Fractal

Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής. Η αίγλη της Οθωμανικής εποποιίας. Οι έρωτες και οι δολοπλοκίες του αίματος – στέμματος.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Η Ροξελάνη και ο Σουλεϊμάν σε νεαρή ηλικία

Η Ροξελάνη και ο Σουλεϊμάν σε νεαρή ηλικία

 

 

[1]. Ο Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής για τη Δύση και ο  Μέγας Kanuni: (Νομοθέτης) για την Ανατολή  (Sultan Süleyman),  (Τραπεζούντα πθν. 6.11.1494  –  Ουγγαρία 7.9.1566), ο επιφανέστερος των Σουλτάνων, υπήρξε ο 10ος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο διάστημα 1520 – 1566. Μητέρα του ήταν η Αϊσέ Χαφσά Σουλτάν  (1479 – 1534). Ήταν αδελφός της Χατιτζέ Σουλτάν, της Μπεϊχάν Σουλτάν, της Σαχ Σουλτάν, της Φατμά Σουλτάν και της Χαφσά Σουλτάν. Κατά τη βασιλεία του η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στη μέγιστη γεωγραφική της επέκταση και στο απόγειο της δύναμής της. Επίσης ήταν δισέγγονος του Μωάμεθ Β΄ του Fatih (Πορθητή).  Ο Σουλεϊμάν προσωπικά εισήγαγε μεγάλες νομοθετικές αλλαγές σχετικά με την κοινωνία, την εκπαίδευση, τη φορολογία και το ποινικό δίκαιο. Το κανονικό του δίκαιο (Kanun) καθόρισε τη μορφή της αυτοκρατορίας για αιώνες μετά τον θάνατό του. Δεν ήταν μόνο διακεκριμένος ποιητής και χρυσοχόος, αλλά και  μεγάλος προστάτης του πολιτισμού, επιβλέποντας τη  Χρυσή Εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην καλλιτεχνική, λόγια και αρχιτεκτονική ανάπτυξή της. Ο Σουλεϊμάν ήταν πολύ μορφωμένος και μιλούσε πέντε γλώσσες. Σπάζοντας την Οθωμανική παράδοση ο Σουλεϊμάν παντρεύτηκε μια κοπέλα του χαρεμιού, την Αλεξάνδρα-Αναστασία Λισόφσκα (γνωστή επίσης ως Ροξελάνη), που έγινε πια νόμιμη σύζυγός του και ονομάστηκε  Χιουρέμ  Σουλτάν[1], (ο τίτλος δόθηκε για πρώτη φορά), διάσημη για τις δολοπλοκίες της στην αυλή και για την προσωπική της εξουσία πάνω στον σουλτάνο.
 

[2] ΠΡΩΙΜΗ ΖΩΗ: Από την ηλικία των επτά ετών ο Σουλεϊμάν εστάλη στην Κωνσταντινούπολη να σπουδάσει  επιστήμεςιστορίαλογοτεχνίαθεολογία και στρατιωτική τακτική στις σχολές του Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη. Νεαρός, έγινε φίλος με τον Παργαλή Ιμπραήμ, ένα σκλάβο που αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους συμβούλους του. Από τα δεκαεπτά ο νεαρός Σουλεϊμάν διορίστηκε κυβερνήτης πρώτα της Καφφά, κατόπιν της Σαρουκάν ( Μανίσα ), με μια μικρή θητεία στην Αδριανούπολη. Με τον θάνατο του πατέρα του Σελίμ Α΄ ( 1470 – 1520 ) ο Σουλεϊμάν μπήκε στην Κωνσταντινούπολη και ανέβηκε στον θρόνο. Μια πρώτη περιγραφή του Σουλεϊμάν, λίγες βδομάδες μετά την άνοδό του, έχει δοθεί από το Βενετσιάνο απεσταλμένο Βαρθολομαίο Κονταρίνι : «Είναι είκοσι έξι χρονών, ψηλός αλλά λεπτός-νευρώδης με ευαίσθητη επιδερμίδα . Ο λαιμός του είναι λίγο μακρύς, το πρόσωπό του λεπτό και η μύτη του αετίσια. Έχει ένα σκιώδες μουστάκι και μικρή γενειάδα. Ωστόσο έχει ευχάριστο ύφος αν και το δέρμα του φαίνεται να είναι λίγο χλωμό. Λέγεται ότι είναι σοφός άρχοντας, λάτρης των γραμμάτων και όλοι προσδοκούν καλό από τη διοίκησή του». Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στη νεότητά του ο Σουλεϊμάν θαύμαζε τον Μέγα Αλέξανδρο. Επηρεάστηκε από το όραμα του Αλεξάνδρου για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας που θα συμπεριλάμβανε την ανατολή και τη δύση και αυτό δημιούργησε μια κατεύθυνση για τις επόμενες στρατιωτικές του εξορμήσεις στην Ασία και στην Αφρική, καθώς και στην Ευρώπη.

 

[3]. ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του, τον Σελίμ Α’ [2] άρχισε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων καταπνίγοντας την εξέγερση του διορισμένου από τους Οθωμανούς κυβερνήτη της Δαμασκού το 1521. Ο Σουλεϊμάν συγχρόνως έκανε προετοιμασίες για την κατάληψη του Βελιγραδίου από το Βασίλειο της Ουγγαρίας, κάτι στο οποίο ο προπάππος του Μωάμεθ Β΄ είχε αποτύχει. Η κατάκτησή  του  ήταν  ζωτικής σημασίας για την απώθηση των Ούγγρων που, μετά τις ήττες  ΣέρβωνΒουλγάρωνΒυζαντινών και Αλβανών, παρέμεναν η μόνη ισχυρή δύναμη που μπορούσε να εμποδίσει περαιτέρω επιτυχίες των Οθωμανών στην Ευρώπη. Ο Σουλεϊμάν περικύκλωσε το Βελιγράδι και άρχισε σειρά βαρέων βομβαρδισμών από ένα νησί στον Δούναβη. Το Βελιγράδι, με φρουρά 700 μόνο ανδρών και χωρίς βοήθεια από την Ουγγαρία, έπεσε τον Αύγουστο του 1521. Η πτώση του μεγαλύτερου προπυργίου του Χριστιανισμού έσπειρε τον φόβο σε όλη την Ευρώπη, όπως παρατήρησε ο πρέσβης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Η κατάληψη του Βελιγραδίου ήταν η αρχή των δραματικών γεγονότων που κατάπιαν την Ουγγαρία. Ο δρόμος προς την Ουγγαρία και την Αυστρία ήταν ανοιχτός αλλά αντί αυτού ο Σουλεϊμάν έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολική Μεσόγειο, στο νησί της Ρόδου, τη βάση των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Το καλοκαίρι του 1522, επωφελούμενος από το μεγάλο στόλο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ο Σουλεϊμάν έστειλε μια αρμάδα περίπου 400 πλοίων προς τη Ρόδο, ενώ οδήγησε προσωπικά ένα στρατό 100.000 ανδρών μέσω της Μικράς Ασίας σε ένα σημείο απέναντι από το νησί. Εδώ ο Σουλεϊμάν έχτισε μία μεγάλη οχύρωση (Κάστρο Μαρμαρίδας) που λειτούργησε ως βάση του Οθωμανικού Στόλου. Μετά την πεντάμηνη πολιορκία της Ρόδου (1522) με βαναυσότητα, η Ρόδος συνθηκολόγησε και ο Σουλεϊμάν επέτρεψε στους Ιππότες της Ρόδου να αποχωρήσουν. Οι Ιππότες της Ρόδου δημιούργησαν τελικά νέα βάση στη Μάλτα.

Καθώς οι σχέσεις μεταξύ Ουγγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χειροτέρευαν, ο Σουλεϊμάν επανέλαβε την εκστρατεία του στην Ανατολική Ευρώπη και στις 29 Αυγούστου 1526 νίκησε το Λουδοβίκο Β΄ της Ουγγαρίας ( 1506 – 1526 ) στη Μάχη του Μοχάτς. Μετά από αυτό η Ουγγρική αντίσταση κατέρρευσε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε η κυρίαρχη δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη. Αντικρίζοντας το άψυχο σώμα του Βασιλιά Λουδοβίκου Β΄, ο Σουλεϊμάν λέγεται ότι θρήνησε :  «Συγκρούστηκα πράγματι μαζί του, αλλά δεν επιθυμούσα να φύγει έτσι, έχοντας ελάχιστα γευτεί τη γλύκα της ζωής και της βασιλείας». Ενώ ο Σουλεϊμάν πολεμούσε στην Ουγγαρία, Τουρκμενικές φυλές στην Κεντρική Μικρά Ασία επαναστάτησαν υπό την ηγεσία του Καλεντέρ Τσελεμπί.

 

 

Η δεύτερη αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης από τον Σουλεϊμάν το 1532

Η δεύτερη αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης από τον Σουλεϊμάν το 1532

 

Μερικοί Ούγγροι ευγενείς πρότειναν στον Φερδινάνδο, που ήταν κυβερνήτης της γειτονικής Αυστρίας και συνδεδεμένος με γάμο με την οικογένεια του Λουδοβίκου Β΄, να γίνει Βασιλιάς της Ουγγαρίας, υπενθυμίζοντας προηγούμενες συμφωνίες ότι τον Ουγγρικό θρόνο θα έπαιρναν οι Αψβούργοι αν ο Λουδοβίκος πέθαινε χωρίς κληρονόμους. Εντούτοις, άλλοι ευγενείς στράφηκαν στον ευγενή Ιωάννη Ζαπόλια, που υποστηριζόταν από τον Σουλεϊμάν. Υπό τον Κάρολο Ε΄ και τον αδελφό του Φερδινάνδο Α΄ οι Αψβούργοι ανακατέλαβαν τη Βούδα και την Ουγγαρία. Μετά από αυτό το 1529 ο Σουλεϊμάν, για μια ακόμη φορά, προέλασε μέσω της κοιλάδας του Δούναβη και επανέκτησε τον έλεγχο της Βούδας και το επόμενο φθινόπωρο πολιόρκησε τη Βιέννη. Αυτό έμελλε να είναι η πιο φιλόδοξη επιχείρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το απόγειο της πορείας της προς τη Δύση. Με μια ενισχυμένη φρουρά 16.000 ανδρών οι Αυστριακοί κατάφεραν στον Σουλεϊμάν την πρώτη του ήττα, βάζοντας τους σπόρους ενός σκληρού ανταγωνισμού Οθωμανών – Αψβούργων, που διήρκεσε μέχρι τον 20ό αιώνα. Μια δεύτερη προσπάθεια κατάκτησης της Βιέννης απέτυχε το 1532, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάκτηση των περισσότερων κάστρων της νοτιοανατολικής Αυστρίας όπως το Λίντς, το Γκίνς, το Γκόουνζ και την Σερέτσια, αλλα ο στόχος που ήταν η κατάκτηση της Βιέννης δεν επιτεύχθη. Και στις δυο περιπτώσεις ο Οθωμανικός στρατός επλήγη από κακό καιρό (που τον ανάγκασε να αφήσει πίσω του ουσιώδη πολιορκητικό εξοπλισμό) και χώλαινε ως προς τις γραμμές ανεφοδιασμού.

Τη δεκαετία του 1540 μια αναβίωση της διαμάχης στην Ουγγαρία έδωσε στον Σουλεϊμάν την ευκαιρία να εκδικηθεί την ήττα που υπέστη στη Βιέννη. Το 1541 οι Αψβούργοι για μια ακόμη φορά ενεπλάκησαν σε σύγκρουση με τους Οθωμανούς, προσπαθώντας να πολιορκήσουν τη Βούδα. Μετά την απόκρουση των προσπαθειών τους και την κατάληψη πολλών κάστρων των Αψβούργων από τους Οθωμανούς σε δύο διαδοχικές εκστρατείες το 1541 και 1544, το αποτέλεσμα ήταν ο Φερδινάνδος και ο αδελφός του Κάρολος Ε΄ να αναγκασθούν να υπογράψουν με το Σουλεϊμάν μια ταπεινωτική πενταετή συνθήκη. Ο Φερδινάνδος απέσυρε τις αξιώσεις του για το Βασίλειο της Ουγγαρίας και υποχρεώθηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο στον Σουλτάνο για τα Ουγγρικά εδάφη που εξακολουθούσε να ελέγχει. Συμβολικότερη σημασία είχε ότι η συνθήκη αναφερόταν στον Κάρολο Ε΄ όχι ως Αυτοκράτορα, αλλά ως Βασιλιά της Ισπανίας, αφήνοντας τον Σουλεϊμάν να θεωρεί τον εαυτό του ως τον αληθινό Καίσαρα. Με τους βασικούς Ευρωπαίους ανταγωνιστές του υποταγμένους ο Σουλεϊμάν είχε εξασφαλίσει για την Οθωμανική εξουσία σημαντικό ρόλο στο πολιτικό τοπίο της Ευρώπης για αρκετά επόμενα χρόνια.

 

Οι κατακτήσεις του Σουλεϊμάν

Οι κατακτήσεις του Σουλεϊμάν

 

Καθώς ο Σουλεϊμάν σταθεροποίησε τα Ευρωπαϊκά του σύνορα, έστρεψε τώρα την προσοχή του στην πάντοτε παρούσα απειλή της δυναστείας των Σιιτών  Σαφαβιδών της Περσίας. Δύο ιδιαίτερα γεγονότα επρόκειτο να επισπεύσουν την επανεμφάνιση των εντάσεων. Πρώτον ο Σάχης Ταχμάσπ είχε σκοτώσει τον πιστό στον Σουλεϊμάν κυβερνήτη της Βαγδάτης και τον αντικατέστησε με δικό του έμπιστο και δεύτερον ο κυβερνήτης του Μπιτλίς είχε αποστατήσει και ορκισθεί αφοσίωση στους Σαφαβίδες. Μετά από αυτό το 1533 ο Σουλεϊμάν διέταξε τον Μεγάλο Βεζίρη του, Παργαλή Ιμπραήμ Πασά, να ηγηθεί ενός στρατού στην Ασία, όπου ανακατέλαβε το Μπιτλίς και κατέλαβε την Ταμπρίζ χωρίς αντίσταση. Από κοινού με τον Ιμπραήμ το 1534 ο Σουλεϊμάν προωθήθηκε προς την Περσία, με τον Σάχη να θυσιάζει εδάφη αντί να δώσει μια δύσκολη μάχη, αποβλέποντας στην καταπόνηση του Οθωμανικού στρατού καθώς προχωρούσε στα αφιλόξενα ενδότερα. Όταν τον επόμενο χρόνο ο Σουλεϊμάν και ο Ιμπραήμ έκαναν μια μεγαλειώδη είσοδο στη Βαγδάτη, ο διοικητής της παρέδωσε την πόλη, επιβεβαιώνοντας έτσι τον Σουλεϊμάν ως ηγέτη του Ισλαμικού κόσμου και νόμιμο διάδοχο των Αββασιδών Χαλίφηδων.

Επιδιώκοντας να νικήσει τον Σάχη μια για πάντα ο Σουλεϊμάν επιχείρησε μια δεύτερη εκστρατεία το 1548 – 1549. Όπως και προηγουμένως ο Ταχμάσπ απέφυγε τη σύγκρουση και αντιθέτως επέλεξε να υποχωρεί, ακολουθώντας την τακτική της καμένης γης και εκθέτοντας τον Οθωμανικό στρατό στον σκληρό χειμώνα του Καυκάσου. Ο Σουλεϊμάν εγκατέλειψε την εκστρατεία με προσωρινά Οθωμανικά οφέλη στην Ταμπρίζ και στην περιοχή της  λίμνης Ουρμίας, μια διαρκή παρουσία στην επαρχία Βαν και μερικά οχυρά στη Γεωργία. Το 1553 ο Σουλεϊμάν άρχισε την τρίτη και τελευταία του εκστρατεία κατά του Σάχη. Έχοντας αρχικά χάσει εδάφη στο Ερζερούμ από τον γιο του Σάχη, ο Σουλεϊμάν αντεπιτέθηκε ανακαταλαμβάνοντας το Ερζερούμ, διασχίζοντας τον Άνω Ευφράτη και ερημώνοντας μέρη της Περσίας. Ο στρατός του Σάχη συνέχισε την τακτική της αποφυγής των Οθωμανών, οδηγώντας σε στασιμότητα, από την οποία κανείς στρατός δεν είχε κάποιο σημαντικό κέρδος. Το 1554 υπογράφτηκε ένας διακανονισμός που τερμάτισε τις Ασιατικές εκστρατείες του Σουλεϊμάν. Περιελάμβανε την επιστροφή της Ταμπρίζ, αλλά εξασφάλιζε τη Βαγδάτη, την κάτω Μεσοποταμία, τις εκβολές των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη καθώς και τμήμα του Περσικού Κόλπου. Ο Σάχης υποσχέθηκε επίσης να σταματήσει όλες τις επιδρομές σε Οθωμανικό έδαφος.

Οθωμανικά πλοία έπλεαν στον Ινδικό Ωκεανό από το 1518. Οθωμανοί Ναύαρχοι, όπως οι Χαντίμ Σουλεϊμάν Πασά, Σεϊντί Αλί Ρεΐς και Κουρτόγκλου Χιζίρ Ρεΐς είναι γνωστό ότι έχουν ταξιδέψει στα λιμάνια της Μογγολικής Αυτοκρατορίας της Ινδίας  Τάτα, Σουράτ και Τζαντζίρα. Ο Μογγόλος Αυτοκράτορας Ακμπάρ ο Μέγας είναι γνωστό ότι έχει ανταλλάξει έξι έγγραφα με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή.

Στον Ινδικό Ωκεανό ο Σουλεϊμάν πραγματοποίησε αρκετές ναυτικές επιχειρήσεις κατά των  Πορτογάλων σε μια προσπάθεια να τους απομακρύνει και να αποκαταστήσει το εμπόριο με την Ινδία. Το Άντεν στην Υεμένη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1538 για να παράσχει μια Οθωμανική βάση για επιδρομές κατά των Πορτογαλικών κτήσεων στις δυτικές ακτές του σύγχρονου Πακιστάν και της Ινδίας. Πλέοντας στην Ινδία, οι Οθωμανοί απέτυχαν κατά των Πορτογάλων στην πολιορκία του Ντίου το Σεπτέμβριο του 1538, αλλά επέστρεψαν κατόπιν στο Άντεν, όπου οχύρωσαν την πόλη με 100 πυροβόλα. Από αυτή τη βάση ο Σουλεϊμάν Πασάς κατάφερε να ελέγξει όλη τη χώρα της Υεμένης καταλαμβάνοντας επίσης τη Σαναά. Το Άντεν όμως επαναστάτησε κατά των Οθωμανών και κάλεσε αντί αυτών τους Πορτογάλους και έτσι αυτοί έλεγχαν την πόλη μέχρι την κατάληψή της από τον Πίρι Ρεΐς  το 1548.

Με τον πλήρη έλεγχο της Ερυθράς Θάλασσας ο Σουλεϊμάν προσπάθησε με επιτυχία να αμφισβητήσει τον έλεγχο των Πορτογάλων στους εμπορικούς δρόμους της Ινδίας και διατήρησε σημαντικό επίπεδο εμπορίου με τη Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας όλο το 16ο αιώνα. Ο ναύαρχος του Πίρι Ρεΐς οδήγησε τον Οθωμανικό στόλο στον Ινδικό Ωκεανό, πετυχαίνοντας την κατάληψη του Μουσκάτ το 1552.

Το 1564 ο Σουλεϊμάν δέχθηκε μια πρεσβεία από το Ατσέχ (Ινδονησία), που ζήτησε Οθωμανική υποστήριξη εναντίον των Πορτογάλων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια Οθωμανική εκστρατεία στο Ατσέχ, που μπόρεσε να παράσχει εκτεταμένη στρατιωτική υποστήριξη στους Ατσεχέζους.

Έχοντας εδραιώσει τις κατακτήσεις του στην ξηρά, στον Σουλεϊμάν έφτασαν τα νέα ότι το φρούριο της Κορώνης της Πελοποννήσου είχε περιέλθει στον ναύαρχο του Κάρολου Ε΄Αντρέα Ντόρια. Η παρουσία των Ισπανών στην Ανατολική Μεσόγειο ανησύχησε τον Σουλεϊμάν, που την είδε ως μια πρώτη ένδειξη της πρόθεσης του Κάρολου Ε΄ να ανταγωνιστεί την Οθωμανική κυριαρχία στην περιοχή. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να επαναβεβαιώσει την υπεροχή του ναυτικού στη Μεσόγειο, ο Σουλεϊμάν διόρισε έναν εξαιρετικό επικεφαλής του στόλου, στο πρόσωπο του Χαϊρεντίν, γνωστού στους Ευρωπαίους ως Μπαρμπαρόσα [3]. Από τη στιγμή που διορίστηκε αρχιναύαρχος ο Μπαρμπαρόσα επιφορτίσθηκε με την αναδημιουργία του Οθωμανικού στόλου, σε τέτοια έκταση που το Οθωμανικό ναυτικό ισοφάριζε σε αριθμό εκείνα όλων των άλλων Μεσογειακών χωρών μαζί. Το 1535 ο Κάρολος Ε΄ κέρδισε μια σημαντική νίκη κατά των Οθωμανών στην Τύνιδα, που μαζί με τον πόλεμο κατά της Βενετίας τον επόμενο χρόνο, έκανε τον Σουλεϊμάν να δεχτεί προτάσεις από τον  Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας να σχηματίσουν μια συμμαχία κατά του Καρόλου Ε΄. Το 1538 ο Ισπανικός στόλος νικήθηκε από το Μπαρμπαρόσα στη Ναυμαχία της Πρέβεζας, διασφαλίζοντας την Ανατολική Μεσόγειο για τους Τούρκους για 33 χρόνια μέχρι την ήττα τους στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571.

Στη Βόρεια Αφρική προσαρτήθηκαν τεράστιες περιοχές ανατολικά του Μαρόκου. Τα Βερβερικά Κράτη της Τριπολίτιδας, Τυνησίας και Αλγερίας έγιναν αυτόνομες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, λειτουργώντας ως αιχμή της σύγκρουσης του Σουλεϊμάν με τον Κάρολο Ε΄, του οποίου οι προσπάθειες να εκδιώξει τους Τούρκους απέτυχαν το 1541. Η πειρατεία που ακολούθησε στη συνέχεια από τους Βερβερίνους πειρατές μπορεί να ιδωθεί στο πλαίσιο των πολέμων κατά της Ισπανίας. Για μια σύντομη περίοδο η Οθωμανική επέκταση διασφάλισε τη ναυτική κυριαρχία στη Μεσόγειο.

Το 1542, αντιμετωπίζοντας τον κοινό εχθρό των Αψβούργων, o Φραγκίσκος Α΄ επεδίωξε να ανανεώσει τη Γαλλο-Οθωμανική συμμαχία, με αποτέλεσμα ο Σουλεϊμάν να στείλει 100 γαλέρες υπό το Μπαρμπαρόσα να βοηθήσουν τους Γάλλους στη Δυτική Μεσόγειο. Ο Μπαρμπαρόσα λεηλάτησε τις ακτές της Νάπολης και της Σικελίας πριν φθάσει στη Γαλλία, όπου ο Φραγκίσκος Α΄ έκανε την Τουλόν ναυτικό επιτελείο του Οθωμανού ναυάρχου. Στην ίδια εκστρατεία ο Μπαρμπαρόσα προσέβαλε και κατέλαβε τη Νίκαια το 1543. Το 1544 μια ειρήνη μεταξύ Φραγκίσκου Α΄ και Κάρολου Ε΄ έθεσε προσωρινά τέρμα στη συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην υπόλοιπη Μεσόγειο, όταν οι Ιωαννίτες Ιππότες ανασυγκροτήθηκαν ως Ιππότες της Μάλτας το 1530, οι ενέργειές τους κατά των Μουσουλμανικών ναυτικών δυνάμεων γρήγορα επέσυραν την οργή των Οθωμανών, που συγκέντρωσαν άλλον ένα τεράστιο στρατό για να εκδιώξουν τους Ιππότες από τη Μάλτα. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν το 1565, επιχειρώντας τη Μεγάλη Πολιορκία της Μάλτας, που άρχισε στις 18 Μαΐου και κράτησε μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου και απεικονίζεται παραστατικά στις τοιχογραφίες του Ματέο Περέζ ντ’ Αλέτσιο  στην αίθουσα των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου.  Αρχικά φαινόταν ότι αυτή θα ήταν μια επανάληψη της κατάληψης της Ρόδου, με τις περισσότερες πόλεις της Μάλτας κατεστραμμένες και τους μισούς Ιππότες σκοτωμένους στις μάχες, αλλά μπήκε στη μάχη μια δύναμη αρωγής από την Ισπανία, με αποτέλεσμα την απώλεια 30.000 Οθωμανών και τη νίκη των ντόπιων Μαλτέζων πολιτών.

 

[4]. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Όπως σημειώνει ο ιστορικός, λόρδος Κίνρος: «Ο Σουλεϊμάν δεν ήταν μόνο μεγάλος πολεμιστής, άνθρωπος του ξίφους, όπως ήταν πριν από αυτόν ο πατέρας και ο προπάππος του. Διέφερε από αυτούς στον βαθμό που επίσης ήταν άνθρωπος της πένας. Ήταν μεγάλος νομοθέτης, που ξεχώριζε στα μάτια του λαού του ως υψηλόφρων ηγεμόνας και μεγαλόψυχος εκφραστής της δικαιοσύνης». Ο υπερισχύων νόμος της αυτοκρατορίας ήταν η Σαρία (: Ιερός Νόμος, που ο νόμος του Κορανίου υιοθετείται και ως νόμος τους κράτους), και ο Σουλτάνος δεν είχε την εξουσία να αλλάξει. Όμως ένας τομέας ξεχωριστής νομοθεσίας γνωστός ως Kanunlar (Κανόνες), εξαρτιόταν μόνο από τη βούληση του Σουλεϊμάν, καλύπτοντας περιοχές όπως το ποινικό δίκαιο, τη γαιοκτησία και τη φορολογία. Συγκέντρωσε όλες τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από τους εννέα Οθωμανούς Σουλτάνους, που είχαν προηγηθεί. Αφού εξάλειψε τις αντιφάσεις, και, επιλέγοντας νόμους  από κείμενα νομομαθών, εξέδωσε ένα Ενιαίο Νομικό Κώδικα, προσέχοντας παράλληλα να μην παραβεί τους βασικούς νόμους του Ισλάμ. Στο πλαίσιο αυτό ο Σουλεϊμάν, στηριζόμενος από το μεγάλο του μουφτή Εμπουσούντ Εφέντι, επεδίωξε να μεταρρυθμίσει τη νομοθεσία προσαρμόζοντάς τη σε μια ταχέως μεταβαλλόμενη αυτοκρατορία. Όταν οι Νόμοι-Κανόνες κατέληξαν στην τελική τους μορφή, ο Κώδικας των Νόμων έγινε γνωστός ως Κανούνι Οσμανί, ή Οθωμανικοί νόμοι. Ο νομικός κώδικας του Σουλεϊμάν επρόκειτο να διαρκέσει πάνω από τρεις αιώνες. Ο Σουλεϊμάν έδωσε ιδιαίτερη σχέση στη δεινή θέση των ραγιάδων, Χριστιανών υπηκόων που καλλιεργούσαν τη γη των σπαχήδων. Ο «Κανούν Ραγιά» του, ή «Κώδικας των Ραγιάδων», μεταρρύθμισε τον νόμο που καθόριζε εισφορές και φόρους που έπρεπε να πληρώνουν οι ραγιάδες, ανυψώνοντας τη θέση τους πάνω από τη δουλοπαροικία, στον βαθμό που Χριστιανοί δουλοπάροικοι να μεταναστεύουν στα τουρκικά εδάφη για να επωφεληθούν από τις μεταρρυθμίσεις. Ο Σουλτάνος έπαιξε επίσης ρόλο στην προστασία των Εβραίων υπηκόων της αυτοκρατορίας τους για τους επόμενους αιώνες. Στα τέλη του 1553 ή το 1554 μετά από πρόταση του ευνοούμενού του γιατρού και οδοντίατρου, Ισπανού Εβραίου Μωυσή Χαμόν, ο Σουλτάνος εξέδωσε ένα φιρμάνι που κατήγγειλε επίσημα τις επιθέσεις και τον στιγματισμό των Εβραίων. Εξάλλου ο Σουλεϊμάν θέσπισε νέα ποινική και αστυνομική νομοθεσία, που προέβλεπε μια σειρά προστίμων για συγκεκριμένα αδικήματα, μειώνοντας τις περιπτώσεις που επιβαλλόταν θάνατος ή ακρωτηριασμός. Στον τομέα της φορολογίας επιβλήθηκαν φόροι σε κάθε είδους αγαθά και προϊόντα, όπως ζώα, ορυχεία, εμπορικά κέρδη, και εισαγωγικοί – εξαγωγικοί δασμοί. Εκτός από τους φόρους, αξιωματούχοι που είχαν περιπέσει σε ανυποληψία ήταν δυνατό η γη και η περιουσία τους να κατασχεθούν από τον Σουλτάνο.

 

Η εκπαίδευση ήταν άλλος ένας σημαντικός τομέας για το Σουλτάνο. Σχολές, συνδεδεμένες με τζαμιά και χρηματοδοτούμενες από θρησκευτικά ιδρύματα, παρείχαν σε μεγάλο βαθμό ελεύθερη εκπαίδευση σε Μουσουλμανόπαιδες πριν από τα χριστιανικά κράτη της εποχής. Στην πρωτεύουσά του ο Σουλεϊμάν αύξησε τον αριθμό των μεκτέμπ (mektep: πρωτοβάθμια σχολεία) σε δεκατέσσερα, διδάσκοντας τα αγόρια να διαβάζουν και να γράφουν, καθώς και τις αρχές του Ισλάμ. Οι νέοι που επιθυμούσαν περαιτέρω εκπαίδευση μπορούσαν να προχωρήσουν σε ένα από τους οκτώ μεντρεσέδες [4] (σχολές), που οι σπουδές τους περιελάμβαναν γραμματική, μεταφυσική, φιλοσοφία, αστρονομία και αστρολογία. Ανώτεροι μεντρεσέδες παρείχαν εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου και οι απόφοιτοί τους γίνονταν ιμάμηδες[5]  ή δάσκαλοι. Τα εκπαιδευτικά κέντρα ήταν συνήθως μεταξύ πολλών κτηρίων που περιέβαλλαν τις αυλές των τζαμιών και άλλα περιελάμβαναν βιβλιοθήκες, τραπεζαρίες, σιντριβάνια, συσσίτια και νοσοκομεία επ’ ωφελεία του κοινού. Με την υποστήριξη του Σουλεϊμάν η Οθωμανική αυτοκρατορία μπήκε στη χρυσή εποχή της πολιτιστικής της ανάπτυξης. Εκατοντάδες αυτοκρατορικών καλλιτεχνικών εταιρειών (ονομαζόμενες Ελι Χιρέφ, «Koινότητες των Ταλαντούχων» επιχορηγούνταν στην Αυτοκρατορική έδρα, στο ανάκτορο Τοπ Καπί. Μετά από μια μαθητεία, καλλιτέχνες και τεχνίτες μπορούσαν να προχωρήσουν στην κατάταξη στον τομέα τους και πληρώνονταν με ικανοποιητικούς μισθούς σε τριμηνιαίες δόσεις. Μητρώα μισθοδοσίας που διασώζονται μαρτυρούν το εύρος της προστασίας των τεχνών εκ μέρους του Σουλεϊμάν, με το παλαιότερο των εγγράφων να χρονολογείται από το 1526, κατάλογο 40 εταιρειών με πάνω από 600 μέλη. Oι Ελι Χιρέφ προσείλκυαν τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες της αυτοκρατορίας στην αυλή του Σουλτάνου, τόσο από τον Ισλαμικό κόσμο όσο και από πρόσφατα κατακτημένες χώρες στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα ένα συνδυασμό Ισλαμικού, Τουρκικού και Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τεχνίτες στην υπηρεσία της αυλής περιελάμβαναν ζωγράφους, βιβλιοδέτες, γουναράδες, κοσμηματοποιούς και χρυσοχόους. Ενώ οι προηγούμενοι ηγεμόνες είχαν επηρεασθεί από τον Περσικό πολιτισμό (ο πατέρας του Σουλεϊμάν, Σελίμ Α΄, έγραφε ποίηση στα Περσικά), η προστασία των τεχνών από τον Σουλεϊμάν είδε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να διεκδικεί τη δικιά της καλλιτεχνική κληρονομιά.

 

Ο ίδιος ο Σουλεϊμάν ήταν ένας πετυχημένος ποιητής, γράφοντας στα Περσικά και τα Τουρκικά με το ψευδώνυμο Μουχιμπί (Εραστής). Για την Χιουρέμ έγραψε τους εξής στίχους: «Θρόνε της μοναχικής γωνιάς μου, πλούτη μου, έρωτά μου, φεγγαρόφωτό μου. Ειλικρινέστατε φίλε μου, μυστικοσύμβουλέ μου, ίδια η ύπαρξή μου, Σουλτάνα μου, μία και μοναδική μου αγάπη. Η ομορφότερη από τις όμορφες… Άνοιξή μου, χαρωπέ έρωτά μου, ημέρα μου, γλυκιά μου, γελαστό φύλλο… Λουλούδια μου, γλύκα μου, τριαντάφυλλό μου, η μόνη στον κόσμου που δεν με στενοχωρεί… Kωνσταντινούπολή μου, Καραμάν μου, γη της Ανατολίας μου. Μπανταξάν μου, Βαγδάτη μου και Κορασάν. Γυναίκα μου με τα όμορφα μαλλιά, αγάπη μου με τα γυρτά φρύδια, αγάπη μου με τα σκανταλιάρικα μάτια… Πάντα θα τραγουδώ τα χαρίσματά σου. Εγώ, ο εραστής με τη βασανισμένη καρδιά, ο Μουχιμπί με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, είμαι ευτυχισμένος». Μερικοί από τους στίχους του Σουλεϊμάν έχουν γίνει Τουρκικές παροιμίες. Όταν ο νεαρός γιος του Μεχμέτ πέθανε το 1543, συνέθεσε το έργο Ασύγκριτε μεταξύ των πριγκίπων Σουλτάνε μου, Μεχμέτ. Εκτός από το έργο του ίδιου του Σουλεϊμάν, πολλά μεγάλα ταλέντα αναζωογόνησαν τον κόσμο της λογοτεχνίας στη διάρκεια της βασιλείας του, όπως ο Φουζουλί και ο Μπακί. Ο ιστορικός της λογοτεχνίας Γκιμπ παρατήρησε ότι «σε καμία εποχή, ακόμη και στην Τουρκία, δεν προωθήθηκε περισσότερο η Ποίηση, από ότι κατά τη βασιλεία του Σουλεϊμάν». Ο γνωστότεροι στίχοι του Σουλεϊμάν είναι : Oι άνθρωποι θεωρούν τον πλούτο και την εξουσία ως την καλύτερη τύχη, αλλά σε αυτό τον κόσμο λίγος χρόνος υγείας είναι το καλύτερο δώρο. * Ό,τι οι άνθρωποι αποκαλούν κυριαρχία είναι εγκόσμια σύγκρουση και συνεχής πόλεμος. * Η λατρεία του Θεού είναι ο ψηλότερος θρόνος, η ευτυχέστερη όλων των περιουσιών. O Σουλεϊμάν φημίζεται επίσης για τη χρηματοδότηση σειράς μνημειακών αρχιτεκτονημάτων μέσα στην αυτοκρατορία του. Ο Σουλτάνος επεδίωξε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη το κέντρο του Ισλαμικού πολιτισμού με μια σειρά έργων, όπως γέφυρες, τζαμιά, ανάκτορα και φιλανθρωπικά και κοινωνικά ιδρύματα. Τα σπουδαιότερα από αυτά κατασκευάσθηκαν από τον κύριο αρχιτέκτονα του Σουλτάνου Μιμάρ Σινάν[6], με τον οποίο η Οθωμανική Αρχιτεκτονική έφτασε στο ανώτερο σημείο της. Κατά τη βασιλεία του γιου του Σουλεϊμάν,  Σελίμ Β΄, ο Σουλεϊμάν αποκατάστησε το ιερό στο Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ και τα τείχη της πόλης (που είναι τα σημερινά τείχη της Παλιάς Πόλης της Ιερουσαλήμ), ανακαίνισε την Κάαμπα στη Μέκκα και κατασκεύασε ένα συγκρότημα στη Δαμασκό.

 

[Αναπαράσταση]: Ζωγραφική απεικόνιση του νεκρού παιδιού από καλλιτέχνη του παλατιού λίγο πριν την ταφή του. Εικάζεται πως το παιδί έχασε τη ζωή του από ασθένεια ή κατά την περιτομή λόγω μόλυνσης ή κατά τον ευνουχισμό του λόγω ακατάσχετης αιμορραγίας

[Αναπαράσταση]: Ζωγραφική απεικόνιση του νεκρού παιδιού από καλλιτέχνη του παλατιού λίγο πριν την ταφή του. Εικάζεται πως το παιδί έχασε τη ζωή του από ασθένεια ή κατά την περιτομή λόγω μόλυνσης ή κατά τον ευνουχισμό του λόγω ακατάσχετης αιμορραγίας

  

soul5

 

Ο Πάργαλι Ιμπραήμ Πασάς

Ο Πάργαλι Ιμπραήμ Πασάς

 

5]. Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ: ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΟΥΛΤΑΝΩΝ[7]: Ο Πάργκαλης ή Πάργαλι Ιμπραήμ Πασάς (Pargalı Damat İbrahim Paşa, Πάργα 1493 – Κωνσταντινούπολη, 1536) : Ο Ιμπραήμ ήταν χριστιανός ελληνικής καταγωγής, γιος ενός Έλληνα ψαρά από την Πάργα, που τον 16ο αιώνα τελούσε υπό την κυριαρχία της Βενετίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Θεόφιλος. Γεννήθηκε το 1493 (αν και ο ίδιος ο Ιμπραήμ είπε στον πρεσβευτή Ζάρα το 1532 ότι γεννήθηκε το 1494 την ίδια εβδομάδα με τον Σουλεϊμάν) και σε παιδική ηλικία αιχμαλωτίστηκε από Τούρκους κουρσάρους. Απ’ ό,τι φαίνεται, αρχικά πουλήθηκε σε μια χήρα στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, η οποία τον φρόντιζε και του παρείχε μια ολοκληρωμένη παιδεία. Έμαθε μάλιστα να παίζει πολύ καλά ένα μουσικό όργανο αντίστοιχο με το σημερινό βιολί. Διάβαζε περσικά, τουρκικά, ελληνικά και ιταλικά. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μαθήματα της Γεωγραφίας και της Ιστορίας, και θαύμαζε πολύ τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Αννίβα. Υπάρχουν δύο εκδοχές σχετικά με το πώς κατέληξε ο Ιμπραήμ στην υπηρεσία του Σουλεϊμάν. 1). Σύμφωνα με την πρώτη ο πρίγκιπας Σουλεϊμάν, γνώρισε τον Ιμπραήμ σε μία από τις εκστρατείες του στη Μικρά Ασία και γοητεύτηκε από τη χάρη του και τις επιδόσεις του στη μουσική. 2). Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή ο Ιμπραήμ κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί πουλήθηκε απευθείας στον πρίγκιπα Σουλεϊμάν. Πάντως το γεγονός ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο Ιμπραήμ κατέληξε ιδιοκτησία του Σουλεϊμάν είναι αδιαφιλονίκητο. Έγιναν  στενοί φίλοι κι εραστές. Στην αυλή του παλατιού τον αποκαλούσαν Frenk (Φράγκο, δηλ. Γάλλο, και κατ’ επέκταση, Ευρωπαίο) για την ευρυμάθεια και τους λεπτούς τρόπους του. Ο Σουλεϊμάν στην αρχή τον έκανε Βασιλικό Εκτροφέα Γερακιών, στη συνέχεια τον προήγαγε σε Πρώτο Αξιωματικό του Βασιλικού Υπνοδωματίου, το 1523 σε  Μεγάλο Βεζίρη  (Πρωθυπουργό), και το ίδιο έτος τον έκανε και γαμπρό του (damat) λόγω του γάμου με την αδελφή του Σουλεϊμάν, Χατιτζέ. Αφού τον όρισε  και μπεηλέρμπεη (αρχιστράτηγο) της Ρούμελης, του παραχώρησε την απόλυτη εξουσία σε όλα τα τουρκικά εδάφη της Ευρώπης των στρατευμάτων που έμεναν εκεί  εν καιρώ πολέμου. Σύμφωνα με ένα χρονικογράφο του 17ου αιώνα, ο Ιμπραήμ είχε ζητήσει από τον Σουλεϊμάν να μην τον προάγει σε τόσο υψηλές θέσεις, φοβούμενος για την ασφάλειά του, αλλά ο Σουλεϊμάν του απάντησε ότι επί της βασιλείας του, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ποτέ δεν θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Ο Anthony A. Goodman στο βιβλίο του Shadow of a war γράφει: «Ο Ιμπραήμ ήταν αχώριστος με τον Σουλτάνο από τα χρόνια της μοναχικής εφηβείας και των δύο τους. Τα δύο αγόρια λάτρευαν την ανάγνωση και περνούσαν πολλές ώρες μαζί μελετώντας ιστορία, έχοντας ίνδαλμα τον Μέγα Αλέξανδρο και διαβάζοντας φωναχτά ο ένας στον άλλο. Ο Ιμπραήμ ψυχαγωγούσε τον Σουλεϊμάν τραγουδώντας του και παίζοντας του βιολί. Ψάρευαν, κυνηγούσαν, κολυμπούσαν, έτρωγαν μαζί και πολλές φορές μοιραζόντουσαν το ίδιο κρεβάτι, εξερευνώντας τη σεξουαλικότητά τους μέχρι τη στιγμή που το ενδιαφέρον του Σουλτάνου στράφηκε στο χαρέμι του με σκοπό την απόκτηση διαδόχων. Αλλά ακόμα και τότε περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της νύχτας μαζί. Ο Σουλεϊμάν εξαρτιόταν από την πίστη του μακρόχρονου φίλου του. Ο Ιμπραήμ, ασχέτως από τους τίτλους που τον συνόδευαν, συνέχισε να είναι ο πιο πιστός του φίλος, σύμβουλος και αδελφός του. Τα ήθη της Οθωμανικής Τουρκίας δεν ήταν διαφορετικά από αυτά της Αρχαίας Σπάρτης, όπου στις συνθήκες μάχης ήταν πολύ πιο πιθανό ένας πολεμιστής να κάνει ότι μπορεί προκειμένου να μην ντροπιάσει τον εαυτό του, παρουσία του εραστή του». Ο Ιμπραήμ όμως τελικά έχασε την εύνοια του Σουλτάνου. Κατά τα δεκατρία χρόνια του ως Μεγάλου Βεζίρη, η γρήγορη άνοδός του στην εξουσία και η τεράστια συσσώρευση πλούτου είχε δημιουργήσει πολλούς εχθρούς στην αυλή του Σουλτάνου. Στον Σουλεϊμάν είχαν φτάσει αναφορές για αλαζονεία του Ιμπραήμ σε μια εκστρατεία κατά της Περσικής αυτοκρατορίας των Σαφαβιδών, ιδιαίτερα η εκ μέρους του υιοθέτηση του τίτλου Σερασκέρ Σουλτάν (Πολέμαρχος του Σουλτάνου). Το γεγονός θεωρήθηκε σαν σοβαρή προσβολή προς τον Σουλεϊμάν. Η καχυποψία του Σουλεϊμάν έναντι του Ιμπραήμ επιδεινώθηκε από μια φιλονικία μεταξύ αυτού και του Υπουργού Οικονομικών Ισκεντέρ Τσελεμπί, που έληξε με την επιβάρυνση του Τσελεμπί με κατηγορίες για συνωμοσία, με τον Ιμπραήμ να πείθει τον Σουλεϊμάν να καταδικάσει τον υπουργό σε θάνατο. Πριν τον θάνατό του όμως τα τελευταία λόγια του Τσελεμπί ήταν κατηγορίες κατά του Ιμπραήμ για συνωμοσία κατά του Σουλτάνου. Η απερισκεψία αυτή θεωρήθηκε ως σοβαρή προσβολή προς τον Σουλεϊμάν. Η γυναίκα του Σουλεϊμάν τον παρότρυνε να τον σκοτώσει. Επειδή ο Σουλεϊμάν είχε ορκιστεί να μην πάρει τη ζωή του Ιμπραήμ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, εξέδωσε έναν ισλαμικό φετβά (θρησκευτική εντολή), ο οποίος του επέτρεψε να πάρει πίσω τον όρκο με την ανέγερση τζαμιού στην Κωνσταντινούπολη. Ανακοίνωσε τον φατβά μία εβδομάδα πριν από την εκτέλεση του Ιμπραήμ και δείπνησε μαζί του επτά φορές πριν από την τελική κίνηση, ώστε να δώσει στον δια βίου φίλο του μια ευκαιρία να εγκαταλείψει τη χώρα ή να πάρει τη ζωή του ιδίου του Σουλτάνου. Αργότερα ανακαλύφθηκε στις επιστολές του Ιμπραήμ ότι είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης, αλλά παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να μείνει πιστός στον Σουλεϊμάν. Την νύχτα της 14 με 15 Μαρτίου 1536 ο Ιμπραήμ εκτελέσθηκε στο δωμάτιό του. Ο Σουλεϊμάν αργότερα μετάνιωσε πικρά γι’ αυτό. Ο χαρακτήρας του άλλαξε δραματικά, σε σημείο όπου απομόνωσε τελείως τον εαυτό του από την καθημερινή διοίκηση της αυτοκρατορίας. Η μεγάλη του λύπη αντανακλάται στα ποιήματά του, στα οποία ακόμη και μετά από είκοσι χρόνια τονίζει συνεχώς θέματα φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ φίλων, και συχνά αναφέρεται σε γνωρίσματα χαρακτήρα παρόμοια με αυτά του Ιμπραήμ. Ο Σουλεϊμάν, μετανιωμένος, εξέφρασε τον πόνο του σε πολλά από τα ποιήματά του, τα οποία, όπως είπαμε, υπέγραφε με το ψευδώνυμο Mουχιμπί. Για την πτώση και την εκτέλεση του Ιμπραήμ λόγω υποψιών προδοσίας πολλοί υποδεικνύουν ως υπεύθυνη την Χιουρέμ και την επιρροή της στον Σουλεϊμάν. Κάποιοι άλλοι, αναφέρουν ότι αυτό συνέβη όταν ο Σουλτάνος ανακάλυψε την ερωτική σχέση του Ιμπραήμ με τον Βενετό έμπορο, πρεσβευτή και έμπιστο του οθωμανικού παλατιού και πολιτικού συνδέσμου του με πολλές ευρωπαϊκές αυλές, Λουδοβίκο Γκρίτι[8].

 

Ο τάφος του Ιμπραήμ Πασά κοντά στη στάση του μετρό Φιντικλί στο Πέραν

Ο τάφος του Ιμπραήμ Πασά κοντά στη στάση του μετρό Φιντικλί στο Πέραν

 

Η Χατιτζέ  στιγματίζεται από τον θάνατο του Ιμπραήμ. Τα επόμενα χρόνια περιφέρεται σαν φάντασμα στα δωμάτια του Τοπ Καπί, θεωρώντας υπεύθυνη για την κατάντια της τη Χιουρέμ. Τον αναζητά παντού και ορκίζεται να εκδικηθεί για τον θάνατό του. Μόνο έτσι θα ησυχάσει εκείνη αλλά και η ψυχή του Ιμπραήμ. Η Χατιτζέ, θεωρώντας τη Χιουρέμ ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του άντρα της, αλλά και ως γυναίκα που της κατέστρεψε τη ζωή, υπόσχεται να την κάνει να πληρώσει για τη δυστυχία που την υποχρεώνει να βιώνει μένοντας πια άυπνη τα βράδια. Οι τάσεις της είναι αυτοκαταστροφικές. Μάλιστα, δεν διστάζει να παραδεχτεί στην αδελφή της, τη Σαχ, ότι το μοναδικό που την ενδιέφερε ήταν να μη χάσει τον Ιμπραήμ. Μόλις τον έχασε δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν για τη ζωή της. Σταδιακά αρχίζει να χάνει τα λογικά της. Η Χατιτζέ δεν μπόρεσε καθόλου να διαχειριστεί αυτή την απώλεια. Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα, της έγινε έμμονη ιδέα η εξολόθρευση της Χιουρέμ. Ζούσε και ανέπνεε για τη στιγμή που θα την έβλεπε στο φέρετρο όπως ακριβώς είδε τον Ιμπραήμ. Ο πόνος άρχισε – πέρα από τον νου – να της τρώει και το κορμί. Στην πραγματικότητα, το μόνο που περίμενε ήταν ο θάνατος. Και έτσι έγινε. Πέθανε δύο χρόνια μετά τον άντρα της, μόνη κι έρημη στην Κωνσταντινούπολη, από άγνωστη αιτία.

[6]. ΔΙΑΔΟΧΗ: Οι δύο Χασεκί Σουλτάν του Σουλεϊμάν του είχαν χαρίσει έξι γιούς, από τους οποίους τέσσερις ζούσαν ακόμα τη δεκαετία του 1550. Από αυτούς, μόνο ο Μουσταφά, ο μεγαλύτερος, δεν ήταν γιος της Χιουρέμ Σουλτάνας, αλλά της Μαχιντεβράν και έτσι προηγείτο των παιδιών της Χιουρέμ στη σειρά της διαδοχής. Η Χιουρέμ γνώριζε ότι αν ο Μουσταφά γινόταν Σουλτάνος τα δικά της παιδιά θα στραγγαλίζονταν. Εξάλλου, ο Μουσταφά αναγνωριζόταν ως ο πιο ταλαντούχος από όλους τους αδελφούς. Ο Αυστριακός πρέσβης Μπούσμπεκ σχολίασε τότε: «Ο Σουλεϊμάν έχει ανάμεσα στα παιδιά του ένα γιο ονόματι Μουσταφά τέλεια εκπαιδευμένο και συνετό και σε ηλικία να κυβερνήσει, καθώς είναι μεταξύ 24 και 25 χρονών. Μακάρι ο Θεός να μην επιτρέψει ποτέ σε ένα τόσο δυνατό βάρβαρο να μας πλησιάσει», μιλώντας στη συνέχεια για τα εξαιρετικά φυσικά χαρίσματα του Μουσταφά. Η Χιουρέμ θεωρείται τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνη για τις δολοπλοκίες του ορισμού διαδόχου. Αν και ήταν η επίσημη σύζυγος του Σουλεϊμάν δεν ασκούσε επίσημα δημόσιο ρόλο. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να ασκεί ισχυρή πολιτική επιρροή. Καθώς η Αυτοκρατορία στερείτο, μέχρι τη βασιλεία του Αχμέτ Α΄, oποιουδήποτε επίσημου τρόπου ορισμού διαδόχου, οι διαδοχές συνεπάγονταν συνήθως τη θανάτωση των ανταγωνιστών πριγκίπων με σκοπό να αποφευχθούν κοινωνική αναταραχή και επαναστάσεις. Στην προσπάθειά της να εμποδίσει την εκτέλεση των γιων της, η Χιουρέμ χρησιμοποιούσε την επιρροή της για να εξαλείψει όσους υποστήριζαν την άνοδο στον θρόνο του Μουσταφά. Έτσι στις διαμάχες για την εξουσία, όπου προφανώς εξωθούσε η Χιουρέμ, ο Σουλεϊμάν δολοφόνησε το 1536 τον Παργαλή Ιμπραήμ Πασά και τον αντικατέστησε με τον γαμπρό της, που συμπαθούσε, τον Ρουστέμ Πασά. Το 1552, όταν είχε ξεκινήσει η εκστρατεία κατά της Περσίας με το Ρουστέμ διορισμένο αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων, άρχισαν οι δολοπλοκίες κατά του Μουσταφά. Ο Ρουστέμ έστειλε έναν από τους πιο έμπιστους άνδρες του Σουλεϊμάν να αναφέρει ότι, αφού ο Σουλεϊμάν δεν ήταν επικεφαλής του στρατού, οι στρατιώτες πίστευαν ότι είχε έρθει η ώρα να μπει στον θρόνο ένας νεότερος πρίγκιπας. Την ίδια στιγμή διέσπειρε φήμες ότι ο Μουσταφά φαινόταν να αποδέχεται την ιδέα. Εξοργισμένος από όσα πίστευε ως σχέδια του Μουσταφά να διεκδικήσει τον θρόνο, το επόμενο καλοκαίρι, μετά την επιστροφή από την εκστρατεία του στην Περσία, ο Σουλεϊμάν τον κάλεσε στη σκηνή του στην Κοιλάδα του Ερεγλί, δηλώνοντας ότι θα «είχε την ευκαιρία να απαλλάξει τον εαυτό του από τις εναντίον του κατηγορίες και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, αν ερχόταν».

 

Ο θρήνος του Σουλεϊμάν για την εκτέλεση του γιου του Μουσταφά. (Μικρογραφία του 16ου αιώνα)

Ο θρήνος του Σουλεϊμάν για την εκτέλεση του γιου του Μουσταφά. (Μικρογραφία του 16ου αιώνα)

 

Ο Μουσταφά αντιμετώπισε ένα δίλημμα: ή θα εμφανιζόταν μπροστά στον πατέρα του με τον κίνδυνο να δολοφονηθεί ή, αν αρνιόταν να παρουσιαστεί, θα κατηγορείτο για προδοσία. Ο Μουσταφά επέλεξε να μπει στη σκηνή του πατέρα του, πεπεισμένος ότι η υποστήριξη του στρατού θα τον προστάτευε. Ο Μπουσμπέκ, που υποστηρίζει ότι έλαβε αναφορά από ένα αυτόπτη μάρτυρα, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Μουσταφά: καθώς ο Μoυσταφά έμπαινε στη σκηνή του πατέρα του, οι επτά Ευνούχοι του Σουλεϊμάν επιτέθηκαν στον Μoυσταφά, με τον νεαρό πρίγκιπα να προβάλλει γενναία αντίσταση. Ο Σουλεϊμάν που διαχωριζόταν από την πάλη μόνο από τα στόρια της σκηνής του κοίταζε από το δωμάτιο της σκηνής του και «έριχνε άγριες και απειλητικές ματιές στους άνδρες του και με απειλητικές χειρονομίες αποδοκίμαζε αυστηρά τον δισταγμό τους. Μετά από αυτό οι άνδρες αναθαρρώντας, διπλασίασαν τις προσπάθειές τους, έριξαν τον Μουσταφά στο έδαφος και ρίχνοντας τη χορδή του τόξου γύρω από τον λαιμό του, τον στραγγάλισαν». Ο Τζιχαγκίρ λέγεται ότι αρρώστησε και πέθανε από λύπη λίγους μήνες μετά τα νέα της δολοφονίας του ετεροθαλούς αδελφού του. Οι δύο επιζήσαντες αδελφοί, Σελίμ και Βαγιαζίτ, έγιναν διοικητές διαφορετικών τμημάτων της αυτοκρατορίας. Μέσα σε λίγα όμως χρόνια ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ τους, με τον καθένα να υποστηρίζεται από τις πιστές σε αυτόν δυνάμεις. Με τη βοήθεια του στρατού του πατέρα του, ο Σελίμ νίκησε το Βαγιαζίτ στο Ικόνιο το 1559, αναγκάζοντάς τον να ζητήσει καταφύγιο στους Σαφαβίδες μαζί με τους τέσσερις γιούς του. Μετά από διαπραγματεύσεις ο Σουλτάνος απαίτησε από τον Σάχη των Σαφαβιδών ή να εκδώσει τον Βαγιαζίτ ή να τον εκτελέσει. Με αντάλλαγμα μεγάλες ποσότητες χρυσού ο Σάχης επέτρεψε σε ένα Τούρκο εκτελεστή να στραγγαλίσει το Βαγιαζίτ και τους τέσσερις γιους του το 1561, ανοίγοντας τον δρόμο για την άνοδο στο θρόνο του Σελίμ, πέντε χρόνια αργότερα. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1566 ο Σουλεϊμάν, που είχε ξεκινήσει από την Κωνσταντινούπολη για να κατευθύνει μια εκστρατεία στην Ουγγαρία, πέθανε αποπληξία, λίγο πριν τη νίκη των Οθωμανών στη Μάχη του Ζίγκετβαρ. Τάφηκε σε οκταγωνικό μαυσωλείο, στο Σουλεϊμανιέ Τζαμί (στο νοτιοανατολικό περίβολο) δίπλα στη σύζυγό του, Χιουρέμ [9].

 

Η κηδεία του Σουλεϊμάν (Μικρογραφία του 16ου αιώνα)

Η κηδεία του Σουλεϊμάν (Μικρογραφία του 16ου αιώνα)

 

[7]. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: A). Σοφίας Ν. Σφυρόερα, Κωνσταντινούπολη, Πόλη της Ιστορίας, Αθήνα 2006. * Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμος Γ΄, Θεσσαλονίκη 1968. * Διονύσης Βίτσιος, Στην Αυλή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (Η Ιστορική Αλήθεια), Περίπλους, 2014 (εξαίρετο). * Νεοκλή Σαρρή, Οσμανική Πραγματικότητα, Εκδόσεις Αρσενίδη, 1990,  Τόμοι Α’- Β΄ (εξαίρετο). * Findley, Carter V. The Turks in World History. New York: Oxford University Press US. (2005) * Glazer, Steven A. (1996), Research completed January 1995, «Chapter 1: Historical Setting». * Metz, Helen Chapin. A Country Study: Turkey. Country Studies (5th έκδοση). Washington, D.C.: Federal Research Division of the Library of Congress. * Kafadar, Cemal (1996). Between Two Worlds: The Construction of the Ottoman State. Berkeley, CA: University of California Press. Karateke, Hakan T. (2005). * Zachs, Fruma. Ottoman Reform and Muslim Regeneration: Studies in Honour of Butrus Abu-Manneb. London: I. * B. Tauris. d’ Osman Han. * The Imperial Harem: Women and Sovereignty in the Ottoman Empire. New York: Oxford University Press. * Stavrides, Theoharis (2001). The Sultan of Vezirs: The Life and Times of the Ottoman Grand Vezir. * Mahmud Pasha Angelović (1453–1474). Leiden: Brill Publishers. * Toynbee, Arnold J. (1974). «The Ottoman Empire’s Place in World History». * Karpat, Kemal H.. The Ottoman State and Its Place in World History. Social, Economic and Political Studies of the Middle East. 11. Leiden: Brill Publishers * Albert Lybyer (1913). Κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. * Έργα του Robert Mantran: 1). Οθωμανική φορολογικές ρυθμίσεις. Συριακές επαρχίες, Παρίσι-Βηρυτός, Maisonneuve / Καθολική Press, 1951 (με τον John Sauvaget ). 2). Ιστορία της Τουρκίας, Presses Universitaires de France , Coll. 3). Οι Θησαυροί της Τουρκίας, Paris, Arthaud, 1959 (με τον Michel de Saint Pierre ). 4). Απογραφή τουρκικών αρχειακών έγγραφων της Dar El Bey, Τύνιδα,  Paris, Presses Universitaires de France, 1961. 5). Η Κωνσταντινούπολη κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Ιστορία των θεσμικών, οικονομικών και κοινωνικών τεστ, Paris, Maisonneuve, 1962. 6). Η Κωνσταντινούπολη αιώνα Suleymaniye, Paris, Hachette, Coll. «Καθημερινή Ζωή» 1965 Νέα. ed., 1990. 7). Η Μουσουλμανική Επέκταση -. Αιώνων VII – XI, Paris, Presses Universitaires de France, 1969, New. ed., 1991, Coll. «Νew Clio». 8) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον 16ο έως τον 18ο  αιώνα. Διοίκηση, την οικονομία, την κοινωνία, Λονδίνο, Variorum 1984.

 

 

soul10

 

Φεβρουάριος  2016

 

______________________________________

[1] Η Χασεκί Χιουρέμ Σουλτάν (Haseki Hürrem Sultan) ( Ροχατίν του Βασίλειου της Πολωνίας 1505–Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη 15.4.1558). Το όνομα Χιουρέμ της δόθηκε από τον ίδιο τον Σουλεϊμάν Α΄ και σημαίνει «η προσηνής, αυτή που σε κάνει χαρούμενο». Η Χιουρέμ Σουλτάν ήταν η γυναίκα που έθεσε τα θεμέλια του Σουλτανάτου των Γυναικών. Το πλήρες ονομά της ήταν Devletlû İsmetlû Hürrem Hâseki Sultân Ahiyât-üs Şân Hâzretleri. Σύμφωνα με πηγές του 16ου και του 17ου αιώνα, φαίνεται ότι ο πατέρας της Χιουρέμ  ήταν Γάλλος Ορθόδοξος παπάς. Τη δεκαετία του 1520 την απήγαγαν Κριμαίοι Τάταροι κατά τη διάρκεια μίας από τις συχνές επιδρομές τους και οδηγήθηκε ως σκλάβα, πιθανώς πρώτα στην κριμαϊκή πόλη Καφφά (: Θεοδοσία, αποικία της Μιλήτου) και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, από όπου και επιλέχθηκε για το χαρέμι του Σουλτάνου Σουλεϊμάν. Γρήγορα κέρδισε την προσοχή του κυρίου της και προσέλκυσε τη ζήλια των αντιπάλων της. Κάποια μέρα, η πρώτη ανάμεσα στις γυναίκες του χαρεμιού του Σουλεϊμάν, Μαχιντεβράν Σουλτάνα, που ονομαζόταν Γκιουλμπαχάρ, (Gül: ρόδο και Bahar σημαίνει άνοιξη, το Ρόδο της άνοιξης), ήρθε σε διαμάχη με τη Χιουρέμ και την τραυμάτισε βαριά. Εξοργισμένος από αυτό το γεγονός, ο Σουλεϊμάν εξόρισε την Μαχιντεβράν στην επαρχιακή πόλη Μανίσα, μαζί με τον γιο της και διάδοχο του θρόνου Μουσταφά. Μετά από αυτά, η Χιουρέμ έλαβε τον τίτλο της Χασεκί Σουλτάνας, τίτλος που αποδίδονταν στις αγαπημένες συζύγους των Οθωμανών Σουλτάνων και μητέρες των διαδόχων της δυναστείας. Μια Χασεκί Σουλτάν είχε σημαντική θέση στο παλάτι, καθώς ήταν η δεύτερη πιο ισχυρή γυναίκα του χαρεμιού μετά την Βαλιντέ Σουλτάν, τη μητέρα του Σουλτάνου. Η Χασεκί Σουλτάν, αν και δεν είχε καμιά σχέση αίματος με τον βασιλεύοντα Σουλτάνο, κατατάσσονταν υψηλότερα από τις αδελφές του και τις θείες του, τις πριγκίπισσες της δυναστείας. Αυτό οφείλονταν στο ότι ήταν η μητέρα ενός πιθανού μελλοντικού Σουλτάνου. Οι Χασεκί Σουλτάν είχαν συνήθως δωμάτια κοντά στο δωμάτιο του Σουλτάνου. Ωστόσο η Χασεκί Σουλτάν δεν ήταν αυτομάτως σύζυγος ενός Σουλτάνου και δεν είχε σταθερή θέση στο παλάτι. Μπορούσε να χάσει όλη την περιουσία της σε μία μέρα.) Η Χιουρέμ Σουλτάν, ως νόμιμη σύζυγος τού Σουλεϊμάν, έγινε η ισχυρότερη γυναίκα στο παλάτι Τοπ Καπί μετά τον θάνατο της μητέρας του, Βαλιντέ Αϊσέ Χαφσά Σουλτάν. Η επιρροή που ασκούσε η Χιουρέμ στον Σουλτάνο σύντομα έγινε καταλυτική. Η ίδια επρόκειτο να χαρίσει στον Σουλεϊμάν έξι παιδιά: τον Ηγεμόνα Μεχμέτ (Şehzade Mehmed), την Μιχριμάχ Σουλτάνα (Mihrimah Sultan), τον Ηγεμόνα Αμπντουλάχ (Şehzade Abdullah), τον Σελίμ Β΄ (Selim II), τον Ηγεμόνα Μπεγιαζίτ (Bayezid) και τον Ηγεμόνα Τζιχανγκίρ (Cihangir ) σε μια εκπληκτική ρήξη με την παράδοση, καθώς η ίδια ήταν πρώην χριστιανή. Αυτό της έδωσε μεγαλύτερη ισχύ στο παλάτι και στο τέλος κατόρθωσε να κάνει έναν από τους γιους της, τον Σελίμ Β΄, διάδοχο του Σουλεϊμάν μετά τον θάνατό του το 1566.  Επίσης η Χιουρέμ ίσως να έδρασε και ως σύμβουλος του Σουλτάνου σε θέματα του κράτους, και φαίνεται να είχε μεγάλη επιρροή σε ζητήματα εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής. Δύο από τα γράμματά της στον βασιλιά Σιγισμούνδο Β΄ της Πολωνίας αποδεικνύουν ότι κατά τη διάρκεια της ζωής της η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σε γενικές γραμμές ειρηνικές σχέσεις με το Πολωνικό κράτος στα πλαίσια μιας Οθωμανο-Πολωνικής συμμαχίας. Επιπλέον, μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πιθανώς εκείνη επενέβη στον σύζυγό της για να περιοριστούν οι αρπαγές σκλάβων από τους Τατάρους της Κριμαίας στην περιοχή απ’ όπου καταγόταν.  Πέρα από την ενασχόλησή της με την πολιτική, η Χιουρέμ ασχολήθηκε επίσης με διάφορα σημαντικά έργα σε δημόσια κτίρια, από την Μέκκα έως την Ιερουσαλήμ. Ανάμεσα στα πρώτα ιδρύματα που κατασκεύασε ήταν ένα τζαμί, δύο μεντρεσέδες (medreseler, σχολεία για τη διδασκαλία του Κορανίου), ένα σιντριβάνι και ένα γυναικείο νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σκλαβοπάζαρο γυναικών (Avrat Pazarı) στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον καθιέρωσε ένα λουτρό, το Χασεκί Χιουρέμ  Σουλτάν Χαμάμ, για να εξυπηρετείται η κοινότητα των προσκυνητών του τεμένους της Αγίας Σοφίας. Η ίδια ίδρυσε επίσης το 1552 στην Ιερουσαλήμ το Χασεκί Σουλτάν Ιμαρέτ, ένα δημόσιο συσσίτιο απόρων, όπου παρεχόταν φαγητό στους φτωχούς και σ’ αυτούς που το είχαν ανάγκη. Το τέλος της Χιουρέμ είναι διαφορετικό. Κατάφερε να φύγει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του ανθρώπου που αγάπησε περισσότερο κι από τη ζωή της. Έζησαν μαζί περίπου 38 χρόνια και τελικά τους χώρισε ο θάνατος. Αυτό που έλεγε και ξανάλεγε εκείνη όσο ζούσε, ήταν πως ήθελε να σβήσει στην αγκαλιά του ανθρώπου που αγάπησε τόσο πολύ στη ζωή της, και άπειρες φορές πήγε να πεθάνει για χάρη του. «Είμαι ήδη νεκρή, Σουλεϊμάν. Αυτό το δηλητήριο μπορεί απλά να τελειώσει τον πόνο μου. Την ηρεμία της ψυχής μου… Έχω μόνο μία επιθυμία από τον Άγιο Θεό μου… Να πεθάνω βλέποντας το πρόσωπό σου. Ήθελα να πεθάνω στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά σου με ηρεμία. Σου παραδίδω τα παιδιά μου. Προστάτεψέ τα!», ήταν οι τελευταίες της λέξεις πριν ξεψυχήσει στα 52 της χρόνια. Ο γιατρός που την εξετάζει αμέσως μετά το κακό, κάνει τη διάγνωση: Έμφραγμα. Ωστόσο, η πραγματική αιτία είναι άλλη. Κάποιος χρησιμοποίησε τις δικές της τακτικές και τη δηλητηρίασε προκαλώντας της έμφραγμα. Οι σπαρακτικές φωνές του Σουλεϊμάν ακόμα αντηχούν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του Τοπ Καπί. Μετά από αυτό ο Σουλτάνος βυθίζεται σε βαθύ πένθος και η κατάθλιψη γίνεται στο εξής η μοναδική σύντροφός του. Για μέρες μένει κλεισμένος στα διαμερίσματά του. Δεν μιλάει σε κανέναν και δεν τρώει. Πολλοί λένε ότι πάσχει από ανορεξία. Μετά τον θάνατό της ο Σουλεϊμάν δίνει εντολή να τη θάψουν σε ένα θολωτό μαυσωλείο (Τουρμπέ), διακοσμημένο με εξαίσια πλακίδια Νικαίας της Βιθυνίας που απεικονίζουν τον Κήπο του Παραδείσου, πιθανώς προς τιμή του ευχάριστου χαρακτήρα της. Άλλωστε, για τον Σουλεϊμάν η Χιουρέμ ήταν πάντοτε ο Παράδεισός του. Στην αγκαλιά της ηρεμούσε και ξεχνούσε κάθε σκοτούρα. Ήταν τέτοια η αγάπη που της είχε, ώστε έδωσε εντολή μετά τον θάνατό της δίπλα στο δικό της το μαυσωλείο να χτιστεί και το δικό του ώστε να ανταμώσουν και πάλι μετά θάνατον. Και τα δύο βρίσκονται στον κήπο του τζαμιού του Σουλεϊμάν, το οποίο χτίστηκε κατά τα πρότυπα της Αγια-Σοφιάς. Το μαυσωλείο της βρίσκεται δίπλα σε αυτό του Σουλεϊμάν και είναι ξεχωριστό με πιο λιτή δομή από τον θολωτό, στον κήπο του τζαμιού, τάφο του Σουλεϊμάν. ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΣΥΖΥΓΟΙ ΤΟΥ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ: 1. Φιουλανέ Χατούν: η πρώτη γυναίκα του Σουλτάνου, με άγνωστο το πραγματικό της όνομα. Φουλανί είναι πιθανόν η περιγραφή για τις ερωμένες, καθώς το όνομα χρησιμοποιείται ως κομπλιμέντο για γυναίκες. Ήταν μητέρα του ηγεμόνα Μαχμούτ (1512-1521) και της Φατμά Σουλτάν (1516-1561). Μετά τον θάνατο του Μαχμούτ, το 1521 η Φιουλανέ έφυγε από το χαρέμι. Ήταν Ελληνίδα. 2. Γκιουλφέμ Χατούν: Η Γκιουλφέμ πέθανε το 1561 ή 1562. Απέκτησε ένα γιο, τον ηγεμόνα Μουράτ, που γεννήθηκε το 1519 και πέθανε το 1521, την ίδια χρονιά που πέθανε ο ηγεμόνας Μαχμούτ, γιός της Φιουλανέ Χατούν και γεννήθηκε ο ηγεμόνας Μεχμέτ, γιός της Χιουρέμ Σουλτάν. Στραγγαλίστηκε από τον Σουλεϊμάν Α’ για προδοσία. 3. Μαχιντεβράν Σουλτάν (μερικές πηγές καταγράφουν το όνομα ως Γκιουλμπαχάρ). Γεννήθηκε περίπου το 1500 και ήταν μητέρα του ηγεμόνα Μουσταφά (γεννήθηκε το 1515) και της Ραζιγιέ Σουλτάν. Όταν ο Μουσταφά στραγγαλίστηκε  από τους ευνούχους του Σουλεϊμάν το 1553 με την κατηγορία της συνωμοσίας,  θεώρησε τη Χουριέμ υπεύθυνη γι’ αυτό. Άλλωστε, από τη στιγμή που έφυγε από το Παλάτι για να μείνει μαζί του ήταν και το μοναδικό της στήριγμα, μόνο που το έχασε νωρίς. Για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του Μουσταφά, η Μαχιντεβράν έζησε μια διαταραγμένη ζωή. Δεν κατάφερε ποτέ να το ξεπεράσει. Μετακόμισε στην Προύσα, όπου βρίσκεται ο τάφος του γιου της, για να μπορεί να είναι κοντά του και να τον φροντίζει. Ωστόσο, από σουλτάνα μέσα στο Παλάτι και στα πλούτη έμεινε φτωχή και κατατρεγμένη, καθώς δεν είχε δικό της εισόδημα για να συντηρηθεί και χρωστούσε πολλά λεφτά στους τοκογλύφους. Μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν, ο γιος του με τη Χιουρέμ και διάδοχος του θρόνου, ο Σελίμ, ήταν αυτός που της στάθηκε όσο κανένας άλλος. Της έβγαλε μισθό για να μπορέσει να ζήσει και εκείνη επέστρεψε στην Προύσα για να φτιάξει ένα μαυσωλείο για τον γιο της, που το ανέθεσε στον Σινάν, τον αρχιτέκτονα του Σουλτάνου. Όταν πέθανε κι εκείνη το 1581, 28 χρόνια μετά από εκείνον, ετάφη μαζί με τον γιο της.

 

[2] Ο Σελίμ Α΄ (Αμάσεια, 10 Οκτωβρίου 1470 – Τσορλού Ραιδεστού, 22 Σεπτεμβρίου 1520), γνωστός ως Γιαβούζ (= σκληρός), ήταν ο 9ος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Ο Σελίμ Α΄ εκθρόνισε τον πατέρα του το 1512, ο οποίος πέθανε αμέσως  μετά, και έγινε Σουλτάνος με την βοήθεια των Γενιτσάρων. O Σελίμ Α΄ έδειξε για πρώτη φορά τον αιμοσταγή χαρακτήρα του όταν σκότωσε δύο αδερφούς και πέντε ανιψιούς για να μην του κλέψουν τον θρόνο. Γι’ αυτό ονομάστηκε Γιαβούζ). Έγινε γνωστός εξαιτίας της πολύ μεγάλης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα με την κατάκτηση του Χαλιφάτου των Μαμελούκων του Καΐρου την περίοδο 1516-1517, που περιλάμβανε τη Συρία, Παλαιστίνη, τη Χετζάζη, την Αίγυπτο, τριπλασιάζοντας την έκταση της αυτοκρατορίας. Με αυτό το τρόπο η καρδιά του αραβικού κόσμου πέρασε στον έλεγχο των Οθωμανών, οι οποίοι έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και στον ισλαμικό κόσμο. Ο Σελίμ ήταν ο πρώτος Οθωμανός Σουλτάνος που έλαβε το τίτλο του Χαλίφη του Ισλάμ.

 

[3]  Χαΐρ αντ Ντιν (Khair ad Din): Βίος και Πολιτεία. Ήταν ναύαρχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και κουρσάρος. Ήταν γενικώς γνωστός ως Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης) για τους Ευρωπαίους, και Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν Πασάς για τους Τούρκους. O Μπαρμπαρόσα γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο της Λέσβου το 1475 ή το 1478 και πέθανε στο Μπεσίκτας της Κωνσταντινούπολης στις 4 Ιουλίου του 1546. Στα τελευταία χρόνια της πολυτάραχης ζωής του λέγεται ότι αφηγήθηκε τη βιογραφία του στον Τσαούση Σινάν, τμήματα της οποίας δημοσίευσε ο Τούρκος ιστορικός Χατζη Κάλφας. (Ελ Χαζ Μουσταφά ιμπν-Αμπνουλλάχ, γνωστότερο ως Χατζή Κάλφα ή Κιατίπ Τσελεμπή.) Εκεί αναφέρεται ότι ο Ιάκωβος (Γιακούμπ  Αγά) Ρουμελιώτης σπαχής (timarli  ispahi) Έλληνας φεουδάρχης ιππότης, εγκαταστάθηκε στη Λέσβο μετά την κατάληψη της Μυτιλήνης το 1462 από τον Μωάμεθ τον Β΄, η οποία ανήκε στην Οικογένεια των Γατελούζων που την έλαβαν προίκα μετά τον γάμο του Φραγκίσκου Γατελούζου με την Μαρία Παλαιολόγου αδερφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου του Βυζαντίου. Ο Ιάκωβος ήταν ελληνικής καταγωγής και ζούσε στα Γιαννιτσά της Μακεδονίας, όμως αργότερα μετακόμισε στην πόλη Vardar κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιάκωβος στα 1462 ενσωματώθηκε στην Καλλίπολη με την Τουρκική αποβατική δύναμη και μετά την πολιορκία και κατάληψη της Μυτιλήνης από τους Οθωμανούς πήρε την περιοχή του Παλαιόκηπου ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του. Ο Ιάκωβος λοιπόν, με τη μικρή συνοδεία των ιπποτών του κατευθύνθηκε προς την περιοχή της Γέρας (Ιερά Γη) τμήμα της οποίας είναι ο Παλαιόκηπος (Bonova). Στο χωριό αυτό σύμφωνα πάλι με μαρτυρίες δεν πάτησε το πόδι του Τούρκος γιατί ούτως ή άλλως οι περισσότεροι Τούρκοι έμεναν στα λιμάνια για να έχουν ασφάλεια και έτσι ενισχύεται η πιθανότητα να είναι ελληνικής καταγωγής και ο Γιακούμπ.  Άλλος ένας λόγος που πιστοποιεί την καταγωγή του είναι και το γεγονός ότι παντρεύτηκε τη χήρα παπαδιά Κατερίνα με την οποία απέκτησε 6 παιδιά. (Ένας Τούρκος μπορούσε να παντρευτεί είτε τουρκάλα είτε αλλόθρησκη και έτσι οι απόγονοι του θα ήταν σίγουρα Τούρκοι, ένας Έλληνας όμως μπορούσε να παντρευτεί μόνο ελληνίδα και έτσι δεν υπήρξε μεγάλη ανάμειξη πληθυσμού όπως εννοείται μερικές φορές στα πλαίσια του εθνικισμού). Έτσι ο Ιάκωβος έγινε ένας τοπικός άρχοντας της περιοχής του Παλαιόκηπου στην οποία καλλιεργούνταν κυρίως ελιές και αμπέλια και αρχηγός μιας εξαμελούς οικογένειας δύο κοριτσιών, για τα οποία δεν υπάρχουν πληροφορίες, αλλά και τεσσάρων γιων: του πρωτότοκου του Ισαάκ (Ισχάκ), Άρη (Αρούτζ), του Χρήστου (Χαϊρεντίν), και του Ηλία (Ελιάς). Το επώνυμο που έφεραν ήταν Γιακούμπογλου, γιοι του Ιάκωβου δηλαδή. Όταν πέθανε ο Σελίμ (30 Σεπτεμβρίου 1520) ο διάδοχός του Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ο μεγαλύτερος ηγέτης των Οθωμανών, δεν άλλαξε τη στάση του ως προς αυτόν και τον αναγνώρισε ως στυλοβάτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μόνο πια χριστιανικό προπύργιο που απέμενε στις Βερβερικές ακτές ήταν ο Πύργος του Πενιόν τον οποίο υπεράσπιζε ο Μαρτέν ντε Βάργκας όπως προαναφέραμε. Η επίθεση ήταν σφοδρή και από ξηρά και από θάλασσα μέσα σε δύο εβδομάδες (6-21 Μαΐου του 1529) το φρούριο καταλήφθηκε. Ο Βάργκας σκοτώθηκε δια ραβδισμού, η φρουρά του πύργου διέλυσε τα τείχη και έφτιαξε έναν κυματοθραύστη που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομά του. Ο Ροδερίκο Πορτούνδο εξέρχεται από την Καρθαγένη για να καταδιώξει τον Χαϊρεντίν, αλλά μάταια, γιατί χάνει τις 11 γαλέρες του και οι 2000 Ισπανοί αιχμάλωτοι οδηγούνται στα δεσμωτήρια του Αλγερίου. Ο μόνος αντίπαλος που στάθηκε επάξια στο ύψος της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Χαϊρεντίν ήταν ο Αντρέα Ντόρια. Κατάφερε να καταστρέψει τα εργοστάσια παραγωγής μπαρουτιού του αντιπάλου του στο Σερσέλ και, κατευθυνόμενος προς τις Βαλεαρίδες στο Πόρτο Φαρίνα, συναντά αλγερινά πλοία τα οποία αιχμαλωτίζει και το χριστιανικό πλήρωμά των το μεταφέρει ως τεκμήριο νίκης στον Κάρολο Ε΄ τον εργοδότη του. Μετά, συνεχίζοντας, καταλαμβάνει την Πάτρα και την Κορώνη το 1532 προσκαλώντας ουσιαστικά τον Χαϊρεντίν σε ναυμαχία. Ο Χαϊρεντίν καλείται στην Κωνσταντινούπολη και αναγορεύεται Κυρίαρχος των Θαλασσών. Από εκεί ξεκινά με δύναμη 84 πολεμικών πλοίων να καταστρέφει κατά σειρά τα παράλια της Καλαβρίας τη Μεσσήνη τη Νεάπολη και την πόλη Φούντι. Μέσα σε μία νύχτα κατέληξε με την εκστρατεία του στην Τύνιδα όπου και κατέλυσε την Αραβική δυναστεία διώχνοντας και τον τελευταίο εκπρόσωπό της τον Μουλεή Χασάν. Η τελευταία του πράξη ενεργοποιεί αμέσως τον Κάρολο Ε΄, ο οποίος εξοπλίζει τον Ντόρια με 65 γαλέρες και 150 αποβατικά για να καταλάβει το Φρούριο της Τύνιδας το 29 Μαΐου 1535. Εκατό σκάφη και 300 πυροβόλα πέφτουν στα χέρια του Ντόρια. Ο Χαϊρεντίν διαφεύγει και στον δρόμο της επιστροφής του καταστρέφει τη Μαγιόρκα, συλλαμβάνει ισπανικές νηοπομπές και στρέφεται προς τη Μινόρκα επιστρέφοντας στο Αλγέρι με δεκάδες χιλιάδες αιχμαλώτους. Παρά την ήττα στους Παξούς τον Ιούλιο του 1537 επιτίθεται στην Κέρκυρα, στην Πάργα και στα Κύθηρα όπου εξαντλεί όλη τη φρικαλεότητα του. Κατόπιν επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη επανδρώνει 72 γαλέρες και 30 γαλιότες και υποτάσσει διαδοχικά τις Σποράδες, τη Σκιάθο (μετά από μία εβδομάδα σθεναρή αντίσταση), τη Σύρο, την Πάτμο, την Ίο, την Τήνο τη Σέριφο, την Άνδρο και αφού δεν κατάφερε να καταλάβει τα Χανιά κατέστρεψε τη Σητεία και 25 χωριά του Λασιθίου. Η Μάχη της Πρέβεζας (1538): Κατά την επιστροφή του καταλαμβάνει την Κάρπαθο, την Επισκοπή, την Αστυπάλαια και την Κω επιβάλλοντας βαρύτατους φόρους, οι οποίοι είχαν ισχύ μέχρι και την απελευθέρωση τους μετά την Ελληνική Επανάσταση. Εν τω μεταξύ μαθαίνοντας την συνένωση των χριστιανικών στόλων προετοιμάζεται γρήγορα και σπεύδει στην Πρέβεζα, όπου σε μια Ναυμαχία (25 Σεπτεμβρίου 1538) δύο ημερών διαλύει τις παρατάξεις των Βενετών και παπικών πλοίων και αναγκάζει τον Ντόρια να οπισθοχωρήσει. Η ταλαιπωρία του δεν τελείωσε εκεί, αλλά αναγκάσθηκε να βοηθήσει τον Γάλλο Φραγκίσκο Α΄ στον πόλεμο μα τον Κάρολο Ε΄ διαλύοντας ξανά την Καλαβρία και την Προβηγκία φτάνοντας μέχρι την Τουλόν, όπου και στάθμευσε μέχρι οι δύο εχθροί να υπογράψουν ειρήνη με τη Συνθήκη του Κρεσπί. Αποπλέοντας προς την Κωνσταντινούπολη καταστρέφει την Έλβα, τη Σιένα και την Ίσχια και φέρνει στην Πόλη 18 πλοία με λάφυρα και 7000 αιχμαλώτους. Εκεί τελειώνουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του όντας υπερήφανος και πολυνίκης εγκαθίσταται στο Μπεσίκτας της Πόλης, όπου σε ηλικία 83 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Ιουλίου 1546. Ο τάφος του βρίσκεται στο κτήμα του δίπλα στην έπαυλή του στο Μπεσίκτας έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τη θάλασσα. ΠΗΓΕΣ: Μπαρμπαρόσα ο Πειρατής: http: // caldwellgenealogy.com / pirates.html * http: // lexicorient.com/e.o/aruj.htm * http: // wapedia.mobi / en / Hayreddin Barbarossa *http: // maviboncuk.blogspot.com /2006 /04 / sancak-of-hayreddin-barbarossa.html.

 

[4] Αραβική λέξη που χρησιμοποιείται για οποιοδήποτε ίδρυμα μόρφωσης, κοσμικό ή θρησκευτικό. Τέτοια ιεροσπουδαστήρια υπάρχουν σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες. Η λέξη medrese προέρχεται από την αραβική λέξη ντερς (ders, μάθημα) και σημαίνει μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο. Ωστόσο, είναι πιθανό να προέρχεται από την εβραϊκή λέξη μιντράς. Οι μεντρεσέδες δεν υπήρχαν στις αρχές της εξάπλωσης του Ισλάμ και το τζαμί αποτελούσε τον κυριότερο εκπαιδευτικό θεσμό στον μουσουλμανικό κόσμο. Ωστόσο, καθώς η ζήτηση για μάθηση αυξανόταν, δεν ήταν πλέον πρακτικό να δίνονται ζωηρές συζητήσεις στο τζαμί, όπου πολλοί πιστοί επιθυμούσαν να προσευχηθούν και να απομνημονεύσουν το Κοράνι. Κατά συνέπεια, οι Μουσουλμάνοι εκπαιδευτικοί δημιούργησαν τον θεσμό του μεντρεσέ. Παρ’ όλα αυτά, οι μεντρεσέδες, δημιουργήθηκαν για να διδάξουν τη θρησκεία και την επιστήμη, από τη σουνιτική άποψη. Έτσι, παρείχαν την καλύτερη εκπαίδευση μονάχα στους σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι κατόπιν διορίζονταν στις σημαντικότερες θέσεις της δικαιοσύνης, της διοίκησης και της θρησκείας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Σελτζούκοι ηγεμόνες, πιστοί σουνίτες οι ίδιοι, κατάφεραν βαρύ πλήγμα στην σιιτική προπαγάνδα.

 

[5]Ιmam (ιμάμης) εννοείται ο καθοδηγητής, η κεφαλή της μουσουλμανικής κοινότητας. Ο τίτλος χρησιμοποιείται στο Κοράνι ως αναφορά σε καθοδηγητές και στον Αβραάμ. Η εννοιολογική θεμελίωση του θρησκευτικού αυτού λειτουργήματος υπήρξε διαφορετική, στις δύο μείζονες μουσουλμανικές σέκτες. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση θεμελίωσε τμήμα της πολιτικής και θρησκευτικής βάσης για τον διαχωρισμό ανάμεσα στο σουνιτικό και σιιτικό Ισλάμ. Για τους Σουνίτες ο Ιμάμ ήταν συνώνυμος με τον Καλιφά και υποδείκνυε τον διάδοχο του Μωάμεθ, ο οποίος αναλάμβανε τον διαχειριστικό και πολιτικό, αλλά όχι θρησκευτικό έλεγχο της κοινότητας. Τον όριζαν άνθρωποι, υπέπιπτε σε σφάλματα, αλλά, παρά τα προσωπικά του αμαρτήματα, ήταν σύμβολο υπακοής, εφόσον ακολουθούσε τις επιταγές του Ισλάμ. Συνεπώς, στο Σουνιτικό Ισλάμ ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως ως τίτλος με ελάσσονα σημασία για την ισλαμική θεολογία.

 

[6] Μιμάρ Σινάν (Ağırnas – Άγιοι Ανάργυροι Καππαδοκίας, κατ’ άλλους Καισάρεια 29 Μαΐου 1489  –Κωνσταντινούπολη 17 Ιουλίου 1588), ήταν σημαντικός Οθωμανός αρχιτέκτονας, ελληνικής (Ιωσήφ Δογάνογλου) ή κατ’ άλλους αρμενικής  καταγωγής και ανήκε στο σώμα των Γενίτσαρων. Σύμφωνα με τον Robert Mantran  (καθηγητής της Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πανεπιστήμιο της Προβηγκίας) ο Σινάν ανήκε σε καθαρά τουρκική οικογένεια από την περιοχή της Καισάρειας. Θεωρείται πως επέφερε σημαντικές καινοτομίες τόσο στην κοσμική όσο και τη θρησκευτική αρχιτεκτονική της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και γενικότερα του ισλαμικού κόσμου. Χάρις στη μακροβιότητα και το εξαιρετικό ταλέντο του υπήρξε προϊστάμενος αρχιτέκτων των σουλτάνων Σελίμ Α΄, Σουλεϊμάν Α΄, Σελήμ  Β΄ και Μουράτ Γ΄. Μια θεωρία αναφέρει ότι ο Σινάν, που το χριστιανικό του όνομα ήταν Ιωσήφ, ήταν γιος Ελληνορθόδοξων γονέων. O πατέρας του ασκούσε το επάγγελμα του λιθοξόου και του ξυλουργού και συνήθιζε να παίρνει μαζί του τον γιο του στη δουλειά. Εκεί ο νεαρός Σινάν επισκεπτόταν και μελετούσε με αμείωτο ενδιαφέρον τα σελτζουκικά μνημεία. Στο πλαίσιο του παιδομαζώματος προικισμένων Χριστιανών, ο Σινάν βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διδάχτηκε στο Παλάτι, στον Ιππόδρομο, υπό την καθοδήγηση του Μεγάλου Βεζίρη, Παργαλή Ιμπραήμ Πασά. Αργότερα έγινε δεκτός στη στρατιωτική σχολή και έτσι άρχισε την καριέρα του ως στρατιωτικός, διοικητής του ιππικού και μηχανικός του στρατού. Συμμετέχοντας στις εκστρατείες του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, απέδειξε τις εξαιρετικές του τεχνικές ικανότητες και τη δεξιοτεχνία του, αφού με μεγάλη επιτυχία ανέγειρε κάστρα, γέφυρες και στρατιωτικές οχυρώσεις. Εν γένει η στρατιωτική σταδιοδρομία του πρόσφερε το υπόβαθρο της γνώσης αρχιτεκτονημάτων μνημειακού χαρακτήρα, πηγές έμπνευσης για τις δικές του μεταγενέστερες κατασκευές. Το 1538 αναδείχθηκε πρώτος αυτοκρατορικός αρχιτέκτονας. Πέθανε τον Ιούλιο του 1588 στην Κωνσταντινούπολη και τάφηκε στη βορειοδυτική άκρη του τζαμιού του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Σουλεϊμανιέ Τζαμί), στην Κωνσταντινούπολη. Τα κτίσματα που σχεδίασε και επέβλεψε κατασκευαστικά ο Σινάν τα επόμενα 45 χρόνια είναι εντυπωσιακά. Στα 334 έργα που του αποδίδονται, περιλαμβάνονται 81 δημόσια τεμένη για την προσευχή της Παρασκευής, 50 μικρότερα τεμένη, 55 σχολεία, 34 ανάκτορα, 33 δημόσια λουτρά, 19 μαυσωλεία, 16 πτωχοκομεία, 7 ιεροδιδασκαλεία, 12 πανδοχεία, νοσοκομεία, γέφυρες, κρήνες, σιντριβάνια, υδραγωγεία, υδραυλικά συστήματα, και άλλα. Όσα απ’ αυτά σώζονται, διακρίνονται για το υψηλό επίπεδο σχεδιασμού τους, την άψογη εκτέλεσή τους, και την πλούσια διακόσμηση με πλακίδια στους τοίχους τους. Στο σύνολο του έργου του, του αποδίδονται πάνω από εκατό σχέδια κτηρίων, από τα οποία ελάχιστα είχε δει, καθώς φέρεται ότι αγνοούσε οικοδομήματα ελάσσονος σημασίας. Ο Σινάν έλεγε ότι το Τέμενος του Σεχζαντέ ήταν έργο του ως μαθητευόμενου, το Τέμενος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Σουλεϊμανιέ Τζαμί) στην Κωνσταντινούπολη ήταν έργο του ως εργάτη ενώ το Τέμενος Σελιμιγιέ στην Αδριανούπολη έργο του ως μάστορα. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Tezkiretü’l Bünyan, ως αριστούργημά του θεωρούσε το Τέμενος Σελιμιγιέ στην Αδριανούπολη, που κτίστηκε μεταξύ 1569 και 1575 και αποτελούσε πρόκληση για τον Σινάν, καθώς οι χριστιανοί αρχιτέκτονες θεωρούσαν πως δεν μπορεί να κτιστεί θόλος μεγαλύτερος από εκείνον της χιλιετούς Αγίας Σοφίας. Όταν το έργο τελείωσε, ο Σινάν, σε ηλικία 80 περίπου ετών, ισχυρίστηκε πως ήταν ο μεγαλύτερος θόλος στον κόσμο. Μετρημένος από το έδαφος ο θόλος είναι κοντύτερος από εκείνον της Αγίας Σοφίας. Μετρημένος από τη βάση του ωστόσο είναι υψηλότερος και κατά μισό περίπου μέτρο μεγαλύτερος σε διάμετρο.

Εντούτοις, ως κορυφαία δημιουργία και το ωραιότερο έργο του Σινάν θεωρείται από πολλούς μελετητές το Τέμενος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς στην Κωνσταντινούπολη (1550 -1557), που είναι βασισμένο στο σχέδιο της Αγίας Σοφίας και είναι το μεγαλύτερο τέμενος που κτίστηκε ποτέ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πέραν του αριστουργήματός του, άλλα σημαντικά έργα του είναι το Τέμενος Σεχσαντέ, το Αζαπκαπί  Σοκουλλού, το Σύμπλεγμα Κιλίτς Αλή Πασά (που χτίστηκε προς τιμήν του Μέγα Ναυάρχου του οθωμανικού στόλου Κιλίτζ Αλή Πασά), το Τέμενος Σοκολού Μεχμέτ Πασά και το Τέμενος Κουρσούμ, ή Τέμενος Οσμάν Σαχ, στα Τρίκαλα.

 

[7] Επί αιώνες, την Οθωμανική Αυτοκρατορία διοικούσαν ομοφυλόφιλοι και παιδόφιλοι. Τα ανώτατα αξιώματα καταλάμβαναν οι  απόφοιτοι του Enderûn ( Αρσενικό Χαρέμι του Σουλτάνου) με αγόρια και άντρες. Όσο πιο στενή  η σχέση κάποιου με τον Σουλτάνο, τόσο υψηλότερο το αξίωμα που ελάμβανε μετά την αποφοίτησή του. Στο  βιβλίο του ο  Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική Πραγματικότητα, Εκδόσεις Αρσενίδη, 1990,  Τόμο Α’ (Το Δεσποτικό Κράτος), επισημαίνει τα εξής σε πολλά αποσπάσματα: «Το δεύτερο τμήμα του χώρου των ανακτόρων του Τοπ Καπί, μετά το Χαρέμι,  που αφορά κατά βάση τον Πατισάχ (Σουλτάνο), είναι το Εντερούν (Enderûn). Η λέξη, παρότι φαίνεται ως περσική, αντιστοιχεί προς την ελληνική ενδότερα. Εννοιολογικά σημαίνει ακριβώς ό,τι και το Χαρέμι. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα χώρο απαγορευμένο στους υπόλοιπους, όπου αντί για γυναίκες υπάρχουν άντρες. Το Εντερούν ήταν παράλληλα μία σχολή πολιτικής και διοίκησης. Την εισαγωγή στο Εντερούν ακολουθούσε μία διαδικασία επιλογής από εφήβους που κρίνονταν ανάλογα με τα σωματικά και τα πνευματικά τους προσόντα… Ο Σουλτάνος κάθε 2 ή 3 χρόνια επισκέπτονταν το Γαλατά Σαράι, και επέλεγε 12  Ίτς Ογλάν ( = εσωτερικό,  Oğlan = αγόρι) (Eσώκλειστα Aγόρια) που μεταφέρονταν στα ανάκτορα…. Το εγκύκλιο πρόγραμμα σπουδών περιείχε διάφορες γνώσεις, όπως μουσική, θρησκευτικά, καλλιγραφία, ιππασία και  ξυλογλυπτική….. Στο Εντερούν καταβαλλόταν προσπάθεια για τέλεια εκμάθηση του πρωτοκόλλου και της εθιμοτυπίας. Ειδικότερα το ίδρυμα αυτό αποτέλεσε την κοιτίδα της καλλιέργειας των  Οθωμανών  ιθυνόντων. Με την είσοδό τους   στο Εντερούν ο καθένας αποκτούσε τον παιδαγωγό του, προερχόμενο από τους πρεσβύτερους. Έτσι άρχιζε η εκπαίδευση που στηριζόταν κι αυτή, όπως των παλλακίδων (cariyeler, τζαριγελέρ) στο Χαρέμι, σε μία συντεχνιακή σχέση δασκάλου-μαθητευόμενου. Όποιος επιτύγχανε στο πρώτο στάδιο και μάθαινε ανάγνωση και γραφή, θρησκευτικές κλπ. γνώσεις, προαγόταν στην επόμενη κατηγορία. Η τελευταία τάξη ήταν των Χας, που την αποτελούσαν σαράντα Αγάδες, οι οποίοι ήταν ταυτόχρονα και το στενότερο περιβάλλον του Σουλτάνου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για Υπηρέτες του  Σουλτάνου (με όλη τη σημασία της λέξης) και οι οποίοι έφεραν τίτλους όπως  π.χ. οι ακόλουθοι: (Σημειωτέον ότι καθένας από τους Αγάδες είχε πολυπληθή ακολουθία ή βοηθούς)

 

Σαρίκμπασι: ο φροντιστής των σαρικιών του Σουλτάνου, Tουφεκτσίμπασι: αρχιτυφεκιοφόρος, φύλαγε τα όπλα κυνηγιού του Σουλτάνου (Ειχε 30 βοηθούς, διαφόρων ειδικοτήτων), Καχβετζίμπασι: αρχικαφεψός, φρόντιζε τα σερβίτσια, κλπ. και τον καφέ του Σουλτάνου. (Είχε 5 νεαρούς  βοηθούς «ονομαστούς για την ομορφιά και την ευγενική τους παρουσία»), Μπερμπέρμπασι: αρχικουρέας και ταυτόχρονα αρχιλουτροκόμος. Κάθε φορά που τον κούρευαν ή ξύριζαν τον Σουλτάνο φύλαγε σε ένα ασημένιο συρτάρι τις τρίχες από τα γένια ή τα μαλλιά, αφού τα έπλενε σε χρυσή λεκάνη με ανθόνερο. Κάθε χρόνο τις τρίχες παρέδιδε στον επικεφαλής των προσκυνητών (χατζήδων)που αναχωρούσαν για τη Μέκκα, για να τα θάψει σε χώρο παρακείμενο του τάφου του Προφήτη! Ρικιαμπντάρ Αγά: ακόλουθος του Σουλτάνου στην προσευχή της Παρασκευής και στα Μπαϊράμια. Τιρνακτσί: νυχοκόπτης…. Τσουχαντάρ Αγά: ακόλουθος, επικεφαλής ανάλογου αποσπάσματος…. Σιλαχτάρ Αγά: Το σημαντικότερο άτομο στην Ιεραρχία του Εντερούν. Ο αντίστοιχος τίτλος στη βυζαντινή περίοδο ήταν  ο Πρωτοσπαθάριος. Βρισκόταν συνεχώς στο πλευρό του Σουλτάνου. Ήταν το άτομο που μεσολαβούσε ανάμεσα στον Σουλτάνο και τον Σαντρατζάμη, δηλαδή ήταν ο σύνδεσμος των Ανακτόρων με την Κυβέρνηση. Ακόμη δοκίμαζε το φαγητό του Σουλτάνου και καθόριζε τα δύο χρυσά κουτάλια με τα οποία έτρωγε ο Σουλτάνος. (Δεν αναφέρεται η χρήση πηρουνιών). Σημειωτέον ότι  οι Σιλαχτάρ Αγάδες αναλάμβαναν τις υψηλότερες  θέσεις : διοικητές μεγάλων επαρχιών ή υπουργοί, βεζίρηδες.  Να σημειώσουμε το εξής: Σε μία από τις γνωστές φράσεις του προς την εδώ Τουρκική Διοίκηση της εποχής του, ο μεγάλος στρατηγός Καραϊσκάκης είχε πει την ιστορική φράση:  “… την πίστιν σας και τον Μωχαμέτην σας,  να… τον Σουλτάνον σας, να… και τον Βεζύρην σας… και τον Εβραίον Σιλαχτάρ  Μπόδα την π…… άνα”. Εδώ, φαίνεται ότι ο στρατηγός γνώριζε καλά την οθωμανική πραγματικότητα και αναγνώριζε τον Εβραίο Σιλαχτάρ  Μπόδα ως απόφοιτο του Εντερούν.  Συνεπώς  δεν τον αποκάλεσε με τον Οθωμανικό τίτλο του Αγά (Άρχοντας)  αλλά  με την πραγματική του ιδιότητα ως έγκλειστο του Εντερούν, δηλαδή, (αρσενική) “π….. άνα”. Οι αρσενικοί γκουλεμά (gulema),  χρησιμοποιούνταν κατ’ αυτό τον τρόπο ως υπηρέτες  και ως ερωτικά αντικείμενα.  Αμφίφυλος λοιπόν ο χαρακτήρας της οθωμανικής πραγματικότητας. Υπάρχει μία εκπληκτική παραλληλία μεταξύ της οργάνωσης του Εντερούν και εκείνης του Χαρεμιού, ακριβής αναλογία μεταξύ των αξιωματούχων-υπηρετών του Σουλτάνου σε αμφότερους τους χώρους, π.χ. δύο κουρείς: μία κομμώτρια στο Χαρέμι και ένα αγόρι κουρέας στο Εντερούν. Παρομοίως ο Σουλτάνος έχει δύο λουτρά (Hamam). To ένα από αυτά βρίσκεται στο Χαρέμι και είναι εκείνο που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης του Τοπ Καπί. Το δεύτερο χαμάμ, που έχει κατεδαφιστεί,  βρισκόταν μέσα στο Εντερούν. Στο πρώτο τον έλουζαν κορίτσια, στο δεύτερο αγόρια. Επιπροσθέτως, το Χαρέμι φύλαγαν νέγροι ευνούχοι, ενώ το Εντερούν λευκοί ευνούχοι…. Ο Σουλτάνος διαμοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στα δύο τμήματα των ανακτόρων. Στο Χαρέμι περιστοιχιζόταν από γυναίκες, στο Εντερούν από  τους  γκουλεμά,  ο αριθμός των οποίων ξεπερνούσε τους χίλιους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το στενό περιβάλλον του Σουλτάνου σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν αποτελείτο από προσφάτως (και βίαια)  εξισλαμισμένα άτομα. Γιατί όπως οι παλλακίδες ήταν προϊόντα αρπαγής και αιχμαλωσίας, έτσι και οι αρσενικοί γκουλεμά προέρχονταν από το ντεβσιρμέ (παιδομάζωμα). Ο Σουλτάνος ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να ανταποκριθεί στην ερωτική προσφορά. Οι αυξημένες όμως ερωτικές του ανάγκες αντιμετωπίζονταν φαρμακευτικά. Ο αρχιφαρμακοποιός των ανακτόρων παρασκεύαζε ειδικό τονωτικό παρασκεύασμα, το αποκαλούμενο macun (ματζούνι).  Να σημειώσουμε εδώ ότι λόγω της παρατεταμένης  αγαμίας και εγκλεισμού  στα χαρέμια, οι τρόφιμοι συχνά δημιουργούσαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ τους καθώς και με τους ευνούχους. Οι Σουλτάνοι επέλεγαν τις  συντρόφισσές τους  από τις παλλακίδες που τους δώριζαν πολλές φορές οι γονείς τους. Για παράδειγμα, ο Βαγιαζήτ Β’ (1481-1512), ανάμεσα στα διάφορα δώρα που προσέφερε στον γιό του Σεχνισάχ  ήταν και  5 αγόρια, 5 παλλακίδες και 4 γεράκια για τα κυνήγια του. Στον άλλο του γιό, τον Αχμέντ έστειλε 10 αγόρια και 10 παλλακίδες. Οι ερωτικές σχέσεις των Σουλτάνων  διαμοιράζονταν ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια. Οι παρατηρήσεις μας αυτές όχι μονάχα βεβαιώνουν το δουλικό χαρακτήρα της οθωμανικής πραγματικότητας, αλλά και κάτι περισσότερο: ότι και οι εξουσιάζοντες ασκούσαν την εξουσία τους σαν υπηρέτες του συστήματος που τους ήθελε κι αυτούς δούλους. Αν προσέξει κανείς, οι ανώτατοι αξιωματούχοι καταλάμβαναν υψηλές θέσεις αφού υπηρετούσαν στην κυριολεξία τον Σουλτάνο. Εκείνος που τον ξεσκόνιζε, δηλαδή που συνέλλεγε τις τρίχες του, όταν κουρευόταν, ή εκείνος που του φορούσε τα υποδήματα ή τα ενδύματα πίστευε πως αυτή του η πράξη αποτελούσε μία σπουδαία πολιτική επένδυση και πως μ’ αυτήν μπορούσε να ελπίζει ότι μία μέρα θα γίνει ανώτατος διοικητής μιας περιφέρειας της χώρας ή βεζίρης».

 

[8]Λουδοβίκος Γκρίτι: (Κωνσταντινούπολη 29.11.1480 – Τρανσυλβανία 1534). Ο  πατέρας του, Ανδρέας Γκρίτι, υπηρέτησε ως Ενετός Πρέσβης στην οθωμανική αυλή. Ο Λουδοβίκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Ταλαντούχος, έλαβε την τριτοβάθμια εκπαίδευση του στη Βενετία και την Πάδοβα (1496-1507 / 8) και από το 1527 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε την πρώτη του συνέντευξη με τον Παργαλή Ιμπραήμ πασά. Ο Γκρίτι κέρδισε την εύνοια του Ιμπραήμ, ο οποίος του ανέθεσε με μεγάλες ευθύνες, καθιστώντας τον ένα επιχειρηματικό εταίρο. Το 1534 ο Γκρίτι, στην προσπάθειά του να αναλάβει την Τρανσυλβανία προκάλεσε γενική εξέγερση, αλλά στο τέλος σκοτώθηκε μαζί με τους δύο γιους του, κατά την πολιορκία της πόλης Μέντιας, στην κεντρική Ρουμανία.

[9] Ταφικό μνημείο που φαίνεται πως ανήκει στον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, ανακάλυψε ομάδα Ούγγρων και Τούρκων ιστορικών, τον Δεκέμβριο του 1915. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Hurriyet, ο τάφος, μαζί με το ιερό, ανακαλύφθηκαν στη νότια Ουγγαρία, και, όπως όλα δείχνουν, μέσα βρίσκεται μέρος της σορού του Σουλτάνου, (συνήθως τα σπλάχνα μαζί με την καρδιά), που θάφτηκε εκεί μετά τον θάνατό του το 1566. Το μνημείο βρίσκεται κοντά στην πόλη Ζίγκετβαρ, στην οποία εξελίχθηκε η μάχη που έμελλε να είναι η τελευταία για τον Σουλεϊμάν, καθώς υπάρχει η άποψη πως σκοτώθηκε; κατά τη διάρκεια πολιορκίας που πραγματοποιούσε στο Κάστρο του Ζίγκετβαρ, αν η καλύτερη εκδοχή είναι πως η αποπληξία του να συνέβη λόγω της ψυχικής του έντασης κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι ερευνητές, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στη Βουδαπέστη, ανέφεραν πως βρέθηκε αρχιτεκτονική κατασκευή που θυμίζει κατοικία Σουλτάνου, ενώ η έλλειψη μιναρέ ενισχύει την πεποίθηση πως πρόκειται για ταφικό ιερό. «Σε αυτό το στάδιο μπορούμε με σχετική ασφάλεια να πούμε ότι βρήκαμε τον τάφο του Σουλεϊμάν», δήλωσε ο Αλί Ουζάι Πεκέρ, Τούρκος ακαδημαϊκός που συμμετέχει στην ανασκαφή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top