Fractal

Διήγημα fractal: «Στη χορωδία των αγγέλων»

Της Διώνης Ιωάννου // *

 

 

 

 

Να αγκαλιάζεις γλυκά τις παλιές σου αναμνήσεις όταν στο σύθαμπο της ζωής νιώθεις μόνη. Να διατηρείς την ψυχραιμία σου και τη θερμότητα που εκπέμπει η καλοσύνη της καρδιάς σου όταν πια έχεις καταλάβει τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων… Στιγμές αδυναμίας ή μοναξιάς άραγε;

 

Να βλέπεις το χιόνι να πέφτει πυκνό, σαν μια λευκή κουρτίνα που τυλίγει ολόκληρη την πλάση, κι εσύ να συλλογιέσαι πως μοιάζει με το λευκό σεντόνι που θα τυλίξει σύντομα το γερασμένο σου κορμί.

Να παρακολουθείς, πίσω από το κλειστό παράθυρο της κάμαράς σου, τις χιονονιφάδες να κυλούν από τον κήπο του ουρανού, αυτές τις νιφάδες που άλλοτε μοιάζανε με λευκά, κατάλευκα ροδοπέταλα, να τις βλέπεις να πασπαλίζουν τα πρόσωπα των περαστικών κι εσύ να νιώθεις ξαφνικά πως γίνονται μικροσκοπικές αγκίδες, σκληρές κι αιχμηρές, που καρφώνονται στα αυλάκια του δέρματός σου.

Παραμονές Χριστουγέννων, συλλογίζεσαι, και θυμάσαι πως για άλλη μια φορά θα περάσεις μόνη σου τις γιορτές. Φταίει και πάλι ο χιονιάς, το κρύο κι η παγωνιά, γιατί πώς να ταξίδευαν με τέτοιο παλιόκαιρο οι αγαπημένοι σου μαθητές; Πώς να έρχονταν από τόσο μακριά να δουν την παλιά τους τη δασκάλα;

Ο ηπειρώτικος χειμώνας είναι δύσκολος, ποιος δεν το ξέρει; Μουρμουρίζεις σιγανά, έτσι για να παρηγορήσεις τον εαυτό σου, γιατί προτιμάς να δικαιολογείς τους άλλους παρά να τους κατηγορείς.

Κι εσύ κάποτε, μισόν αιώνα πριν, όταν πρωτοπάτησες το πόδι σου σε τούτα τα ορεινά μέρη, το γνώριζες καλά πως η ζωή στα βουνά είναι δύσκολη κι ακόμη πιο δύσκολη μετά τον Χαμένο- έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι τον Νοέμβρη. Μα δεν ήταν μόνο οι δύσκολες καιρικές συνθήκες, που έπρεπε να αντιμετωπίσεις αλλά και η αγραμματοσύνη των κατοίκων, η αμάθεια και η φτώχεια.

Τέτοια φτώχεια ούτε που την είχες φανταστεί ποτέ κι ούτε μπορούσες να την περιγράψεις στα γράμματα που έστελνες στους δικούς σου. Προσπαθούσες να τους μιλήσεις για τα παιδιά που τριγυρνούσαν ξυπόλητα, για τους μικρούς μαθητές που έρχονταν στο σχολείο χωρίς πανωφόρια, για την πηχτή λασπουριά που παπλάκιζε κάτω από τα πόδια σου. Δεν τους ανέφερες ποτέ για τις στερήσεις που έκανες για να αγοράζεις βιβλία και γλυκά για τους μικρούς σου μαθητές, ούτε για τα ταξίδια σου τις Κυριακές στα γύρω χωριά όπου μετά τον εκκλησιασμό, μοίραζες στα παιδιά σοκολάτες σε γαλάζια περιτυλίγματα και περιοδικά με χρωματιστές εικόνες. Μοίραζες τα δώρα σου κι ύστερα έπαιζες μαζί τους και συγχρόνως περιεργαζόσουν τις φυσιογνωμίες τους, γιατί ήθελες να κουβαλάς στην επιστροφή, μαζί σου, τις εικόνες των χαρούμενων παιδιών. Δεν αποκάλυψες ποτέ σε κανέναν το πόνο που σου προκαλούσε η απουσία των δικών σου, η απόσταση που σας χώριζε. Ούτε

μίλησες ποτέ για τη στενοχώρια σου για κείνο το πουκάμισό σου, αυτό με το δαντελωτό γιακαδάκι, που είχε κιτρινίσει από την πολυκαιροσύνη κι εσύ εξακολουθούσες να το φοράς καθημερινά. Αλλά ούτε για τα αρνητικά σχόλια των άλλων, για τις κατηγορίες που σου προσήπταν, δεν έκανες ποτέ λόγο, γιατί όλα αυτά σου προκαλούσαν αηδία κι ούτε άλλωστε είχες χρόνο για μικρότητες εσύ που ονειρευόσουν τα μεγάλα.

Εικόνες, λέξεις, μουσική κατακλύζουν το μυαλό σου, γιατί τέτοιες ημέρες γιορτινές οι άνθρωποι θυμούνται περισσότερο. Είναι εξάλλου, παραμονές Χριστουγέννων, ώρα του δειλινού. Κι εσύ ακόμη μόνη. Δε με θυμήθηκες κανείς, ψιθυρίζεις, κι ενώ κρυφά ελπίζεις πως κάποιος θα έρθει να σε δει.

Πώς τιμωρούσες άλλοτε για τις απουσίες τους τους μαθητές σου στο σχολείο; Με αυστηρές παρατηρήσεις και χαμηλές βαθμολογίες; Τίποτα από αυτά δεν εφάρμοζες, γιατί ακολουθούσες τις δικές σου παιδαγωγικές μεθόδους, αυτές που σου υπαγόρευε η λογική της αγάπης.

Αμέτρητες λευκές χιονονιφάδες τυλίγουν το χειμωνιάτικο τοπίο, με τον ίδιο τρόπο που πλέκουν δίχτυα γύρω από την καρδιά σου οι ψηφίδες των δικών σου αναμνήσεων. Άρχισε κιόλας να νυχτώνει κι εσύ καθισμένη στην πλατιά σου πολυθρόνα, ασάλευτη πίσω από το κλειστό παράθυρο, νιώθεις τα βλέφαρα βαριά κι αποκοιμάσαι. Τώρα στον ύπνο σου μπορείς να ονειρευτείς τους επισκέπτες που δεν ήρθαν να σε δουν.

Μα ετούτοι οι αλλιώτικοι επισκέπτες, που γιόμισαν κάποια στιγμή την κάμαρά σου, έχουν στις πλάτες τους φτερά. Δεν ήρθαν φαίνεται να μείνουνε μαζί σου. Σου ένευσαν να τους ακολουθήσεις έξω στο χιονιά. Στη φάτνη του μικρού Χριστού, σου εξήγησαν, έτσι σαν αντιχάρισμα για τις σοκολάτες που χάρισες στα παιδιά, εκείνες με τα γαλάζια περιτυλίγματα, για τα βιβλία που τους δώρισες, για εκείνα τα περιοδικά με τις χρωματιστές σελίδες, για τα παιχνίδια που έπαιξες μαζί τους. Κούνησες το κεφάλι σου απορημένη, μηδαμινή θεωρούσες πάντοτε την προσφορά σου, αφού συνεχώς ήθελες να δίνεις περισσότερα. Κι ύστερα τους ακολούθησες σεμνά με βήματα ανάλαφρα, σχεδόν γοργά, σαν να είχες ξαναβρεί της νιότης σου τη δύναμη.

Μαζί τους πέταξε εκείνο το βράδυ πάνω από το σπήλαιο της Βηθλεέμ και μαζί τους τραγούδησες κι εσύ τον ύμνο της αγάπης. Μαζί με τους βοσκούς και τους αγγέλους, έψαλλες κι εσύ, κυρία Ουρανία:

«Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ουρανού και γης ο κτίστης…»

 

 

 

* Η Διώνη Ιωάννου μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια στην Αθήνα. Είναι μητέρα δύο παιδιών και στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με τη ζωγραφική και το γράψιμο

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top