Fractal

Ποίηση σαν χώμα και νερό και ψωμί

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

Pastakas«Τόποι, τόπι» του Σωτήρη Παστάκα, εκδ. «Bibloteque», σελ. 56

 

Τόποι, τόποι βασανισμένοι, πέρα μακριά και μέσα, με μπάσους τόνους τόποι, τόποι που μας πήραν στο κατόπι, παίγνια και αθύρματα, μικροί που ριζώσαμε μεγάλοι, μεγάλοι που δεν έχουμε ίσκιο καλόβολο να γίνουμε ξανά μικροί, αριθμομνήμονες, ένα και ένα καμιά φορά κάνουν δύο, αλλά εκείνο το δύο το αδερφικό στο Σαράγεβο και στην Πάφο στα μέρη του μαρτυρίου που θα μαρτυρήσουν κάποια στιγμή τι είναι ο άνθρωπος και ποιο το δικό μας ανάστημα ανάμεσά τους κι από όλα αυτά αν βγάλεις κάτι χρόνια και κάτι μνήμες και μυρωδιές εκφραστικές σαν δέντρα και λουλούδια και αγκαλιές, αν όλα αυτά τα βγάλεις στο σωρό και τις λέξεις και τα ποιήματα που κι αυτά τόποι είναι, τόποι δικοί μας, όχι μόνο εκείνου που τους γράφει, αλλά και δικοί μας που τους περπατάμε διαβάζοντας γιατί τα ποιήματα έρχονται από τη φιλία, έχει δίκιο ο Παστάκας, και ο Βαλερί έχει δίκιο, όλα ξεκινούν με μια διακοπή, ένα σταμάτημα, μια υποσημείωση, μια άνω τελεία, ένα πόδι ψηλά πριν πατήσεις το παγοκρύσταλλο της λίμνης, ε, Σωτήρη έτσι δεν το λες; Ή το άλλο, το ιμερικό, το σε πλήρη στύση-στάση πριν ακουστεί ο Εθνικός Ύμνος, αλλά ο άλλος, ο γυναικείος ύμνος, ο μελίρρυτος, τι μουσική, και τι τρέμουλο λαγνείας, τόποι και αυτές τόποι ωραίοι και μοιραίοι, οι γυναίκες λέω, εκεί στη γαλάζια λεηλασία της Σκύρου που ο άνδρας ο Διττός που έγινε γυναίκα για να αποφύγει τον πόλεμο μα ποιος πόλεμος είναι πιο δύσκολος από του έρωτα και της κλινοπάλης τις εξοχότητες

Ημίθεος κι έτοιμος για πόλεμο
γίνεται μόνον όποιος γάμησε καλά στη Σκύρο –

κατάλαβες τώρα, σωστά τα λέει ο Παστάκας, τόποι παντού και πάντα όπου και αν πας τόποι σαν τόπι παιδικό που το κλωτσάς κι εκείνο έρχεται πίσω και σε συντρίβει και σε ανταμείβει και σε βάζει μέσα στα γκολπόστ

και ο γρήγορος βηματισμός
μιας περαστικής που μαζεύει τακ-τακ τα βλέμματα
των ανδρών τακ-τακ τα μαζεύει και τα παίρνει
στην κοντή της φούστα –

αυτός, αυτός, ο ήχος ο μεγαλειώδης, ο εικονοποιημένος, ο ανοικονόμητος του σώματος, το θάλπος και το μέγα θαύμα
Οι ίδιοι δρόμοι, οι ίδιοι άντρες, η ίδια διαδρομή
είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια υδράργυρος τα βλέμματα
πάνω σου, και κάποια άλλα να κρέμονται
κόκκινες χάντρες στο λαιμό σου, το ταξίδι στη ράχη
με το έξωμο μπλουζάκι αφού το επιτρέπουν ακόμη
οι φιλήδονες λιακάδες του Οκτωβρίου, τα πουλιά κελαηδούν,
τ’ αυτοκίνητα τρέχουν, οι άντρες κοντοστέκονται,
οι γλουτοί σου λικνίζονται πάνω σε ψηλοτάκουνες μπότες,

ξέρει ο Παστάκας, ξέρει, έχει αυτό το ρήγμα μέσα του που δεν το λεν γκρεμό, αλλά καλοστρωμένο χωράφι, είναι χθόνιος και ανθοφορεί και έχει μια ευγένεια η απελπισία του και είναι μια αλάθητη οικεία φωνή που σου μιλάει για τον έρωτα σαν να είσαι ψωμί και νερό, ψωμίζεται από τον έρωτα, ξεδιψάει από τη χάρη του και όταν μιλάει για τη γυναίκα, είτε για την ερωμένη, τη σεινάμενη και κουνάμενη στους δρόμους που σε φέρνει σε κατάσταση εμβροντησίας, είτε για την μάνα με τον ουροσυλλέκτη κι εκείνες τις αντιφατικές μυρωδιές στο Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας, όπως και να μιλάει για τις γυναίκες, πες ό,τι θες αλλά τις αγαπάει, τις αγαπάει με μια χροιά ανάμνησης με ένα φωτοστέφανο οικειότητας και τις μυρώνει με τις καλύτερες λέξεις, ξέρει αυτός, είναι τόποι περπατημένοι μέσα του και το χαρτί είναι μια στάση, μια διακοπή, βλέπεις νάτος πάλι ο Βαλερί, τόποι παντού και μάρτυς μου ο Θεός αν ξαναπεράσω από τη Ραψάνη θα την δω με άλλο μάτι, θα την ξαναδιαβάσω τώρα που διάβασα τον Παστάκα που γράφοντας για τη μάνα του γράφει για τις μάνες όλων μας, μοιάζουν οι μάνες, οι λέξεις όχι δεν μοιάζουν κι ας είναι ίδιες, οι λέξεις του Παστάκα δεν μοιάζουν, είναι, είναι τόποι, σε συνοδεύουν, είναι λέξεις τσιγάρα καθώς οδοιπορείς, είναι λέξεις σημάδια σε έναν χάρτη δίχως προορισμό, Κηφισιά, Λευκάδα, Σκύρος, Πάφος, Ξάνθη, Σαράγεβο, τόποι μιας ζωής, μια ανεκρίζωτη πορεία προς τα μέσα, τέτοιοι είναι οι χάρτες των ανθρώπων που βλέπουν το αθέατο, όχι γιατί έχουν μαντικές ικανότητες, δεν είναι μάγοι, δεν χρειάζονται γητείες, αλλά, να, αυτοί είναι οι άνθρωποι που ζουν στις παρυφές των λέξεων, της κόλασης των λέξεων, στη limbo των λέξεων, δες πώς το κάνει ο Παστάκας που ξεκινάει από μια εικόνα και ξάφνου γίνεται παιδί και παίζει με το τόπι του, με το χέρι του, με τη σκέψη και τη λέξη του και σε πηγαίνει κάπου αλλού, σε μια άλλη εικόνα, που δεν με νοιάζει αν είναι από τη ζωή του βγαλμένη γιατί πλέον γίνεται δική μου, σάρκα από τη σάρκα μου, που λες πετάγεται από εκεί που έλεγε για το καράβι που ταξιδεύει είκοσι χρόνια έξω από στην Πάφο και αρχίζει να σου μιλάει για το πανηγύρι των αισθήσεων, για τον Ολυμπιακό, τον Φελίνι και τους Ρόλινγκ Στόουνς για να σε φέρει πάλι λαμπίκο πίσω στην Πάφο, κάτι τέτοια κάνει, το στρίβει το ποίημα, το φέρνει έτσι που να είναι μνήμη και όχι στίχοι, στίχοι-μνήμη, μνημόστιχοι, αλλά όχι μνημόσυνοι, γιατί ο Παστάκας ακόμη και όταν μιλάει για το θάνατο, έχει ένα φως περίεργο, πλαγιαστό, παιχνιδιάρικο η ματιά του, το στίχο του τον μυρίζεσαι, έχει κάτι από την άγρια, την καθαρή, τη χωμάτινη αλήθεια της ελληνικής επαρχίας, όχι φολκόρ, όχι παναγιά μου μακριά από την Αθήνα και τους Αθηναίους, όχι, έχει την επαρχία της βαθιάς, της δικής μας ελληνικότητας, της πιο δικής μας, της κρυφής που μέσα στην ποίησή του γίνεται ένα πράγμα, νύχι-δέρμα, δεν ξέρεις αν πιάνεις χώμα ή λουλούδι ή αν διαβάζεις στίχο-στίχο, πλατάνι-πλατάνι, συνάζει τους ανθρώπους του, αυτούς στους οποίους αφιερώνει κάθε ποίημα, αλλά και τους άλλους που τα διαβάζουν και τους πηγαίνει παντού, είναι ποιητής ταξιδευτής και ταξιδιάρης, και κάθε ποίημα έχει έναν ρυθμό ακόπαστο, είναι σαν να ακούς μπλουζ του νότου και ρεμπέτικο μαζί, δηλαδή το ίδιο πράγμα, σαν να ακούς Μπαγιαντέρα να τζαμάρει με Μπιμπι Κινγκ και στους άλλους τους ποιητικούς δρόμους έχει κάτι από μπιτ, από Κόρσο, αυτό το τίναγμα της ψυχής και του σώματος έξω από τα όριά τους, φέρνει στο μυαλό τη Χαλκίδα του Σκαρίμπα, τους δρόμους τους παλιούς που αγάπησα και μίσησα του Αναγνωστάκη, το «Ένα ποίημα για την πόλη» του Τσαρλς Μπουκόφσκι, τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, η ποίηση του Παστάκα πηγαίνει τα πρόσωπα και τις εικόνες πέραν του αισθητού, αλλά με έναν έντονο αισθησιασμό, δίνει μνήμη, παίρνει λέξη και την βάζει εκεί που πρέπει – ζωντανή και ολοκάθαρη

άκου μόνο πώς το λέει

Γιατί το ποίημα έχει πάντα ένα απ’ τα δυο χρώματα
είναι ή πάντα μαύρο ή πάντα άσπρο. Τ’ αποτυχημένα μόνο
είναι σαν μια παρτίδα σκάκι σε εξέλιξη, άσπρα και μαύρα μαζί
τα μισοτελειωμένα τ’ ανερμάτιστα τα αρσενικοθήλυκα.
Αυτά που δεν περπάτησαν ποτέ στους αντίποδες,
δεν στάθηκαν στα πόδια τους γιατί η μετάφραση
είναι η ποδιά του καγκουρό κι ό,τι γράφουμε πρέπει
να στέκεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου,
πρέπει να περπατάει σε όλους τους δρόμους
να μη φοβάται τη φωταψία των λεωφόρων

Και κάπου αλλού λέει:

τους καλύτερους στίχους τους γράφετε όλοι σας
αφού θάψετε τη μάνα σας, θα σας το πω εγώ
αφού ρωτάτε, από πού έρχονται τα ποιήματα

αυτό είναι η ποίηση του Παστάκα, δίχως περιττές αισθητικές αναλύσεις, ούτε με ηθικές αναφορές, κάτι σαν: είναι εκείνο και είναι το άλλο, το λέει άλλωστε και ο Άμλετ, η ηθική είναι μια μορφή δειλίας και αυτή η ποίηση δεν είναι δειλή, ούτε δόλια, αλλά δώρο, ωραίο δεμάτι από λέξεις που μέσα κρύβουν ανάσες ζωής και κοψίματα θανάτου και άλλα πολλά που δεν μπορώ να τα πω έτσι καλά γιατί εγώ δεν είμαι ο Παστάκας, αλλά επειδή τον διάβασα κάτι κατάλαβα και αν κατάλαβα καλά αυτή η συλλογή είναι ποίηση – ποίηση γερή, όχι παίξε γέλασε…

topi

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top