Fractal

Βαγγέλης Αναγνώστου «Σταθμοί πορείας» Αναμνήσεις ενός χειρουργού, Εκδ. ΑΩ

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

Πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι πολλά: η ζωή ενός χειρουργού, η άγνωστη όψη της ιατρικής, η ιστορία ενός παιδιού και ενός τόπου. Ο Βαγγέλης Αναγνώστου, συγγραφέας ήδη, εκτός από εξαιρετικός γιατρός, φίλος ζωής για πολλούς από μας, αποδεικνύεται η ψυχή και τα μάτια μας, κατορθώνοντας να καταστήσει το τοπικό οικουμενικό και το προσωπικό συλλογικό και κοινό, υπάρχουν εξάλλου πολλές άσβηστες φωτιές σε κάθε τόπο.

Στο σημερινό Fractal ό,τι θα θέλατε να μάθετε για τον συγγραφέα και το βιβλίο σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο.

Η αποτίμηση, σε προσεχές τεύχος.

 

Βιογραφικό:

Ο Βαγγέλης Αναγνώστου γεννήθηκε στο Κορωπί Αττικής, όπου και περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές.

Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει την ειδικότητα του Γενικού Χειρουργού.

Από το 1976 κατέχει τον τίτλο του Διδάκτορα της Χειρουργικής.

Εργάστηκε στον Ευαγγελισμό, στο Γ.Κ.Ν. Βόλου, στο Δ.Θ.Ι.Π. “Μεταξά” και στο Γ.Ν.Ν.Μ. “Αμ. Φλέμινγκ” ανελθών διαδοχικά όλες τις βαθμίδες της Νοσοκομειακής ιεραρχίας (Επιμελητής, Επιμελητής Α΄, Διευθυντής, Συντονιστής Διευθυντής).

Από το 1997 και για 16 συνεχή έτη διηύθυνε το Χειρουργικό Τμήμα του Νοσ. “Αμ. Φλέμινγκ”.

Έλαβε μεταπτυχιακή εκπαίδευση στην Μεγάλη Βρετανία και συγκεκριμένα στην Royal Postgraduate Medical School στο Λονδίνο (Hammersmith Hospital), στο Royal Devonand Exeter Hospital στο Exeter, και στο Guildford Medical Centre, (St. Lukes Hospital) στο Guildford.

Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Εξειδικευμένα χειρουργικά θέματα”, πολλών μονογραφιών σε χειρουργικά συγγράμματα και πολλών εργασιών σε Ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά. Αρθρογραφεί συχνά στον ημερήσιο Αθηναϊκό τύπο.

Είναι τακτικό μέλος Ελληνικών και Διεθνών Ιατρικών Εταιρειών. Δεν έχει υπολογίσει ποτέ τον αριθμό των εγχειρήσεων που έχει κάνει ή συμμετείχε, αλλά είναι πάρα πολλές. Αν και Γενικός Χειρουργός πιστεύει ότι οι καρδιοχειρουργοί που ασχολούνται με τις μεταμοσχεύσεις καρδίας-πνευμόνων είναι οι μοναδικοί επιστήμονες που ξεπερνούν τα όρια της Χειρουργικής τελειότητας!

 

 

Γεννήθηκα στα χρόνια μεταξύ Κατοχής και Εμφυλίου. Μεγάλωσα στην θαμπή δεκαετία του ’50 αλλά έζησα στην φωτεινή δεκαετία του ’60. Η δικτατορία ήρθε στη μέση των Πανεπιστημιακών σπουδών. Όταν ξεκινούσα την Χειρουργική μετά την μεταπολίτευση, το μόνο εφόδιο που είχα ήταν το πείσμα, η συνέπεια και η φιλοδοξία για κάτι καλλίτερο…

… Ένα ταξίδι που άρχισε από το Κορωπί, είχε διάρκεια 42 ολόκληρα χρόνια με διάμεσους σταθμούς, τελείωσε στο Νοσοκομείο Αμ. Φλέμινγκ τον Σεπτέμβριο 2013…

Η ιδέα ενός βιβλίου που θα συνόδευε εικόνες και σύντομα κείμενα, πήρε μορφή στο προηγούμενο χειρουργικό πόνημα μου. Τώρα κάνω το ίδιο, ταξινομώντας τις αναμνήσεις μου, τεκμηριωμένες με φωτογραφίες. Τα κείμενα και οι εικόνες συνδυάζονται, όμως μπορούν να διαβαστούν και αυτοτελώς.

Δεν ακολουθώ πολλούς που τοποθετούν στο παρελθόν τους όλα τα προτερήματα και στο σήμερα, όλα τα ελαττώματα.

Στις σελίδες που ακολουθούν έγινε προσπάθεια τα γεγονότα που ακολουθούν να έχουν χρονολογική σειρά. Ο αναγνώστης καλείται να το αγνοήσει αυτό και να σταματάει σε όποιο χρόνο τον ενδιαφέρει περισσότερο, σε ένα γνώριμο “φλας-μπάκ” για να πάει μια βόλτα στο παρελθόν ή για να παίξει και με το μέλλον. Αλλά στο τέλος να τα αφήνει όλα μαζί να συνθέσουν μια εικόνα, ένα σύνολο. Και να αναζητά στοιχεία κοινωνικής θεωρίας, χάρη στα οποία οι ιστορίες αυτές να διαθέτουν μια σημασία που υπερβαίνει αυτήν που έχουν για μένα που τις έζησα.

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο: 

 

 

Ο παππούς που δεν γνώρισα…

Στις 9 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί κατακτητές με τους ντόπιους συνεργάτες τους, εφαρμόζοντας την αρχή της συλλογικής ευθύνης (όπως σε Καλάβρυτα, Δίστομο, Καισαριανή κ.λπ.), πυρπόλησαν το Κορωπί. Έκαψαν μεταξύ άλλων και το σπίτι μας ενώ σκότωσαν τον παππού μου μαζί με άλλους 46 αθώους αμάχους. Γεννήθηκα μετά απ’ αυτά τα γεγονότα αλλά θυμάμαι την καταθλιπτική ατμόσφαιρα που υπήρχε και γινόταν πιο έντονη από την μυρωδιά των καμένων χαλασμάτων. Η Γιαγιά δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα ενώ ο Πατέρας μου εξαιρετικά φειδωλός στις αναφορές του, ουσιαστικά επέλεξε μια διαχρονική απέραντη σιωπή. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ γι’ αυτά, αυτός που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κατοχή είχε υπάρξει όμηρος των Ιταλών. Μόνο εξέφραζε αγανάκτηση μαζί με μια υποβόσκουσα σκληρότητα. Οι παιδικές εικόνες μου περιλαμβάνουν όλη την οικογένεια στριμωγμένη σε ένα δωμάτιο, με ρούχα και πράγματα άτακτα στοιβαγμένα και μετά το πατρικό σπίτι ξαναφτιαγμένο. Υπάρχει ένα τρομερό κενό στην μνήμη μου για το πώς ξαναφτιάχτηκε…

Ο Παππούς μου ο Βαγγέλης (που δεν γνώρισα), με κοίταζε μόνο μέσα από το κάδρο με το τζάμι, στην μεγάλη φωτογραφία που ο πατέρας μου είχε κρεμάσει στο σαλόνι του σπιτιού μας και δεν ξεκρεμάστηκε ποτέ από εκεί. Οι περιγραφές των άλλων μιλάνε για ένα επιβλητικό και εργατικό άτομο, ιδιαίτερα καλοντυμένο, μια έντονη προσωπικότητα με μεγάλο κοινωνικό κύρος. Η περιγραφή που κάνει ο Χρήστος Θηβαίος (που ήταν ο τελευταίος που τον είδε ζωντανό) για το πώς τον έσωσε από τις Γερμανικές σφαίρες, λίγο πριν πέσει ο ίδιος νεκρός, είναι συνταρακτική. Η Νίτσα Παπαγεωργίου, όταν αναφέρεται σε αυτόν, ξεκινά την διήγηση της πάντα με το «ήταν καλός…». Ο γείτονας, μακαρίτης πια, Βαγγέλης Αγγελής θυμόταν: «ήταν καλός και παλληκάρι…».

Κτυπήθηκε από το πολυβόλο που είχε τοποθετηθεί στο καμπαναριό του ναού της Αναλήψεως ενώ βρισκόταν στην κορυφή του λόφου «Παλάτι» βοηθώντας άλλους να γλυτώσουν… Όταν τον βρήκαν κοντά σε μια συστάδα θάμνων (προφανώς δεν πρόλαβε να καλυφτεί), είχε μια τεράστια κηλίδα αίματος στην συμβολή του μηρού με την κοιλιά. Σαν γιατρός μπορώ να συμπεράνω ότι μια σφαίρα στην μηριαία αρτηρία ήταν καθοριστική γιατί πρέπει να του προξένησε ακατάσχετη αιμορραγία και κατέληξε αβοήθητος μέσα στον γενικό πανικό. Τα παιδιά του φέρανε μια μισοκαμμένη πόρτα από το σπίτι, που χρησίμευσε σαν φέρετρο, τον ξάπλωσαν επάνω και έτσι ετάφη… Στο πιστοποιητικό θανάτου αναγράφεται σαν αιτία «εκ πολεμικού όπλου Γερμανού στρατιώτου»…

Με την λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, η δημοκρατική Ελλάδα σαν τελική νικήτρια ασχολήθηκε περισσότερο με την ανασυγκρότηση παρά με την απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης και τιμής στα θύματα της Κατοχής. Ειδικά για την καταστροφή του Κορωπίου στις 9 Οκτωβρίου 1944 αρκετοί μιλούσαν για δράση, μαζί με τους Γερμανούς, φανερών και κρυφών ταγματασφαλιτών αλλά όλα έμειναν σε επίπεδο φημών, αν και ο δοσιλογισμός και η συνεργασία με τον κατακτητή δυστυχώς ήταν Πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Αυτή, η μετά το 1950 συμπεριφορά, που επεβλήθη σαν πολιτική λήθης και εθνικής συμφιλίω­σης, επέτρεψε ώστε στο Κορωπί να συνυπάρχουν αθώοι και φταίχτες, θύτες και θύματα ενώ συνέπραξε και στην παραποίηση της Ιστορίας αυτής της περιόδου. Βέβαια το φαινόμενο της σιωπής παρατηρήθηκε και σε άλλες χώρες μεταπολεμικά, ακόμη και στην ίδια την Γερμανική κοινωνία κυρίως την δεκαετία του ’50 και στις αρχές του ’60. Στο Κορωπί όμως προφανώς η τραυματική εμπειρία ήταν τόσο μεγάλη που καμία Δημοτική Αρχή ή Σύλλογος ή Δημότης ασχολήθηκε με την διατήρηση της μνήμης των θυμάτων μέχρι πρόσφατα. Το μνημείο των πεσόντων εγκαταστάθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1994 (μετά από 50 ολόκληρα χρόνια!!), ενώ ανακηρύχτηκε Μαρτυρική Πόλη μετά από 70 χρόνια! Δυστυχώς η πόλη πλήρωσε βαρύ το τίμημα τις συλλογικής ευθύνης που οι Ναζί εφήρμοζαν τότε για ασήμαντες αφορμές. Για την ιστορική ερμηνεία αυτού του γεγονότος υπάρχουν λίγες αλληλοσυγκρουόμενες γραπτές μαρτυρίες (παλιές και νέες) και άφθονες προφορικές που με την πάροδο του χρόνου μοιραία λιγοστεύουν. Και τούτο γιατί είναι γνωστό ότι η με το γραπτό λόγο μεταφερόμενη γνώση παραμένει αναλλοίωτη και μπορεί να αποτελεί σε κάθε εποχή σημείο αναφοράς. Αντίθετα, η με τον προφορικό λόγο μεταφερόμενη γνώση, με την πάροδο του χρόνου και την από γενιά σε γενιά μεταφορά της, χάνει συνήθως την ζωντάνια της και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να διαστρεβλώνεται ή να εξαφανίζεται. Με τα χρόνια που έχουν περάσει εξασθενίζουν οι προσωπικές μνήμες και μοιραία συμβαίνει το δεύτερο που ενισχύεται με την φυσική «απουσία» των αυτοπτών μαρτύρων, που αργά-αργά διαβαίνουν το κατώφλι της ανυπαρξίας. Και είναι κρίμα που οι συνθήκες άλλαξαν πολύ γρήγορα ώστε οι νέοι, όχι μόνο δεν γνωρίζουν αυτή την εποχή, αλλά ούτε, πιστεύω, μπορούν να φανταστούν.

Σήμερα, συνεχίζει να υπάρχει στην σκέψη μου το βλέμμα του Παππού που δεν γνώρισα, από την φωτογραφία στο σαλόνι…

 

 

Το πατρικό σπίτι….

Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν το κέντρο της οικογένειας μας και του κόσμου μου, ακόμη κι αφού έφυγα σαν φοιτητής. Ολόκληρη η οικογένεια ήταν τότε εγκατεστημένη στην παλιά μονοκατοικία της οικογένειας Αναγνώστου, στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου 74 (τώρα ο αριθμός είναι 88, όπου είναι η Εθνική τράπεζα). Ήταν το ίδιο σπίτι που πυρπόλησαν οι Γερμανοί τον Οκτώβρη του 1944, σκοτώνοντας ταυτόχρονα τον παππού τον Βαγγέλη. Εγώ δεν είχα γεννηθεί τότε. Βέβαια το θυμάμαι, ξανακτισμένο, πολύ καιρό μετά το κάψιμο από τους Γερμανούς, με τον μπροστινό κήπο γεμάτο λουλούδια, ενώ στην πίσω αυλή κυριαρχούσε το πεύκο με το πηγάδι. Η εικόνα από το καμένο σπίτι παραμένει θολή σαν σκιά μισοσβησμένη και αόριστη, χαμένη μέσα στα σύννεφα των παιδικών αναμνήσεων. Στην μνήμη έχουν παραμείνει οι τέσσερις μαύροι τοίχοι χωρίς σκεπή και πάτωμα που είχε καεί γιατί ήταν ξύλινο, με το υπόγειο να χάσκει ενώ έχει παραμείνει η αίσθηση της απαίσιας μυρωδιάς από την ρίψη των εμπρηστικών. Τίποτα άλλο. Η περίοδος που ξαναφτιάχτηκε δεν υπάρχει στην θύμησή μου. Η «σκιά» του σκοτωμένου παππού ήταν έντονη, ανακατεμένη με πένθος και πόνο. Και όλο το σπίτι γύρω να σιωπά με σεβασμό. Ίσως γι’ αυτό η μητέρα μου καθημερινά με έστελνε στον άλλο παππού, τον παππά, το σπίτι του οποίου είχε σεβασμό αλλά δεν είχε πένθος.

Η παιδική γειτονιά μου τότε είχε όλα τα καλά: το φούρνο του Γιώργου Υφαντή, ένα συνεργείο αυτοκινήτων, το μπακάλικο του Πουλάκη, πολλές λεύκες στο δρόμο (αργότερα ένας ανεκδιήγητος Δήμαρχος τις ξερίζωσε!), ο φοίνικας μπροστά στο σπίτι μας, πολλές γλάστρες και λουλούδια, ένα τσαγκαράδικο, δύο μεγάλα εργοστάσια (Χατζηδήμα και Στεργίου) πολλούς «εθνικιστές», τρεις-τέσσερις κομμουνιστές και καμιά εικοσαριά «συνοδοιπόρους». Όλα τα κτίρια τότε μου φαίνονταν και διατηρούνται στην μνήμη, όμορφα.

 

 

Κάπου στα μέσα της Δεκαετίας του 50, κτίστηκε το πρατήριο βενζίνης η «ή Βενζίνη» μας. Αρχικά βρισκόταν στα αριστερά του σπιτιού μας και αργότερα μεταφέρθηκε στην άλλη μεριά, δεξιά, όπου παραμένει μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς της περιοχής και έχοντας μεγαλώσει και θρέψει, τρείς γενιές Αναγνωσταίων.

Η ανοικοδόμηση και η αντιπαροχή άλλαξε βαθμιαία την μορφή της Γειτονιάς. Πέρασαν οι ωραίες εποχές, και η καινούργια ζωή δεν είχε θέση για στοργικές μονοκατοικίες. Η μνήμη τώρα βλέπει το σπίτι να αλλάζει όψη αφού γύρω-γύρω λιγοστεύουν τα δένδρα, οι πορτοκαλιές, οι ντάλιες, οι γαζίες… Το πατρικό σπίτι προσπαθεί να διατηρήσει την ηρεμία του, την ευγένεια του, τη γοητεία του. Έχει όμως βαρύ ιστορικό… Κάθε φορά που ράγιζε ένας τοίχος, κάθε φορά που κάποιο ανησυχητικό σημείο εμφανιζόταν στη στέγη, ακούγαμε από τον μηχανικό ότι «…άμεσος κίνδυνος δεν υπάρχει, αλλά όσο να ’ναι…». Έτσι έγινε και αυτό θύμα της «προόδου». Στη θέση του ένα «μοντέρνο» οικοδόμημα. Έμεινε μόνο ο φοίνικας να το θυμίζει μέχρι που πριν από μερικά χρόνια, απογοητευμένος, μόνος και γερασμένος, ξεράθηκε και αυτός. Έτσι από την παλιά γειτονιά, σημείο αναφοράς, εκτός από την «Βενζίνη» παραμένει άθικτο το σπίτι του θείου Γιάννη και το όμορφο πεύκο στην αυλή του Μπουγάτσα, στον άλλο δρόμο.

Καμιά φορά με ρωτούν: «Το θυμάσαι το παλιό σπίτι;» Και πάντοτε απαντώ: «Ναι, το θυμάμαι καλά, είναι αδύνατο να ξεχαστεί». Κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες του, θεωρείς αρχικά, ότι κάθε κατεδάφιση είναι ένα μικρό έγκλημα. Όμως η λογική και η ψυχραιμία επικρατούν.

Η ανάμνηση του είναι με αγάπη και νοσταλγία, γιατί χάρισε ωραίες ζωές στους ανθρώπους που γεννηθήκανε και μεγαλώσανε και δουλέψανε κάτω από την ταλαιπωρημένη στέγη του.

Γράφοντας τώρα γι’ αυτά τα παλιά, μισοξεχασμένα χρόνια, σκέπτομαι ότι, χάρις το φωτεινό μυαλό του πατέρα μου, το σπίτι ήταν πηγή ελεύθερης γνώσης και μόρφωσης, στο κέντρο του οποίου μεγάλωνα.

Με τον θάνατο της μητέρας μου, ανακαλύπτω ότι έφυγε ο τελευταίος ζωντανός συνδετικός κρίκος με αυτό το κομμάτι της νιότης μου και ότι τώρα πλέον υπάρχει μόνο στην μνήμη μου, ευγενικό, φωτισμένο αλλά κουρασμένο και σιωπηλό…

 

 

Ανθρώπινα, Ιατρικά και άλλα…

Πασίγνωστος σκηνοθέτης προβαλλόμενος από την τηλεόραση, νοσηλεύτηκε για ένα διάστημα. Μόνο σε μένα η συμπεριφορά του ήταν εξαιρετικά ευγενική, στους άλλους απότομη και μάλλον αναιδής. Φεύγοντας με ευχαρίστησε που στις συνομιλίες μου μαζί του χρησιμοποιούσα πληθυντικό. Οι περισσότεροι, με την ψευδή οικειότητα που δημιουργεί το γυαλί, χρησιμοποιούσαν τον ενικό. Αν και δεν του άρεσε, δεν τον εμπόδιζε να απευθύνεται απαξιωτικά και με έπαρση προς όλους… και στον ενικό…

Ένα περίεργο υπαρξιακό δέος σε καταλαμβάνει, όταν βρεθείς για πρώτη φορά σε ένα τεράστιο κοινόχρηστο χώρο του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου των Αγ. Αναργύρων στην Κηφισιά, και αντικρίσεις μια αυτοσχέδια εντυπωσιακή συλλογή από τάματα, εικόνες, καντήλια και κάθε είδους αφιερώματα από ανθρώπους που ταλαιπωρούνται με την Υγεία τους. Στο αχανές σαλόνι του 1ου ορόφου και στην κουπαστή των παραθύρων έχει εναποτεθεί η παράκληση, η προσευχή, η λύπη για τα χαμένα όνειρα. Είναι η έσχατη καταφυγή του απελπισμένου που απευθύνεται με προσφορές στην Θεότητα αλλά και μια πανίσχυρη αχτίδα ελπίδας και θέλησης για να αποδειχτεί ότι η δύναμη να ξεπερνάς τις άσχημες συνθήκες είναι μεγαλύτερη από όσο μπορούμε να φανταστούμε.

Στον περιβάλλοντα χώρο, δίπλα στο Parking, μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία και η ερημιά του τοπίου, μας υπενθυμίζει «τον Γολγοθά» που οι καρκινοπαθείς ανεβαίνουν καθημερινά.

Υπάρχει μια σιωπή επειδή δεν έχουν το κουράγιο να φωνάξουν. Γίνεται εκκωφαντική βλέποντας την έρημη εκκλησία…

Η μεγαλύτερη και βαρύτερη εγχείρηση της κοιλιάς είναι η παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή κατά Whipple. Η εκτέλεση και η επιτυχής έκβαση της αποτελεί επιδίωξη κάθε χειρουργού. Πρόκειται για συνδυασμό αφαίρεσης ζωτικών οργάνων και περίπλοκη μεθόδευση αποκατάστασης των υπολοίπων. Βαρύτατη επέμβαση, θεωρείτο για πολλά χρόνια-κακώς- η καταξίωση του χειρουργού. Επιθυμούσα να την κάνω και στο Φλέμινγκ. Βρέθηκε και προετοιμάστηκε ο άρρωστος, ορίστηκε η ημέρα εγχείρησης, ο ιατρικός φάκελος ήταν πλήρης. Δυο ημέρες πριν, ξαφνικά ο άμεσος συνεργάτης και φίλος Γιάννης Σακελλαρίου με ρώτησε:

«Θα πάει καλά ο άρρωστος;»

«Τι είπες;»

«Ρωτάω, αν θα πάει καλά ο άρρωστος. Μονάδα (ΜΕΘ) δεν έχουμε, οι αναισθησιολόγοι δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτή την εγχείρηση, επίσης θα είναι η πρώτη φορά για το νοσηλευτικό προσωπικό. Εμείς θα κάνουμε την επέμβαση σωστά, αλλά θα πάει καλά ο άρρωστος; Στον Ευαγγελισμό είναι ψηλή η μάντρα, εδώ όμως;»

Ήταν να μην το πει. Σκέφτηκα ότι σαν υπεύθυνος, θα αντιμετώπιζα άλυτα προβλήματα. Άλλαξα γνώμη. Έγινε παραπομπή του αρρώστου σε ειδικό κέντρο και εκτιμήσαμε ότι οι φιλοδοξίες πρέπει να είναι χαμηλότερα από τις δυνατότητες.

Δεν μου άρεσαν οι εκτός Ιατρικής ευθύνες. Τις απέφευγα. Κάποτε, ένας φίλος με παρακάλεσε να τον αντικαταστήσω στο ψηφοδέλτιο των εκλογών ενός συλλόγου, επειδή εμφάνισε κάποιο πρόβλημα. Θα ήμουν αναπληρωματικός στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Δέχτηκα επειδή θα είχα μηδαμινή απασχόληση. Εκλέχτηκα και δυστυχώς έγινα μόνιμος γιατί αρρώστησε κι άλλο μέλος. Τότε συνάντησα το θέατρο του παραλόγου. Που δεν προήρχετο από τους εκάστοτε κατηγορούμενους αλλά από τα υπόλοιπα μέλη του Πειθαρχικού. Μόνιμοι συνδικαλισταράδες όλοι τους, προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μεταξύ κομματικών δεσμεύσεων, προσωπικών υποχρεώσεων, γνωριμιών και άλλων τινών. Ξεσπούσαν μόνο σε κάποιο φουκαρά.

Άντεξα μόνο ένα εξάμηνο. Όταν σταμάτησα να πηγαίνω δεν το αντιλήφθηκαν αμέσως. Το διαπίστωσαν όταν κάποτε προέκυψε πρόβλημα απαρτίας και κάποιος έλειπε…

Ολλανδία, Άμστερνταμ, 1991. Συνέδριο Αιματολογικού ενδιαφέροντος. Τότε, σε αυτή την χώρα μόλις είχαν αποποινικοποιηθεί ορισμένα είδη ουσιών τα οποία διατίθεντο ελεύθερα στην αγορά. Υπήρχε κοινωνικό πρόγραμμα αξιολόγησης και μετείχαν οικειοθελώς φοιτητές που παράλληλα απασχολούνταν σε βοηθητικές εργασίες στο συνέδριο (μάγειροι, σερβιτόροι, θυρωροί κ.λπ.).

Στο επίσημο δείπνο, μετά το φαγητό, ένας φοιτητής του προγράμματος μου ζήτησε την άδεια να με ζωγραφίσει. Αν και δεν κατάλαβα καλά, συγκατένευσα. Αφηρημένα τον είδα από μακριά να σημειώνει κάτι με ένα μαρκαδόρο σε μια κόλα λευκού χαρτιού. Μετά από λίγο μου την έδωσε τυλιγμένη σαν ρολό. Την ξετύλιξα. Είχε κάνει ένα σκίτσο, ένα σχέδιο με το πρόσωπο μου. Τον ευχαρίστησα. Τον ρώτησα αν οφείλω κάτι. Πήρε από το τραπέζι, μόνο ένα κουτί Ελληνικά σπίρτα που απεικόνιζαν την Ακρόπολη. Έμαθα ότι εκείνο το βράδυ όλα τα παιδιά ανήκαν σε σχολή Ζωγραφικής.

Όταν το κοίταξα πάλι, μου άρεσε, το κράτησα και από τότε το έχω στο Γραφείο μου…

Από την γειτονιά μου, από το Κορωπί, φίλος της κυρίας Αθηνάς (Μάνας μου) στην ενορία της Αγ. Παρασκευής. Εισήχθη στο Νοσοκομείο για να χειρουργήσει την κήλη του. Άνθρωπος της δουλειάς. Είχε όμως αρρύθμιστο υψηλό σάκχαρο. Παρά την δίαιτα και τα φάρμακα οι τιμές στα ύψη. Η επέμβαση καθυστερούσε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

Τυχαίως μπήκα στον θάλαμο την ώρα του απογευματινού φαγητού. Έτρωγε σκυφτός, κουρνιασμένος στο κρεβάτι του. Δεν μου έδωσε καμία σημασία, ενώ άλλες φορές ήταν εξαιρετικά διαχυτικός. Παραξενεμένος, πλησίασα να δω τι συμβαίνει. Ανάμεσα στα πόδια του, κρυμμένο, είχε ένα γαλόνι κρασί και με αυτό θεράπευε το σάκχαρό του…

Αν και έχω πολλές προσκλήσεις από διάφορους ασθενείς μου για φαγητό, συνήθως δεν τις αποδέχομαι. Έκανα μια εξαίρεση για ένα συμπαθέστατο και ευχάριστο άνθρωπο που είχε χειρουργηθεί από εμένα σε ανύποπτο χρόνο για όγκο στο παχύ έντερο. Ήταν και είναι πολύ καλά. Ταυτόχρονα είχε καλέσει τον ογκολόγο του και ένα ομοιοπαθή φίλο του. Μετά το γεύμα, πήραν τις κιθάρες τους για να τραγουδήσουν. Διάλεξαν να αρχίσουν, το τραγούδι του Αντ. Καλογιάννη «Και ζήσαμε ακόμα μια μέρα»!!! Ανατρίχιασα. Η αρρώστια εμφανίζεται παντού. Κατ’ εξοχήν σε τραγούδια…

 

 

Από την φοιτητική ζωή: Κατάμεστο από φοιτητές το αμφιθέατρο του Λαϊκού Νοσοκομείου στο Γουδί. Όλοι περιμένουν τον καθηγητή. Πριν προσέλθει, ο κλητήρας κλείνει τις πίσω πόρτες για να μην ενοχλούν όσοι έρχονται αργά. Το μάθημα έχει αρχίσει. Επικρατεί απόλυτη σιωπή. Η παράδοση είναι μια τελετουργία. Ξαφνικά από την πόρτα εισόδου του καθηγητή εισέρχονται δύο καθυστερημένοι συμφοιτητές. Μαύροι, πανύψηλοι, από χώρα της Αφρικής που είχαν έλθει με τις ανταλλαγές.

Απορία και αμηχανία των κλητήρων πως μπήκαν από εκεί. Τότε μια βραχνή φωνή ακούγεται από τα ορεινά: «Μη σκύψει κανείς, μη σκύψει κανείς!!!» Μαζικά, ακράτητα γέλια.

Οι συνάδελφοι ακόμη το θυμούνται, ακόμη γελούν…

Είχε μια λεπτότητα συμπεριφοράς που εντυπωσίαζε. Υπέφερε με υπομονή και καρτερία. Έκανε αντίσταση στην μοίρα του. Την μετέτρεπε σε ελπίδα. Η ραγισμένη του ευαισθησία και ποιότητα εκφραζόταν με ποιήματα που είχαν διάχυτη απόπνοια μελαγχολίας αλλά και αισιοδοξίας.

Μαζί του είχα την πρώτη μου συστηματική επαφή με τον κόσμο της ποίησης. Γίναμε φίλοι. Μου αφιέρωσε ένα αυτοβιογραφικό ποίημά του.

Ένας παλιός καθηγητής Γυμναστικής του Γυμνασίου Κορωπίου (ο Ζαφ. Δερμούσης) που συχνά ήταν και τελετάρχης στις παρελάσεις (και είχε γνώση του αντικειμένου) έλεγε: «Σε όλο τον κόσμο οι παρελάσεις γίνονται σε χαρακτηριστικές ευθείες για να αναπτύσσονται καλλίτερα τα παρελαύνοντα τμήματα. Εξαιρείται το Κορωπί που η παρέλαση γίνεται πάνω σε στροφή, στην στροφή της πλατείας!!!

Καλό είναι να τηρούμε τις παραδόσεις, αλλά να διορθώνουμε και κανένα σφάλμα τους…

Κατά την διάρκεια επεμβάσεων γίνονται συνθλίψεις ιστών από άγαρμπες κινήσεις των χειρουργών, που προκαλούν ισχαιμία και ενίοτε αποτελούν αιτία επιπλοκών. Ο Αναξαγόρας Παπαϊωάννου, έτρεφε απεριόριστο σεβασμό προς τα όργανα που τα προσέγγιζε με ιδιαίτερη τρυφερότητα. Δεν χρησιμοποιούσε ορισμένα εργαλεία που θεωρούσε ότι προξενούσαν βλάβες. Η πίεση και η σύνθλιψη στους ιστούς απαγορεύονταν αυστηρά. Ο καταπιεστικός κανόνας στο χειρουργείο ήταν: μην εξασκείς πίεση, μην συνθλίβεις τους ιστούς, μην προκαλείς ισχαιμία και νέκρωση.

Θα μας παρέθετε γεύμα σε γνωστό εστιατόριο. Ως συνήθως έφτασε καθυστερημένος. Προσπαθώντας να παρκάρει, σφήνωσε τους μπροστινούς τροχούς του αυτοκινήτου στο πεζοδρόμιο. Πεταχτήκαμε όλοι φωνάζοντας: «Μη, μη, συνθλίβονται, θα κάνουν νέκρωση»!!!

Με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναπτύχθηκε το τέρας της ημιμάθειας που είναι χειρότερο από την αμάθεια. Αποτελεί σοβαρή παρενέργεια της δημόσιας έκθεσης σκέψεων επί παντός και έχει σκοπό να υποθάλψει τον ναρκισσισμό του γράφοντος. Προβάλει όμως και την ημιμάθεια του. Ευτυχώς μερικά φωτεινά μυαλά, πρόβλεψαν και απεικόνισαν την επέλαση και τις επιπτώσεις του διαδικτύου.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου του Βολιώτη δημοσιογράφου Γιάννη Μαντίδη, υπάρχει ο προφητικός πίνακας της πολύ καλής Βολιώτισσας ζωγράφου Κερασίας Μαλλιαρού, που απεικονίζει ένα γιγαντιαίο διαδικτυακό κύμα σαν τσουνάμι αμάθειας, που ετοιμάζεται να καταπιεί έναν άνθρωπο που διαβάζει.

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι, αν πάει κάποιος στο στέκι του, στον «Μαγεμένο Αυλό» στην αίθουσα που φέρει το όνομα του, θα δει να δεσπόζει ένας πίνακας, Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ που απεικονίζει τον ίδιο και την συντροφιά του. Η συντροφιά που ενέπνευσε τον ζωγράφο Επαμεινώνδα Δασκαλόπουλο δεν πόζαρε ποτέ στον καλλιτέχνη αλλά αποτυπώθηκε από μνήμης. Ο πίνακας είναι αλληγορικός. Η παρέα του Μάνου (όλοι τεράστιες προσωπικότητες) τρέφονται με πνευματική τροφή, γι’ αυτό στο τραπέζι υπάρχει μόνο μια ελιά…

Εφόσον υπάρχει διάγνωση, θα ακολουθήσει και η θεραπεία που είναι η χορήγηση πνευματικής τροφής…

Την εικόνα της εφημερίας συνθέτουν γεμάτοι θάλαμοι, πολλά ράντζα, ταλαιπωρημένοι ασθενείς και γεμάτοι άγχος, στα όρια της εξουθένωσης, γιατροί. Οι εφημερεύοντες αποτελούν τους κατ’ εξοχήν παρεξηγημένους, αλλά πιο χρήσιμους εργαζόμενους. Έχουν ένταση. Τα εσωτερικά τους αισθήματα δεν εξωτερικεύονται και τα συνοδά αγχωτικά συναισθήματα καθορίζουν την προσωπική τους ζωή. Η εργασία τους δεν είναι συνηθισμένη. Είναι ασύμβατη με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Μια διαρκής μάχη με την παράνοια. Ο χώρος που δουλεύουν, μια τεράστια ανοικτή πόρτα που μπαίνει ο κάθε πικραμένος, κανονικός ή προβληματικός, όλο το εικοσιτετράωρο. Με εξωπραγματικές απαιτήσεις. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλές αναποδιές και ανεπάρκειες. Όμως τα έκτακτα ιατρεία θεωρούνται το καταφύγια βοήθειας των αδυνάτων. Το σημείο που η αιωνιότητα και η στιγμή ταυτίζονται απόλυτα. Το έμφραγμα είναι αγκαλιά με το κρυολόγημα. Όμως κανείς δεν κατανοεί ότι τα επείγοντα διαφέρουν από το σαλόνι του σπιτιού του. Γι’ αυτό σε κάθε εφημερία υπάρχει αταξία και γίνεται πόλεμος.

Προσπάθησα με την αναβάθμιση να αποφύγω την σχιζοφρενική πίεση των επειγόντων. Όμως τα ψυχολογικά όρια δοκιμάζονται σε οποιαδήποτε μορφή εφημερίας. Στα οριακά περιστατικά πρέπει να βγεις από το σώμα σου για να αντεπεξέλθεις.

Και η εξουθένωση της εφημερίας με ακολούθησε μέχρι το τέλος…

Στον σύγχρονο νομικό πολιτισμό δεν αναγνωρίζεται η συλλογική ή η οικογενειακή ευθύνη. Κατά την διάρκεια της κατοχής όμως, οι Γερμανοί την εφήρμοσαν διαρκώς με μαζικές καταστροφές, αντίποινα κ.λπ. (Καλάβρυτα, Δίστομο, Καισαριανή, Κάνδανος κ.α.). Το ίδιο έπραξαν και στο Κορωπί την 9η Οκτωβρίου 1944, που σκότωσαν, έκαψαν, λεηλάτησαν με την πρόθυμη βοήθεια «γνωστών συμπαθούντων». Για τα αίτια αυτού του γεγονότος υπάρχουν λίγες αλληλοσυγκρουόμενες γραπτές μαρτυρίες (παλιές και νέες) και άφθονες προφορικές.

Είναι γνωστό ότι η με τον γραπτό λόγο μεταφερόμενη γνώση παραμένει αναλλοίωτη και μπορεί να αποτελεί σε κάθε εποχή σημείο αναφοράς. Αντίθετα, η με τον προφορικό λόγο μεταφερόμενη γνώση, με την πάροδο του χρόνου και με την από γενιά σε γενιά μεταφορά της, χάνει συνήθως την ζωντάνια της και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να διαστρεβλώνεται ή να εξαφανίζεται.

Τα αίτια της καταστροφής της 9ης Οκτωβρίου 1944 αποτελούν ένα ακόμη τραύμα στην συλλογική πολιτική συνείδηση του Κορωπίου, που παραμένει ανοικτό επί 73 ολόκληρα χρόνια. Αναλόγως του εάν είναι κανείς δεξιός ή αριστερός τα αίτια και η ερμηνεία τους διαφοροποιούνται. Όσο απουσιάζει μια σοβαρή έρευνα της οποίας τα συμπεράσματα να μην έχουν προαποφασιστεί από τον ενεργούντα, είναι πολύ δύσκολο να λεχθεί τι ακριβώς συνέβη. Οι μέχρι τώρα ζωντανές μαρτυρίες, που μοιραία λιγοστεύουν όσο κυλάει ο χρόνος, εξωραΐζουν τους «δικούς μας» και δαιμονοποιούν τους «άλλους». Η Γερμανική Κατοχή εξακολουθεί να ξύνει ανεπούλωτες ηθικές πληγές. Οι νεοεμφανιζόμενες διχαστικές απόψεις επηρεάζουν και συσκοτίζουν την ιστορική αλήθεια.

Όμως η έμπλεη πάθους διχογνωμία και μάλιστα, όταν λιγοστεύουν μοιραία οι επιζώντες, δημιουργεί σύγχυση παρά φωτίζει τα γεγονότα.

Μια ιστορία που είναι πολύ φανταστική για να μην είναι πραγματική: Το θέμα αφορούσε τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα, πριν από μια συνεδρίαση που είχε θέμα την εκλογή Διευθυντού Χειρουργικής σε κρατικό νοσοκομείο.

Ο υποψήφιος είχε αποτύχει σε δύο προηγούμενες προκηρύξεις και αποφάσισε να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Στην πρώτη, προηγούμενη διεκδίκηση, το νοσοκομείο ήταν Γενικό με συμμετοχή στις εφημερίες. Ο εισηγητής, που παρέμενε πάντα ο ίδιος, τον κατέταξε τέταρτο με την αιτιολογία ότι είχε εμπειρία στην Ογκολογία (που είχε), άρα υστερούσε στην επείγουσα χειρουργική. Στην δεύτερη, προκήρυξη, το νοσοκομείο ήταν Αντικαρκινικό. Ο ίδιος εισηγητής, ξανά τον κατέταξε τέταρτο επειδή είχε εμπειρία στην επείγουσα χειρουργική (που είχε), αλλά το νοσοκομείο ήταν ειδικό! Επιπλέον δεν τελεσφορούσε καμία προσπάθεια να τον συναντήσει.

Αποφάσισε να παρουσιαστεί διαδοχικά στους εκλέκτορες. Συνολικά πέντε, με συνδικαλιστική δράση, αλλά διορισμένοι νομότυπα, Ο πρώτος του εξήγησε ότι θα ψήφιζε τον Α που ήταν εκλεκτός ενός καθηγητού γιατί έτσι θα έβγαζε την υποχρέωση από μια παλιά εκδούλευση. Ο δεύτερος του είπε ότι θα ψήφιζε τον Β που βρισκόταν στα όρια της συνταξιοδότησης για να πάρει υψηλότερη σύνταξη! Ο τρίτος απάντησε ότι προτιμούσε τον Γ γιατί ταίριαζε καλλίτερα στην φιλοσοφία της θέσης και επιπλέον είχε στενή φιλική σχέση μαζί του.

Θεώρησε ανώφελο να συνεχίσει, αλλά από τότε αναζητεί ξυράφι για να κόψει τις φλέβες του!!

Έκανα μια μικρή θητεία στο New Royal Surrey Country Hospital στο Guildford, περιοχή της εκλεκτής Αγγλικής αριστοκρατίας. Στο Χειρουργικό Τμήμα προΐστατο ο M.E. Bailey. Είχε καταγωγή από την ίδια οικογένεια του κορυφαίου χειρουργού της προηγούμενης γενιάς Hamilton Bailey, συγγραφέως ενός υπέροχου συγγράμματος. Έφθανε με την Bentley, ο οδηγός του άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου ενώ αυτός δεν άγγιζε τίποτα. Κομψός, άψογα ντυμένος με το μαύρο πανάκριβο κουστούμι, με το οποίο έκανε την επίσκεψη Διευθυντού συνοδευόμενος από καμιά εικοσαριά συνεργάτες του. Τυπικός αριστοκρατικός τύπος του Consultant παλιάς σχολής. Μια ημέρα εξέφρασα την απορία γιατί δεν φοράει ποτέ ιατρική μπλούζα. Έκπληκτος ένας βοηθός μου απάντησε:

«Μα είναι ο κύριος Bailey»!!!

Παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμός, ανοχή, διαφορετικότητα. Υπάρχει πλέον νομική κατοχύρωση των σχέσεων οποιουδήποτε ζευγαριού, ανεξάρτητα από το φύλο τους. Απαιτείται σεβασμός στο διαφορετικό, αλλά ποιο είναι το διαφορετικό. Αρχικά είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαρίσω κάτι. Λατρεύω τις γυναίκες. Τη μυρωδιά τους, τις κινήσεις τους, τον τρόπο που ντύνονται, τον τρόπο που σκέφτονται, τις παραξενιές τους, τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν, τον τρόπο που παλεύουν τις αιώνιες δυστυχίες που τις (μας) βασανίζουν – ασήμαντες και σημαντικές – το ότι ακούνε όποιο τους μιλάει και έχουν πάντα κάτι να απαντήσουν, το ότι έχουν γνώμη για όλα.

Αγαπώ ακόμα και την ευκολία με την οποία αλλάζουν γνώμη άσχετα αν το ιδίωμα αυτό με εκνευρίζει ενίοτε αφόρητα. Τις λατρεύω όλες. Νέες, μεγαλύτερες, έξυπνες και χαζούτσικες, πολύ όμορφες, πιο αβρές, αδύνατες, γεματούτσικες, κοκέτες, ατημέλητες, άτσαλες και προσεκτικές, κοντές, ψηλές, ξανθές, κοκκινομάλλες, μελαχρινές, έγχρωμες ακόμα και τις άχρωμες.

Κάποιες στιγμές παρανοώ και τείνω να πιστέψω πως ο πλανήτης κινείται ακόμα εξ αιτίας τους. Τώρα, βέβαια, θα μου πείτε γιατί σας τα γράφω όλα αυτά. Πως, λίγο έως πολύ, όλοι οι άντρες αυτά νιώθουμε για το άλλο φύλο. Και οι γυναίκες επίσης.

Όλοι; Εδώ, λοιπόν, αρχίζουν τα ερωτήματα. Ποιοι όλοι, πόσοι όλοι και, ενδεχομένως γιατί όχι όλοι. Όμως…

Οι ζωές όλων μας διέπονται από τους ίδιους νόμους όμως διαφέρουμε στις συνήθειες και στις προτιμήσεις και αυτό μας κάνει να αισθανόμαστε, και εν τέλει να είμαστε, διαφορετικοί. Αλλά οι νόμοι είναι οι ίδιοι. Στη θλίψη όλοι κλαίνε με δάκρυα και στην χαρά όλοι γελάνε με την καρδιά τους. Με ενδιαφέρουν τα άτομα και η δημιουργικότητα τους. Ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα τους. Τίποτε άλλο. Όμως το άλλο δεν είναι το ίδιο. Παραμένει ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικό, όμως δεν είναι το ίδιο.

Δεν θέλω να διανοηθώ ένα κόσμο με κλωνοποιημένους ανθρώπους. Χωρίς ιδιαίτερες προτιμήσεις στο φαγητό, το ντύσιμο, την σκέψη, τις συνήθειες. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα γκέτο και οι γενικεύσεις. Ίσως γιατί δεν θέλω ποτέ να θεωρηθώ διαφορετικός επειδή μου αρέσουν οι γυναίκες. Δυστυχώς δεν είναι δύσκολο να συμβεί αυτό σήμερα. Αρκεί από πλειοψηφία οι straight να μην γίνουμε μειοψηφία…

Γι’ αυτό πιστεύω ότι το άλλο δεν είναι το ίδιο…

Από την διαμονή στο Exeter: Μια συντροφιά συναδέλφων γιατρών απολάμβαναν το ούζο, που πρόσφατα είχε φέρει η Ελένη από την Ελλάδα. Ένας, ήταν προβληματισμένος και σιωπηλός. Είχε κλείσει για καλοκαιρινές διακοπές ξενοδοχείο σε μια παραλιακή Ιταλική πόλη, αλλά δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει τηλεφωνικά, γιατί δεν μιλούσαν Αγγλικά. Προθυμοποιήθηκε να τον εξυπηρετήσει η Ελένη. Επακολούθησε μια σουρεαλιστική εικόνα: Στο τηλέφωνο η Ελένη να μιλάει Ιταλικά, να του εξηγεί αμέσως στα Αγγλικά, να απευθύνεται σε εμένα στα Ελληνικά και όλοι τους να την βλέπουν κατάπληκτοι σαν εξωγήινο όν.

Γνήσιοι Βρετανοί, δεν διανοούντο να υπάρχουν άνθρωποι που να αγνούν τα Αγγλικά (όπως οι Ιταλοί) αλλά ταυτόχρονα να υπάρχει άλλος που να μιλάει τρεις γλώσσες!!!

Ξανά από το Exeter: Υπήρχε ένας τεράστιος χώρος στη μέση του Νοσοκομείου, που ήταν μόνιμος τόπος συγκέντρωσης γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού, εφημερευόντων και μη. Υπήρχε σαλόνι, ένα μικρό μπαρ για μια μπύρα, καθιστικό, ηχοσύστημα για να ακούς μουσική, αναγνωστήριο κ.λπ. Στην ουσία επρόκειτο κάτι σαν λέσχη. Ονομαζόταν Doctors Mess δηλαδή ακαταστασία γιατρών ή μέρος για σαχλαμαρίτσες γιατρών. Στους τοίχους υπήρχαν θυρίδες για την εσωτερική και εξωτερική αλληλογραφία ενώ πολλοί τοποθετούσαν κασέτες με μουσική της προτίμησης τους.

Μια φορά ήμουν μόνος. Έβαλα στο κασετόφωνο μια κασέτα με το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» που μόλις μου είχαν στείλει από Ελλάδα. Ένας-ένας που ερχόντουσαν ρωτούσαν τι είδους μουσική είναι αυτή. Όλοι γνώριζαν τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά από τα Παιδιά του Πειραιά. Η κασέτα έπαιζε συνεχώς. Αυτή η θεϊκή μελωδία γλύκαινε τον ουδέτερο ψυχρό Αγγλικό χώρο με μια ασυνήθιστη και αλησμόνητη αύρα. Και ένωσε για λίγο όλες τις φυλές της Κοινοπολιτείας: Γνήσιους Εγγλέζους, Ινδούς, Αιγύπτιους, Πακιστανούς κ.λπ.

Νεαρός ειδικευόμενος γιατρός, αλλοδαπός. Καταγωγή από Συρία, Λίβανο, Ιράκ, κάπου από εκεί, αξιωματικός του στρατού στην πατρίδα του. Με βοηθούσε σε πολλές εγχειρήσεις. Του άρεσε μια κίνηση που έκανα με το ψαλίδι και την λαβίδα. Φώναζε με λαχτάρα: «Αυτό να μου μάθεις, αυτό να μου μάθεις!» Του έδειχνα. Στο διάλειμμα έκανε συνεχή εξάσκηση για να την συνηθίσει… Στην επόμενη εγχείρηση ξανά το ίδιο: «Αυτό να μου μάθεις, αυτό να μου μάθεις!» Του το έδειχνα ξανά. Περνούσαν οι εβδομάδες, οι μήνες. Πέρασαν τα τέσσερα χρόνια της εκπαίδευσής του. Τελείωσε την ειδικότητα. Πήγε στην πατρίδα του, στο καλό…

Την κίνηση δεν την έμαθε ποτέ…

Ένα πρωί μετά από πολλά χρόνια, στον Άγνωστο Στρατιώτη, περίπου την ώρα αλλαγής φρουράς. Υπήρχε ταυτόχρονα και ένα ξένο άγημα. Περνούσα αδιάφορος από το πεζοδρόμιο μαζί με άλλους περίεργους, οπότε ακούω μια φωνή από την ομάδα των ξένων επισήμων: «Αυτό να μου μάθεις!!»

Βρισκόταν στην Ελλάδα, ως ανώτατος αξιωματικός πλέον, του Υγειονομικού της πατρίδας του.

Ένας νοσηλευόμενος, μόλις ηρέμησε από τους ισχυρούς πόνους που του προκαλούσε η πάθηση του, κάπνιζε μέσα στον θάλαμο και μετά έβαζε φωτιά σε ότι έβρισκε πρόχειρο. Το νοσηλευτικό προσωπικό αφαίρεσε τον αναπτήρα και τα τσιγάρα. Αυτός ικέτευε το επισκεπτήριο για ένα «τσιγαράκι», μερικοί τον λυπόντουσαν και του έδιναν. Το κάπνιζε και έβαζε φωτιά ξανά. Φαύλος κύκλος. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ελέγξει αυτή την συμπεριφορά, το προσωπικό τοποθέτησε μια απαγορευτική επιγραφή στην πόρτα του θαλάμου.

Οι φωτογραφίες είναι χαρακτηριστικές

Ευαγγελισμός, 1993: Δίπλα στην πύλη της Μαρασλή, συνομιλώ με τον τότε Πρόεδρο του Δ.Σ. αείμνηστο Αντώνη Κονταράτο. Με κουστούμι αυτός, με άσπρη μπλούζα εγώ. Μας διέκοπταν συνεχώς διάφορα άτομα από το επισκεπτήριο και ζητούσαν πληροφορίες σχετικά με τον προορισμό τους. Ο Πρόεδρος μου εξέφρασε τον προβληματισμό του για τον τρόπο ενημέρωσης και διευκόλυνσης των προσερχόμενων επισκεπτών και ασθενών. Του είπα για την καθιέρωση χρωματιστών γραμμών στα εσωτερικά κράσπεδα που θα οδηγούσαν στο σύστοιχο τμήμα (από το θυρωρείο η πράσινη γραμμή θα κατέληγε στο Παθολογικό, η κίτρινη στο Ογκολογικό, η κόκκινη στα Επείγοντα, η μαύρη στα Χειρουργεία κ.ο.κ.). Το είχα δει σε μεγάλα Νοσοκομεία του εξωτερικού. Ανέθεσε στην Τεχνική Υπηρεσία να το εφαρμόσει. Δεν πρόλαβε γιατί γίνανε εκλογές, άλλαξε η Κυβέρνηση, αντικαταστάθηκε ο Κονταράτος και πήγε στο καλό (δηλ. στο Ωνάσειο). Το θέμα ξεχάστηκε μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εν τω μεταξύ, το χάος του Ευαγγελισμού έγινε μεγαλύτερο, η δαιδαλώδης ανάπτυξη συνεχίστηκε, η προσέλευση αυξήθηκε, άλλαξε λίγο η χωροταξία με την νοσηλεία του Ξηρού και αναγκαστικά, μετά από δέκα χρόνια, καθιερώθηκε η διαγράμμιση που διευκολύνει μέχρι σήμερα. Αρκεί να βάφουν τις σημάνσεις συχνότερα.

Αλλά τα χρόνια της καθυστέρησης παραμένουν δέκα…

Αρχές δεκαετίας του ’90. Ευαγγελισμός. Χειρουργούσα την μητέρα μιας πολιτικής μηχανικού η οποία μαζί με τον πιλότο αδελφό της ανέμενε υπομονετικά, στο σαλόνι αναμονής των συγγενών, την έκβαση της εγχείρησης. Επέμβαση δύσκολη και χρονοβόρα. Όταν τελείωσα, τους ενημέρωσα και πήγα προς τα γραφεία των χειρουργών για καφέ. Διαπίστωσα ότι είχαν διαρρήξει το ντουλάπι μου και είχαν κλέψει την φωτογραφική μου μηχανή με όλο τον εξοπλισμό (φλας, τρίποδο, φωτόμετρο κ.λπ.). Είχαν πάρει και την ιατρική μπλούζα προφανώς για να καλύψουν τα κλοπιμαία. Στα τοιχώματα του ντουλαπιού υπήρχαν δακτυλιές από ταλκ, σημάδι ότι ο δράστης ήταν χειρουργός, γιατί μόνο οι χειρουργοί είχαν ταλκ στα δάκτυλα, από τα γάντια. Αυτή η λεπτομέρεια με εξόργισε περισσότερο. Η φασαρία που έκανα ήταν φοβερή. Σε λίγο όλος ο Ευαγγελισμός βούιζε για το γεγονός που το συζητούσαν για αρκετές ημέρες. Αναστάτωσα τους πάντες. Χωρίς όφελος όμως γιατί τον κλέφτη δεν τον έμαθα ποτέ, ούτε και την μηχανή βρήκα.

Η χειρουργηθείσα την ημέρα της κλοπής άρρωστη, σε μερικές ημέρες πήρε εξιτήριο υγιής, με την σύσταση να επανέλθει σε ένα μήνα για επανεξέταση γιατί ήθελε να επιστρέψει στο χωριό της. Πράγματι προσήλθε στα Χειρουργικά Ιατρεία συνοδευόμενη από την κόρη της. Μετά το τέλος της εξέτασης, μου άφησε σαν δώρο ένα ουίσκι σε μεγάλο τετράγωνο κουτί. Το πήρα μηχανικά, το τοποθέτησα στο γραφείο και το ξέχασα! Το μεσημέρι μου τηλεφωνεί η προϊσταμένη να πάρω το δώρο, γιατί ήθελε να κλειδώσει και να φύγει. Το πήρα και με παραξένεψε ότι ήταν δεμένο γύρω-γύρω με σπάγγο. Αλλά όταν το άνοιξα με τρομερή έκπληξη διαπίστωσα, ότι περιείχε μια πανάκριβη φωτογραφική μηχανή Canon T-90 με όλο τον εξοπλισμό της. Ο πιλότος γιος της, που είχε ζήσει την φασαρία, μου την είχε φέρει σαν δώρο από την Ιαπωνία, σε μια πτήση μετά την εγχείρηση της μάνας του!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top