Fractal

Διήγημα: “Snapshot”

Της Χριστίνας Πλατή //

 

 

F13

 

Στο δρόμο η ζωή των ανθρώπων γλιστράει όπως το σύννεφο στον ουρανό. Αλλάζει σχήματα, στέκεται, ακόμα και λιμνάζει˙ κινείται γρήγορα, ελίσσεται, κρύβεται ή μένει έκθετη, παγωμένη, γυμνή. Στο πεζοδρόμιο τα πράγματα είναι αλλιώς: η γεωμετρία του πλακόστρωτου επιβάλλει μια αμήχανη εκλογίκευση. Όλα μετρημένα, μαρτυρημένα και διαφανή. Εδώ το αποτύπωμα διασώζεται: από τη γόπα του τσιγάρου ως το πιο μικρό φύλλο της νεραντζιάς. Ο δρόμος μόνο είναι ποτάμι, όπου «πάντα χωρεί και ουδέν μένει». Και το κυριότερο: κανείς δεν μπορεί να περάσει το ίδιο ποτάμι δυο φορές.

Το απρόοπτο. Αυτό συνοδεύει τη βιογραφία των δρόμων, όμοια με τη βιογραφία των ανθρώπων.

***

Πρωί Κυριακής στην Πατησίων. Ξανά με τη χιλιοταλαιπωρημένη μου Lubitel κρεμασμένη στο λαιμό. Από το μέγαρο Ησαΐα ως την πολυκατοικία του δικτάτορα Μεταξά. «Πλατύ ποτάμι Φωκίωνος Νέγρη», που λέει και το τραγούδι, και βόρεια ως την Αλυσίδα. Κάθοδος στις βαλτώδεις κοιλάδες της Μηθύμνης και της Φωκαίας, πάνω απ’ την Αχαρνών, κάτω απ’ της Φυλής. Και προς τα εκεί που τα ονόματα προοιωνίζονται το γύρισμα των πραγμάτων: οδός Τύχης και Νεμέσεως. Ίχνη παλιάς παρουσίας παραμονεύουν. Οικία Κουμανταρέα, φασματική πια, όμοια με τον παλιό της ένοικο Απόλλωνα Μαρσύα. Σμιλευτός έφηβος στο «Δάφνις και Χλόη». Η Lubitel αναβοσβήνει ασταμάτητα.

Καμαρώνω για το φιλόκαλλο περιηγητικό μου πνεύμα. Επιμονή, περιέργεια, ανεξαρτησία αισθητική˙ οι κύριες αρετές ενός flaneur. Από το πλάι και η ανταλλαγή των βλεμμάτων. Υποτιθέμενα τυχαία ανθρώπινη επαφή. Χωρίς βάθος, αλλά επαφή.

Ένας κύριος φορά μια γυαλιστερή κόκκινη γραβάτα. Με ένα αφύσικα πλατύ άνοιγμα των χεριών μπαίνει στο Πελίτ˙ απομεινάρι της αστικής ευπρέπειας περασμένων δεκαετιών, ονομαστό για τα πολίτικά του. Συνεχίζει στον πεζόδρομο της Λευκωσίας. Τα χέρια του -σε γωνιώδη αγκύλη τώρα- σφίγγουν ένα μεγάλο κουτί τούρτας. Το γκρι σακάκι του φουσκώνει παράδοξα από τη μια πλευρά. Τον ακολουθώ από κεκτημένο ρυθμό. Λοξά η φιγούρα του καθρεφτίζεται στο τζάμι του μεγάρου Σέυλον. Σταματώ για να αποτυπώσω το γοητευτικό όγκο της art deco εισόδου.

Ένα απότομο «κλατς» με βγάζει από τον τετραγωνισμένο θάλαμο των θολών αναπαραστάσεων. Το πριν χωρίζεται πάντα από ένα μετά, έτσι που κανείς δεν μπαίνει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι. Η παράσταση, πάντως, παίζεται στο εδώ και στο τώρα. Ο κύριος με την κόκκινη γραβάτα μαζί και η τούρτα του χύνονται σε ρευστά κομματάκια πάνω στα πλακάκια του πεζοδρόμου. Το σακάκι μισοβγαλμένο, το κόκκινο της γραβάτας βουτηγμένο στους ασπρουδερούς αφρούς μιας μικρής λίμνης από κρέμα.

«Τον αλήτη, πιάστε τον, πιάστε τον!»

Την ολύμπια αταραξία του flaneur θεωρητικά τίποτε δεν είναι σε θέση να διαταράξει. Την αισθητική του περιέργεια, όμως, το καθετί. Η ασάφεια των ορίων στα χρώματα και τις εκκρίσεις, η πολύπλοκη αναπηρία στα αντανακλαστικά και εν γένει στα μέσα αντίδρασης, το σώμα, τα μέλη, η διαμελισμένη τούρτα, το μισοφορεμένο ρούχο. Έτσι, σαν τις παλιές οικοδομές που χάσκουν αδρανείς κι ανάπηρες, αδύναμες για απολογισμούς˙ ποιος έφυγε πρώτος, πότε και γιατί.

Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον snapshot.

Παρόλ’ αυτά, η πιο ενδιαφέρουσα εστίαση, που θα έδινε το πιο άξιο λόγου στιγμιότυπο, θα ήταν αυτή στο πρόσωπο ή στο κυνηγημένο σώμα του δράστη. Εκεί συγκεντρώνονται οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, και μάλιστα στο πιο ουσιαστικό, στο «γιατί».

Έτρεξα, δυνατά, δυνατά πολύ. Κανά δυο Αφρικανοί απ’ το γειτονικό παντοπωλείο είχαν αντιδράσει με τόση νωχέλεια που μόλις και μετά βίας έφτασαν ως τη γωνία του πεζοδρόμου˙ από εκεί ο δράστης είχε στρίψει τουλάχιστον ένα τρίλεπτο-τετράλεπτο πριν. Η Lubitel χτυπούσε στο στήθος μου θυμίζοντας πόσο βαριά είναι τα παλιά αντικείμενα, φτιαγμένα απ’ τα παλιά υλικά. Η ανάσα μου πύκνωνε και χόντραινε. Βρισκόμουν πολύ κοντά του. Μπορούσα να περάσω το ασθμαίνον αυτό σώμα, ψηλό κι αδύνατο, χωμένο απ’ το κεφάλι ως τα πόδια σε ένα μαύρο αθλητικό ρούχο, στο θάλαμο της μηχανής μου. Μπορούσα ακόμη και να βγω μπροστά του, να τραβήξω την κουκούλα του, έτσι, για να τον φοβερίσω… τον αλήτη. Πάτησα το κουμπί, το μόνο που πραγματικά με ενδιέφερε να κάνω.

Σίγουρα δεν θα είχε καμιά τύχη η όποια προσπάθειά του να υποψιαστεί τις προθέσεις μου. Με κοίταξε με τρόμο, έκανε μια αβέβαιη κίνηση απώθησης και εξαφανίστηκε γκαζώνοντας σαν αίλουρος.

***

Το απρόοπτο. Οι γνώριμοι δρόμοι-ποτάμια του flaneur που αλλάζουν συνεχώς. Η τυπωμένη φωτογραφία επιβεβαίωνε τη γεωμετρία του ασυνείδητου, απ’ όπου δεν ξεφεύγει τίποτα. Η αγωνία μου να ανακτήσω το πρόσωπο του κλέφτη, η αγωνία μου να ανακτήσω ένα τεμάχιο της δικής μου ζωής χαμένο κάπου αιφνίδια.

Είχα να τον δω δώδεκα χρόνια. Ό,τι είχε απομείνει από τη σύντομη ζωή μαζί του ήταν μια φωτογραφία μπροστά απ’ το σπίτι του, Αριστοτέλους 1… Μαύρο φούτερ με την κουκούλα στο κεφάλι. Έτσι πάντα. Χωρίς εγκαρτέρηση καμιά, μοιράζοντας πληγές από φριχτό μαχαίρι, ανοιχτές σχεδόν ακόμη. Το δάχτυλό μου ακολουθεί το περίγραμμά του στο τυπωμένο χαρτί, μαρτυρημένο, διαφανές. Αγοραίος πρίγκιπας, δρομέας στις μικρές αποστάσεις της βαθιάς πόλης, ναυαγός στα ποτάμια της.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top