Fractal

Σωτήρης Κοματσιούλης. Ο άνθρωπος που θα θέλαμε να είχαμε ζήσει τη ζωή του (Μέρος Β’).

Από τον Βαλάντη Τερζόπουλο (a.k.a. Electric Looser) //

 

Το πρώτο μέρος της συνέντευξης με τον Σωτήρη Κοματσιούλη μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: https://www.fractalart.gr/sotiris-komatsioulis

 

Ο Σωτήρης Κοματσιούλης είχε μία φιλοδοξία. Να ζήσει τη ροκ μουσική στο μάξιμουμ. Τα κατάφερε. Από κλαμπ-«τρύπες» στη Λάρισα, βρέθηκε στο Λονδίνο παντρεμένος, με κουμπάρο τον Robert Wyatt και, λίγο αργότερα, ταξίδεψε ως την Τζαμάικα για να τζαμάρει με τους καλύτερους μουσικούς της ζωής του….

 

photo 1

 

-Η Τζαμάικα ήταν φανταστική. Ήταν 1977 όταν την επισκεφτήκαμε. Τις τρεις πρώτες μέρες λιώναμε, μαζί με τον Πασχάλη, σε παραλίες τρώγοντας ψάρια σε μπανανόφυλλα. Την τρίτη μέρα, αν θυμάμαι καλά, ζήτησε να μας δει ο Marley.

-Ξέρεις, ο Marley δεν γούσταρε τους λευκούς.

Με τα πολλά και τα λίγα έπιασα κουβέντα με τον Bob.

-«Για πες μου, εσείς στην Ελλάδα τι έχετε;» ρώτησε.

-«Εμείς στην Ελλάδα έχουμε ήλιο, φιλοξενία και ιστορία» του απάντησα.

-«Ναι, για τη φιλοξενία μου είπε ο James (σ.σ. ο μάνατζερ και θείος των Dennim – ξάδελφος του Marley)»

-Άρχισα να του λέω για την Ελλάδα και την ιστορία της ώσπου κάποια στιγμή άναψαν κάτι “τσιγάρα”. Εγώ δεν έχω καπνίσει ποτέ στη ζωή μου. Από τα ντουμάνια μαστούρωσα τόσο πολύ όπου κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος.

-Το επόμενο πρωί ξύπνησα σ’ έναν καναπέ. Ήμουν σκεπασμένος με το σακάκι του Marley. Ο Bob ήταν δίπλα μου και με κοιτούσε. Συνεχίσαμε να λέμε διάφορα. Στο σπίτι του πρέπει να ήταν περισσότερα από 60 άτομα. Ήταν φοβερός άνθρωπος. Όσοι έμεναν μόνιμα εκεί ήταν φτωχοί άνθρωποι. Σε όλους έδινε ρούχα, φαγητό, λεφτά. Τον κυνηγούσαν όμως οι αντάρτες γιατί νόμιζαν ότι είχε αλισβερίσια με τον Χαϊλέ Σελασϊέ (σ.σ ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αιθιοπίας ).

-Την ίδια μέρα, κάποια στιγμή ο Marley μου είπε: «Το βράδυ θα βγούμε έξω με τα πιο όμορφα κορίτσια της Τζαμάικα».

-Ήταν γυναικάς, αυτό πρέπει να το ομολογήσω. Είχα γνωρίσει και τον Τζουλιαν, τον γιο του. Ήταν πιτσιρικάς τότε. Πριν μερικά χρόνια είχε έρθει στην Ελλάδα. Την ίδια περίοδο εγώ ήμουν στην Ζάκυνθο. Είχα κανονίσει κάποιες εμφανίσεις μαζί του εκεί. Αλλά ο μάνατζερ του για κάποιον λόγο, άγνωστο σε μένα, φοβήθηκε κι έτσι δεν έγιναν ποτέ.

-Οι μέρες στη Τζαμάικα ήταν μαγικές. Εμφανιζόμασταν με τον Πασχάλη και τα παιδιά στο Τrinidad Βay. Παίζαμε soul και reggae και υπήρχαν στιγμές που έμπαινε στα κομμάτια εμβόλιμα ο Πασχάλης με το μπουζούκι του. Ερμήνευε κάποια σόλο ή το Zorba The Greek. Έπαιζε λες και κρατούσε πολυβόλο. Τα χέρια του νόμιζες ότι θα βγάλουν αίμα. Θυμάμαι από κάτω τον Marley να φωνάζει:

-«Bloody Greeks!!!»

 

Απόκομμα από δημοσίευμα πριν λίγα χρόνια.

Απόκομμα από δημοσίευμα πριν λίγα χρόνια.

 

-Στα μαγαζιά που παίζαμε δεν πληρωνόμασταν από τους ιδιοκτήτες αλλά απ’ τον κόσμο. Βγάζαμε καπέλο κι εκεί μέσα έριχνε ο καθένας από τους θαμώνες ό,τι ήθελε.

-Όπου και να πηγαίναμε με τον Πασχάλη μας ήξεραν. Κάποια στιγμή μπήκαμε και ηχογραφήσαμε στο Studio One μαζί με τους Dennim (σ.σ αργότερα Third World). Ήταν έξι δικά μου κομμάτια. Σε ένα από αυτά θα τραγουδούσαμε μαζί με τον Bob Marley. Δυστυχώς, την ημέρα που ήταν να ηχογραφήσουμε το «Greek Man In Jamaica» κι ενώ όλοι ήμασταν στο studio, ο Bob δεν ήρθε γιατί τον κυνηγούσαν οι αντάρτες. Είχαν πέσει και κάποιοι πυροβολισμοί τις προηγούμενες μέρες οπότε καταλαβαίνεις. Τελικά, ηχογραφήσαμε το κομμάτι. Κι αυτό έγινε λίγες μέρες πριν φύγουμε απ’ την Τζαμάικα.

-Συνολικά, στην Τζαμάικα μείναμε δύο χρόνια. Όλοι μας έλεγαν να κάτσουμε μόνιμα. Εγώ όμως έπρεπε να φύγω γιατί έβλεπα ότι εκεί δεν υπήρχε μέλλον. Μην σου κάνει εντύπωση αυτό. Σκέψου μόνο πως όλοι οι γνωστοί Τζαμαϊκανοί καλλιτέχνες έφευγαν απ’ την Τζαμάικα και πήγαιναν να παίξουν στην Αμερική, στην Ευρώπη κλπ.

 

photo 3

 

-Με τον Πασχάλη, το φθινόπωρο του 1979, επιστρέψαμε στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Μάντσεστερ. Ξεκινήσαμε να παίζουμε σε ένα ελληνικό μαγαζί. Γέμιζε όλο και περισσότερο κόσμο κάθε βράδυ. Σε ένα από αυτά ήρθε και μου συστήθηκε ένας κοντούλης τυπάκος. Τον έλεγαν Mike Timoney. Ήταν ο ενορχηστρωτής των 10cc. Εγώ δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Μου είπε:

-«Έρχομαι συχνά και σας βλέπω. Ωραία παίζετε. Είμαι κι εγώ μουσικός.»

Αφού είπαμε διάφορα, κάποια στιγμή τον ρώτησα αν έχει κανένα studio ή καμιά μπάντα που θα μπορούμε να παίξουμε μαζί της. Μου απάντησε:

-«Ηχογραφώ στα Strawberry Studios με μια μπάντα, τους 10cc, τους ξέρεις;»

-Έπαθα πλάκα ακούγοντάς τον.

-Λίγο αργότερα, ξεκίνησα να παίζω με τους 10cc. Έγραψα τραγούδια μαζί τους και έκανα περιοδείες σαν βασικός τραγουδιστής τους και όχι σαν session όπως έχει γραφτεί. Ήταν μεγάλη εμπειρία.

 

photo 4

 

-Στο μαγαζί όπου έπαιζα με τον Πασχάλη τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Απ’ την αρχή δεν πήγαιναν δηλαδή. Ο ιδιοκτήτης ήταν μυστήριος άνθρωπος. Έχοντας μαζέψει κάποια λεφτά, πήγα λίγο πιο κάτω απ’ το μαγαζί που παίζαμε. Σε ένα άλλο που δεν πατούσε μύγα. Βρήκα τον ιδιοκτήτη και του είπα:

-«Ενδιαφέρομαι να νοικιάσω το μαγαζί σου».

-Εκείνος δεν είχε να χάσει τίποτα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το «Bouzouki by Night».

-Με τον ιδιοκτήτη του χώρου το deal ήταν πως θα του τα έδινα τα τρία πρώτα νοίκια, τρεις μήνες μετά το άνοιγμα του μαγαζιού. Ο Πασχάλης δεν ήθελε να μπει συνεταίρος. Απλώς θα δούλευε εκεί.

-Ήταν 1980 όταν έφτασε η βραδιά τον εγκαινίων του χώρου μου. Όλα μέσα του ήταν σούπερ. Μάγειρες, σέρβις, μουσικοί, όλα. Εγώ είχα τρομερό άγχος. Οι πόρτες άνοιξαν αλλά δεν υπήρχε κανένας να μπει. Έφτασε εννέα η ώρα – το βράδυ – και το μαγαζί ήταν άδειο. Το ίδιο και στις δέκα. Άδειο ήταν. Κατά τις έντεκα το βράδυ μπήκαν 10 άτομα και λίγο αργότερα 15. Ξαφνικά, άρχισε να χτυπά το τηλέφωνο για κρατήσεις. Να μην στα πολυλογώ, το «Bouzouki By Night» τη βραδιά των εγκαινίων γέμισε ασφυχτικά.

-Την επόμενη μέρα, για να σου δώσω να καταλάβεις, βρήκα τον ιδιοκτήτη του χώρου και δεν του έδωσα μόνο τα τρία μηνιάτικα που είχαμε συμφωνήσει αλλά του κατέβαλα και πολλά παραπάνω. Το μαγαζί δούλευε ρολόι. Κάποια στιγμή, ο ιδιοκτήτης αλλά και ο Πασχάλης μου ζήτησαν να μπουν συνεταίροι. Αλλά αφού αυτό δεν είχε γίνει απ’ την αρχή γιατί να το έκανα τώρα; Είχα φτάσει σε σημείο που έκανα εισπράξεις12.000 λιρών τη βραδιά. Κάθε βράδυ το προσωπικό το έπαιρνα και το έβγαζα βόλτα για φαΐ ή σε άλλα μαγαζιά. Ακόμα και στους Έλληνες φοιτητές, μετά από κάποια ώρα, το μαγαζί έδινε δωρεάν γεύμα. Όλα πήγαιναν καλά. Έπαιζα στο μαγαζί. Έπαιζα και με τους 10cc αλλά το μυαλό μου «έτρωγε» μια άλλη σκέψη. Ήθελα να γνωρίσω έναν μουσικό που πραγματικά θεωρούσα σκοπό ζωής να μιλήσω μαζί του.

-Πριν φύγουμε για την Τζαμάικα κι ενώ έπαιζα στα γκέτο της Αγγλίας με τους Dennim, ένα βράδυ στο Μάντσεστερ και συγκεκριμένα στο Mosside (σ.σ. γκέτο του Μάντσεστερ) μου είχαν πει ότι θα ερχόταν να μας δει ο Phil Lynott (σ.σ. μπασίστας και ιδρυτής των Thin Lizzy). Δεν ήρθε ποτέ. Εγώ είχα φαγωθεί να τον συναντήσω.

-Ένα βραδύ φίλοι, έγχρωμοι, με πήγαν σ’ ένα bar στο Mosside που είχε η μητέρα του Phil. Ήταν στον πρώτο όροφο ενός κτιρίου. Ήταν μεγάλο με σιδερένια σκάλα απ’ έξω. Μέσα είχε κάπως μεγάλο ηλικιακά κόσμο. Η Phyllis (σ.σ Philomena “Phyllis” Lynott, μητέρα και μάνατζερ του Phil Lynott και των Thin Lizzy) ήταν μια 50άρα με βαμμένο άσπρο μαλλί. Της είπα ότι μου αρέσει ο Phil σαν μουσικός και ότι θα ήθελα να τον συναντήσω. Είπα και στην ίδια όποτε θέλει να έρθει στο μαγαζί μου.

 

photo 5

 

-Πράγματι, η Phyllis ήρθε αρκετές φορές στο «Bouzouki By Night» δίχως όμως τον γιο της.

-Πρέπει να πέρασε αρκετός καιρός ώσπου, ένα βράδυ στο μαγαζί, με πήρε τηλέφωνο η Phyllis. Μου είπε: «Απόψε θα έρθω με τον γιο μου και κάποιους άλλους φίλους».

-Πράγματι, το ίδιο βράδυ ένα ψηλό ομορφόπαιδο έσκασε μύτη στο μαγαζί. Ήταν ο Phil Lynott, μαζί του παρέα ήταν και ο Gary Moore. Τα είπαμε αλλά το ωραίο ήταν ότι τζαμάραμε το ίδιο βράδυ όλοι μαζί πάνω στη σκηνή του μαγαζιού. Εγώ, ο Πασχάλης, ο Gary, o Phil και οι μουσικοί που είχα. Ο Phil και ο Gary ήρθαν κι άλλες φορές στο «Bouzouki By Night». Όσες φορές και αν έγινε αυτό δεν τους άφησα να πληρώσουν. Την τελευταία φορά, φεύγοντας μού άφησε μια επιταγή – δεν ήξερα ότι είχε αφήσει επιταγή. Το νούμερο ήταν ιλιγγιώδες. Δεν τα κράτησα τα λεφτά. Όπως ήταν, πήγα κι έδωσα την επιταγή στη μητέρα του Phil.

-Απ’ το 1979 έως το 1981 όλα κυλούσαν τέλεια. Αν εξαιρέσεις τον θάνατο του Bob, τον Μάιο του 1981 όπου, για κάποιους προσωπικούς λόγους, δεν πήγα στην κηδεία του, όλα τ’ άλλα κυλούσαν όμορφα.

-Πεταγόμουν συχνά από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο. Είχα γνωρίσει τον Peter Stringfellow και περνούσα απ’ το club του (σ.σ. ιδιοκτήτης ενός απ τα κορυφαία v.i.p members night club του Λονδίνου από το 1980 έως και σήμερα που έχει αναλάβει η κόρη του). Εκεί «άραζαν» super stars. Από Stevie Wonder μέχρι όποιος άλλος μπορείς να φανταστείς.

-Το 1981, μέσω ενός φίλου ντράμερ γνώρισα τον Τζίμη Βατικιώτη. Έπαιζε τότε στο Λονδίνο με τον Gallagher, ο οποίος είχε είδη εμφανιστεί τον Σεπτέμβρη στην Ελλάδα, και φεύγοντας τον είχε πάρει μαζί του. Πήγα και τους βρήκα σε ένα studio όπου ηχογραφούσαν. Κάπως έτσι γνώρισα τον Rory Gallagher. Τζαμάραμε στο studio και ηχογραφήσαμε κάτι το οποίο αφήσαμε στη μέση. Είπαμε όμως ότι την επόμενη φορά που θα βρισκόμασταν θα το ολοκληρώναμε. Δυστυχώς με τον Gallagher δεν ξαναβρεθήκαμε.

-Ήταν 1983 όταν άρχισα να νοσταλγώ την Ελλάδα.

-Αφορμή για αυτήν τη συνέντευξη είναι το καινούριο 45αρι του Σωτήρη Κοματσιουλη “Σαν τον άνεμο / Ο Κοσμάς” στην Mr. Genie Records του Λάμπρου Παπαλάμπρου, με παραγωγό τον Jim Diamond (σ.σ. παραγωγός των White Stripes, των Sonics κλπ). Τα κομμάτια αυτά είχαν κυκλοφορήσει και στην B-otherside, στην αρχική τους εκτέλεση όμως το 1972.

 

Για επικοινωνία σχετικά με το 45αρι

https://www.facebook.com/steve.gemos

https://www.facebook.com/lenertzephm

 

Σωτήρης Κοματσιούλης – Σαν Τον Άνεμο – 1972 version

 

Σωτήρης Κοματσιούλης – Σαν Τον Άνεμο – 2015 version

(Το βίντεο είναι εν συντομία η ιστορία του Σωτήρη Κοματσιουλη)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top