Fractal

Θα μάθει την ποινή πάνω στο σώμα του

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Franz Kafka «Στη Σωφρονιστική αποικία», Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής, εκδ. Κίχλη, σελ. 192

 

«Γνωρίζει την ποινή;»

«Όχι, μια γνωστοποίηση αυτού του είδους είναι εντελώς περιττή. Θα τη μάθει πάνω στο σώμα του».

«Γνωρίζει τουλάχιστον ότι έχει καταδικαστεί;»

«Ούτε κι αυτό»…

Η «Σωφρονιστική αποικία» άργησε να δει το φως της δημοσιότητας, διαβάζουμε στο εξαιρετικά κατατοπιστικό βιβλίο που κυκλοφόρησε από την Κίχλη και εμπεριέχει τα πάντα: το διήγημα, τις αντιδράσεις, τις συζητήσεις, βιογραφικά, τα των σωφρονιστικών αποικιών και φωτογραφικό υλικό.

Στην αρχή, ήταν επιφυλακτικός ο εκδότης Κουρτ Βολφ, το έργο εξάλλου στην πρώτη ανάγνωση δεν τα πήγε και τόσο καλά, η εποχή αντιδρά – είναι γνωστό- στο μεγάλο έργο με αργά αντανακλαστικά, αλλά κι ο ίδιος ο Κάφκα δεν ήταν ικανοποιημένος με τίποτα. Πάντα εκείνο που είχε κατά νου- όπως και κάθε σημαντικό έργο- ήτανε πιο ψηλά: «Δύο ή τρεις σελίδες λίγο πριν από το τέλος αποτελούν προϊόν κακοτεχνίας […] κάπου υπάρχει ένα σκουλήκι, που κατατρώει τον πυρήνα της ιστορίας», έγραφε προς τον Κούρτ Βόλφ αντιδρώντας ενδεχομένως στου ταξιδιώτη, του ήρωά του την εγκληματική αδιαφορία.

Ωστόσο ce la vie.

Η ιστορία γράφτηκε από τον Κάφκα το 1914, ήταν – απ’ ό,τι αποδεικνύεται εκ των υστέρων για τον συγγραφέα- κομβική χρονιά: αρραβωνιάζεται την Φελίτσε Μπάουερ για πρώτη φορά, διαλύεται ο αρραβώνας του, αρχίζει την «Δίκη» και γράφει τη «Σωφρονιστική αποικία» τον Οκτώβριο καθώς και το τελευταίο κεφάλαιο του «Αγνοουμένου» (Αμερική).

Τελικά το βιβλίο εκδόθηκε σε 1000 τον Οκτώβριο του 1919.

Και σχεδόν 100 χρόνια μετά παραμένει «το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας…»

Κι ας μεσολάβησαν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, εξορίες, κρεματόρια, «το σπίτι των πεθαμένων», γκουλάγκ, ο Κάφκα κι ο ταξιδιώτης του- όπως ο κύριος Κάπα- καθημερινά μας διαπερνά, μοιάζει να αντιδρά για να περάσει απέναντι, τελικά.

Η ιστορία, όπως όλες οι ιστορίες του Κάφκα, εμμένει στα βασικά [για τούτο και διαχρονικά]: Σε μια σωφρονιστική αποικία [πάντα θα υπάρχουν σωφρονιστικές αποικίες, ο άνθρωπος είναι το πιο αναλώσιμο είδος τελικά] ένας απείθαρχος στρατιώτης καταδικάζεται σε θάνατο [η ανυπακοή των πρωτοπλάστων μάς έθεσε εκτός παραδείσου, αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου αλλά και το ανθρώπινο δράμα], κι ο αξιωματικός «καλογυαλισμένο γρανάζι» που ενδιαφέρεται μόνο για την καλή λειτουργία της τιμωρού μηχανής ξεναγεί με υπερηφάνεια στην «εκτέλεση» του καθήκοντος τον ερευνητή- ταξιδιώτη. Ο οποίος δεν ξέρει τι θα δει, βεβαίως και αντιδρά, αλλά τελικά κάνει ό,τι κάνουμε οι περισσότεροι μπροστά στο ζόφο και το παράλογο, θ’ αποδράσει, δεν είναι ο στρατιώτης εξάλλου, ούτε κι ο αξιωματικός γιατί να το υποστεί όλο αυτό, τελικά.

 

Franz Kafka

 

Η μηχανή που μοιάζει να πρωταγωνιστεί, είναι ένα θαύμα της τεχνολογίας, ένα προκρούστειο κρεβάτι, ένα ιδιόρρυθμο μηχάνημα που σε ξαπλώνει, ακινητοποιεί με δική σου συναίνεση, σε ταίζει ρύζι και μετά σε τρυπά. Η σοφή «σβάρνα» του κατεβαίνει και με το ίδιο σου το κρίμα τελικά «σε κεντά». Την τιμωρία δεν την γνωρίζεις, όλα θα τα γνωρίσεις επάνω στο κρεβάτι «Τίμα τους ανωτέρους σου!» θα το διαβάσει σε πληγές ο στρατιώτης στο ίδιο του το κορμί.

Άλλωστε εκείνο που μετρά, το μόνο σημαντικό είναι η καλή λειτουργία της μηχανής, τελικά. Είτε χαράζει την τιμωρία στον ανυπάκουο στρατιώτη είτε στον πιστό αξιωματικό «έσο δίκαιος»- ο ταξιδιώτης, βλέπετε, έχει ισχύ αυτή τη φορά αλλά εκείνο που υπερέχει χρόνου και τόπου και κρίματος είναι ο Σχεδιαστής ακόμα κι όταν θύτης- θύμα και μηχανή αυτοκαταστρέφονται. Εντούτοις παραμένουν αιώνιοι ο στρατιώτης, ο αξιωματικός, ο ταξιδιώτης αλλά πάνω απ’ όλα ο Σχεδιαστής και η Μηχανή, πάντα θα υπάρχει σε κάθε σωφρονιστική αποικία μια μηχανή, και το αποδεικνύει σχεδόν μαθηματικά, σαν εξίσωση και θεώρημα κάθε μα κάθε εποχή.

Το ζήτημα ηθικής φύσεως που τίθεται στην «Σωφρονιστική αποικία» δεν έχει λυθεί, ποτέ δεν θα λυθεί, το «πρόβλημα» και η συλλογιστική είναι αδιανόητη για κάθε εποχή, η γυμνή γλώσσα, η γραφή σαν την εγχάρακτη εκείνη της Σβάρνας πάντοτε θα μας πονά, θα μας προβληματίζει και θα μας ξεπερνά. Όπως το άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης φύσης το οποίο ωστόσο ο Κάφκα μοιάζει να γνωρίζει καλά!

«…Εγώ πιστεύω ότι θα έπρεπε κανείς μόνο τέτοια βιβλία εν γένει να διαβάζει, που τον δαγκώνουνε και τον κεντάνε. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ξυπνά μ’ ένα χτύπημα γροθιάς στο κρανίο, για ποιον λόγο διαβάζουμε τότε το βιβλίο; Για να μας κάμει ευτυχείς, όπως γράφεις; Θεέ μου, ευτυχείς θα ήμαστε ακόμη κι αν δεν είχαμε καθόλου βιβλία, και τέτοια βιβλία, που θα μας κάμνουν ευτυχείς, θα μπορούσαμε εν ανάγκη να γράψουμε κι οι ίδιοι. Χρειαζόμαστε όμως τα βιβλία που επενεργούν επάνω μας σαν δυστυχία που μας πονάει πολύ, όπως ο θάνατος κάποιου που αγαπήσαμε πιο πολύ απ’ τον εαυτό μας, σαν να ήμαστε διωγμένοι σε δάση, μακριά απ’ όλους τους ανθρώπους, σαν αυτοκτονία, ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας…»

Περιγράφει τη σχέση αναγνώσματος και αναγνώστη ο Κάφκα, εξάλλου έτσι και γράφει, γι’ αυτό και τον τρόπο τον ξέρει καλά.

Στις 192 σελίδες αυτού του κομψοτεχνήματος που η Γιώτα Κριτσέλη ξέρει να κάνει καλά, ο Κάφκα, η ζωή και η εποχή του, η σωφρονιστική αποικία και το μηχάνημα της τιμωρίας, η σιωπή που είναι ενοχή και η ενοχή που είναι ωστόσο συνυφασμένη με τη ζωή πέρα και πάνω απ’ τον χρόνο, τόσο καινούργια, τόσο «αδυσώπητα επίκαιρη» αλλά ωστόσο ζοφερή και παλιά. Από τα σκοτεινά βάθη του γίνεται ποτέ να γλιτώσει ο άνθρωπος; Η Σβάρνα χαράσσει μαζί και κατά κάποιον τρόπο ρωτά. «Διαλύοντάς» μας με τα εντελώς απαραίτητα: ήρωες αρχέτυπα, λέξεις γυμνές, ψυχές υποταγμένες στα δημιουργήματά μας, τις μηχανές.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top