Fractal

Διήγημα: “Σονάτα για μυριάδες”

Του Νίκου Ρούπα // *

 

f16

 

Ένα σπουργίτι ήρθε να με συνοδέψει στον πρωινό μου καφέ.

Έπαιξε για λίγο ισορροπώντας στο κάγκελο του μπαλκονιού και στη συνέχεια κουνώντας νευρικά το μικρό του κεφαλάκι δεξιά – αριστερά, πέταξε με ορμή ψηλά στον αέρα.

Προσπάθησα να το κυνηγήσω με τη ματιά μου, απλά, ήταν αρκετά νωρίς για βίαιες και απότομες κινήσεις.

Τα μάτια μου δεν άντεχαν με μιας στο δυνατό φως και αισθάνθηκα σα να ζαλίζομαι.

Έσκυψα το κεφάλι ξανά και περιορίστηκα σε εκείνα που κείτονταν μπροστά μου, εκεί κάτω από το μικρό μου μπαλκόνι και που χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια μπορούσα να δω.

Όλα στη θέση τους.

Τα ίδια χθεσινά σκουπίδια να στολίζουν τον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, σπάζοντας με τον δικό τους τρόπο αυτή την μονότονη γκρι εικόνα.

Μισοκλείνω τα βλέφαρα και προσπαθώ να αφαιρέσω από το μυαλό μου το γεγονός τον σκουπιδιών.

Ένας σουρεαλιστικός πίνακας γεννιέται.

Τα άσπρα κόκκινα σημαδάκια, κολυμπούν κυριολεκτικά σε μια θάλασσα γκρι – μολυβένια.

Τι περίεργη εικόνα!

Ίσως θα ήταν καλύτερο να επινοήσω τον τρόπο εκείνο με τον οποίο, ένα μονίμως διαστρεβλωμένο τζάμι μπαλκονόπορτας να μου στερεί την πραγματικότητα, ή ακόμη πιο εύκολα κάποια γυαλιά τόσο σκούρα που με τα βίας να αντιλαμβάνομαι ακόμη και κάποια από τα βασικά χρώματα, τα πραγματικά χρώματα των αντικειμένων.

Χριστέ μου!

Τι κάθομαι και σκέφτομαι τέτοιες ώρες!

Θα ήταν προτιμότερο να διαφυλάξω λίγη από την φαιά ουσία που μου έχει απομείνει καθότι το χθεσινοβραδινό μεθύσι έκανε τα πράγματα περισσότερο θολά μέσα στο κουτό μου κεφάλι.

Τι ξόδεμα και εκείνο!

Άθελα ή και θελημένα κατάφερα να παρακάμψω της λογικής που με θέλει για ένα και μόνο βράδυ, πραγματικά νηφάλιο.

Δεν τα καταφέρνω όσο θα έπρεπε!

Πεισμώνω στην ιδέα πως πάει καιρός τώρα όπου αμυδρά θυμάμαι τον εαυτό πραγματικά νηφάλιο κάποιο βράδυ.

Τι μου συμβαίνει και ξεχνώ πλέον τόσο εύκολα;

«…Μα φυσικά η μέθη!»

Αυτή η μικρή φωνούλα μες στα μελίγγια μου… που τόσο εύκολα μου σπάει πάντα τα νεύρα! Έχει πάντα δίκιο – η φωνή – και τίποτα δεν της ξεφεύγει!

Οι σκέψεις είναι εκείνες που χτυπούν από νωρίς το απόγεμα την πόρτα του εαυτού μου, όπου και με τα βίας στριμώχνονται.

Συνωστίζονται στο βραδινό πανηγύρι του μυαλού μου. Τόσες πολλές….

Δεν τις γνωρίζω βέβαια όλες.

Οι περισσότερες από εκείνες δεν έχουν προλάβει να μου συστηθούν. Θέλουν απλά λίγο από το χώρο της εγκεφαλικής μου ουσίας.

Συνωστίζονται.

Με φορτίζουν.

Δεν τις αναγνωρίζω πλέον!

Κάποιες μάλιστα, από τις συνήθεις καλεσμένες, αλλάζουν ρούχα φορούν διαφορετικές μάσκες τη κάθε φορά.

Κάποιες άλλες είναι πάλι εκείνες που εύκολα με ταράζουν. Ντυμένες στα ίδια, κατέχουν και δικαιολογημένα θα έλεγα, την δική τους θέση.

Οι λεγόμενες θαμώνες.

Αυτές είναι που με τρομάζουν περισσότερο. Με φοβίζουν.

Ο ρυθμός και το τραγούδι τους μου είναι γνωστό, αφόρητο με την πάροδο του χρόνου.

Μου είναι σχεδόν αδύνατο να τις κρατήσω έξω από το πανηγύρι μου.

Διατηρώ πάντα όμως και κάποιες επιφυλάξεις για όλες εκείνες τις νεοφερμένες, τις περισσότερο ντροπαλές όπου η ομιλία τους γίνεται στο επίπεδο του ψιθύρου. Όλες αυτές μαζί αποτελούν και την βοή, με αποπροσανατολίζουν από τα γνώριμα τραγούδια των παλαιοτέρων.

Ένας μεγάλος χαμός.

Έτσι όπως ταιριάζει σε ένα πάρτι άνευ λόγου και αιτίας.

Ακούω ακόμη τις φωνές τους από το χθεσινοβραδινό γλέντι στα αυτιά μου. Τόσο οικείες μου που φαίνονται…!

Χθες βράδυ, στο χθεσινό μου πανηγύρι, μου έκανε ποδαρικό η Υπερηφάνεια.

Την είχα τόσο λησμονήσει.

Την είχα ως σε ένα σημείο εντελώς διαγράψει.

Αισθάνθηκα υπόχρεος, να κινήσω με μιας στη πόρτα, και παίρνοντάς την έτσι από το χέρι την συνόδεψα σε μια από τις θέσεις από εκείνες όπου συνηθίζει να κάθεται.

Αφού φιληθήκαμε σταυρωτά, χαιρετηθήκαμε και ξεκινήσαμε αμέσως την κουβέντα.

Πόσο πολύ την είχα ποθήσει!

Είναι φορές που λησμονώ πολλές από τις καλεσμένες μου.

Είναι τόσες πολλές και πρέπει κάθε φορά να είμαι σε ετοιμότητα .

Αυτό είναι πάντα ένα σημείο που με δυσκολεύει αφάνταστα!

Είμαι σίγουρος πως η Υπερηφάνεια συγχώρεσε την αμέλεια μου απέναντί της. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα από τις λίγες κουβέντες που ανταλλάξαμε. Με έναν τόσο γλυκό τρόπο, ήρθε να μου θυμίσει πράγματα από τις στιγμές εκείνες που πιασμένοι χέρι-χέρι, αλωνίζαμε τον κόσμο, προκαλώντας φοβερές εντυπώσεις.

Ήταν πολλοί από εκείνους, τους άλλους, τους τρίτους που δύσκολα μπορούσαν να σταθούν πλάι μας και να αναμετρηθούν. Όντας όμως, εγώ και εκείνη ζευγάρι…

Περίεργο μα σπάνια θυμάμαι κάποιον άλλο, δικό μου άνθρωπο δίπλα μου.

Ακόμη μου προκαλεί εντύπωση.

Μα κανείς άλλος!

Θα πρέπει να στέκονταν για αρκετή ώρα κρυφακούγοντας την σύντομη ομιλία που είχαμε με την Υπερηφάνεια, η δεύτερη καλεσμένη μου.

Η Ιδιοτέλεια εμφανίστηκε δήθεν αδιάφορη, φορώντας ένα αρκετά φανταχτερό φόρεμα, προκλητικό και σίγουρα πανάκριβο θα έλεγα. Ήξερα πως ήταν για άλλη μια φορά πανέτοιμη, και θα χαιρόταν να κλέψει τα βλέμματα όλων.

Την υποδέχτηκα όλο οικειότητα.

Δίνοντάς μου ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο, προχώρησε στα ενδότερα του μυαλού μου και απαίτησε θα έλεγα με μιας, κάτι για να ξεδιψάσει. Είναι σίγουρα μια από τις θαμώνες μου και αυτό είναι κάτι που χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης.

Την έκανα να νοιώσει ποιο άνετα, λέγοντάς της πως σχεδόν κάθε φορά που συναναστρέφομαι με κοινούς ανθρώπους την έχω πάντα στο μυαλού μου ως μια μικρή και σημαντική βοήθεια. Σύμβουλο πιστό.

Με ένα πλατύ χαμόγελο, μου δίνει να καταλάβω πως τα λεγόμενά μου δεν την αφήνουν ασυγκίνητη.

Πόσο πολύ προσδοκούσα και τις υπόλοιπες.

Η ώρα ήδη περνούσε.

Αισθανόμουν για άλλη μια φορά το τρακ του πρωτάρη.

Οι καλεσμένοι μου είναι όλοι γένους θηλυκού. Θα πρέπει να είμαι τουλάχιστον προσεκτικός και ευγενικός. Ένας σωστός τζέντλεμαν. Καμιά τους δεν πρέπει να φύγει παραπονεμένη, πόσο άλλωστε απογοητευμένη.

Απόψε, είπα και το έκανα, πως θα βάλω τα δυνατά μου για να τις ευχαριστήσω όλες.

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και η Ζήλια βρισκόταν ήδη στο κατώφλι του μυαλού μου.

Τρέχω για να την υποδεχτώ. Είναι η περισσότερο φωνακλού από όλες και όταν παρασυρθεί από τον οίστρο του κεφιού, δύσκολα συμμαζεύεται. Θα πρέπει να την προσέξω περισσότερο απόψε. Να μην την αφήσω να πιει όπως την τελευταία φορά. Θεέ μου, εκείνες οι φωνές της…

Σήμερα, φορά μια μακριά και κατακόκκινη τουαλέτα με ένα απίστευτα μακρύ τελείωμα από κατακόκκινο τούλι που τόσο φανερώνει το χαρακτήρα της.

«Εύχομαι να σταθώ στο ύψος της περίστασης και να φύγουν όλες τους ικανοποιημένες.» σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά!

Δεν θυμάμαι αν ήταν η σειρά της να χτυπήσει την πόρτα…

Η Αφέλεια είχε καταφτάσει λαχανιασμένη. Έμοιαζε ταλαιπωρημένη. Σαν να είχε τερματίσει από κάποιον αγώνα δρόμου. Αναμαλλιασμένη.

Ευθέως και με όση ανάσα της είχε απομείνει, μου εξήγησε πως ξεχάστηκε για λίγο και κίνησε να δοκιμάσει τις αντοχές της παίζοντας μπάλα με τα παιδιά της γειτονιάς.

Δεν παραξενεύτηκα διόλου. Την έχω ικανή για πολλά χειρότερα.

Την τελευταία φορά μάλιστα, κατέφτασε στη γιορτή μου χωρίς καν να φορά παπούτσια! Τα είχε παντελώς αμελήσει πάνω στη φούρια της.!

Θεέ μου! Φαίνονταν τόσο αστεία!

Είναι πολλές οι στιγμές που πραγματικά τη ζηλεύω. Τόσο ανέμελη σαν ένα μικρό παιδί και πάντα μα πάντα ζωντανή!

Η μουσική από τις φωνές τους είχε ήδη γεμίσει κατά το ήμισυ την ατμόσφαιρα. Ο χαμός και η βαβούρα μεγάλωναν.

Η Τόλμη και η Πίστη κατέφθασαν με διαφορά δευτερολέπτων.

«Επιτέλους» ακούστηκε μια φωνή από μέσα μου, αυτή τη φωνούλα που τόσο αμυδρά ενίοτε προσέχω….

Η Πίστη φορούσε ένα πράσινο ταγέρ που τόσο πολύ απεκάλυπτε τα συντηρητικά της φρονήματα.

Με βήμα σταθερό και βαρύ χαιρέτησε με τρόπο τυπικό τις υπόλοιπες καλεσμένες και στη συνέχεια κυριολεκτικά με άρπαξε στην αγκαλιά της. Τότε ήταν που μόλις συνειδητοποιούσα το πόσο πολύ της είχα λείψει.

Ήταν σίγουρα ένα από εκείνα τα συναισθήματα που τόσο λίγο είχα ανάγκη ένα τέτοιο βράδυ.

Έκανα πως καταλάβαινα και βιαστικά σχεδόν τρέχοντας απομακρύνθηκα για να υποδεχθώ την Τόλμη.

Με φάτσα θα έλεγα ξινισμένη στη θέα των υπολοίπων, προχώρησε δίχως καν να με χαιρετήσει. Κίνησε με μιας προς το πικάπ για να βάλει ένα από εκείνα τα τόσο βαρετά και ξεχασμένα από το χρόνο εμβατήρια που συνηθίζει να ακούει.

Φαινόταν να βρίσκεται περισσότερο στο κόσμο της από ποτέ.

Φοβήθηκα για κάποιο τυχόν διαπληκτισμό μεταξύ τους και έτσι συνέχισα να περιφέρομαι αμήχανα αλλά με χαμόγελο πλατύ, δείχνοντας πως όλα είναι υπό έλεγχο.

 

Η ώρα περνούσε και αισθανόμουν μια μεγάλη απώλεια. Δεν καταφέρνω να θυμηθώ, ακόμη και τώρα, ποια ήταν εκείνη, η καλεσμένη που τόσο καρτερούσα.

Ποια ήταν εκείνη που τόσο πολύ ποθούσα και είχα διαγράψει από τη θύμησή μου;

Ξέρω πως το αίσθημα της προσμονής μου ήταν αβάσταχτο. Είναι ακόμη και τώρα…

 

Άκουσα φωνές στις σκάλες και πρώτος έτρεξα να δω, αφήνοντας την Τόλμη να μονολογεί μονάχη.

 

Οι Τύψεις παρέα με τις Έριδες ανέβαιναν τις σκάλες και πιασμένες από το χέρι σιγοτραγουδούσαν ένα από τα δικά τους μοιρολόγια.

Δε θυμάμαι να τις είχα καλέσει….

Ξέρω πως πάντα ακολουθούν το δρόμο που χαράζουν η Πίστη και η Τόλμη.

Ακόμη προσπαθώ να μάθω γιατί τις ακολουθούν τόσο πιστά.

Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα πρόσωπα μαζί Τύψεις και Έριδες.

Που θα χωρέσουν όλες τους;

Θα υπάρξει άραγε χώρος περίσσιος και για τις λοιπές καλεσμένες;

Θεέ μου, είναι όλες τους ντυμένες επίσημα! Μονόχρωμα γκρι σύνολα από εκείνα που απεχθάνομαι.

Ποιος άραγε τους είπε πως η γιορτή μου είναι επίσημη;

Ξέρουν ή θα ήθελα να πιστεύω πως γνωρίζουν, ότι δεν είναι του χαρακτήρα μου.

 

Η Προσμονή μπήκε αθόρυβα, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω και χωρίς να βγάλει άχνα, οδηγήθηκε στη θέση που της ανήκει.

Εκεί, ξέρω, πως για το υπόλοιπο της βραδιάς θα σταθεί αμίλητη. Δυσκολεύομαι να την καταλάβω, παρότι θεωρείται μιας από τις θαμώνες των προσωπικών μου πανηγυριών.

Σήμερα είναι τουλάχιστον γλυκιά, ή μπορεί και να μου φαίνεται σε σύγκριση με τις υπόλοιπες. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα από τα κοσμητικά στοιχεία της αποψινής βραδιάς.

Με κάνει χαρούμενο, έστω και αμίλητη όπως συνηθίζει να μένει.

 

Αισθάνομαι ήδη κάτι κακό. Ένα σκοτεινό προαίσθημα!

Ναι, ήμουν σίγουρος….

Μόλις κατέφθασαν η Κακία με την Περιφρόνηση.

Δυσκολεύομαι να δω τα πρόσωπά τους. Είναι τα μαύρα τούλια που τα καλύπτουν κάνοντας τις ίδιες σχεδόν αθέατες.

Γιατί επέλεξα να τις καλέσω; Είναι φορές που δε με καταλαβαίνω.

Πιστεύω πάντως πως κάποια Αφέλεια έβαλε το χεράκι της.

Μπορεί όμως και η Ιδιοτέλεια. Τη βλέπω κιόλας να χαμογελά κάτω από τα μουστάκια της.

Πρέπει να σκαρφιστώ κάτι για να τις αποφύγω, αλλά μάλλον είναι δύσκολο μιας και εγώ είμαι ο οικοδεσπότης.

Μάταιο!

 

Συνεχίζω να περιμένω και κάποια άλλη από όλες εκείνες που τόσο δυσκολεύομαι να θυμηθώ.

Ποια ήταν εκείνη που τόσο πολύ ποθούσα και είχα διαγράψει από τη θύμησή μου;

Ποια;

 

Η ώρες περνούν και μάταια περιμένω κάτι που ακόμη δε θυμάμαι τι, ποια;

Έχω χορέψει σχεδόν με όλες τους. Τεντώνω και ξανατεντώνω το κορμί μου. Κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου και λίγο πια με απασχολούν τα πρόσωπά τους…. Οι ντάμες της αποψινής βραδιάς αφιερωμένης σε μένα.

Τόσο άχαρες μα τόσο σημαντικές!

 

Ζαλίζομαι!

 

Τα πάντα γύρω μου γυρίζουν……

Ιδρώνω και ξεφυσώ!

 

Κι όμως αντέχω ακόμη έναν γύρο.

 

Ποιο είναι το κρασί που μεθά;

Ποιες οι κουβέντες που με συνεπαίρνουν;

Ποια η μουσική που με συνοδεύει;

Ποια ήταν εκείνη που τόσο πολύ ποθούσα και είχα διαγράψει από τη θύμησή μου;

Ποια;

 

Εγώ ανάμεσα σε μορφές γνώριμες, σε έναν γνώριμο σκοπό, σε ένα γνώριμο μέρος χορεύω με το κορμί μου.

 

Πάλλομαι!

 

Πετάγομαι ψηλά και προσγειώνομαι δίχως χάρη.

Πέφτω και ξανασηκώνομαι.

Βολοδέρνομαι δεξιά – αριστερά.

Φτιάχνω σπείρες με τα χέρια μου στον αέρα που τόσο με πνίγει!

Χτυπώ τις παλάμες μου στο πάτωμα! Σχεδόν καταφέρνω και προχωρώ με τα χέρια. Σέρνομαι και κουλουριάζομαι. Ξανασηκώνομαι!

 

Ποια ήταν εκείνη που τόσο πολύ ποθούσα και είχα διαγράψει από τη θύμησή μου;

Ποια;

 

Χειροκροτώ έναν σπασμένο καθρέφτη. Πόσο πολύ μου μοιάζω!

Αυτή η ασχήμια!

Αυτή είναι …ναι!

Είναι η δική μου ασχήμια!

 

Απόψε όσο ποτέ άλλοτε!

 

Ζαλίζομαι!

Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα αντέξω…….

 

Ποιες είστε; Δε σας γνωρίζω! Φύγετε!

Αφήστε με μόνο!

Φύγετε!

Τώρα!

 

Το πάρτι τελείωσε……. Τελείωσε …….για απόψε….

 

Αφήστε με μόνο!

Φύγετε!

 

Αύριο ίσως… ξανά

 

Αύριο μπορεί… και πάλι

 

Ζαλίζομαι!

 

Το πρωινό με βρίσκει ξαπλωμένο ανάσκελα στα πόδια της τελευταίας πιθανότατα καλεσμένης μου.

Η Λησμονιά βρισκόταν ήδη αρκετή ώρα εκεί.

Μου σκούπιζε το πρόσωπο και μου ψιθύριζε κάποιο σκοπό.

Το τραγούδι εκείνο που τόσο εύκολα ξεχνώ, που τόσο γλυκά με αποκοιμίζει.

 

Δεν θυμάμαι!

 

Τι ήταν εκείνο που τόσο περίμενα;

Ποια ήταν η επίτιμη καλεσμένη που τόσο προσδοκούσα;

Ποια ήταν εκείνη που τόσο πολύ ποθούσα και είχα διαγράψει από τη θύμησή μου;

 

Ποια;

 

Γιατί άργησε; Γιατί δε φάνηκε απόψε……..

……νυστάζω, …ξεχνώ!

 

Η Λησμονιά μου τραγουδά…

…Έχω ήδη ξεχάσει;

 

Θα ξεχάσω;

 

Τι περίμενα άραγε;

Ποια;

 

…Νυστάζω!

 

Μάρτης – Απρίλης 2002

 

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με τη μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο Archaeology Magazine ofNew York, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top