Fractal

Προδημοσίευση από το νεανικό μυθιστόρημα “Στα μονοπάτια της νιότης” της Λίτσας Ψαραύτη

 

“Στα μονοπάτια της νιότης”, νεανικό μυθιστόρημα της Λίτσας Ψαραύτη που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Πατάκη

 

psarayti

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

 

ΤΙ ΜΕΡΑ ΚΙ ΕΚΕΙΝΗ, χαρά Θεού. Το Γυμνάσιο ήταν κλειστό. Νωρίς το πρωί ο Οδυσσέας πέταξε το πετραδάκι στο παράθυρό μου, σημάδι ότι είχε κάτι σοβαρό να μου πει.

Ξεπόρτισα χωρίς να με πάρει είδηση η μάνα μου. Ο Οδυσσέας ήθελε παρέα για να βρει τον Σεϊτάν, τον σκύλο τους που το είχε σκάσει από την αυλή.

Πήραμε το μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό. Εκεί πήγαινε ο σκύλος κάθε φορά που πηδούσε τη μάντρα για να βρει το κοπάδι ενός τσοπάνη και να παίξει με τα τσοπανόσκυλα.

Σε μια στροφή είδαμε τον Ανέστη.

«Τι να θέλει, άραγε, αυτό το παλιόμουτρο εδώ πάνω; Τα χωράφια του είναι από την άλλη πλευρά του βουνού. Σίγουρα κάποια βρομοδουλειά ετοιμάζει πάλι» άκουσα τον Οδυσσέα να λέει.

Τον ακολουθήσαμε προσεκτικά, ώσπου έφτασε στο Σπίτι του Κρεμασμένου. Έτσι το έλεγαν γιατί κάποτε ζούσε εκεί ένας τσοπάνης, ο Μηνάς Ζήσης, με τη γυναίκα του που ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Όταν όμως ήρθε η ώρα να γεννήσει, η μαμή άργησε να πάει και η μάνα πέθανε μαζί με το παιδί.

Ο Μηνάς τρελάθηκε. Έδεσε ένα σκοινί σ’ ένα ξύλο της οροφής, το πέρασε στον λαιμό του και κρεμάστηκε. Οι χωριανοί έλεγαν ότι τις νύχτες το φάντασμά του γύριζε γύρω από το σπίτι με το σκοινί στον λαιμό του κι όποιος τον έβλεπε έχανε τη φωνή του.

«Οδυσσέα, εγώ δεν το κουνάω από δω. Φοβάμαι να πάω, γιατί μπορεί να δούμε το φάντασμα του Μηνά και να χάσουμε τη φωνή μας».

«Τέτοια γλωσσού που είσαι, καλά θα είναι να τη χάσεις για να μη με παιδεύεις με τις φλυαρίες σου. Σοβαρέψου, τα φαντάσματα δε βγαίνουν τη μέρα. Αυτά τα λένε στα παιδιά για να μην απομακρύνονται από τα σπίτια τους κι ανεβαίνουν στο βουνό».

Κρυφτήκαμε πίσω από τους θάμνους και περιμέναμε. Ο Ανέστης κάθισε στο πεζούλι, κοίταξε γύρω γύρω μήπως και τον παρακολουθούσε κανείς κι έπειτα έβγαλε έναν καθρέφτη από την τσέπη του και σημαδεύοντας τον ήλιο άρχισε να στέλνει σήματα.

Ήταν βέβαιο ότι κάποιον ειδοποιούσε. ∆εν πέρασε πολλή ώρα και είδαμε τον Χανς, έναν Γερμανό υπολοχαγό, ν’ ανεβαίνει στο μονοπάτι. Μαζί με τον Ανέστη μπήκαν στο Σπίτι του Κρεμασμένου.

«Είναι φως φανάρι ότι ο Ανέστης έχει σκοπό πάλι να προδώσει. Φαίνεται έμαθε το κρησφύγετο των ανταρτών και θα στείλει τους Γερμανούς να τους πιάσουν. ∆εν του φτάνει που έφαγε τον Θοδωρή, θέλει να ξεκάνει τώρα και τον γιο του, τον Αντώνη. Πρέπει να ειδοποιήσουμε γρήγορα τον Θωμά».

Η φωνή του Οδυσσέα έτρεμε από την αγωνία.

Μ’ άρπαξε από το χέρι κι αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί στον κατήφορο. Είχαμε ξεχάσει τον σκύλο.

Μόλις έφτασε στο σπίτι του ο Οδυσσέας, άπλωσε την  κόκκινη φλοκάτη στο μπαλκόνι του. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε. Ήταν το σύνθημα ότι κάτι σημαντικό είχε να πει στους αντάρτες. Ο Θωμάς είχε αρπάξει από τους Ιταλούς ένα ζευγάρι στρατιωτικά κιάλια και κάθε μέρα παρατηρούσε ολόκληρη την περιοχή και τις κινήσεις των Γερμανών.

Το ίδιο βράδυ ο Θωμάς, ντυμένος βοσκός, περίμενε τον Οδυσσέα στο γνωστό μέρος όπου συναντιόνταν. Ήταν εξαγριωμένος.

«Το παλιοτόμαρο!» είπε μόλις άκουσε τον Οδυσσέα. «Αυτή τη φορά δε θα λυπηθούμε την οικογένειά του. Θα έχει την τύχη που του αξίζει».

 

vinieta

 

Το επόμενο απόγευμα, τ’ αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο στην πλατεία κι εμείς τα κορίτσια παρακολουθούσαμε τον αγώνα. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνάει η Μέλπω, η κόρη του Ανέστη. Τ’ αγόρια άφησαν την μπάλα κι άρχισαν να την πειράζουν. Ήταν το πιο όμορφο κορίτσι, όμως ποτέ δεν την είχαμε δει να μιλάει με αγόρια. Έτσι κι εκείνη τη μέρα. ∆ε γύρισε ούτε να τα κοιτάξει και συνέχισε τον δρόμο της.

Είδα τον Οδυσσέα να φεύγει από την παρέα του και να την ακολουθεί. Έτρεξα από πίσω του. Ήξερα τον αψίκορο χαρακτήρα του και ήθελα ν’ αποφύγω τα χειρότερα.

«Μέλπω, στάσου! Κάτι θέλω να σου πω!» της φώναξε.

Εκείνη σταμάτησε και τον περίμενε.

«Μέλπω, τι νταραβέρια έχει ο πατέρας σου με τον Χανς, τον Γερμανό;»

«∆εν ξέρω τι μου λες…»

«Τι ήθελε μαζί του στο Σπίτι του Κρεμασμένου; Τον είδα με τα μάτια μου».

Είδαμε τη Μέλπω να χλωμιάζει, έτοιμη να σωριαστεί στο χώμα.

«Είχε σοβαρό λόγο που πήγε να τον συναντήσει» αποκρίθηκε τελικά.

«∆ηλαδή;»

«Θα σου πω, αλλά πρώτα να καθίσουμε… Μη σκέφτεστε πάντα άσχημα για τον πατέρα μου…»

Στριμωχτήκαμε και οι τρεις σε ένα πεζούλι και σε λίγο η φρίκη άρχισε να κυκλοφορεί από το κεφάλι μου ως τα νύχια των ποδιών μου, ακούγοντας τη Μέλπω.

«Ο πατέρας μου, εδώ και καιρό, σκάβοντας στα χωράφια μας βρήκε αρχαία χρυσά και ασημένια νομίσματα μεγάλης αξίας. ∆εν το είπε σε κανέναν, γιατί θα έπρεπε να τα παραδώσει. Ξέρεις ότι η μάνα μου είναι βαριά άρρωστη και χρειάζεται τα καινούρια φάρμακα, που τα έχουν μόνο οι Γερμανοί. Ο πατέρας μου σκέφτηκε να ανταλλάξει τα νομίσματα με τα φάρμακα των Γερμανών. Χθες γέμισε τις τσέπες του κι ανέβηκε στο βουνό για να τα δώσει στον Χανς και να πάρει τα φάρμακα».

«Λες αλήθεια, Μέλπω;»

Κι ο Οδυσσέας τής έπιασε τα χέρια κατακίτρινος.

«Το ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. ∆εν έχω ιερότερο όρκο».

Και η Μέλπω έκανε τον σταυρό της.

Την αφήσαμε σύξυλη κι αρχίσαμε να τρέχουμε για να ειδοποιήσουμε τον Θωμά και να προλάβουμε το κακό. Πήγαμε στο σπίτι του Μήτσου Γεραλή, που ήταν ο σύνδεσμος με τους αντάρτες.

«Πρέπει να βρούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε, τώρα αν γίνεται, τον Θωμά! Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου! Πού είναι ο Θωμάς;»

Ο Οδυσσέας ούρλιαζε με μάτια τρελού.

«Γιατί, τι έγινε;» απορούσε ο Μήτσος.

«∆εν έχουμε καιρό για κουβέντες και εξηγήσεις, κινδυνεύει η ζωή ενός ανθρώπου».

«Οδυσσέα, δεν είναι εύκολο να τον βρούμε. Αυτές τις μέρες οι αντάρτες μετακινούνται από βουνό σε βουνό. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Το ξέρεις ότι εκείνος έρχεται συνήθως σε επαφή μαζί μου».

«Θεέ μου, κάνε να προλάβουμε το φονικό» παρακαλούσα.

Ο Οδυσσέας ήταν έξαλλος. Φώναζε, έβριζε και τριγύριζε σαν θηρίο στο κλουβί. Αλλά κι εγώ ήμουνα αναστατωμένη. Κάθε τόσο έβαζα τα κλάματα και ο Οδυσσέας θύμωνε και μαζί μου.

«Πάψε να μυξοκλαίς γιατί με νευριάζεις ακόμα περισσότερο».

 

vinieta

 

Την επόμενη μέρα η είδηση απλώθηκε σε όλα τα σπίτια σαν φωτιά σε θερισμένο χωράφι. Ο Ανέστης είχε βρεθεί σκοτωμένος μέσα στο Σπίτι του Κρεμασμένου. Τον είχε βρει η Μέλπω. Όταν είδε ότι οι ώρες και οι μέρες περνούσαν κι ο πατέρας της ήταν άφαντος, άρχισε να τον αναζητά παντού, στ’ αμπέλια και στα χωράφια τους, και στο τέλος πήγε και στο Σπίτι του Κρεμασμένου.

Για μέρες σπάραζε στο κλάμα, κι έπειτα κλείστηκε στο σπίτι της και στη σιωπή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top