Fractal

Η Σοφία Φιλιππίδου μιλάει για τις “Ευτυχισμένες μέρες” της ερμηνεύοντας Σάμουελ Μπέκετ.

Συνέντευξη στην Αντιγόνη Καράλη //

 

Πολιτογραφημένη ως κωμική ηθοποιός, με απαράμιλλο κωμικό οίστρο, η Σοφία Φιλιππίδου καθηλώνει την πλατεία σε έναν ρόλο σχεδόν τραγικό: ως Γουίννυ, στο έργο του νομπελίστα Σάμουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες μέρες», «τοποθετεί» τον θεατή δίπλα της, «συμπάσχοντα» μαζί της. Στη μέση ενός ασφυκτικά γυμνού τοπίου, στο Μικρό Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», η Γουίννυ επιδίδεται με τελετουργική ευλάβεια στην επανάληψη της καθημερινής ρουτίνας. Βυθισμένη μέχρι τη μέση σ’ έναν χωμάτινο λόφο που ολοένα και περισσότερο την καταπίνει, φλυαρεί αδιάκοπα, βουρτσίζει τα δόντια της, ψελλίζει μισοξεχασμένες προσευχές, ενώ ο ήχος από το ξυπνητήρι σηματοδοτεί την έναρξη και τη λήξη μίας ακόμη «ευτυχισμένης μέρας». Ο Γουίλλυ, μοναδικός αποδέκτης του ατέρμονου μονολόγου της, επιτείνει με τη σιωπή του την εικόνα της μοναξιάς και των κατακερματισμένων σχέσεων.

 

Φωτογραφία: Πάνος Καραδήμας

Φωτογραφία: Πάνος Καραδήμας

 

-Γιατί σήμερα οι «Ευτυχισμένες μέρες»;

Γιατί σήμερα, ακόμα μια φορά, και πάλι και ξανά, υπάρχει το αίτημα που διατυπώνει ο Μπέκετ στις «Ευτυχισμένες μέρες» του, για ένα (αβέβαιο έστω) βήμα προς τα μπρος, δηλαδή για μία αλλαγή! Αυτό είναι που ζητάει η Γουίννυ «καρφωμένη» μέσα στο χώμα: «κάτι πρέπει να συμβεί στον κόσμο, κάτι να γίνει, κάτι να αλλάξει. Ή κάτι πρέπει να κινηθεί στον κόσμο, δεν μπορώ άλλο… ένας Ζέφυρος, μία πνοή…»!

 

-Από την κωμωδία στην τραγικότητα της Γουίννυ: πρόκειται για μια δύσκολη ακροβασία;

Ακροβασία είναι όλα, όταν ανιχνεύεις τα όριά σου στο θέατρο και στη ζωή. Και στην περίπτωση που «προχωράς» στο ακρότατο σημείο της γελοιότητας του ανθρώπινου δράματος, στην κωμωδία, αλλά και όταν κατεβαίνεις στις σκοτεινές χαράδρες της υπαρξιακής αγωνίας του… Για μένα είναι όλα δύσκολα και βάζω πολύ κόπο, μεγάλη δύναμη και ενέργεια.

 

-Υπήρξε κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, που να φοβηθήκατε;

Οχι. Δεν φοβήθηκα το έργο (με συνείδηση των δυσκολιών ενός αποσπασματικού μονολόγου), ούτε τον συγγραφέα, που αγάπησα περισσότερο κατά τη διάρκεια της μετάφρασης… Κατάλαβα πως έχω να κάνω με ένα θηριώδες κείμενο, γι’ αυτό, μετά την πρόβα, δούλευα στο σπίτι πέντε ώρες την ημέρα για δύο μήνες… Πιο πολύ από τα έργα και τη σκηνή, φοβάμαι τους ανθρώπους που με περιβάλλουν στον εργασιακό χώρο και τις παραξενιές τους. Και κυρίως φοβάμαι τον εαυτό μου και τα ίδια μου λάθη!

 

-Τι κάνει τη Γουίννυ να «βουλιάξει» στον λόφο της;

Η ανάγκη για επικοινωνία, η αναζήτηση μίας διεξόδου για να ξεφύγει από την καθημερινότητα, από τη δυστυχία ή και κάτι άλλο; Η Γουίννυ είναι το τέλος του πολιτισμού, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι. Βουλιάζει στη γη, γιατί έφτασε στο τέλος. Δεν βουλιάζει για να ξεφύγει, αλλά επειδή νιώθει πως έρχεται ο θάνατος. Τότε προσπαθεί να κρατηθεί από τα μικρά -έναν καθρέπτη, ένα κραγιόν- και από τα μεγάλα -τον ουρανό, το φεγγάρι, την έλξη προς τον ουρανό, τις αναμνήσεις, την αναζήτηση της χαμένης αθωότητας και τις λέξεις. Κυρίως να κρατηθεί από τις λέξεις που σιγά σιγά την αφήνουν. Βέβαια, δεν υπάρχει καθόλου ή ελάχιστη επικοινωνία με τον Γουίλλυ (τον «σύντροφο» στην ανυπόφορη μοναξιά της).

 

-Ποιο το δικό σας κίνητρο όταν ανεβαίνετε στη σκηνή;

Το παιχνίδι, η επικοινωνία, το ταξίδι και ο έρωτας, νομίζω. Η κατανόηση του εαυτού μου και των άλλων, η μοναξιά και το μοίρασμα των «πραγμάτων» μου. Να δώσω ό,τι έχω! Αυτό το είχα από παιδί. Θέλω να δίνω, να δίνομαι, να καταλαβαίνω τι μου λένε και να δίνω και στους άλλους να καταλάβουν. Εχω εμμονή με την αλήθεια και την επικοινωνία.

 

-Συναντηθήκατε με τη Γουίννυ; Τι σας συνδέει και τι σας διαφοροποιεί;

Συναντήθηκα, ναι. Μπόρεσα να κατανοήσω τα ερωτήματα που βάζει, τις απορίες της, την ανάγκη της να αγαπηθεί, την επαφή της με τον Θεό, με την ειρωνεία της, ακόμα και τον κυνισμό, τη σκληρότητά της! Καθώς και να νιώσω την παιδική σχεδόν χαρά της όταν ακούει ένα τραγούδι ή όταν βλέπει κάτι ζωντανό να κινείται, ένα μυρμήγκι ας πούμε, ή το πείσμα της να ζήσει ακόμα και βουλιάζοντας στην ανυπαρξία… Αυτό που με διαφοροποιεί νομίζω είναι πως εγώ το παλεύω ακόμα κάπως πιο δημιουργικά, όχι μόνο δηλαδή φιλοσοφώντας.

 

© Patroklos Skafidas

Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφιδάς

 

-Έχει τύχει να ασθανθείτε σαν την Γουίννυ, αυτοπαγιδευμένη;

Πολλές φορές και για πολλά χρόνια, όταν από ανάγκη έμενα σπίτι μου, έξω από την πιάτσα. Έβρισκα, τότε, μικρά πράγματα και χαρές, για να επιβιώσω: μικρἐς πειραματικἐς παραστάσεις με τη φοιτητική μου ομαδα αλλά, κυρίως, διάβαζα για να καλύψω τις αναπηρίες μου και τα κενά μου.

 

-Τι σας γοήτευσε στη διαδικασία της μετάφρασης;

Η συνάντηση με το μυαλό και την καρδιά του συγγραφέα. Η ευθύνη μου και η συνείδηση πως δεν πρέπει να τον προδώσω, ούτε να βγω πάνω απ’ αυτόν. Να τον κατανοήσω, να ξεδιαλύνω τους κόμπους, να καταλάβω πώς χτίζει το έργο του, με τι υλικά, με τι βιώματα, με ποιες αναφορές, σε ποια εποχή. Τι θέλει να πει, με ποιους συγγραφείς και με ποια ρεύματα θέλει να συνομιλήσει τη συγκεκριμένη εποχή που γράφει (1961), τι συμβαίνει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και στον κόσμο. Μεταφράζοντας, συχνά «σκόνταφτα» σε στίχους, λέξεις, φράσεις που κάτι μου θύμιζαν! Ψάχνοντας τις πηγές έφτασα στο συμπέρασμα πως αυτά τα «σπαράγματα μνήμης» της Γουίννυ, που όλα τα είπα τραγούδια, είναι «κομμάτια» από τις πνευματικές αποσκευές λογοτεχνικής παιδείας ενός «νέου» καθώς πρέπει, που δεν είναι άλλος από τον Σάμουελ Μπέκετ!

 

-Υπάρχει κάποια φράση του έργου που είναι η αγαπημένη σας; Που θα την κρατάτε «ενθύμιο», ακόμη κι όταν τελειώσουν οι παραστάσεις;

Πολλές. Αλλά ας παραθέσω μία που με πονάει κι εμένα: «ήμουνα κάποτε αξιαγάπητη Γουίλλυ; Ήμουνα ποτέ αξιαγάπητη; Μην καταλάβεις λάθος την ερώτησή μου, σε παρακαλώ. Δεν ρωτάω αν μ΄ αγάπησες. Δεν πρέπει να ξοδεύουμε πάνω σ΄ αυτό το θέμα λέξεις. Ρωτάω αν μ΄ έβρισκες αξιαγάπητη σε κάποιο στάδιο». Αυτή τη φράση, με πολλές παύσεις στο ενδιάμεσο μέχρι να ειπωθεί.

 

-Τι σημαίνει μία «ευτυχισμένη μέρα» για σας;

Κάτι μικρό και ταυτόχρονα πολύ μεγάλο. Να μην πονάω πολύ στην πλάτη μου, να μη λυπάμαι και να είναι καλά η μάνα μου και οι δικοί μου. Εκείνη τη μέρα μπορεί να έρθει αυτή η θεϊκή σχεδόν πνοή, το αεράκι που σηκώνει απαλά την κουρτίνα μου.

 

-Μπορούμε να έχουμε «ευτυχισμένες μέρες» ως λαός, ως πολίτες, ως κράτος;

Ναι. Ολοι έχουμε δικαίωμα στην ευτυχία. Αλλά δεν είναι αυτονόητο, ούτε εύκολο. Δεν μπορείς μόνο να θέλεις και να ζητάς αλόγιστα έτσι απλά, επειδή μπορείς να διατυπώνεις ελεύθερα τη βούλησή σου. Ο άνθρωπος είναι ώριμος να κατακτήσει την ευτυχία του όταν γίνει «μάγος», όταν «ενηλικιωθεί» πνευματικά και ωριμάσει σ΄αυτόν τον βαθμό που, όταν διατυπώσει ελεύθερα ένα «θέλω», εκείνη τη στιγμή να μπορεί και να γίνει. Όλα τα άλλα ανεκπλήρωτα και ανικανοποίητα «θέλω» είναι φορείς αρρώστιας και δυστυχίας. Όσο για τα «θέλω» μερικών βουλιμικών είναι η αιτία της κακοδαιμονίας μας.

 

-Ελπίζετε ότι με την αλλαγή σελίδας στα πολιτικά πράγματα της χώρας μπορεί κάτι να αλλάξει;

Ναι. Είχα και έχω ανάγκη από αυτά τα μικρά, ισχνά έστω, μηνύματα κάποιας ανάτασης και αισιοδοξίας. Δεν πάμε πολύ καλά, αλλά πάμε λίγο καλύτερα και αυτό είναι παρηγορητικό. Το αισθάνομαι στον δρόμο, στο ταξί. Μπορεί να είμαστε υπνωτισμένοι από τη γοητεία του «καινούργιου», αλλά οι άνθρωποι είναι κάπως καλύτερα στην υγεία τους. Νιώθω πάντως πως ένας παλμογράφος κουνήθηκε πάνω στο χαρτί και κατέγραψε την πρώτη γραμμή μίας ζωντανής καρδιάς ή ενός μικρού σεισμού.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

«Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ. Μετάφραση: Σοφία Φιλιππίδου. Σκηνοθεσία: Γιώργος Μανιώτης. Σκηνικά-κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου. Μουσική διασκευή: Θοδωρής Οικονόμου . Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Πρωταγωνιστούν: Σοφία Φιλιππίδου, Γιάννης Γούνας. Εθνικό Θέατρο, Μικρό Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top