Fractal

Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή [Σαν ψάρι έξω από το νερό]

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» του Δημήτρη Σωτάκη, εκδ. Κέδρος, σελ. 208

 

super-market«Όχι, δεν θα έκανα τη χάρη κανενός, προτίμησα να σπάσω τη φυσική αλυσίδα και να δραπετεύσω από το αυτονόητο, να νοιώσω τα πόδια μου να τρέμουν από το ξεστράτισμα και το τρέμουλο απ’ το σύρσιμο της γης που έχει βαλθεί να με ρίξει, μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα που χωρίς βοήθεια θα έκανα τα πρώτα αυτόφωτα βήματά μου έχοντας κατακτήσει την επιθυμητή γαλήνη. Τώρα δεν υπήρχε επιστροφή. Ήμουν καταδικασμένος στην ευτυχία, ήμουν έρμαιο μιας περιρρέουσας απόκοσμης επιθυμίας για επιβίωση και θα πήγαινα μέχρι το τέλος».

Τον Δημήτρη Σωτάκη τον συναντούσα τα μεσημέρια στο μπαρ. Το έθνος με έκανε να τον θεωρώ δεδομένο. Έγινε φίλος μου προτού να γίνω η φανατική του αναγνώστρια. Με είχε κακομάθει έτσι γελαδερός και καλόβολος, όταν τον διάβασα κρατούσα το στομάχι μου, κοίτα να δεις που αυτός σκέφτηκα, είναι μεγάλος!

Γραφή στιβαρή, τερτίπια τίποτα, είχε κάτι να πει που τον έκαιγε κι ούτε ξέφευγε, χάρηκα αφάνταστα, είχε βαριά σκιά, αγκάθι, αίνιγμα, είχε θέμα!

Την ημέρα που μου ανακοίνωσε ότι έφευγε, ούτε κρίση είχαμε ούτε την φανταζόμαστε, σάστισα έτσι ζεμένοι όπως είμαστε όλοι. Και τον ζήλεψα. Έκανε στη ζωή του ό,τι και στη γραφή του, στις ιστορίες του: καθάριζε όλα τα περιττά, κρατούσε τα αναγκαία.

Το 2009 ήταν στην εφημερίδα «ο συγγραφέας της χρονιάς».

Ήμουν με πνευμονία στο σπίτι όταν μιλήσαμε. Είχα μόλις διαβάσει «Το θαύμα της αναπνοής» κι ήταν λες και μου ανέλυε τη δύσπνοια, τόσα πολλά, τόσο πολύ περιττά, ο καθηγητής στη Θυσία του Ταρκόφσκι δεν λέει ότι το περιττό είναι αμαρτία; Η αμαρτία της γενιάς μας, της εποχής μας και ο προάγγελος της κρίσης. Ο Δημήτρης το είδε κι έγραψε το βιβλίο. Εγώ μάλλον θα το ‘νοιωσα κι έπαθα δύσπνοια. Για τα το καταλάβω και να το ερμηνεύσω μου πήρε άλλα δυο χρόνια.

Θα μου επιτρέψετε να σας μεταφέρω τις τότε απαντήσεις του Δημήτρη. Φανταστείτε την εποχή: λεφτά υπήρχαν, σχέδια υπήρχαν κι άλλη ζωή δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε:

«Μπορούμε να πετύχουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο γαλήνης και εσωτερικής ισορροπίας ανεξάρτητα από τις τάσεις της εποχής. Το ποιος είναι ευτυχισμένος και πώς μεταφράζεται τελικά η ευφορία σε ένα αστικό επίπεδο διαβίωσης, παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα. Όταν κανείς κάνει τους σωστούς -πώς να το πω-συναισθηματικούς ελιγμούς, μπορεί να απαγκιστρωθεί, να απεγκλωβιστεί από τον κραυγαλέο συναισθηματισμό και να κατακτήσει ή έστω να πλησιάσει την ευφορία. Ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες, το κυνήγι της ευτυχίας δεν παύει ποτέ».

Χρειαζόμουν την ήττα τότε εγώ για να βρω την ευτυχία. Το δικό μου ναυάγιο. Σαν το ναυάγιο του Ροβήρου του.

«Η γραφή προϋποθέτει διανοητική και ηθική ελευθερία, επομένως διεκδικεί, απαιτεί ακόμα, το θαύμα της αναπνοής. Η λογοτεχνία, όχι με την αφελή κατά την άποψή μου ψυχοθεραπευτική της ιδιότητα, αλλά ως ένα συνειδητό στίγμα για την ζωή του συγγραφέα, επιδιώκει να καταγράψει και να δημιουργήσει κόσμους, μέσα στους οποίους θα μπορεί κανείς να «αναπνεύσει» με μεγαλύτερη άνεση. Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την αναπνοή σου, όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται».

Και όσο για το παράλογο που μέσα του με τόση άνεση κολυμπά χτίζοντας και ξαναχτίζοντας το ολοδικό του συγγραφικό σύμπαν:

«Είμαι καταδικασμένος να περιγράφω το σύγχρονο τρόπο ζωής.

Ζω και εγώ μέσα στον μικρόκοσμο, μέσα στην κανονικότητα που διαγράφεται καθημερινά σε αυτή την πόλη, διαθέτοντας ένα όνομα, μια διεύθυνση, έναν ρόλο, μια συμπεριφορά. Το σχόλιό μου περί αναπνοής ή ελευθερίας αποστασιοποιούνται από τον χρόνο και τον χώρο, όμως ο χώρος και ο χρόνος που δρω μεταμορφώνεται στον χωρόχρονο του ήρωα, άρα στο σήμερα».

Ξαναδιαβάζοντας, όμως, τον Δημήτρη για μια ακόμα φορά συνειδητοποιώ ότι ο Δημήτρης ζει ήδη στο αύριο.

«Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» είναι η ζωή που διεκδικεί με το σπαθί του ή κατά λάθος ο καθένας. Το δικό του μαγαζί. Μαγαζί, αλήθεια, δε λέγαμε και το έθνος;

Ας σταματήσω, όμως, την συνομιλία μου με τον Δημήτρη κι ας επικεντρωθούμε στο βιβλίο.

Ο ήρωάς του είναι ο Ροβήρος (όνομα και πράγμα, ποιος είπε ότι το όνομά μας είναι τυχαίο;) ο Ροβινσώνας Κρούσος ήδη εγκιβωτισμένος σ’ αυτό και το επίθετό του; Άνθρωπος, ό,τι πρέπει κι αυτό για το μέλλον.

Νεοζηλανδός αρθρογράφος στο περιοδικό Nexus, διάγει μια περίπου ζωή, ανάμεσα στο περιοδικό, στη παμπ και στο γήπεδο του Σαββάτου, βυθισμένος στο ίδιο του το μέλλον. Δεν ξέρει κάτι άλλο για να είναι δυσαρεστημένος με τη ζωή, μέχρι εκείνη την «φαινομενική» καταστροφή. Πού θα τον φέρει από τη βαρετή γνώριμη κι άνευ λόγου ζωή στο Χάμιλτον της Νέας Ζηλανδίας ναυαγό σ’ ένα άγνωστο νησί. Ο φαινομενικός προορισμός του ήταν η εξέγερση των Παπούα στο νησί Μοτορίνα αλλά τελικά θα βρεθεί εκών άκων ναυαγός στη δική του μελλοντική ευτυχία.

«Όλα θα γίνονταν όπως έπρεπε να γίνουν, ήταν πλέον βέβαιο ότι πίσω από αυτό το ναυάγιο υπήρχε ένας σκοπός, ένα σκούντηγμα της μοίρας, κι όταν ένα αόρατο χέρι μας προτρέπει να αναπνεύσουμε ελεύθεροι, τότε δεν αγνοούμε αυτό το νεύμα, αλλά υπακούμε».

Ολομόναχος σ’ ένα άγνωστο νησί ο Ροβήρος Άνθρωπος θα ξαναμάθει να ζει. Θα βρει τροφή και θα ντυθεί, θα περιπλανηθεί και θα ελπίσει και πάλι. Θα επιτρέψει στον εαυτό του επιτέλους να ονειρευτεί. Το σούπερ μάρκετ. Το δικό του μαγαζί.

«Και θυμάμαι ήταν νύχτα και μόλις με είχε πάρει ο ύπνος δίπλα στη φωτιά που σιγόκαιγε, όταν πετάχτηκα όρθιος και άρχισα να ουρλιάζω από χαρά, από την απερίγραπτη χαρά της έμπνευσης, τη γέννηση μιας ιερής ιδέας. Θα άνοιγα ένα σούπερ μάρκετ. Ναι αυτή ήταν μια ιδέα αξιοπρεπής, μεγαλειώδης και φιλόδοξη. Η ορθότερη επιλογή».

Σταδιακά οι σκέψεις θα βαθαίνουν και τα ερωτηματικά θα πληθαίνουν. Η παλιά του ζωή και η καινούργια του προοπτική:

«Σε γενικές γραμμές έφτασα εδώ που έφτασα τελείως ανώδυνα. Δεν είχα τίποτα συγκλονιστικό να διηγηθώ, τίποτα απολύτως. Εκτός βέβαια από το θάνατο των γονιών μου και μια μεγάλη νίκη της Όκλαντ με 2-1 επί της Τσέλσι πριν από χρόνια. Κανέναν μεγάλο έρωτα δεν έζησα, κανένα πάθος, καμία έκπληξη, δεν είχα κάτι σημαντικό να θυμηθώ, τα χρόνια πέρασαν όπως περνάει η ζωή ενός κατοικίδιου μέσα σε ένα φιλόξενο σπίτι. Και όσο αυτή η αλήθεια γινόταν μέσα μου όλο και πιο χειροπιαστή, τόσο και γιγαντωνόταν η λαχτάρα μου για το μεγάλο μου όνειρο, το χρωστούσα στον εαυτό μου, δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία».

 

super

 

Η δική του ζωή, η αυτοδιάθεση, το δικό του νησί:

«… το νησί ήταν δικό μου, δικό μου, ήταν το νησί μου, κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Ροβήρου Άνθρωπου, ιδιοκτήτη σούπερ μάρκετ από το Χάμιλτον της Νέας Ζηλανδίας!

Έπειτα από όλα αυτά ήμουν πια σίγουρος ότι το μέλλον μου ανήκε, οι συνθήκες ήταν όλες με το μέρος μου, λάτρευα αυτό τον τόπο που μου πρόσφερε όσα ονειρευόμουν από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου».

Κι εκείνη η άγνωστη αίσθηση ότι ναι μπορώ να διεκδικώ, αξίζω την ευτυχία:

«… είχα κατασκευάσει έναν σφιχτό εσωτερικό πυρήνα, ένα κουκούλι που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για πολλά πράγματα, αλλά προοριζόταν για να μου προσφέρει απλόχερα την ευτυχία να έρθω κοντύτερα σ’ αυτό που ήθελα να είμαι».

Η παλιά του ζωή σαν ταινία, πώς βλέπουμε ετοιμοθάνατοι την περασμένη ζωή; Η διαπίστωση τελικά πώς τόσα χρόνια ζούσε την ζωή ενός άλλου:

«… ήμουν παρών, αλλά με μια παγωμένη αντανάκλαση της ζωής μου, σαν να έστελνα να με αντιπροσωπεύσει ένα ιδιότυπο ολόγραμμα του εαυτού μου, ανίκανο να αισθανθεί οποιοδήποτε συναίσθημα, με το μοναδικό χάρισμα να τεμαχίζει όσα λέγονταν, αποκρυπτογραφούσα κατά κάποιο τρόπο τις λέξεις και με ηχητικά σήμερα απλώς επικοινωνούσα μαζί τους».

«… εγώ δεν ήμουν ποτέ παρών σε αυτό το δημοφιλές παιχνίδι της ζωής στον ανθρώπινο θίασο στον οποίο ανήκα. Αντί για μένα έστελνα κάποιον κομπάρσο…»

«… ποτέ δεν ενέκρινα ένα παρόν, βρισκόμουν μονίμως ένα βήμα μπροστά ή πλάγια, η πραγματικότητα ήταν ένα γήπεδο κατηφορικό για μένα, ένα παγωμένο τερέν βέβαιης ήττας».

Αυτός ήταν. Ένα ψάρι έξω από το νερό. Ένα μυγάκι στο παγωμένο τερέν μιας βέβαιης ήττας!

Κι έτσι σιγά-σιγά ο ασήμαντος Ροβήρος Άνθρωπος θα μπορέσει να το σκεφτεί ακόμα και να το πει, είναι ελεύθερος να το σκεφτεί και ακόμα πιο πολύ ελεύθερος να το πει:

«Αυτός ήμουν, ένα μεγάλο ψάρι που έτυχε να βρίσκεται έξω απ’ τα νερά του, στα τεχνητά γεωγραφικά όρια ενός αόρατου κόσμου, και να που τώρα δραπέτευσα από τα σύνορα και ξεγλίστρησα σε μια θάλασσα όπως την ήθελα εγώ. Δεν είχε καμία σημασία η ζωή μου, άδικα πάσχιζα να την ερμηνεύσω, να την εξηγήσω, αφού ό,τι έζησα ήταν μια άχαρη εισαγωγή για όσα θα ακολουθούσαν, εν προκειμένω το σούπερ μάρκετ».

Είναι ελεύθερος μόνος του να αποφασίσει και επιτέλους να ευτυχήσει:

«Στο μέλλον καθρεφτιζόταν η ιδανική εικόνα του εαυτού μου, ήταν ένα φιλμ σκηνοθετημένο από μένα, εγώ επέλεγα τους

ηθοποιούς, έγραφα το σενάριο, όριζα το τέλος. Πόσο ωραία θα μπορούσε να είναι η ζωή αν δεν τη ζούσαμε ποτέ κι απλώς περιμέναμε ένα τέλειο μέλλον, αφού η αναμονή κρύβει μια απερίγραπτη ηδονή, είναι το νοητό σύνορο μεταξύ της ύπαρξης και του ανύπαρκτου».

 

sotakis_

O συγγραφέας Δημήτρης Σωτάκης

 

Είναι ο ίδιος το μέλλον, κολυμπάει και δεν βουλιάζει σ’ αυτό:

«…αλλά η θάλασσα του αύριο, όσα συνέβαιναν στο νησί στο παρόν, ήταν μια αντανάκλαση του μέλλοντος, ήμουν εγώ τώρα και μετά, εγώ ως άνθρωπος και ως ιδιοκτήτης βρισκόμουν σε μια αλλόκοτη μηχανή του χρόνου και δεν είχα το δικαίωμα να σταματήσω το ταξίδι, ούτε καν να μειώσω την ταχύτητα».

Έχει μάθει να τρέφεται και να ζει, έχει φτιάξει το σούπερ μάρκετ και μπορεί και να ερωτευτεί μια θαλάσσια αρκούδα επειδή είναι ελεύθερος και το μπορεί, δεν υπάρχει τίποτα και κανείς να τον εξαναγκάζει και να τον υποχρεώνει:

«Έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν ήμουν εγώ αλλά ένας ιεραπόστολος, ένας άντρας με βαριά μοίρα, ταγμένος να κρατήσει στα χέρια του μια φυσική κληρονομιά, να κατευθύνει το όχημα της ζωής του σε μια λεωφόρο χαράς και καταξίωσης. Ήμουν ένας πολεμιστής. Αυτό ήμουν. Και ως πολεμιστής έπρεπε να επιβιώσω. Άλλωστε δεν είχα περιθώρια για αναβολές και καθυστερήσεις, η ιστορία κατέγραφε την κάθε μου κίνηση».

Αισθάνεται ήδη Κάποιος στη δική του ζωή. Και η δική του ζωή παίρνει το βάρος πια ενός σημαντικού πεπρωμένου:

«Όσες μαθηματικές εξισώσεις και αν εμπλέκονταν, θα ήταν αδύνατον να εξηγηθεί πώς τελικά βρέθηκα σ’ αυτό τον επίγειο παράδεισο, που στην ουσία δεν ήξερα και πού ακριβώς ήταν. Κι όμως αυτή ακριβώς η αναπάντεχη συγκυρία άλλαξε την

πορεία μου οριστικά και αμετάκλητα, δωρίζοντάς μου την ελευθερία και την πολυτέλεια να είμαι αυτός που θέλω να είμαι».

Η επιτυχία είναι μονόδρομος εφόσον όλα έγιναν μονόδρομος:

«Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο το σούπερ μάρκετ έπρεπε να κλονίσει την παγκόσμια αγορά, να γίνει ένα σύμβολο έκφρασης και ελευθερίας, το σούπερ μάρκετ μου ήταν η απόδειξη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πετύχει όσα επιθυμεί αρκεί να του δοθεί μια ελάχιστη ευκαιρία».

Κι αυτός, καταδικασμένος να είναι νικητής:

«Αν απελπιζόμουν, αν πίστευα μέσα μου ότι ποτέ δεν θα με επισκεπτόταν κανείς, αυτή η παραδοχή θα ήταν μια τρανταχτή ήττα και το νησί μου με είχε μάθει να είμαι νικητής».

Και η μεγάλη αλήθεια θα έρθει σαν την απόλυτη απελευθέρωση να τον βρει:

«Δεν ήξεραν όμως κάτι αυτοί οι κύριοι, ότι όταν ένας άνθρωπος είναι απελπισμένος, απολαμβάνει το χρόνο της ήττας του σαν να είναι η μεγαλύτερη νίκη, ωσότου εκείνη η φαινομενική ήττα μεταλλαχθεί σε μια πραγματική έκρηξη χαράς και δικαιοσύνης. Πόσο αφελείς ήταν να τα βάζουν με κάποιον που δεν είχε να χάσει τίποτα».

Δεν θα σας πω ότι υπήρξα Ροβήρος Άνθρωπος κι ότι ναύγησα το 2011, δεν θα σας πω για το δικό μου «σούπερ μάρκετ» που είχε γνωρίσει ήδη ο Δημήτρης για να μπορέσει να το αφηγηθεί, θα επικεντρωθώ μόνο σ’ αυτό το σπουδαίο βιβλίο:

Ένα μυθιστόρημα που αποτελεί την υπαρξιακή αλληγορία της ζωής μας αλλά κι ένα σπουδαίο μάθημα να ξαναπάρουμε τα αυτονόητα απ’ την αρχή. Να ξαναμάθουμε τα ξεχασμένα βασικά, πώς αναπνέουμε και πώς ελπίζουμε, πώς αγαπάμε, πώς προσδοκούμε, πώς πειθαρχούμε μόνο σε μας και πώς επιθυμούμε. Με ένα ήρωα σχεδόν αρχετυπικό που συλλαμβάνει ως έννοιες τα σημαντικά: τη ζωή και τον θάνατο, την ελευθερία και την ευτυχία. Το πεπρωμένο και το κοινωνικά δεδικασμένο. Το άγνωστο που είναι, τελικά, το μόνο που αξίζει.

Την ευκαιρία μας να ισορροπούμε και στο κενό και την ψευδαίσθηση μια νεκρής σίγουρης ζωής. Το ναυάγιο που μπορεί και να είναι για μας ο ανοιχτός ωκεανός. Ακόμα και η κρίση, η όποια κρίση που ενδεχομένως και να είναι η μεγάλη μας ευκαιρία.

Πολλά είπα αλλά είναι ένα βιβλίο παλίμψηστο, ο καθένας θα δει το δικό του σούπερ μάρκετ εκεί και τα δικό του νησί, το έχουν αυτό τα μεγάλα βιβλίο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top