του λαμπερού μετάλλου που η σπανιότητα και η ακρίβεια το κάνει ανύπαρκτο, όσο ανύπαρκτη φαντάζει και η ματαιόδοξη ωραία γυναίκα μέσα σ’ έναν κόσμο μετριοτήτων.

 

Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη

 

 

“οι πιο δυστυχισμένοι είναι εκείνοι που φεύγουν επειδή πρέπει

 

Τα διηγήματα: «Η διαδρομή της νοσταλγίας», «Η φυγή», «Ένα πρώτο βήμα», «Η φυλακή», «Μη φύγεις», έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την τάση φυγής της γυναίκας από αποτυχημένες σχέσεις που τις διαγράφει ως μη γενόμενες. Η γυναίκα, αντίθετα από τον άντρα, διαθέτει αυτό το σθένος και, μάλιστα, καταφέρνει να βγαίνει αλώβητη. Ειδικά, στο διήγημα «Μη φύγεις» ο χωρισμός είναι επιβεβλημένος, γιατί έτσι «πρέπει» να γίνει. Και η συγγραφέας διατυπώνει εύλογα μιαν αλήθεια: «οι πιο δυστυχισμένοι είναι εκείνοι που φεύγουν, επειδή “πρέπει”», καθόσον, το σώμα, κατ’ ανάγκην, απομακρύνεται, αλλά το μυαλό μένει πίσω. Αντίθετα, στους συνήθεις χωρισμούς, περισσότερο πλήττεται αυτός που μένει, ο οποίος είναι αναγκασμένος να τριγυρίζει στους χώρους που μοιράστηκε με το αγαπημένο του πρόσωπο και να διαπιστώνει κάθε στιγμή την απουσία του.

Στα διηγήματα αυτά ταιριάζει το γκρι, καθότι η δυναμική της θλίψης του χωρισμού αποχρωματίζει το περιβάλλον, μετατρέπει τα χρώματα σε μια θλιβερή γκρίζα απόχρωση.

*

Στα διηγήματα: «Απρόσμενος επισκέπτης», «Ένα αθώο έγκλημα», «Η Νεράιδα», «Το όνειρο της πεταλούδας», «Η εκδίκηση της φύσης», «Στο Αλκαζάρ», « «Ονομάζομαι Ειρήνη», «Παράλληλος χρόνος» και άλλα, εμφιλοχωρούν το μυστηριώδες, το παράξενο, το ασαφές, ο εξωτισμός, το υπερφυσικό, το συναίσθημα, το ονειρικό, μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του ρομαντισμού, που δεν έπαψε να έχει φανατικούς οπαδούς ως τις μέρες μας.

Στο διήγημα: «Ονομάζομαι Ειρήνη» μας αυτοσυστήνεται η ειρήνη. Το λογοτέχνημα αναδίνει αντιπολεμικό άρωμα και την αγωνία για ειρηνική διαβίωση/συμβίωση, σ’ έναν κόσμο που η διαρκής απειλή του πολέμου έχει μετατρέψει τον πλανήτη σε κόλαση.

Ο ρομαντισμός είναι ένα σημαντικό λογοτεχνικό ρεύμα (ήκμασε τα χρόνια που ακολούθησαν την ελευθέρωση της Ελλάδας {1832-1880} από την Οθωμανική κατοχή), που δίνει διέξοδο στη συναισθηματική φύση του ανθρώπου. Μα ο ρομαντισμός, σαν λογοτεχνικό κίνημα, αποτέλεσε μια παρένθεση ανάμεσα στον αρχαίο κλασικισμό και στο ρεαλισμό, που συνεχώς μετακινείται στο λογοτεχνικό φάσμα εμφανίζοντας ολοένα καινούργια υποείδη, ένα εκ των οποίων είναι τα «ανόητα γυναικεία μυθιστορήματα», όπως τα χαρακτηρίζει ο Τζωρτζ Έλιοτ, η Μαίρη Έβανς, δηλαδή, γιατί το πρώτο είναι ψευδώνυμο, σε μία μελέτη της που επανεκδόθηκε πρόσφατα, επειδή κατέστη επίκαιρη στη χώρα μας[4]. Ο ρομαντισμός εμπεριέχει αναγκαστικά το ρεαλισμό και η συνεργασία των δύο υφών, αν είναι πετυχημένη, δίνει τέλεια αποτελέσματα, όπως είναι τα προαναφερόμενα πεζά της Κωνσταντίνας Γκαλμπογκίνη.

*

Το διήγημα: «Παράλληλος χρόνος» το χαρακτηρίζει η αισιοδοξία και η φαντασία. Όλοι μας θα θέλαμε την αίσια έκβαση μετά την ερωτική συνάντηση των ματιών μα δυστυχώς η πιθανότητα να συμβεί αυτό το ενδεχόμενο είναι μηδαμινή. Ο φόβος της απόρριψης από τη μια μεριά κι η αναποφασιστικότητα απ’ την άλλη κάνει ακόμη και την ανταλλαγή ενός απλού χαιρετισμού αδύνατη πραγμάτωση. Η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη ξέρει πολύ καλά πως η έκβαση του διηγήματος, όπως την περιγράφει, όταν φέρνει κοντά δυο ανθρώπους που κοιτάχτηκαν στα μάτια, είναι κάτι το σπάνιο. Κατά κανόνα, συμβαίνει το αντίθετο. Η εξίσωση πάντα έχει δύο αγνώστους κι απ’ ότι γνωρίζουμε από την άλγεβρα τέτοιας μορφής εξισώσεις δεν επιλύονται, χρειάζεται και ακόμη μία για να δημιουργηθεί σύστημα εξισώσεων. Ποιος όμως θα την καταστρώσει, η δειλία της γυναίκας ή η φοβία του άντρα; «Ο κόσμος κινδυνεύει να σβήσει στο φως τεσσάρων έμμονων και ακίνητων ματιών», γράφει ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός στο βιβλίο του: «Προς την πλανητική σκέψη». Το αλληλοκοίταγμα συνιστά μία αμφίδρομη διεργασία τόσο ισχυρή που σταματά, παγώνει το χρόνο πιστεύει και η συγγραφέας, πράγμα όμως που σημαίνει πως ό,τι επακολουθεί υπάγεται στη σφαίρα του φανταστικού. Το τέλος του διηγήματος επιδέχεται δύο αναγνώσεις, αντίθετες μεταξύ τους, κι ο αναγνώστης επιλέγει κατά το δοκούν.

 

 

“Το πάθος τους νικούσε τη δύναμη του λόγου και εκφραζόταν με μία κίνηση τόσο τολμηρή που μπορούσε να παρασύρει όποιον τους έβλεπε”

 

Τα παρακάτω διηγήματα αποτελούν τρεις ξεχωριστές θεματολογικές περιπτώσεις, που φανερώνουν τις δεξιότητες της συγγραφέως και σε πιο δύσκολα είδη του γραπτού αφηγηματικού λόγου.

Στο «Ένα αθώο έγκλημα», μια ασυνήθιστη noir ιστορία που προβλέπω ότι ο αναγνώστης θα τη διαβάσει πολλές φορές, για την αποκωδίκευση του νοήματος.

Στο ρεαλιστικό «Ταγκό των εραστών», μία ιστορία ερωτικού πάθους, ενός πάθους «που νικούσε τη δύναμη του λόγου και εκφραζόταν με μία κίνηση τόσο τολμηρή που μπορούσε να παρασύρει όποιον τους έβλεπε», όπως εύστοχα μας πληροφορεί η συγγραφέας.

Στο «Τριαντάφυλλο», ένα διακριτικό ευθυμογράφημα που δημιουργεί η εικόνα ενός πεσμένου τριαντάφυλλου. Τι να σημαίνει άραγε; Σίγουρα κάποιο χωρισμό. Όμως, κάποιες φορές τα φαινόμενα απατούν. Το τέλος σε κάνει να μειδιάσεις.

*

Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση, κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν:

  • Τα διηγήματα της συλλογής χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Εκείνα που τα χαρακτηρίζει η ρεαλιστική γραφή με φανταστικές κυρίως ιστορίες, αφού η συγγραφέας δεν κάνει ουδεμία νύξη περί αυτοβιογραφικών στοιχείων και τα άλλα, τα σύμμεικτα, που τα χαρακτηρίζει ένας ρομαντικός ρεαλισμός, ας μου επιτραπεί ο ειδικός προσδιορισμός, με ποικίλο περιεχόμενο (υπερβατικό, παράδοξο, ονειρικό, εξωτικό, κ.λπ.). Οι δύο πυλώνες είναι ισοϋψείς, ώστε να τηρείται κάποια τυπική ισορροπία στα λογοτεχνικά ύφη και να μη γέρνει το λογοτεχνικό κατασκεύασμα.
  • Ο ρεαλισμός της Κωνσταντίνας Γκαλμπογκίνη δεν είναι ακραίος, δε διαθέτει στοιχεία νατουραλισμού, η κριτική της απέναντι στα στραβά της κοινωνίας είναι επιεικής, οι χαρακτήρες της διορθώνουν τα λάθη τους, αλλάζουν τη ζωή τους προς το καλύτερο.
  • Οι ήρωες των διηγημάτων είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες. Γυναίκες που ερωτεύονται, ονειρεύονται, ελπίζουν, τολμούν, αγανακτούν, θλίβονται, εκδικούνται, φεύγουν. Καταστάσεις, δηλαδή, που έχουν μια παγκοσμιότητα στο χαρακτήρα τους. Μεγάλο προσόν για το βιβλίο, που μπορεί να διαβαστεί και από έναν αλλοδαπό αναγνώστη και να γίνουν αντιληπτά τα νοήματά του. Η συγγραφέας, όντας γυναίκα, γνωρίζει άριστα τη γυναικεία ψυχολογία και πώς αυτή επηρεάζει αντιδράσεις και φερσίματα κάθε περίπτωσης. Ακόμη κι αν δεν έχει βιώσει η ίδια παρόμοια γεγονότα μας πείθει πως έτσι συμβαίνει εν τοις πράγμασιν.
  • Η συγγραφέας μάς μιλάει για πανανθρώπινες εκφάνσεις της ζωής, μ’ ένα δικό της, διαφορετικό τρόπο, φανερώνοντάς μας άγνωστες πτυχές της πραγματικότητας, εισχωρώντας ενίοτε και στο φαντασιακό.
  • Μία πρωτοτυπία στη λογοτεχνική της γραφή αποτελεί η ιδέα της να συνδέσει τη λήξη κάθε διήγησης με τον αρμόζοντα επιχρωματισμό της, δίκην υπογραφής, που συνάδει στο συναίσθημα που προκαλείται κατά τη στιγμή της κορύφωσης της πλοκής, εξ ου και ο τίτλος της συλλογής.

*

Το πρωτόλειο της Γκαλμπογκίνη είναι σπουδαίο, και προοιωνίζει ένα λαμπρό μέλλον για τη συγγραφέα. Κάποιοι συγγραφείς, εδώ και μερικές δεκαετίες, δημιουργούν αθόρυβα ένα καινούργιο υφολογικό ρεύμα. Η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη, που μπήκε με αρχική ταχύτητα στο λογοτεχνικό στίβο, έχει την πρόθεση και τις ικανότητες να προσχωρήσει σ’ αυτό, όπως ανιχνεύουμε και στα (31) κείμενα της υπόψη συλλογής.

 

 

Λάρισα, 13-11-2018

 

* Ο Βάιος Κουτριντζές είναι συγγραφέας

 

______

[1] Η Κωνσταντίνα Γκαλμπογκίνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σε ηλικία 17 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Πληροφορικής. Σήμερα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα

[2] Συλλογικό έργο που προέκυψε μετά από διαγωνισμό διηγήματος, με λαρισινό θέμα, από τις εκδόσεις «Πηγή» και «iwrite.gr», το 2014.

[3] Ray Bradbury: « The illustrated man»

[4] George Eliot: «Ανόητα γυναικεία μυθιστορήματα», Ποταμός, 2018

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top