Fractal

Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

“Μεθυσμένη Πολιτεία”, Σωτήρης Πατατζής, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας

 

Σκέψεις για την  διαχρονικότητα της λογοτεχνίας με αφορμή ένα μυθιστόρημα 

 

Σοφά τα λόγια του συγχωρεμένου του Ρασούλη˙ κι αυτά τα άτιμα τα “όλα τριγύρω” δεν είναι εύκολο να τα κάνει καλή λογοτεχνία εκείνος που (ισχυρίζεται ότι) παράγει λογοτεχνικό έργο αν το( γρήγορο χρηματικό) όφελος είναι ο κύριος και κοντόφθαλμος στόχος του και προσαρμοσμένη στις επιταγές του συρμού η συγγραφική του φιλοδοξία .

Πώς να κατανοήσει και κυρίως να εκφράσει τα δυσκολότερα και βαθύτερα της ζωής και πώς να τα αποτυπώσει δοτικά και διαχρονικά αν το κείμενό του δεν έχει καλύτερο κίνητρο από μία,την οποιαδήποτε,στις δικές του μέρες αναγνώριση και εφόσον το ταλέντο του(ας μείνουμε σ΄αυτούς που έχουν ταλέντο και κάνουν λογοτεχνία)δεν υπηρετεί μόνον το ελκυστικό εφήμερο,αυτό το οποίο μπορεί να αγγίξει ή και να ταρακουνήσει πρόσκαιρα τους σύγχρονούς του μα  ως εκεί;

Όταν γίνεται δημοσιογραφικού τύπου κάλυψη γεγονότων της αυτής με τον γράφοντα εποχής ντυμένη με το ζηλευτό ένδυμα της πεζογραφίας το πόνημα δεν θα έχει διαχρονικότητα όσο καλογραμμένο κι αν είναι γιατί δεν θα μπορεί να εκφράσει ουσιαστικά (τα)πράγματα, ιδωμένα πέρα και πάνω από το εφήμερο κι ο χρόνος στο τέλος θα το εξαφανίσει όντας σταθερά ο αυστηρότερος και ασφαλέστερος κριτής γι αυτό το ίδιο και για μας,τους αποδέκτες του.Και ευτυχώς…

Πάνω κάτω αυτά σκεφτόμουν όταν τέλειωσα την “Μεθυσμένη Πολιτεία” του Σωτήρη Πατατζή, ένα παλιό μυθιστόρημα που δικαιώνει την φήμη του  -και μάλιστα χωρίς τυμπανοκρουσίες-καθώς ενώ γράφτηκε το 1948 τρεις δεκαετίες μετά,το 1980,στεκόταν σθεναρά όρθιο απέναντι στον χρόνο σαν τηλεοπτική σειρά- που όπως λένε οι γνωρίζοντες τα του χώρου έμεινε στην ιστορία σαν μια από τις καλύτερες που έχουν βασιστεί σε λογοτεχνικό έργο-σε μια μεταβατική φάση όταν είχε αρχίσει να διαφαίνεται σαν πολύ πιθανή μια αλλαγή πολιτικών δεδομένων που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως ακριβώς θα γινόταν(η αλλαγή ντε) ή τι θα την αποτελούσε και ύστερα κι απ΄αυτό, άλλες τρεις δεκαετίες μετά, στις μέρες μας δηλαδή,παραμένει ζωντανό κι ενδιαφέρον,έχει πράγματα σημαντικά να ξαναβάλει κι όχι μόνον να χρησιμεύει στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας σαν κείμενο που αποτύπωσε μιαν εποχή που πέρασε κι άφησε κι αυτή τα σημάδια της-άρα πάντα θα μας απασχολεί,ας το πω έτσι,ακαδημαϊκά-αλλά να διαβάζεται σαν αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη: θαρραλέα κατάδυση στην ανθρώπινη ψυχή ασχέτως του κοινωνικού ενδύματος και του ρόλου που της αναθέτει ή της επιβάλλει η συγκυρία,διαχρονικό δηλαδή και γι αυτό σημαντικό μυθιστόρημα μιας εθνικής λογοτεχνίας με τσαγανό και όραμα.

Ο έξοχος Σωτήρης Πατατζής μέσα από την παραμονή ενός μπουλουκιού όσο κρατούν οι παραστάσεις του σε μια μικρή πόλη-την δική του γενέτειρα, την Μεσσήνη της Πελοποννήσου-(κατα) γράφει την απώλεια και ως απώλεια στην αφήγησή του δεν νοείται ο θάνατος μα και άλλα, λιγότερο ή περισσότερο συνήθη και πάντως ποικίλα, αρχίζοντας από το να χαθεί η αθωότητα της έστω και δύσκολης παιδικής ηλικίας ενός ορφανού κοριτσιού που πρέπει να τα βγάλει πέρα με την ενήλικη ζωή του στο μεσοδιάστημα δυο πολέμων έως και το να συντριβεί η σαν τις αλκυονίδες μέρες ενός κρύου Γενάρη προκύψασα ερωτική ελπίδα ενός ξοφλημένου- από έναν υποκριτικό περίγυρο που δεν κοιτάει τα χάλια του θεωρούμενου έτσι – γυμνασιάρχη επαρχιακού σχολείου.

Την απώλεια σε όλα της τα επίπεδα και τις εκδοχές, αυτήν που προκαλείται από τα ατομικά, μικρά ή μεγάλα, καθημερινά ή έκτακτα οικογενειακά γεγονότα που σημαδεύουν τους βίους των απλών ανθρώπων, εκείνων που ο μεγάλος μας Γιάννης Ρίτσος τους έλεγε ανώνυμους αγίους, μα και από τα κοινωνικοϊστορικά, αυτά που αποτελούν το απαράλλαχτο σκηνικό της ανθρώπινης ιστορίας από καταβολής κόσμου, αυτά που συμβαίνουν πέρα από την βούληση των ατόμων, που προκαλούνται από τις φωτισμένες ή τις φρικαλέες επιλογές των δυνατών -κυρίως απ΄αυτές-και βαραίνουν ύστερα με την θλιβερή σκιά τους γενιές και γενιές.

Ο Πατατζής αφηγείται τριτοπρόσωπα, αλλά καταλαβαίνουμε από φράσεις τύπου «στην μικρή μας πόλη» ότι ο αφηγητής είναι αποστασιοποιημένα εκείνος, σαν ένας από τους κατοίκους που έχει παρακολουθήσει τα γεγονότα και μας τα μεταφέρει με γλυκόπικρο χιούμορ που συχνά στο κείμενο γίνεται εύστοχος σαρκασμός, με γλαφυρότητα, ακρίβεια και σχεδόν γραμμικά ως προς τον χρόνο, διανθίζοντάς τα με λίγες αναγκαίες αναδρομές στο παρελθόν τις οποίες σαν ιστορίες δεν θα τις έλεγα καν εγκιβωτισμένες μα πληροφορίες στην σωστή στιγμή ίσα ίσα για να μάθουμε κάποια πράγματα για τα δυο πιο χαρακτηριστικά πρόσωπα που σηκώνουν το αλληγορικό βάρος: την Ρένα που είναι η ενζενί του θιάσου και τα πάντα περιστρέφονται γύρω της καθώς γίνεται από την πρώτη στιγμή το αντικείμενο του πόθου, του φθόνου, της αγάπης, του ενδιαφέροντος τέλος πάντων όλων, ανδρών και γυναικών και τον Μπε, τον ευαίσθητο «τρελό» της πόλης, που είναι πιο καλός και σωστός από πολλούς από τους επιφανείς της πολιτειούλας κι ας μιλάει αυτός μες την μοναξιά του με τις κατσίκες του που τους έχει δώσει κι ανθρώπινα ονόματα.

 

Όμως και όλα τα άλλα πρόσωπα έχουν διαχρονικό ενδιαφέρον. Θα τολμήσω να πω ότι έστω και με παραλλαγές (και ήταν έκπληξή μου, την ομολογώ) ακόμα και στις μέρες μας-σιγά δηλαδή ποιες είναι οι μέρες μας, κάνουμε σαν να έπαψε να γίνεται μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό-τα συναντάς:

ο Παμεινώντας, ο πλούσιος έμπορος που δεν είναι όμως το αμόρφωτο και φιλάργυρο τομάρι που θα περίμενε κάποιος, ο κάποτε ποιητής και τώρα τιποτένιος θιασάρχης, ο αλκοολικός καρατερίστας ο επονομαζόμενος Σούρας ή Κολοκυθολούλουδο, οι ηττημένες μαραμένες πρώην πρωταγωνίστριες σαν εκείνην με το γελοίο όνομα Μπέμπα, ο μοναχικός γυμνασιάρχης, η γεροντοκόρη γαλλικού που την φωνάζουν Φραγκόκοτα, το φασιστόμουτρο ο θεολόγος, ο γιατρός που δεν είναι ντόπιος αλλά έχει μείνει εκεί βλέποντας τις ανάγκες τους για να τους βοηθήσει και όντως το πράττει ανιδιοτελώς κι αυτοί του αντιγυρίζουν αχαριστία παραδομένοι στις δεισιδαιμονίες τους, ο άτεκνος διοικητής της αστυνομίας που κυνηγάει μάταια τον περιβόητο επαναστάτη Πελοπίδα, ο ίδιος ο Πελοπίδας, θετικά σμιλεμένος χαρακτήρας επαναστάτη απρόσμενα προσγειωμένου, λάτρη της ζωής και όχι του δήθεν ηρωικού, σε αντιδιαστολή με τον θεωρητικούρα ηθοποιό με το παρατσούκλι Μιζέριας, διανοούμενο της συμφοράς που τον νοιάζει ένα ηρωικό φαίνεσθαι γιατί κατά βάθος φοβάται την πάλη που δεν φαίνεται να τελειώνει ποτέ στην μίζερη γήινη ζωή του, ο τσιφούτης φαρμακοποιός και η φαντασμένη γυναίκα του, ο ταβερνιάρης με την δικιά του γυναίκα, βίαιη και αυταρχική αυτή και πολλοί ακόμα που πηγαινοέρχονται σε μικρές και μεγάλες πολιτείες ανά τους αιώνες και στην παγκόσμια λογοτεχνία, χαρακτήρες παρμένοι από την ζωή των ανθρώπων που παρά το πέρασμα τόσων χρόνων δεν φαίνεται ν’ αλλάζει.

 

 

ΥΓ. Μου θύμισε πάρα πολύ –κι ας είναι λίγο παράξενο – την «Παναγία των Παρισίων» η σύνθεση χαρακτήρων σαν την Ρένα (Εσμεράλδα) και τον Μπε (Κουασιμόδο). Βέβαια στην «Μεθυσμένη Πολιτεία» του Πατατζή η Ρένα βρίσκει μιαν αχτίδα φωτός και πάντως ζει, το ίδιο κι ο Μπες και δεν υπάρχει κανένα γκραν φινάλε ή φινάλε που να το λες αίσιον τέλος -ο Πατατζής το αφήνει στην φαντασία μας- μα ούτε και σου μαυρίζει η ψυχή, κάτι μοιάζει σαν φως στην άκρη του τούνελ…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top