Fractal

Το «σώμα» στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη

Γράφει η Πέρσα Κουμούτση //

 

«Στιγμιότυπα του σώματος»  του Στάθη Κουτσούνη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2014

 

0006128_195«Αγωνιά η σελίδα για την πένα/ σαν γυναίκα ερεθισμένη/ για τη στύση του εραστή της/ το ποίημα τρέμει/μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες/και μείνει αγέννητο / όπως πουλί μαδημένο το φτέρωμα του/λαχταρά το κορμί ο έρωτας/ κι ο δρόμος επιστρέφει λαίμαργος/ένα χείλος μακρύ καταπίνοντας τα ζώα/ μηχανές και ποιήματα»

 

Με αυτό το άκρως αισθησιακό, παραστατικό και αλληγορικό ποίημα, ο ποιητής Στάθης Κουτσούνης επιλέγει να μας εισαγάγει στην εξαιρετική νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο: Στιγμιότυπα του σώματος, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη του από τους πρώτους κιόλας στίχους, για τη διττή υπόσταση/λειτουργία των ποιημάτων του, την κυριολεκτική και τη μεταφορική, εκείνη που αναφαίνεται σε πρώτο επίπεδο και εκείνη που υπαινίσσεται· διότι η ποίηση του ΣΚ είναι υπαινικτική, παρότι φαντάζει ευδιάκριτη, σαφής, ευανάγνωστη, κυρίως εκεί όπου κυριαρχεί η έννοια του ‘σώματος’, δηλαδή στα περισσότερα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής. Από την αρχή, λοιπόν, και σε όλη τη διάρκεια της ποιητικής διαδρομής, ο ποιητής δεν μας αφήνει περιθώρια αμφιβολίας: το σώμα είναι εκείνο που πρωταγωνιστεί, όχι μόνο ως φορέας έρωτα και ζωής, αισθητήριος μηχανισμός ή όργανο που δημιουργεί, παράγει τις πιο λεπταίσθητες αισθήσεις, αλλά και ως κύρια πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς. Με άλλα λόγια, το σώμα, με ό,τι αυτό περικλείει, αποπνέει ή γεννά, είναι ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο ποιητικός του στοχασμός, σημαντικό στοιχείο που επικρατεί σε όλο το φάσμα της ποιητικής δημιουργίας, το οποίο ο ποιητής μεταμορφώνει, μεταπλάθει ή ‘μεταχειρίζεται’ αναλόγως, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον σκοπό του κάθε φορά: τη μεταφορά του συλλογισμού ή των εννοιών που τον αφορούν και τον προβληματίζουν σε αυτό.

Παραθέτω χαρακτηριστικό παράδειγμα από το ποίημα «Σωματογραφία ι», που απαρτίζεται από ένα τρίστιχο και πέντε δίστιχα. Μικρά ποιήματα ερωτικά που δονούνται, πάλλονται από ζωντάνια, μεταφέροντας εύστοχα την ερωτική επιθυμία του ποιητή για το γυναικείο σώμα, το οποίο εδώ λειτουργεί καθαρά ως κομιστής τέρψης και ερωτικής έξαψης, ένα κορμί που αγωνιά να ικανοποιήσει τον αποδέκτη του:

«Κάτω απ’ τον αφαλό/ ιστός με πανιά νευρικά/ γυρεύοντας άνεμο … Το δέρμα σου μαγνήτης της αφής/ σπαρταράει διαρκώς στα δάχτυλά μου – Τα δάχτυλά μου αλκοολικά/ μονορούφι το σώμα σου πίνουν – Χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου/ όπως το χέλι μες στη λάσπη».

Το ίδιο συμβαίνει και στο ποίημα «Κάτοπτρο» της «Σωματογραφίας ιι»:

«Στην πηγή των μηρών σου/ τσακάλι ξανθό καθρεφτίζεται/ με στόμα ανοιχτό και διψασμένο», ενώ στο ποίημά του «Η προπόνηση» ο ποιητής μεταφέρει την έννοια του ερωτικού παιγνιδιού σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, με τον οποίο και παραλληλίζει τα κορυφαία στάδια του. «Μπαινοβγαίνω μέσα σου/ –ξεκινώ με ασκήσεις προθέρμανσης// του κορμιού μελετώ τους σπασμούς/ εξοικειώνομαι// και προπονούμαι χαρωπά/ για τον μεγάλο τελικό».

 

0006128_195a

 

Αλλά το ερωτικό στοιχείο στα ποιήματα είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το υπαρξιακό. Το σώμα που ανθίζει στο άγγιγμα του έρωτα, την ορμή της νεότητας φθίνει στην απουσία τους και η φθορά που επιφέρει ο χρόνος τον συνεγείρει, τον τρομάζει. Έτσι, στο ποίημα «Το είδωλο», ένα ποίημα όπου απουσιάζουν εντελώς η φόρμα, το μέτρο, ακόμα και τα σημεία στίξης, για να επισημανθεί το ξάφνιασμα, η αγωνία και κυρίως ο φόβος του απέναντι στη θέαση της απόλυτης φθοράς, της ματαιότητας και της αποσύνθεσης/αποσάθρωσης που καθρεφτίζονται σε ένα αποστεωμένο ‘κορμί’ ή έναν σκελετό, ο ποιητής μας εισάγει σε μια εκ διαμέτρου αντίθετη με την πρώτη διάσταση του σώματος: τη διάσταση του θανάτου. Έτσι στην «Ουτοπία» κορυφώνεται η θλίψη του για τη συνειδητοποίηση όχι μόνο του μαρασμού, αλλά και της ατελέσφορης και ανώφελης, εν τέλει, έννοιας της αιωνιότητας: «Η αιωνιότητα με ζαλίζει// μες της φθοράς την αγκαλιά/μ’ ασφάλεια τον χρόνο μου θηλάζω». Το καταστάλαγμα του στοχασμού, η κορύφωση της σκέψης του πάνω στο δίπολο ζωής-θανάτου αποτυπώνεται με αδρή μελαγχολική διάθεση, περίσκεψη αλλά και, εν τέλει, αποδοχή στους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος «Ο συνοδός»: « … πρώτη φορά τον έβλεπα αποκομμένο/να κείτεται ατάραχος/ αμέσως ένιωσα σαν κάτι να μού λείπει/ κοιτάζομαι πιάνομαι/ αλλά δεν έχω σώμα/ ένας ίσκιος είμαι/ κι ο ίσκιος στο χώμα// το σώμα μου».

Στο ίδιο μοτίβο, αν και πιο γριφώδης και σαρκαστικός –παρότι το ‘άδηλο’ υποκείμενο δεν είναι εντελώς άγνωστο για εκείνον, αφού έχει επίγνωση της ανυπέρβλητης λαμπρότητάς του– κινείται στο ποίημά του «Εν αναμονή»: «Από τώρα καλλωπίζομαι/ γιατί το ξέρω/ αιφνίδια θα έρθεις// … και πασχίζω ανά πάσα στιγμή/ να ‘μαι έτοιμος// να καθρεφτίσω τον τρόμο μου/ στη στίλβη της άδηλης όψης σου».

Το σώμα, όμως, στην ποίηση του Στάθη Κουτσούνη δεν είναι μόνο ερωτικό, ούτε προπομπός φθοράς και θανάτου, εφόσον παρέλθει ο χρόνος, αλλά αποτελεί επίσης και προστατευτικό κουκούλι, στο οποίο ποθεί να χωθεί, να επιστρέψει σε αυτό και να χαθεί: μια ξεκάθαρη μεταφορά της μήτρας και της επιστροφής στη αρχική μας άυλη ‘οντότητα’ ή μήπως την ίδια την ανυπαρξία μας; Έτσι, αναφερόμενος στην κόρη που έβαζε στην κοιλιά της τις κούκλες της όταν ήταν μικρή, προσποιούμενη ότι είναι έγκυος, γράφει: «… τώρα η κόρη μου μεγάλωσε/ κι εγώ ομολογώ/ στο απαλό το χώμα της κοιλιάς της/ λαχταρώ να χωθώ».

Ερωτική, αισθησιακή, παραστατική, αλληγορική, μελαγχολική θα χαρακτήριζα την τελευταία συλλογή του Στάθη Κουτσούνη, μια ποίηση με πυκνά νοήματα, δοσμένα μέσα από ανάγλυφες, πάλλουσες εικόνες, σύμβολα και παρομοιώσεις, και κυρίως με μια γλώσσα ρέουσα, διαυγή, σε αρκετά σημεία της λυρική. Ποίηση πολυεπίπεδη, πολλαπλής ταυτότητας και ανάγνωσης, και εκεί έγκειται η σημασία της, μια συλλογή που αξίζει πραγματικά να διαβάσουμε, και να «ρουφήξουμε τους χυμούς της».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top