Fractal

Διήγημα: “So happy today”

Της Κικής Παπαδάτου // *

 

 

 

Όλη τη νύχτα, αυτά τα μαλακά ρόλει από αφρολέξ που έσφιγγαν τα μαλλιά της, την ενοχλούσαν. Πραγματικά την ενοχλούσαν. Με αποτέλεσμα να κάνει έναν άσχημο ύπνο, με αλλόκοτα όνειρα και συχνά ταραγμένα ξυπνήματα.

Επιτέλους ξημέρωσε και σηκώθηκε νωρίς-νωρίς. Δευτέρα σήμερα. Κάθε Κυριακή βράδυ, τύλιγε αυτά τα μικρά αηδιαστικά ρολάκια στα μαλλιά της, ώστε να συντηρεί ένα σχετικά καλοχτενισμένο κεφάλι όλη την εβδομάδα. Πήγε στο μπάνιο και τα έβγαλε ένα- ένα βιαστικά. Ύστερα, αφού πλύθηκε, ξαλαφρωμένη πλέον από το επαχθές βάρος στο κεφάλι, πήρε από το ραφάκι το σωληνάριο της ενυδατικής της και το ζούληξε με όλη της την μαεστρία μπας και καταφέρει να βγάλει από μέσα καμιά σταγόνα θαυματουργής κρέμας. Τζίφος! Δεν υπήρχε πια εκεί μέσα, ίχνος προϊόντος. Απογοητευμένη, αρκέστηκε να περάσει το πρόσωπό της με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο χαμομήλι που είχε ετοιμάσει αποβραδίς για γαργάρες στον ερεθισμένο της λαιμό. Ύστερα χτένισε τις μπούκλες που είχαν σχηματίσει τα επώδυνα νυχτερινά σφουγγαράκια.

Βγήκε από το μπάνιο σέρνοντας τις λιωμένες της παντόφλες και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την ντουλάπα της και χάιδεψε απαλά τα παραταγμένα ρούχα. Το ολόμαλλο καμηλό παλτό. Τι ωραία αίσθηση έδινε στο χέρι το ζεστό, μαλακό ύφασμα! Της τα είχε αγοράσει ο Μάκης το 1995 από το Selfridges στο Λονδίνο. Όμορφα που είχαν περάσει τότε! Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που πήγαιναν στο Λονδίνο, αλλά ειδικά αυτό το ταξίδι το θυμόταν εντονότερα, γιατί ότι είχαν ξεμπερδέψει από τις πρώτες θεραπείες του Μάκη και θεωρούσαν πως όλα είχαν πλέον τελειώσει με την αρρώστια του. Ήταν σαν να είχαν ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο και αυτό τους έδωσε επιπλέον όρεξη για ζωή. Διασκέδασαν τότε με την ψυχή τους. Αξιοθέατα, νυχτερινή κοσμική ζωή, πολλά ψώνια. Τότε ήταν που αγόρασαν λοιπόν κι αυτό το αθάνατο κλασσικό κομμάτι και το συνδύασαν με πολλά διαφορετικά καπελάκια. Χώρια τα κασμιρένια πουλόβερ και τα άφθονα υφάσματα που κουβάλησαν στις παραφουσκωμένες τους βαλίτσες. Τι βελούδινα, τι ταφτάδες, τι εκατό τοις εκατό μάλλινα και βαμβακερά ακόμα και τα αγαπημένα της, φημισμένα στην Αγγλία, τουΐντ. Υφάσματα καλοϋφανσμένα, με όμορφα λαμπερά ή θαμπά αριστοκρατικά χρώματα. Όλα πρώτης ποιότητας και εξαιρετικής επιλογής. Και ο Μάκης της, είχε προμηθευτεί τα περίφημα Αγγλικά κασμήρια για να φτιάξει σικάτα sur mesure κοστούμια.

Αχ! Όμορφες εποχές! Όμορφες και πολύτιμες!

Θυμάται μέρες την έραβε η μοδίστρα της. Το σπίτι στο Αργοστόλι ήταν εβδομάδες αναστατωμένο. Έμοιαζε με μικρό εργοτάξιο ή μάλλον με βιοτεχνία παραγωγής ενδυμάτων.

Το δωμάτιο ραπτικής είχε γεμίσει φιγουρίνια, πατρόν, υφάσματα, κλωστές και άπειρα χρωματιστά κουρελάκια.

Εκείνες τις αξέχαστες εποχές, ανανέωνε την γκαρνταρόμπα της, σχεδόν κάθε χρόνο.

Περνούσαν όμορφα. Μια ζωή ευκατάστατη και ανέμελη. Με τα ταξίδια τους, τις εκδρομές τους, την κοσμική ζωή και την ελαφριά, διακριτική επίδειξη που όφειλε να έχει η ζωή ενός μεγαλοκαταστηματάρχη της πρωτεύουσας του νησιού.

Αρκετά χρόνια αργότερα, άλλαξε η ζωή τους. Αλλά και πάλι, όχι εξωφρενικά άσχημα. Απλά άλλαξε.

Ήταν όταν ο Μάκης αναγκάστηκε να πουλήσει τα καταστήματα, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του. Η απόφαση ήταν δύσκολη. Όμως δεν είχαν αποκτήσει παιδιά για να κληρονομήσουν την επιχείρηση. Έτσι, τα δυο μεγάλα καταστήματα υαλικών και φωτιστικών πουλήθηκαν. «ΥΑΛΙΚΑ-ΦΩΤΙΣΤΙΚΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΑΤΟΣ» διατήρησαν την επιγραφή οι νέοι ιδιοκτήτες, προς τιμήν του πρώτου, που ήταν και επιφανές πρόσωπο της νησιώτικης κοινωνίας.

Τα χρήματα, ήταν πολλά για την εποχή εκείνη. Τα επένδυσαν με σύνεση αλλά και φιλάνθρωπη γαλαντομία.

Τα περισσότερα μετατράπηκαν σε ένα μεγάλο ρετιρέ διαμέρισμα στην Αθήνα στα Ιλίσια, όπου και μετακόμισαν, ώστε να είναι ο Μάκης κοντά στα νοσοκομεία και στους ειδικευμένους για την πάθησή του γιατρούς. Ένα μεγάλο μέρος από τα υπόλοιπα έγιναν δωρεά στο Γηροκομείο Αργοστολίου, στη μνήμη των γονιών τους. Κάποια λίγα έγιναν ταξίδια στο εξωτερικό. Όχι ευχάριστα ταξίδια αυτή τη φορά, αλλά απαιτούμενα για την υγεία του Μάκη. Η σύνταξή του και κάποια νοίκια από ένα σπίτι στο Ληξούρι αρκούσαν για να ζουν ευπρεπώς στην Αθήνα.

Ο Μάκης, πέθανε πριν την μεγάλη κρίση. Και τώρα η Μαρίνα, με μια σύνταξη του ΟΑΕΕ, πάσχιζε να ζήσει, μια που το νοίκι από το σπίτι στο Ληξούρι είχε γίνει δυσθεώρητο και το σπίτι τους στο Αργοστόλι, ρήμαξε κι αυτό. Αντίθετα, τα έξοδα είχαν πολλαπλασιαστεί. Ε, τα γνωστά της κρίσης, δε χρειάζεται λεπτομερής αναφορά.

Η Μαρίνα, είχε μάθει αλλιώς. Παρόλη την ηλικία της, ήταν κοκέτα και αριστοκράτισσα παλαιάς κοπής. Φρόντιζε τον εαυτό της και με τα λίγα.

Τώρα, άγγιζε τα ρούχα χαϊδευτικά, παιχνιδιάρικα, αναποφάσιστη ποιο να διαλέξει να φορέσει σήμερα. Το χέρι της, σκάλωσε σε ένα μαλακό μάλλινο ταγιεράκι, τύπου Σανέλ. Πανάκριβο ύφασμα, με τέλεια εφαρμογή, κλασικό κι αρχοντικό. Το ξεκρέμασε και το ακούμπησε στην άκρη του κρεβατιού. Έπρεπε να διαλέξει πουλόβερ να το σετάρει – δεν ήταν ακόμα καιρός για πουκαμισάκι. Ένα λεπτό μοχέρ, μπεζ της άμμου. Ναι! Ό,τι πρέπει.Τα φόρεσε. Κοκέτικα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν είχε φορέσει καλσόν. Το τελευταίο της σκίστηκε προχθές καθώς το φορούσε. «Δεν πειράζει» σκέφτηκε. «Θα κρυώνω, μα δεν πειράζει. Όλες οι παρουσιάστριες στην τηλεόραση δε φοράνε πια καλσόν». Μόδα! Μια μόδα που τη συμφέρει μιας και δεν έχει πια χρήματα να διαθέσει για καλσόν, ούτε για ενυδατική, ούτε για κομμώτρια. Ουσιαστικά, με το ζόρι ζει. Αλλά…αυτά δεν είναι για να τα σκέπτεται. Όχι.

Φόρεσε τις χαμηλοτάκουνες γόβες της. Δερμάτινες κλασικές από τον Καλογήρου. Κομψές και πανέμορφες! Εννοείται ασορτί τσάντα, ίδιας ποιότητας και αξίας. Η ηλικία της, δεν επιτρέπει πια βαρύ μακιγιάζ. Λίγο κραγιόν μόνο. Το έχει φτάσει στο τέρμα, τόσο, που βγάζει με το πινελάκι την ποσότητα που απαιτείται για μια λεπτή στρώση. Καλύπτει τα γεροντίστικα χείλη της, πολύ προσεκτικά και αρκούντος τσιγγούνικα. Να έχει και για αύριο χρώμα. Κλειδώνει και βγαίνει.

Αρχικά, μικρός περίπατος στην πλατεία. Καμαρωτή, όπως αρμόζει στην κυρία Μαρκάτου του ρετιρέ. Μικρές βιαστικές ματιές στις βιτρίνες, δε στέκεται ιδιαίτερα σε ευτελή προϊόντα.

Περπατώντας με αργό ρυθμό, καλύπτει σιγά-σιγά, ολόκληρη τη γειτονιά της και επεκτείνεται σε άλλες γειτονιές. Εκεί, που δεν την ξέρουν. Σχεδόν όλο το πρωινό περπατά. Νιώθει κούραση και τα πόδια πονεμένα, ίσως και με φουσκάλες. Όμως η ημέρα της περνά σχετικά ευχάριστα.

Έχει απομακρυνθεί πλέον πολύ από τα γνώριμα μέρη. Αν έπαιρνε λεωφορείο ή ταξί, θα είχε καλύψει πολλές στάσεις, αρκετά χρήματα στο ταξίμετρο. Τώρα, το περπάτημά της, έχει αλλάξει, έχει γίνει πιο αργό, πιο διερευνητικό.

Περπατά στο πεζοδρόμιο, ξυστά στους κάδους απορριμμάτων. Από μακριά, εντοπίζει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον σε έναν κάδο σκουπιδιών. Πλησιάζει.

Σ’ αυτό το χοντρό μαρκούτσι που έχει στο πλάι του ο κάδος, κάποιος έχει κρεμάσει μια νάιλον σακούλα που μέσα είχε ένα φτηνό αλουμινένιο κουτί μιας χρήσης. Πλευρίζει διακριτικά στο σημείο, αφού έχει ελέγξει ότι δεν υπάρχει κανείς στο δρόμο. Μεσημέρι πια, τα μαγαζιά έχουν κλείσει και οι περαστικοί μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Κανείς λοιπόν. Τραβάει διακριτικά την σακουλίτσα. Μέσα, έχει ένα χαρτάκι. Με μεγάλα γράμματα γράφει: “ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΘΑΡΟ ΦΑΓΗΤΟ. 26/2/17»

«Ναι. Σημερινό είναι!» σκέφτεται.

Από την τσάντα της βγάζει ένα τσαντάκι αγορών από λεπτή μαύρη δερματίνη, που επάνω με διακριτικά στρασάκια, γράφει: SO HAPPY TODAY.

Το ανοίγει και τοποθετεί προσεκτικά μέσα το σακούλι με το φαγητό.

Χαμογελάει. Ώρα να επιστρέψει, επιτέλους στο σπίτι.

 

 

3/2017

 

 

Κική Παπαδάτου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Προγραμματισμό και Ανάλυση Η/Υ. Εργάστηκε στο αντικείμενο των σπουδών της για 34 χρόνια. Πρόσφατα κυκλοφόρησε βιβλίο με διηγήματά της από τις εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ-Δ.ΒΙΤΣΟΣ, με τίτλο «Μικρές στιγμές..μικρές ζωές». Φανατική αναγνώστρια, λατρεύει τη Λογοτεχνία. Ασχολείται επίσης με ζωγραφική, decoupage, κόσμημα, πλέξιμο.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top