Fractal

Οι «διαλυτικές» ερωτήσεις και ο διαρκής εκνευρισμός στα ποιήματα του Σταύρου Βαβούρη

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής //

 

 

   Ο Σταύρος Βαβούρης μοιάζει «θυμωμένος» με τους άλλους, με τον εαυτό του, τις αδικίες, τις συνθήκες, τις απώλειες, την ανθρώπινη φύση, με τα πάντα. Οι διαρκείς ερωτήσεις του αποδομούν  κάθε δικαιολογία, κάθε υπεράσπιση και καθιστούν το υποκείμενο «ένοχο».

«Πώς σε παραπλάνησαν δηλαδή;»  («Εκπνέοντος του αιώνος σου», περιοδικό Η λέξη, τεύχος 91, ανεκδοτο χειρόγραφο).

 

Άλλοτε αποδίδουν μια διαλυτική ειρωνεία και αυτοαμφισβήτηση. Π.χ. Μιλώντας για τα δημιουργήματά του που συσσωρεύονται με τον καιρό: «Καυσόξυλα, χαρτιά/ εύφλεκτα υλικά που συσσωρεύονται,/ δαδί (για το προσάναμμα;)/ Κλείνουνε τριγύρω όλα τα διέξοδα/ Φεύγουν μερικοί στο τέλος βιαστικοί./ (Το βλέπουν γραπώθηκαν στη φάκα/ ποντικοί)» («Κυκλόθυμες»/ Ημέρες, νύχτες, που ’ναι τες;/ 1987).

Τις περισσότερες φορές κάνει διάλογο με τον εαυτό του και το ποίημα, δημιουργώντας έναν ανασφαλή σκεπτικισμό. Το πάθος του για αντίλογο και μια υποβόσκουσα εριστική διάθεση είναι εμφανή, σε μια διαρκή αμφισβήτηση που ποτίζει την ποιητική του. Αρνείται να χτίσει βεβαιότητες και απόλυτες θέσεις, φαίνεται πως ούτε μπορεί να αναπαυτεί, ούτε να επαναπαυτεί. Σαν τίποτε να μην πάει καλά, ούτε να πήγε όπως το ήθελε ή το θέλει. Είναι «θυμωμένος» με τους πάντες και τα πάντα, χωρίς προσωπικές κακίες, αλλά μόνο γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα, έτσι τα κανόνισε η μοίρα και αυτός είναι ο κόσμος και η κοινωνία. Είναι «πληγωμένος» και τείνει να αναπαράγει διαρκώς την «πληγή», αυτόν τον άδικο «πόνο». Πονάει αλλά όχι λυρικά, μα εξοργισμένα και αυτό είναι ίσως το πιο πρωτότυπο στοιχείο της ποιήσεώς του.

Ελλειπτικά διαλυτικό θα χαρακτήριζα τον τρόπο γραφής του, καθώς λείπει εντέχνως το συγκεκριμένο και αντικαθίσταται από σαφείς εικόνες και στιγμές, κατηγορίες και συμπεράσματα, χωρίς καθορισμένο υποκείμενο και συχνά με ασαφές αντικείμενο.

Διεγερτικά παράξενη γραφή, που ακόμα και ο γενικότερος τίτλος τής συγκεντρωτικής του συλλογής, για τα ποιήματα μιας ζωής, είναι μια ερώτηση, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα; 1940-1993.

Συχνά βλέπουμε αρκετά μεγάλες συνθέσεις, με συνεχείς ερωταπαντήσεις, που αμφισβητούν και καταλύουν ιδέες και δημιουργούν ένα παλίνδρομο κλίμα αβεβαιότητας. Ο ποιητής όντως δεν ξέρει ούτε «πού πήγε» ούτε «πού μας πάει» αυτό το ποίημα, γιατί μόνιμα ζει με ερωτήσεις, γεγονός όμως που τον οδηγεί στη βελτίωση και στην πρόοδο, γιατί αν κάποιος είναι βέβαιος γι’ αυτό που κάνει δεν υπάρχει λόγος να βελτιωθεί.

Μπορεί αυτό το σχήμα να ενέχει μια διαρκή οδύνη και πόνο, αλλά κάθε σπουδαίο έργο «τρέφεται» με το «αίμα» του δημιουργού του.

Στη συλλογή Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985) φαίνεται σε όλη της την ένταση και έκταση η ανασφάλεια πάνω στην οποία «πατάει» για να ορθωθεί το δημιούργημά του, μια και η αγωνία, ο πόθος και η διανοητική προσπάθεια, μέσα στην οποία κατασκευάζεται, είναι ένας λαβύρινθος με διαρκείς ερωταπαντήσεις, που κατ’ ουσία, τις περισσότερες φορές, δεν δίνουν κάποια συγκεκριμένη απάντηση. Ο σκοπός του, νομίζω, ότι είναι να μας δώσει το συναισθηματικό και ψυχολογικό υπόβαθρο και όχι μα καθορίσει θέσεις. Ίσως, κάποιες φορές, να πιστοποιεί αντιθέσεις και να εκσφενδονίζει αφορισμούς, αλλά ακόμα και εκεί δεν είναι καθόλου συγκεκριμένος. Τελικά το περί του λόγου δημιούργημα μοιάζει ακυβέρνητο, να εκκινείται αυθόρμητα από τη διάθεση της στιγμής.

 

 

Μα ποιος φταίει; Το ποίημα; Ο ποιητής; Όλοι και όλα. Και φτάνει στον πλήρη αυτοσαρκασμό με οργή: «Είσαι προβληματικό˙ ηλίθιο ποίημα» («Βούιζε»/ ό.π.).

Δεν έχω ξαναδεί μια τόσο ανασφαλή και διαρκώς εκνευρισμένη φύση ποιήματος και ίσως δημιουργού, που κορυφώνεται όμως με τόσο υψηλή παιδεία και τόσο πηγαίο ταλέντο! Νομίζω ότι ο Σταύρος Βαβούρης είναι μοναδικός σε αυτό που κάνει.

Τα εκφραστικά του μέσα συχνά είναι τραχιά και οι εικόνες του περιέχουν βία: «Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις/ Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου/ Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο/ όπως οι φλόγες της φωτιάς της περιφέρειας/ που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουν/ -Θα σε κορώσω- μαίνομαι/ -Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου/ Κει που ’σαι θα πλαντάξεις,// θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου/ αν δω πως δεν μπορώ/ πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.» (ό.π.).

Μοιάζει διαρκώς να παλεύει προς ένα αβέβαιο αποτέλεσμα. Και φτάνουμε στη συλλογή Τι άλλο μου είπε αυτό το ποίημα.

Αδικαίωτη αισθάνεται την ποίησή του ο Σταύρος Βαβούρης («Στη δίκη του»), όχι γιατί δεν γνώρισε τη δόξα, αλλά γιατί δεν κατανοήθηκε και δεν διαβάστηκε όπως εκείνος αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε.

Όλη αυτή η συλλογή φαντάζει ως μια απάντηση σε μια αμφισβήτηση, και το δημιούργημα παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη οντότητα από τον ίδιο του τον δημιουργό! Μάλλον τελικά αποτελεί εσωτερικό αντίλογο.

Στοιχεία που είναι αρκετά αχνά, ως και ανύπαρκτα, στις πρώτες συλλογές του –σε σημείο που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε άλλο δημιουργό-, όπως η εριστικότητα ή οι υβριστικές φράσεις, εντατικοποιούνται, γίνονται αδρά και παίρνουν τη μορφή λαίλαπας στις επόμενες. Έτσι ενώ στο «Η δεύτερη μεταμόρφωση» (Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα/ 1950-1952) λέει «την Αγάπη τηνε λεν Αγάπη» και «Αγάπη να την ονομάζεις./ Αγάπη να τηνε ζητάς/ τον Θάνατο, τον λένε Θάνατο.», αποτυπώνοντας έτσι ένα αισιόδοξο κλίμα ελπιδοφόρας αναζήτησης, φτάνει στην υβριστική, καυστική ειρωνεία «Αγάπη μου ξινόροϊδη και χαβιαρομανέστρα/ την Κυριακή ’σουν όμορφη/ μα τη Δευτέρα; Χέστρα.» («Βούιζε»/ Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα/ 1985). Η μεταστροφή είναι τεράστια.

Ας παρακολουθήσουμε όμως την πορεία. Αρχικά το τοπίο ξεραίνεται («Γη πυρός»/ Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα/ 1050-1952) και όπως λέει μένει μόνο μια «σκυμμένη ελπίδα» να τον «εξωθεί». Παρατηρούμε την απογοήτευση και μια «πνιγερή» και χαλαρή προσπάθεια απόδρασης, που φθίνει και βρισκόμαστε ακόμη στην πρώτη συλλογή!

Στοιχεία αντιδραστικού εκνευρισμού αρχίζουν σιγά-σιγά, αμυδρά, να φαίνονται στη συλλογή, ως μια ενοχλητική διαπίστωση, «Ωραία αγόρια και μαντράχαλοι όμως/ που βρωμούν τα πόδια τους.» («Απέναντι στο δρόμο ‘που δεν βγαίνει’»/ Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε/ 1956). Κατά τα άλλα το υπόλοιπο ποίημα κινείται στα πλαίσια της κοινωνικής απογοήτευσης, που εκκολάπτει τα στοιχεία της θυελλώδους μετέπειτα αντίδρασης.

Από το «Ένας ποιητής το 1960» (Ξηρά ποιήματα- στη διακεκαυμένη/ 1963) αρχίζει ο διάλογος με ένα ακαθόριστο πρόσωπο-προσωπείο, με αιφνιδιαστικές ερωτήσεις, που είτε απαντιόνται, είτε υπαινίσσεται τις απαντήσεις τους και πλάθουν ένα πολύ ζωντανό ποίημα, που διατηρείται στα «κόσμια» γλωσσικά μέτρα. Το μοτίβο αυτό ακολουθείτε σποραδικά στο υπόλοιπο της συλλογής (π.χ. στον εσωτερικό αντίλογο στο «Υπό δυσμένειαν»/ Ε΄/ ό.π.).

Όλα αυτά τα μοτίβα ισχυροποιούνται σταδιακά και τον καθορίζουν.

Οι μετέπειτα «κομιστές» των ιδεών του –Ατρείδες, Ορφέας, η γριά- είναι μια απαρχή ενός έμμεσου διαλόγου με προσωπεία, που εξελίσσεται προοδευτικά.

 

 

Τώρα θα επιχειρήσω να σας πω την ιστορία του ποιητή Σταύρου Βαβούρη με τα δικά του λόγια.

Αρχικά φανταζόταν «καλπασμούς και κύματα» (1950-1952), αναζητώντας τη «Δεύτερη μεταμόρφωση» (ό.π.), μα βρισκόταν σε «γη πυρός» (ό.π.). «Η ανάγκη των αγγέλων στους πικρούς καιρούς» (πέντε ποιήματα/ 1954-1957) ήταν επιτακτική στην αδιαφορία του αδιάφορου («Η μπαλάντα του αδιάφορου»/ ό.π.). Άρχισε μετά να «πεθαίνει» (Συμπτώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε/ 1956) και «Ήδη, άρχισε η σήψη» («Αυτοψία»/ ό.π.). Ο εαυτός του έγινε μια πικροδάφνη, «οι πικροδάφνες είμαι εγώ» («Η αλληγορία της πικροδάφνης»/ ό.π.). «Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής» (1959).

Στη συνέχεια έρχεται η υπαρξιακή αμφισβήτηση του εαυτού του ως ποιητή (Ξερά ποιήματα στη διακεκαυμένη/ 1963). Μα όταν βρέθηκε σε κρίση αδιεξόδου κάλεσε τη σοφία του αρχαίου παρελθόντος να του δώσει θέσεις και στάσεις ζωής, μια και διέθετε άριστο φιλολογικό εξοπλισμό (Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής/ 1950-1993). Αντ’ αυτού γέμισε με πληθώρα ερωτημάτων, παρά με απαντήσεις. Όμως «ήταν η απόφαση παρμένη τελεσίδικα:/ ήθελες δεν ήθελες :/ Να στρέψεις.» («Ευρυδίκη»/ Ορφέας κατερχόμενος/ 1971). «Βρέχει στους χωρισμούς» (Λόγω της βροχής. Υστερόγραφα/ 1977) και μας ομολογεί «Μες στην καρδιά μου ακούγεται ένα ποίημα» («Υστερόγραφα»/ ό.π.).

Ενώ ζούμε σε έναν κόσμο που βασιλεύουν Τα ακραία: Εμείς(1984) και όλοι θέλουν μόνο να παίρνουν και ακόμα περισσότερο στον έρωτα, που είναι έκφραση των ανεξέλεγκτων «θέλω» μας.

Αυτή όμως η «φτωχή γριά» έδινε από κάτι σε καθένα που περνούσε («όσον αφορά σ’ εκείνη τη γριά»/ Ι/ Carmina Profana/ 1979-1982), μα εκείνος επειδή άργησε του «’δωσε δυο μούντζες» και «μαύρα φάσκελα». Κάπως έτσι μάλλον έβλεπε εκείνη την εποχή τη ζωή του και ό,τι του δόθηκε. «Με μια φαρμακερή βελόνα/ μπηγμένη ξαφνικά μες στην καρδιά» (ΙΙΙ/ ό.π.), να κλώθει, όπως η Μοίρα –που μάλλον αυτήν συμβολίζει η γριά-, «να δίνει φρούτα,/ δώρα αλλά και φάσκελα» (ΙΙΙ/ ό.π.). Έρμαιο μοιάζει να περιμένει «μήπως κι ανατείλουν/ τα καλά φεγγάρια της», ή να τρέμει «τις συνέπιες/ μιας νέας δυσμένειας» («Τα χαμόγελα της γριάς»/ ό.π.). Θα ήθελε να μπορούσε να της τα ψάλει ένα χεράκι, για τελευταία φορά˙ μα πού μια τέτοια δυνατότητα (ΙΙΙ/ ό.π.), δυστυχώς η Μοίρα είναι ανεξέλεγκτη και απόμακρη. Χρησιμοποιεί συχνά τη μεταφορά του «φάσκελου», παραπέμποντας στη γνωστή λαϊκή έκφραση «είναι φασκελωμένος από τη Μοίρα», δίνοντάς μας μια αίσθηση για το πώς συναισθάνεται τον εαυτό του (πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας και τα προβλήματα της κινητικής του αναπηρίας).

Και επειδή όταν το άγχος, η καταπίεση και η αίσθηση του αδικημένου καθορίζει το είναι μας, τότε όλα αυτά εξωτερικεύονται και προς τους άλλους, «Στάχτη και μπούρμπερη όλοι σας./ Κατακλυσμός δεν ’πα να ’ρθει» (Όσον αφορά στη βρώμικη βροχή/ Ι/ 1984).

Μετά στρέφεται αγωνιωδώς στο «ποίημα» (Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα/ 1985), προσπαθώντας κάπου να αγκιστρωθεί, αλλά εκείνο «τσινάει» και αντιστέκεται.  Του λέει «βάλε με σ’ ένα βάζο με νερό,/ να ζήσω λίγο ακόμα˙/ όσο κι όπως εσύ.» (ό.π.).

Αλλά επειδή τα δημιουργήματά μας είναι ό,τι εμείς οι ίδιοι: «Όχι,όχι/ Δύσθυμο, δυσάρεστο γραφόταν./ Πήγαινε κάπως πάντως ν’ αρθρωθεί./ Χειροδικούσε, τσίριζε/ Αλλόφρον πέρα δώθε/ όμοια με τίγρη στο κλουβί.// Νευρωτικό –μονάχα;/ Περνούσε πια στη σχιζοφρένεια/ -λέγανε να το δέσουν-» («Βούιζε»/ ό.π.).

Και ακριβώς επειδή ο Σταύρος Βαβούρης είναι αυθεντικός ποιητής γι’ αυτό τα ποιήματά του είναι αληθινά. Αν προσποιούταν τα έργα του θα ήταν κίβδηλα και αδύναμα, χωρίς να αγγίζουν.

Επιλογικά, θα ήθελα να συνοψίσω, ότι όλες αυτές οι διαλυτικές ερωτήσεις και η ανασφάλεια, με τη χρήση ενός πολύ αδρού και πηγαίου λόγου, αποδομούν κάθε βεβαιότητα και στήριγμα, κατασκευάζοντας ένα ανασφαλές και αγχωτικό κλίμα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top