Fractal

Διήγημα: “Στη χαραυγή της 28ης σελήνης”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

 

 

Επαίτης έμπνευσης. Ρακοσυλλέκτης ιδεών. Θλιβερά ώριμος, τόσο που κοντεύει τον πνευματικό του θάνατο. Στην κορύφωση της παρακμής του. Μοναδικό του στήριγμα η καθημερινή του επίσκεψη σε γκαλερί με την ελπίδα πως θα συναντήσει το μοιραίο που θα τον οδηγήσει σε νέους δρόμους. Μάταια ελπίδα.

Δέκα χρόνια χωρίς κανέναν προσωπικό του πίνακα. Πιάνει τα πινέλα και τα χέρια του μουδιάζουν. Αναμειγνύει τα χρώματα κι εκείνα χοροπηδούν μέσα του. Σβόλιασαν την καρδιά του.

Δέκα χρόνια χωρίς κανένα έργο.

Μπήκε στην γκαλερί σχεδόν βέβαιος πως θα έβλεπε και πάλι τα ίδια. Τόσα χρόνια και λες δεν πέρασε μια μέρα. Έργα ζωγράφων που ο ένας αντέγραφε τον άλλον. Η παρακμή στο μεγαλείο της. Κάποτε τα έργα του μιλούσαν στον κόσμο. Κάποτε… Τώρα ξέπεσαν, όπως κάποιος μεγαλόσχημος, που ρακένδυτος πια ζητιανεύει στον δρόμο. Από πρωτοπορία στο τετριμμένο. Πόσες εκθέσεις, πόσοι θρίαμβοι! Και τώρα αναζητά σε έργα άλλων, την ελπίδα πως τα παλιά του έργα θα αναστηθούν. Και θα αναστήσουν τον ίδιο. Πως θα μπορέσει μετά τόσα χρόνια να πιάσει πινέλο για κάτι διαφορετικό από αυτά που τον κατατρέχουν.

Έριξε μια γρήγορη ματιά. Όπως το περίμενε. Πίνακες γεμάτοι από ένα κενό. Με μια κίνηση αποδοκιμασίας κι απελπισίας μαζί προχώρησε προς το βάθος, εκεί που σε μια απόμερη γωνιά του έκανε εντύπωση ο έντονος φωτισμός. Κι εκεί έμεινε! Ένα σκίρτημα στην καρδιά, ένα ανατρίχιασμα σε όλο του το κορμί. Το μυαλό του πάγωσε σαν μια νεκρή φύση.

Έξι πίνακες θαρρείς φερμένοι από τη χαμένη του νεότητα. Έξι πίνακες κι έμεινε μπροστά τους πόσες ώρες.

Κάποτε ένα χέρι τον ακούμπησε προσεκτικά στον ώμο, λες και φοβόταν μην και τον σπάσει.

«Κύριε Δ. κλείνουμε…»

Γύρισε αργά και κοίταξε τον παλιό του γνώριμο, ιδιοκτήτη της γκαλερί και μικροσυλλέκτη έργων τέχνης, να του χαμογελά.

«Οι πίνακες;» ρώτησε δείχνοντάς τους με το βλέμμα.

«Δεν γνωρίζω προσωπικά τον καλλιτέχνη. Μου έκαναν τρομερή εντύπωση σαν τους είδα σε μια μικρή έκθεση και ζήτησα να τους εκθέσω κι εδώ. Τελευταία στιγμή. Γι’ αυτό και τους βλέπετε σε αυτή τη γωνιά. Δεν τους αρμόζει βέβαια, τους έπρεπε μάλλον το κέντρο της αίθουσας».

Ο Δ. κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

Την άλλη μέρα περίμενε με ανυπομονησία να ανοίξει η γκαλερί. Χαιρέτισε την υπάλληλο και προχώρησε στη γωνιά με τους έξι πίνακες. Τα φώτα δεν είχαν ακόμη ανάψει και στην αχλή ενός αμυδρού ηλιακού φωτός οι πίνακες ήταν σα να ζωντάνεψαν. Σα να ταξίδευαν σε ένα άγνωστο σύμπαν και να το κατακτούσαν. Σα να διεκδικούσαν μια θέση που ακόμη δεν είχε προβλεφθεί.

«Σε καμιά άκρη του μυαλού μου δεν υπήρχε η πιθανότητα πως θα έβρισκα κάτι που θα με συγκινούσε τόσο,» μονολόγησε.

Έμεινε ως αργά το μεσημέρι και το απόγευμα και πάλι εκεί.

Το άναμμα των φώτων έδωσε στους πίνακες άλλη διάσταση.

«Δεν έχω δει κάτι τόσο υπέροχο και πρωτότυπο τα τελευταία χρόνια,» είπε στον γκαλερίστα. «Ο καλλιτέχνης;»

Χρόνια είχαν συνεργαστεί. Οι άλλοι, τον θεωρούν ακόμη ως έναν εξαιρετικό ζωγράφο. Ο ίδιος, δέκα χρόνια βλέπει πως βουλιάζει στον πηχτό βυθό μιας ανυπαρξίας. Όσο κι αν προσπάθησε, η έμπνευση λες και μετανάστευσε σε άγνωστά του μέρη.

«Ο καλλιτέχνης;»

«Ένα τηλέφωνό του έχω μόνον κύριε Δ. Αν θέλετε μπορώ να σας το δώσω».

Με ένα Α. και σε έναν πίνακα με Α.Π. υπέγραφε ο ζωγράφος.

«Άγγελος μάλλον,» μονολόγησε.

Πήρε τηλέφωνο. Μια γυναικεία φωνή του απάντησε. Μια αισθησιακή παραδεισένια φωνή τον ανατάραξε. Σαν συνήλθε:

«Τον ζωγράφο θα ήθελα. Είμαι ο Δ. πείτε του».

Ένας ανασασμός, μια παύση, ένα τρέμουλο, μια μακρινή φωνή, μπάσα:

«Εσείς;»

Κενό. Ένα, δύο, τρία και πόσα ακόμη δευτερόλεπτα.

«Είμαι η ζωγράφος,» η ίδια φωνή ψιθυριστά μην και ακουστεί και σπάσει.

Το ραντεβού δόθηκε για το άλλο βράδυ. Σε ένα παρκάκι απόμερο στα ανατολικά της πόλης.

Κάποιο ηλεκτρικό φως στη μια του άκρη. Το υπόλοιπο μέσα στο σκοτάδι. Μονάχα σκιές. Και το φεγγάρι εξαφανισμένο.

Αυτός, κάθισε κοντά στη φωτεινή πλευρά. Εκείνη, αρκετά βήματα μακριά του, εκεί που έσβηνε το φως πάνω στη μορφή της.

«Ένα σύθαμπο το φεγγάρι, δε σε βλέπω, μια θωριά άδεια είσαι. Ψες ήταν μια λιόφωτη πανσέληνος που έφεξε την πλάση όλη. Σήμερα, θαρρείς και λαβώθηκε το φεγγάρι και δεν θέλει να φανερωθεί. Να πλησιάσω;»

«Καλύτερα να μείνουμε έτσι. Ας περιμένουμε τη σελήνη να φανερώσει τα κορμιά. Ίσως όχι σήμερα. Μα η αναμονή φέρνει κοντά τις ψυχές. Μετά, για τα κορμιά, είναι πιο εύκολο».

«Το πανώριο περίγραμμά σου είναι τόσο φτωχό μπροστά τη γοητευτική και λάγνα σου φωνή. Το φως πόσες περισσότερες χάρες μπορεί να σου φανερώσει;»

Έμειναν έτσι. Ακίνητοι μέσα στη νύχτα. Κάποιες ώρες. Εκείνη στο παγκάκι με το βλέμμα της στον ουρανό και τα μαλλιά της να πλέκουν ευωδιές στους ώμους και στην πλάτη του θρόνου της. Κι αυτός, καθισμένος στο στηθαίο ενός παρτεριού με το βλέμμα πάνω της.

Έφυγε προτού ο ήλιος αρχίσει με τους προπομπούς του να υφαίνει τη μέρα.

«Απόψε, το φεγγάρι δεν θα είναι χλωμό. Άργησε βέβαια, εμπαίζοντας ίσως την προσμονή μου. Νομίζω πως πλησιάζει η ώρα να φανερωθείς. Είναι η σελήνη των 28 ημερών, των ημερών που καθισμένος εδώ περιμένω να δω το πρόσωπό σου. Το περίγραμμα του κορμιού σου μου είναι τόσο οικείο, η φωνή σου όλο και πιο μελένια, που λέω πως την ψυχή σου γνώρισα καλά. Κι ίσως δεν θα χρειαζόμουν φως να πλάσω το κορμί σου. Να το πλάσω όπως είναι. Μα η αναμονή των 28 ημερών μου φωνάζει πως πρέπει να περιμένω. Να δω το θαύμα σου».

«Ξέρεις, πολλές φορές, αλλιώς μας δίδονται κάποιοι κι αλλιώς εμείς τους πλάθουμε. Η μυθοπλασία δεν κρύβει καμιά αλήθεια, πολλές φορές».

«Πολλές φορές μέσα κι από τα έργα κάποιου βλέπεις και το σώμα του. Γιατί η ψυχή είναι καθρέφτης και του σώματος. Τότε που είδα τους πίνακές σου σκέφτηκα πως οι γραμμές ποτέ δεν τελειώνουν. Δεν είναι σαν τις γραμμές του τρένου, εκείνες έχουν σταθμούς, συμβατές διακλαδώσεις, ρεαλιστικούς παράδρομους. Είναι ένας χείμαρρος οι γραμμές σου, δεν μιλώ για του κορμιού σου, για τις άλλες της ζωγραφικής σου μιλώ, χείμαρρος που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Είναι σαν τη νιότη σου που τραβάει μπροστά και τραβάει μπροστά κι άλλοτε φτάνει στους ουρανούς, άλλοτε πατάει στιβαρά στη γη. Πόσο κοντά είσαι στους αγγέλους; Πόσο μακριά από τους ανθρώπους; Ένας δρομέας γνωρίζει και την απόσταση και το τέλος της διαδρομής. Για μένα πάνω σου είναι ανεξερεύνητα όλα. Και ανεξάντλητα. Γιατί είσαι αεράκι που γίνεται αντάρα και βοριάς. Μια καρδιά που γίνεται πίκρα. Η πίκρα μου».

Κάρφωσε το βλέμμα του ψηλά περιμένοντας το φεγγάρι να διαλύσει τα τελευταία ψήγματα από τα σύννεφα.

«Το φεγγάρι. Είναι απάνθρωπο αυτό το φεγγάρι. Για 28 βράδια εξαφανισμένο. Περιμένω όπως ο γέρος τον χάρο. Να μου δώσει θάνατο ή το αθάνατο νερό μιας άλλης ζωής.

Το φεγγάρι με περιγελά. 28 βράδια περιμένω να φανεί. Να δω το πρόσωπό σου. Και το φεγγάρι αδύναμο. Τα σύννεφα που το σκεπάζουν αφήνουν μονάχα σκιές. Το περίγραμμα του κορμιού σου, σαν μια άλλη Ελένη που κανείς δεν ξέρει αν ταξίδεψε στην Τροία η ίδια ή το ξόανό της».

«Δεν είμαι εκείνη η Ελένη που λες. Εγώ έχω ζωή. Σου μιλώ. Τη μορφή μου την καλύπτουν λεπτά πέπλα. Σαν το φεγγάρι φανεί θα με δεις. Είπες, αν με δεις θα με νιώσεις».

«Η αλήθεια είναι πως σε έχω νιώσει από την πρώτη στιγμή που είδα τους πίνακές σου. Τώρα ψάχνω τον άλλο σου εαυτό. Τον υπαρκτό. Ξέρεις, δεν είχα ύπνο αυτά τα βράδια. Ξυπνούσα κι αισθανόμουν τη μορφή σου. Άλλοτε σαν Νεφέλη άλλοτε σαν Κίρκη με δένει και λέω πως ίσως να είμαι εκείνος, ο Ελπήνορας, που από τον Όμηρο πήδησε στον Σεφέρη και σκέφτομαι πως μπορεί να έχω το ίδιο με τον Ελπήνορα τέλος».

«Ο Ελπήνορας ήταν απερίσκεπτος και ξιπασμένος. Ένα μωρό ανθρωπάκι ήταν. Κι όμως, τι αξία απέκτησε ως σύντροφος του Οδυσσέα!»

«Απερίσκεπτος είμαι κι εγώ. Και πόσο ξιπασμένος! Για ώρες σκέφτομαι το κορμί σου. Το κορμί σου… Λέω μήπως και στους πίνακές σου έχεις ως μοντέλο το κορμί σου. Βλέπω το γυμνό κορμί των γυναικών στους πίνακές σου λυγερό και πανώριο.

Θεσπέσιο. Σαν πολλές θεές να συνωμότησαν να γίνουν μία. Και λέω, μην και το κορμί σου αντιγράφεις στους πίνακές σου».

«Δεν κρύβω μέσα μου τόση φιλαυτία».

Το φεγγάρι αργόσχολο χαμουρεύεται με την άκρια των σύννεφων. Ο Δ. έχει σκύψει και κοιτάει τα χέρια του. Για πρώτη φορά σήμερα, καθώς το 28ο βράδυ προχωράει.

«Μιλώ μονάχα για σένα. Για το κορμί, το πρόσωπό σου. Εγώ, ένας ζωγράφος που έπρεπε να επιμένω στα έργα σου. Όμως πιστεύω πως τους πίνακές σου θα τους προσεγγίσω σαν αντικρίσω το πρόσωπό σου. Πάνω στο πρόσωπό σου ίσως να υπάρχει ο αντικατοπτρισμός τους. Στα βάθη των ματιών σου. Αν δω το μεγαλείο του προσώπου σου θα διαισθανθώ και το βαθύτερο μεγαλείο της ζωγραφικής σου».

«Δεν ξέρω. Μπορεί οι πίνακές μου να είναι διανθισμένοι από το κορμί μου ή να αντικατοπτρίζουν την καρδιά μου. Που είναι τρικυμισμένη, θάλασσα καρυδότσουφλο που την εξαπόνδρισαν τα καράβια».

Το φεγγάρι αρχίζει σιγά- σιγά να μαδά τα σύννεφα. Μια του άκρη πέφτει πάνω της. Το βλέμμα του Δ. ακολουθεί το φεγγαρόφωτο και η καρδιά του περδικλώνεται στα παραγάδια του κορμιού και των μαλλιών της που διαφαίνονται τώρα καθάρια.

«Φανερώθηκαν οι μπούκλες, βόστρυχοι των μαλλιών σου. Σαν σειρήνες μου φαντάζουν που καρτερούν στη θάλασσα, μα τέλειωσαν οι ναυτικοί, τους κατασπάραξαν όλους. Ή μου φέρνουν σαν κατάρτια ενός ποντοπόρου καραβιού που η πλωριά γοργόνα ζωντάνεψε και οι ναύτες λωλάθηκαν από την ομορφιά της. Ο καπετάνιος, τρελαμένος από μια ομορφιά που δεν βρήκε μήτε στη σελήνη που όλα αυτά τα χρόνια παρατηρεί ολονυχτίς, έριξε το σκαρί στα βράχια. Κι εσύ, η πλωριά γοργόνα, καβάλησες τα κύματα απορώντας για τη μικρότητα των αντρών να μην μπορούν να εννοήσουν πως η ομορφιά του κορμιού σου είναι μηδαμινή μπροστά στην ωραιότητα της ψυχής σου».

«Μιλάς για πράγματα που δεν γνωρίζεις. Για την ομορφιά του κορμιού μου, την ωραιότητα της ψυχής μου. Ένα είδωλο είναι μπροστά σου όλον αυτόν τον καιρό».

«Κι όμως, πρέπει να ξέρεις πως ως και τα μαλλιά μπορούν και κρύβουν τη δύναμη των ματιών, πως δίνουν δύναμη και στο πρόσωπο, στα μάτια και στο κορμί. Η σαγήνη του κορμιού και η δύναμη της ψυχής σου αντανακλούν στους πίνακές σου μια ξωθιά που αναζητούν οι θεοί να την κάνουν είδωλό τους. Κι εγώ, αν για 28 βράδια αναζητώ στο κορμί σου την έμπνευσή μου, δεν είμαι παρά μια ουλή στις λαγόνες σου.

Ώρες -ώρες αναρωτιέμαι… Το φεγγάρι, είναι καλό το φεγγάρι τώρα και φάνηκαν οι άκριες των ματιών σου. Αναρωτιέμαι… Αλήθεια, υπάρχει κάτι να σε κυνηγάει; Κάτι που να σε κατατρέχει στις άδειες ώρες σου και τα μάτια σου είναι τόσο λαμπερά; Ή μην και δεν είναι στεγνωμένα δάκρυα αυτά που μέσα τους κολυμπούν;».

Το φεγγάρι άρχισε να φαίνεται όλο και πιο δυνατό και με ένα αισθησιακό φως άρχισε να την τυλίγει. Ο Δ. φοβήθηκε κι έκρυψε στα χέρια το πρόσωπό του.

«Θυμάμαι… Η μνήμη, ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, ο σπαραγμός της μητέρας, «Μη!» το χέρι γεμάτο αίματα, μια ρανίδα στο τριαντάφυλλο, πως ξεχωρίζει το αίμα στα κόκκινα πέταλλά του, η πρώτη μνήμη των παιδικών μου. Και μετά έγινα ζωγράφος με την ίδια μνήμη πρώτο μου πίνακα. Μετά έχασα τις μνήμες και χάθηκε και η ζωγραφική. Τώρα, δεν αποζητώ μνήμες παρά πάνω σου να δω το μέλλον μου».

«Δεν υπάρχει κανένα μέλλον δικό σου πάνω μου. Άλλωστε κι εγώ δεν έχω μέλλον. Ζω στο παρόν».

Το φεγγάρι ολόρθο πια ανάστησε την πλάση μέσα στο φως του. Ο Δ. είχε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. Η κοπέλα σηκώθηκε και τράβηξε κατά κει που ακουγόταν δυνατά μια μουσική. Ήταν μικρή για να αρχίσει να κλαίει για το μέλλον.

Ο Δ. έμεινε εκεί μέχρι το φεγγάρι να ξανακρυφτεί πίσω από κάποια μαβιά σύννεφα. Μετά, σέρνοντας τα πόδια του τράβηξε κατά κει που τον περίμενε το σκοτάδι του σπιτιού του.

Πλαγιάρι 26/3- 26/4/17

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top