Fractal

Με τη μυρωδιά του σανιδιού  

Γράφει η Αλεξάνδρα Μυλωνά // *

 

 

 «Τρεις βαλίτσες», Σταύρος Παρχαρίδης, εκδ. Το δόντι, σελ. 152

 

Μυρίζουν σανίδι οι Τρεις βαλίτσες, το πρώτο βιβλίο του Σταύρου Παρχαρίδη με τρία θεατρικά έργα, το ομότιτλο, τον Γέρο και τις κάλτσες του και τα Κοράκια στην πόλη, που εκδόθηκε σε 152 σελίδες από τις εκδόσεις Το δόντι το καλοκαίρι του 2018.  Για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού, αρχικά, ακολουθεί η όχι εξαντλητική αλλά συνοπτική και –ελπίζω– καίρια εστίαση στο καθένα από αυτά ξεχωριστά.

  • Τρεις βαλίτσες

Θεατρικό έργο με τρία πρόσωπα, καθένα από τα οποία έχει τη δική του, χαρακτηριστική ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό της βαλίτσα, που αναπτύσσεται σε τέσσερις πράξεις. Σ’ έναν χώρο – μη χώρο αυτά τα τρία πρόσωπα, ο Δον Κιχώτης του Πάντσου και της Δουλτσινέας (“όχι όμως η φίρμα η θεατρική”, όπως λέει ο ίδιος ο ρόλος “αλλά ένας άλλος απλός, αυτός της καθημερινότητας”) με το ραδιοφωνάκι του και τα παράσιτά του, ένας Άντρας (με το Άλφα κεφαλαίο, άρα ρόλος-εκπρόσωπος φύλου) με το κινητό του που δεν έχει όμως σήμα και μια γυναίκα με το μικρό της τσεκούρι και το όνομα Μήδεια (όνομα που δηλώνει εξαρχής τη σύνδεση του γυναικείου αυτού ρόλου με αυτόν της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, την ίδια στιγμή που τον ερμηνεύει) συναντιούνται.  Χρόνος συνάντησης; Μετά. Πρόκειται, καθώς ανακαλύπτει ο αναγνώστης-θεατής σταδιακά, για μια συνάντηση νεκρών. Μια συνάντηση ενός τριγώνου (του θύτη, του θύματος και του αυτόπτη μάρτυρα) που αποτελεί μια μικρογραφία της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη της τεχνολογίας και τις στρεβλώσεις της, τον πόλεμο για το κέρδος, την απατεωνία, το δουλεμπόριο, τους πρόσφυγες, την εκκωφαντική σιωπή των κρατούντων, των δημοσιογράφων και των πολιτών λόγω φόβου). Η συνεύρεση των προσώπων αποτελεί το απαραίτητο στάδιο κάθαρσης, στο οποίο αυτά χρειάζεται να αναλάβουν την ευθύνη να επιλύσουν ζητήματα και εκκρεμότητες των σχέσεών τους στο παρελθόν, για να μπορέσουν να προχωρήσουν στη μετά θάνατον ζωή τους –όσο και όπου και αν.

 

  • Ο Γέρος και οι κάλτσες του

 

Μονόπρακτο. Ο μονόλογος ενός άστεγου γέρου που ξεκίνησε να πουλά κάλτσες την εποχή της μετακατοχικής πείνας και της μετεμφυλιακής δυσκολίας στη χώρα, συνέχισε την εποχή της ανάπτυξης και της βίαιης διακοπής της με τη δικτατορία, έζησε την πραγμάτωση ως έναν βαθμό του ονείρου αλλά γνώρισε και την εκμετάλλευσή του στη μεταπολίτευση, απόλαυσε την ευμάρεια του καπιταλισμού μέχρι να ρημάχτεί από αυτήν αργότερα, για να καταλήξει σήμερα –ζώντας πάντα στον απόηχο των μεγάλων γεγονότων, βιώνοντας όμως στο πετσί του τις συνέπειές τους– ρακοσυλλέκτης που κοιμάται σε χαρτόκουτο στον δρόμο. Σας θυμίζει κάτι; Κάποιον γνωστό, γείτονα ή συγγενή;
(Δεν είναι τυχαία, νομίζω, η αφιέρωση του έργου από τον συγγραφέα στους γονείς του που “σε όλη τους τη ζωή πορεύτηκαν με κάλτσες καθαρές”).  Άλλος ένας ξεγελασμένος, γι’ αυτό και χεωκοπημένος νεοέλληνας αυτός ο Γέρος ήρωας-αντιήρωας του θεατρικού του Σταύρου Παρχαρίδη που παραληρεί μονολογώντας, αλλά και που μέσα στην απόγνωσή  εφευρίσκει τρόπους επιβίωσης. Λόγου χάρη, ο συγκεκριμένος έμπορος θεοποιεί το προϊόν που εμπορεύεται, δηλαδή την Κάλτσα και ο ίδιος από πλασιέ (πωλητή καλτσών) μεταλάσσεται, σε “Ιεροκήρυκα της Καλτσικής Πίστης”, όταν πτωχεύει. Είναι σαφής η συγγραφική πρόθεση να αφυπνίσει τον κόσμο, να τον ταρακουνήσει –όσο μπορεί. Ποιος καλύτερος τρόπος από τη σάτιρα; (Το κλάμα, είναι γνωστό, στεγνώνει πιο γρήγορα και πιο λυτρωτικά για όλους εμάς τους έτσι κι αλλιώς πάσχοντες με ένα γέλιο).

 

  • Κοράκια στην πόλη

 

Μονόπρακτο, επίσης. Ο μονόλογος μιας κούκλας πίσω από το τζάμι ενός καταστήματος ρούχων –πίσω για μας–,  μιας κούκλας, η οποία αφηγείται τις σκέψεις και τα συναισθήματά της από την ιδιότυπη πρόσληψη της δικής μας πραγματικότητας μέσα από το γυαλί μιας βιτρίνας, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως τοίχος προστατευτικός για την ίδια αλλά και ως παραμορφωτικός καθρέφτης των όσων συμβαίνουν στη “μικρή μας πόλη” –όλων στρεβλών, βαθιά απειλητικών, άκρως επικίνδυνων, όπως τα βίαια κοράκια που κάνουν τον τόπο άντρο τους και τον λυμαίνονται.

 

O συγγραφέας Στάυρος Παρχαρίδης

 

Τρεις παρατηρήσεις προκύπτουν, στη συνέχεια,  αβίαστα από τη θεώρηση των τριών αυτών θεατρικών έργων του Παρχαρίδη στο σύνολό τους, τρεις επισημάνσεις που δίνουν ένα πρώτο στίγμα της θεατρικής κατ’ ουσίαν γραφής του.

Παρατήρηση πρώτη: ο συγγραφέας αξιοποιεί και απολαμβάνει την ελευθερία του μέσου του. Υπερβαίνει συνειδητά τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας, καταργεί κάθε αυτονόητο και κάθε δεδομένο. Έτσι, χωροχρονικά η δράση στις Τρεις βαλίτσες, τοποθετείται σ’ ένα νοητό υπόγειο αλλού, μετά τον βιολογικό θάνατο των προσώπων. Έτσι, ο πρώην πωλητής καλτσών και νυν κλοσάρ στον Γέρο και τις κάλτσες του άλλοτε υποδύεται επί σκηνής τον σκύλο του Καλσόν (!) και άλλοτε συνομιλεί με τις κάλτσες του (!) Έτσι, στα Κοράκια στην πόλη λόγο αρθρώνει μια άφυλη κούκλα βιτρίνας!

Παρατήρηση δεύτερη: ο συγγραφέας είναι ευρηματικός –δουλεύει με την επινόηση, το ξάφνιασμα, την ανατροπή σε όλα τα επίπεδα (όχι μόνο συγγραφικά, αλλά και σκηνοθετικά και υποκριτικά) λόγω της γνώσης και της επαγγελματικής του εμπειρίας, προκαλώντας έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις στον αναγνώστη-θεατή (κλάμα ή γέλιο, ανάλογα με το τι χρειάζεται η στιγμή), αφοπλίζοντάς τον τεχνιέντως από τις άμυνές του, κερδίζοντάς τον θεαματικά στην από σκηνής μάχη. Ξεχωριστά τα κωμικοτραγικά λεκτικά  εύρηματα της περιγραφής της θρησκείας της Αγίας Κάλτσας στον μονόλογο του Γέρου. Ενδιαφέρουσα η σύνδεση των κορακιών –με εμφανείς τις λογοτεχνικές,  κινηματογραφικές και πολιτικές αναφορές τους– με την απειλή, τον φόβο και τη χωρίς μέτρο αγριότητα της σύγχρονης ταξικά, φυλετικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά διαχωρισμένης δυτικής κοινωνίας στα Κοράκια στην πόλη. Λειτουργικό στη μυθοπλαστική ανάπτυξή του το γνωστό αυτοσχεδιαστικό παιχνίδι των βαλιτσών με τα συμβολικά υπάρχοντα του κάθε προσώπου στις Τρεις βαλίτσες, με αποκορύφωμα το πανί που, στην προσφυγική εκδοχή της Μήδειας, γίνεται καράβι για το ταξίδι στη θάλασσα.

Παρατήρηση τρίτη: ο συγγραφέας γράφει προφορικά –όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται αυτό. Ο λόγος των χαρακτήρων του είναι άμεσος, ανεπιτήδευτος, λαϊκός, όπως και οι ίδιοι –με την άγνοια και τα λάθη τους–, όπως κι εμείς. Γι’ αυτό και επιτρέπει να ταυτιστούμε μαζί τους. Ο μονόλογος ή ο διάλογός τους όμως, επιπλέον, μας αποκαλύπτει το βλέμμα και τον στοχασμό του δημιουργού τους, ο οποίος διεκδικεί με τη γραφίδα του, που ανοίγεται από το δράμα ίσαμε την κωμωδία, την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για μια ζωή διαφορετική από αυτήν του κόσμου του χρήματος και της εξουσίας· μια ζωή με ανθρωπιά.

Γι’ αυτό κάνει θέατρο ο Παρχαρίδης, γι’ αυτό μυρίζει σανίδι η γραφή του. Γιατί το θέατρο δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός του βίου μας, που τον φωτίζει –ακόμα και στην ιδιωτική σκηνή του μυαλού μας–, για να τον δούμε καθαρά, εμείς οι ήρωες της πραγματικής ζωής,  και, όπου χρειάζεται, να τολμήσουμε να τον αλλάξουμε. Ή και να τον ανατρέψουμε.

 

 

 

* Η Αλεξάνδρα Μυλωνά γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλοσοφία και θέατρο. Γράφει (Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης), σκηνοθετεί (Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών), παίζει (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών). Δημοσιεύει σε λογοτεχνικά περιοδικά και blog. Εργάζεται στο Καλλιτεχνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης.

Βιβλία: Πώς τα πας με την απώλεια; (διηγήματα, Οροπέδιο 2018) Γάμος στα βαθιά (θέατρο για παιδιά, Ρώμη 2016), Τα απλά παραμύθια ενός σπιτιού (θέατρο για παιδιά, Ρώμη 2015), Η χάρτινη Αντιγόνη-από το αρχαίο θέατρο στα καρέ της εικοναφήγησης (μελέτη, Γράφημα 2013), Εγώ και μερικές φίλες μου (μονόλογοι, Γράφημα 2009), Με μια ανάσα (παραμύθια για παιδιά, Δ. Συκεών 2004), Η Φωνή του Νερού (θεατρικό, Άχθος 2001).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top